Advertisement

Σωρός Λελάδα

Από το βιβλίο του Γ.Π.Δρυμωνιάτη «Κουριόζικες Τσιριγώτικες Διηγήσεις»

1.888

Η γραία Ελένη είχε πάει στο Μοναστήρι απ’’ όταν εχήρεψε και μετά κι έκανε την καλογραία. Είχε μία δόση λελάδας, αλλά όχι και τόσην, όσην είχε η Σταυρούλα. Αυτή ήτανε θεόλελη. Είχε εγκατασταθεί κι ελόγου της στο Μοναστήρι από τα νειάτα της και καλά επέρνα με τσι προσπορές που της έδινε ο παπάς. Της έδινε και το νάμα κάπου-κάπου και το λαδάκι της το είχε και καλά που υπήρχε το Μοναστήρι δηλαδή, αλλοιώς η κακομοίρα στας αιωνίους μονάς θα είχε καταλήξει λόγω πείνας. Θεόλελος ήτανε κι ο τρίτος τση παρέας, ο Ρολογάς, αρσενικός ελόγου του. Αυτός δεν ήτανε μόνιμος στο Μοναστήρι, αλλά επέρνα ταχτικά απ’’ εκεί κι όποτε επέρνα τα έκανε ανάστα ο Κύριος. Διότι ο Ρολογάς είχε κακή λελάδα. Aμα έπαιρνε τσι ανάποδες εμπόρειε να κάμει μεγάλες εζημίες και μερικοί την είχανε πλερώσει άσκημα τη λελάδα του. Σαν το συχωρεμένο τον καλόγερο, τον πατέρα Θεόδωρο.

Είχε πάει ένα βράδυ στον εσπερινό ο Ρολογάς κι όπως ο πατήρ Θόδωρος έψελνε, είχε σταθεί ο λελός απέναντι από τον καλανάρχο και πηρούνιζε με τα μάτια του το γέροντα. Εκούνειε συνέχεια την κεφαλή του και του έκανε νόημα πως θα τονε στίψει.Δεν είχε κανένα λόγο για να κάμει κακό του παπούλη, αλλά μην το ψάχνεται, η λελάδα δεν θέλει λόγους. Όταν αρχίνιξε το λοιπόν να ψέλνει ο καλόγερος το “Κύριε εκέκραξα προς σε, εισάκουσόν μου…”, του όρμηξε μονιτάρου ο Ρολογάς, του βούτηξε το δεξί του χέρι, το σβούρηξε με δύναμη, κρακ έκαμε κι εγίνηκε δύο κομμάτια.

-Τι μας ψέλνεις, βρε, του είπε. Ο Κύριος δεν κράζει, ο πετεινός κράζει. Εισάκουσόν σου τα σκλαϊτά σου τώρα, για να μάθεις. Λελέ!

Παράτησε τον εσπερινό στη μέση ο καλόγερος κι επήγε να του το καλαμώσουνε. Έφυγε κι ο Ρογόλας κι επήγε να σπείρει στο βουνό ασπαλαθόσπορο. Αυτή τη δουλειά έκανε όλο το χρόνο κι αυτουνού τη λελάδα ως φαίνεται πληρώνουμε όλοι μας σήμερα, που βρεθήκανε κάτι άλλοι λελοί και πολεμούνε με το ζόρι να διασώσουνε το εκλεχτό αυτό δασικό είδος.

Η Σταυρούλα τώρα, άμα είδε το γέροντα με λιανισμένο το χέρι έβαλε κάτι κλάιματα, σταματημό δεν είχε. Τ’’ άκουσε φεύγοντας ο Ρολογάς και του αναφάνει. Γύρισε τα μπρος οπίσω κι όπως ηύρε τη Σταυρούλα μπροστά του της όρμηξε.

-Τι γελάς βρε κωλόντερο;

-Δεν γελώ αφέ μου, κλαίω για τον πόνο που έκαμες στον παπούλη. Είντα σούφταιξε και τον βάρηκες ετσά;

-Να μη σε γνοιάζει είντα μούφταιξε, εγώ ό,τι θέλω κάνω.

Της άρπαξε την τσεμπέρα από το κεφάλι και την έφερε βόλτα στο λαιμό της. Έτοιμος ήτανε να τηνε φουρκίσει. Αλλά επρόκαμε κι έβαλε τσι σκουές η Σταυρούλα κι εδράμηξε η Κεραλένη, που ήτανε πιο κει, εβούτηξε ένα δοκάρι κι αρχίνιξε να πελεκά το Ρολογά. Φαίνεται πως του έφερε καμίανε στην καρκάλα γιατί τ’’ απαράτησε μονιτάρου ο Ρολογάς κι έτσι εγλύτωσε η Σταυρούλα το φούρκισμα. Μόλις συνήλθε, έπεσε στα πόδια τση Κεραλένης και την επροσκύνα:

-Εσύ’ σαι η μάνα μου.

-Άμε να χαθείς μωρή, που τον είδα’ ‘γω το Βρούχα;(Βρούχας ήτανε ο πατέρας τση Σταυρούλας).

-Μούσωσες τη ζωή, είσαι ο πατέρας μου, είσαι ο αδερφός μου.

-Σιγά μην είμαι ο αργολάβος σου. Πού να τα βρω μωρή εγώ τ’’ αχαμνά;

-Ε τότες είντα είσαι; Τίοτα δεν μου είσαι;

Της  κακοφάνηκε τση Σταυρούλας, που λέτε, η συμπεριφορά τση Κεραλένης και τση ορμά μονιτάρου να τση κάμει, ό,τι τση έκαμε αυτηνής πριν από λίγο ο Ρολογάς. Την τσεμπέρα γύρω από το λαιμό, την έσφιγε όσο εμπόρειε.

-Εσύ’ σαι μάνα μου σου λέω κι άμα μπορείς πες όχι.

-Που τον είδα εγώ μωρή το Βρούχα, έλεγε ξεψυχισμένα η γραία κι επολέμα να νικήσει τη λελή. Καλά που επέρνα από ‘ κεια ο γέρο-Σκλούφας και τσι ξεχώρισε. ʼΑντε αλλοιώς να βρείς άκρη με τη λελάδα.

Μίαν άλλη κοπανέα εμαζεύανε όλοι μαζί ‘ αμύγδαλα τση Παναγίας.Ο Ρολογάς εμάζεψε καμπόσα κι ύστερα στην άκρη κι αρχίνιξε να σπα και να μασεί. Η Σταυρούλα τόνε μάλωσε.

-Μη τα ρουμπώχνεις, βρε λελέ, είναι του Θεού.

-Κι εγώ δικός του είμαι και πεινώ σα σκύλος.

-Κι εγώ πεινώ, μα δεν τρώγω τ’ ’ αμύγδαλα τση Παναγίας. Θα φάω την πανάδα μου μόλις πάω στο κελλί μου.

-Μα πριχνού την πανάδα σου να φάεις τη γλώσσα σου που δε λέεις να τηνε μαζέψεις.

Τση όρμηξε κι επολέμα να τση πιάσει τη γλώσσα να της τηνε δώσει να τηνε φάει.

Τον έπιασε η γραία στι πέτρες και φαίνεται πως του έτσιξε καμία σε μαλακό σημείο γιατί επήρε πάλι δρόμο να πάει να σπείρει ασπαλαθόσπορο και τηνε γλύτωσε πάλι η Σταυρούλα.

Γούστο είχανε οι κακόμοιροι και γελούμε τώρα, όταν θυμόμαστε τσι λελάδες τουνε. Ο Θεός να μασε φυλάει όμως και να μη μασε ξέρχεται. Γιατί ανέ στείλλει τη λελάδα κατά το δικό μας ανώι, αλί και αλίμονό μας. Γι’ αυτό ανέ θέλετε μη γελάτε με τούτη την κουριόζικη ιστορία, γιατί δεν σασε βλέπω καλά.

Να μου πείτε, εγώ που την έγραφα δεν φοβούμαι τη θεία δίκη; Εγώ πλέα,… δεν βαριέσαι, την έχω που την έχω.

Δημοσιεύθηκε στο Φ. 99 Δεκέμβριος 1996

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο