Advertisement

Ρέκβιεμ για τη χαμένη τιμή του Έλληνα εργαζομένου

Γράφει ο Γιώργος Ι. Κωστούλας *

584

Στο εκ των Ιπποκρατικών συγγραμμάτων, “Παραγγελίαι” βρίσκεται η ωραία φράση:
“Όπου υπάρχει αγάπη για τον άνθρωπο, υπάρχει και αγάπη για το επάγγελμα”.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δεν μπορείς να είσαι καλός επαγγελματίας, αν το προϊόν της δουλειάς σου δεν ενσωματώνει όλους τους κανόνες και τις αξίες που προάγουν την κοινωνική συνεργασία και δημιουργούν εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Αν, δηλαδή, το αποτέλεσμα της δουλειάς σου υστερεί σε εργασιακό ήθος.

Εργάζομαι σημαίνει ότι συμμετέχω ενεργά, με τις ατομικές μου δυνατότητες στην κοινή προσπάθεια για την παραγωγή πλούτου, ανταμειβόμενος γι’ αυτό, όχι μόνο με τις υλικές προϋποθέσεις για την ατομική μου επιβίωση, αλλά και με το κυριότερο συστατικό ατομικής ψυχικής υγείας, το αίσθημα δημιουργίας και προσωπικής αξιοπρέπειας.

Θα ήθελα να αναφέρω εδώ και τούτο: “Η Εργασία είναι η πιο συναρπαστική και συγχρόνως η πιο επίπονη από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες”. Το κλειδί στην παραπάνω φράση είναι η λέξη “συγχρόνως”. Αφαιρώντας από την εργασία το επίπονο, αφαιρείς και το συναρπαστικό. Μόνο οι μηχανές δεν αισθάνονται τον κόπο τους.

Κοντολογίς, ο κόσμος προχωράει χάρη στην ευγένεια και την ανάγκη των ανθρώπων να επιζητούν και να μοχθούν για το “κάτι επιπλέον” στο αποτέλεσμα της δουλειάς τους.

Η συσσώρευση, η συνάθροιση αυτών των “κάτι επιπλέον” ολωνών μας, είναι αυτό που, λίγο λίγο και σιγά σιγά, χτίζει και σχηματοποιεί τις εθνικές ταυτότητες, τα ιδιαίτερα παραγωγικο-συναλλακτικά χαρακτηριστικά, τα μοναδικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα ή κλαδικές διακρίσεις (positioning – branding), της κάθε χώρας.

Όπως, για παράδειγμα: η αδιαφιλονίκητη – σχεδόν αυτονόητη- αναγνώριση της αξιοπιστίας των βιομηχανικών προϊόντων διαρκείας της Γερμανίας, η υψηλή αισθητική του βιομηχανικού σχεδίου των Ιταλών, η πολιτιστική υπεροχή των Γάλλων, οι ασυναγώνιστες αγροτοβιομηχανικές επιδόσεις των Βέλγων και των Ολλανδών, τα ποικίλα ελκυστικά τουριστικά πακέτα της Πράγας και, προσφάτως, η οργανωμένη προβολή των νέων καλλιτεχνών της Κίνας, η ολοκληρωμένη πολιτική μουσείων της Βρετανίας ή η πολιτιστική φορολογική πολιτική των ΗΠΑ, για να έρθουμε, με τα τελευταία παραδείγματα, πιο κοντά στις ούτω καλούμενες βαριές βιομηχανίες της χώρας μας, τον τουρισμό και τον πολιτισμό.

Την Ελλάδα τί την χαρακτηρίζει; Δυστυχώς, δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε ως χώρα το δικό μας ισχυρό θετικό positioning. Αντίθετα αφήσαμε, τόσο αφρόνως, άλλους να το επεξεργασθούν για λογαριασμό μας. Έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε έχουμε φτάσει στο σημείο να μας προσδιορίζουν μόνο αρνητικά. Πώς έγινε αυτό; Έτσι, “ανεπαισθήτως”, όπως συμβαίνουν όλες οι μεγάλες συμφορές: ο αλκοολισμός, τα ναρκωτικά, η πορνεία…

Όπως και για άλλα δεινά που μας καταδυναστεύουν, έχουμε και γι’ αυτή μας την αναπηρία τη δικαιολογία μας. Εν προκειμένω, την έλλειψη καλλιέργειας, μακροπροθέσμως, της αξίας του κοινωφελούς επαγγελματισμού.

Εξού και (σύμφωνα με τον γλωσσολογικό κανόνα: “όπου δεν υπάρχει η ανάγκη, δεν υπάρχει και η λέξη”) δεν έχει δημιουργηθεί στην ελληνική γλώσσα λέξη αντίστοιχη των ‘onesta’ στα ιταλικά, ‘honnetete’ στα γαλλικά και ‘honesty’ στα αγγλικά. Λέξεις-έννοιες που σημαίνουν ταυτόχρονα ατομική εντιμότητα και επαγγελματική φερεγγυότητα. Με άλλα λόγια τον επαγγελματισμό, που κι αυτός, σαν λέξη εμφανίστηκε στην ελληνική γλώσσα, πρόσφατα, ως μεταφραστικό δάνειο (πβ. αγγλ. professionalism).

Έχει καταγράφει ως κοινή διαπίστωση πλέον, ότι ως λαός έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας. Ανάγκη πάσα να ξαναβρούμε τη χαμένη μας εργασιακή υπόληψη. Μόνη ελπίδα μας: Όλα αυτά τα “κάτι επιπλέον” του καθενός μας και κάποιοι μικροί “θρίαμβοι”, που συμβαίνουν γύρω μας, να διεισδύσουν στην ελληνική κοινωνία και με τον διεγερτικό τους ρόλο να συνεγείρουν ευρύτερες υγιείς δυνάμεις του τόπου.

Εδώ, στον πάτο που έχουμε φτάσει, ίσως να έχουν την αξία τους παραινέσεις, που δυστυχώς έχουν την εφαρμογή τους σε σχεδόν μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Όπως: “μια μάταιη προσπάθεια δεν είναι μια άχρηστη προσπάθεια”.

Και η πολιτική ηγεσία; Έχει μια τελευταία ευκαιρία. Όχι τόσο να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας, όσο να αγκαλιάσει, να ενθαρρύνει την όποια διάθεση για επανάκτηση της χαμένης τιμής του μέσου Έλληνα εργαζόμενου.

Μήπως είναι καιρός, σε θεσμικό επίπεδο, να δημιουργηθεί μια Γραμματεία παρά τω πρωθυπουργώ, η οποία με εκπαίδευση, διαφώτιση, καθιέρωση standards, ποινές, ανταμοιβές, προβολή καλών πρακτικών θα αναστήσει, μέσα από την αγάπη μας γι’ αυτό που κάνουμε, την εθνική μας υπερηφάνεια;

Με άλλα λόγια την έννοια της χαμένης Μαστοριάς, που τόσο εύγλωττα υπαινίσσεται ο Γιάννης Τσαρούχης, όταν αναφερόμενος στη μαθητεία του δίπλα στον Φώτη Κόντογλου, γράφει: “Σιγά-σιγά άρχισα να επισκέπτομαι το σπίτι του και γρήγορα έγινα βοηθός του. Μαστορόπουλο, όπως έλεγαν όσοι αγαπούσαν τις παλιές λέξεις…”

*Τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα gcostoulas@gmail.com

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο