Στέλιος Ράμφος στην «Κ»: Γάμος και οικογένεια στη χώρα των θαυμάτων
Ολα δείχνουν ότι το προσεχές χρονικό διάστημα θα κατατεθεί στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ισότητα των πολιτών στον γάμο. Θα δίνει τη δυνατότητα στα ομόφυλα ζευγάρια να ενώνονται με πολιτικό γάμο –ο θρησκευτικός είναι υπόθεση της Εκκλησίας– και να υιοθετούν παιδιά
λα δείχνουν ότι το προσεχές χρονικό διάστημα θα κατατεθεί στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ισότητα των πολιτών στον γάμο. Θα δίνει τη δυνατότητα στα ομόφυλα ζευγάρια να ενώνονται με πολιτικό γάμο –ο θρησκευτικός είναι υπόθεση της Εκκλησίας– και να υιοθετούν παιδιά. Τα υπόλοιπα δικαιώματα που απορρέουν από τη βασική σχέση του πολιτικού γάμου θα ισχύουν σιωπηρώς και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Οι γονείς θα αποκαλούνται «πατέρας» για τα ζεύγη ανδρών και «μητέρα» για εκείνα των γυναικών.
Ιδεολογική αφετηρία του νομοθετήματος συνιστά η αποδοχή της διαφορετικότητος, των ίσων δικαιωμάτων και περαιτέρω η απαίτηση να μην ενώνουν τα ομόφυλα ζευγάρια τη ζωή τους, υποτιμητικά γι’ αυτά, με άλλο τρόπο από τα ζευγάρια διαφορετικού φύλου. Και πολιτικότερα: Να εξελιχθεί ο συντηρητικός θεσμός του γάμου, ώστε να βρισκόμαστε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας και της Ευρώπης.
Να σημειώσω παρεμπιπτόντως πως ο δικαιωματισμός ενισχύεται από το γεγονός ότι το κράτος ενεργεί βάσει της μηχανικής λογικής αιτίου και αποτελέσματος. Χωρίς το εδραίωμα που του προσφέρει ο εθνικός πολιτισμός, χωρίς τα ατομικά και τα συλλογικά συναισθήματα που καλλιεργεί η ύπαρξη του έθνους, το κράτος από μόνο του είναι κάτι άψυχο. Το εδραίωμα τούτο αιμοδοτείται κατ’ εξοχήν από την οικογένεια και την κοινωνία, για να τις αιμοδοτήσει με τη σειρά του. Ως ψυχικές διαθέσεις, τα συναισθήματα μας αναπαύουν, μας πληγώνουν, μας συγκινούν, μας εξαγριώνουν. Η έντασή τους μας ενθουσιάζει ή μας καταθλίβει απέναντι σε ελπιδοφόρα είτε σκοτεινά δρώμενα.
Σαν ιδεολογία αταβιστικού ισωτισμού, ο δικαιωματισμός παραβλέπει ότι πολιτικώς μεν είμαστε όλοι ίσοι, αλλά μένουμε φυσικώς ανόμοιοι: άνδρες – γυναίκες, νέοι – γέροι, ψηλοί – κοντοί, οργίλοι – ήρεμοι, βραδύνοες – ευφυείς, καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες – πρακτικά πνεύματα, και πλήθος άλλα. Μ’ αυτή του την αγκύλωση ο δικαιωματισμός ελευθερώνει απωθημένα στρώματα ενορμήσεων και συναισθημάτων, τα οποία υπονομεύουν τη συνοχή και την ευρυθμία της κοινωνίας. Αναγνωρίζει στην άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάτι υψηλότερο από τη διάρκεια που στερεώνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Ομως όριο του δικαιώματός μου είναι το δικαίωμα του άλλου – δικαίωμα χωρίς όρια σημαίνει θεσμοποιημένη ανευθυνότητα, βία και δοκιμασία του πολιτισμού.
Εν ονόματι της οικογενείας, τα ομόφυλα ζευγάρια διεκδικούν νομιμοποίηση της σχέσεώς των, νομιμοποίηση την οποία ωστόσο καλύπτει το εν ισχύι σύμφωνο ελευθέρας συμβιώσεως και ο νόμος περί αναδοχής τέκνου. Με όλα της τα προβλήματα, η οικογένεια συνενώνει επί χιλιετίες τα φυσικά πρόσωπα σε κοινωνία με δεσμούς αίματος και πνεύματος, οι οποίοι εξασφαλίζουν, με τις ιδέες και τις αξίες που τους προσφέρουν, διαδοχή γενεών και ατόμων εις βάση χρόνων. Αυτό δεν μπορεί να κάνει ο μικρός χρόνος της ενώσεως των ομοφύλων.
Ας μου επιτραπεί εδώ να επαναλάβω κοινούς τόπους. Ανθρωπολογικά, ρόλος της οικογένειας είναι να μεταλλάσσει τις ενστικτώδεις βιολογικές ανάγκες σε κοινωνικό εαυτό, αφού προηγουμένως πειθαρχήσει ορμές και συναισθήματα. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος μεταβαίνει από την αρχέγονη κατάσταση στην κοινωνική συνθήκη, όπου η βιολογική ροπή τρέπεται σε επιθυμία και υπάρχει σε συνεχή διελκυστίνδα με την ευθύνη. Ανεύθυνη και ανεξέλεγκτη, η ατομική επιθυμία παύει να συγκροτεί στοιχείο κοινωνικότητος. Η κοινωνία προχωρεί συναιρώντας τα ατομικά δικαιώματα με τη σταθερότητα, κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στον ίδιο τον πυρήνα της οικογένειας.
Οι πιθανότητες να επιβιώσουμε ως είδος εξανεμίζονται, αφ’ ης στιγμής το παιδί δεν εσωτερικεύει από νωρίς, σαν λογική της ζωής, κανόνες ελέγχου των ορμικών πιέσεων, οι οποίοι ισχύουν λίγο-πολύ σε κάθε πολιτισμό. Στο περιβάλλον της οικογένειας το παιδί ανθρωπεύεται ανάγοντας σε προσωπική υπόθεση κι ευθύνη τη γόνιμη συνύπαρξη με τους υπολοίπους. Αν δεν το κάνει, κινδυνεύει να καταντήσει αντικοινωνικό άτομο, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται. Το πνεύμα τέτοιας εξελίξεως απαξιώνει κάθε έννοια του μέτρου, συνδέει την επιτυχία με την απληστία και θέλει μια εκδικητική δικαιοσύνη των δικαιωμάτων. Πρόκειται για υφαρπαγή του μέλλοντος από το παρόν της αποτελεσματικότητος. Ολα πρέπει να γίνουν «αμέσως» και η ανυπομονησία δεσπόζει σα βασικό ψυχικό ένστικτο. Δεν έχουμε χρόνο· έχουμε πυρετό!
Στη δημιουργία του χρόνου από το άτομο συμβάλλει οπωσδήποτε ο θεσμός της οικογένειας, εν ονόματι της γενεάς που απέρχεται και των παιδιών που μεγαλώνοντας τιθασεύουν είτε μετουσιώνουν τις ορμικές πιέσεις και συνειδητοποιούν ότι πρόκειται να επωμιστούν κοινωνικά καθήκοντα. Στο κλίμα της διαδοχής των γενεών, οι μεγαλύτεροι μεταφέρουν μνήμες από τα περασμένα, τις οποίες οι νεότεροι προσλαμβάνουν εσωτερικά, καθώς οι ίδιοι προβάλλονται στα πρότυπα των παλαιοτέρων. Ετσι η συνέχεια του χρόνου υφαίνεται με έντονα συναισθήματα, έχει όμως διφορούμενες προεκτάσεις.
Σαν ιδεολογία αταβιστικού ισωτισμού, ο δικαιωματισμός παραβλέπει ότι πολιτικώς μεν είμαστε όλοι ίσοι, αλλά μένουμε φυσικώς ανόμοιοι: άνδρες – γυναίκες, νέοι – γέροι, ψηλοί – κοντοί.
Το συναίσθημα μπορεί να μείνει αστείρευτη πηγή ζωής, μπορεί και να εκτραπεί σε ανασχετικό παράγοντα της κοινωνικής πορείας, εμμένοντας φοβικά σε τύπους παρελθούσης χρήσεως, με κατ’ εξοχήν σημείο αναφοράς την παραδοσιακή οικογένεια, η οποία εγκλωβίζει τα μέλη και το μέλλον τους στο σχήμα της. Αυτό βεβαίως είναι θέμα άλλης αναπτύξεως. Εδώ μιλούμε για την οικογένεια γενικά, ως συστατικό θεσμό της κοινωνίας.
Η οικογένεια είναι, με τον τρόπο της, θεσμός χρονοποιός. Ενώνει το παρελθόν με το παρόν ενόψει μέλλοντος, διαμορφώνει τόσο την έννοια του μακρού χρόνου της διαδρομής των γενεών και του δένδρου των συγγενειών όσο και του διακοπτομένου χρόνου του ατομικού βίου. Ο ίδιος ο χρόνος υποστασιοποιεί τη σχέση του ανθρώπου με την εικόνα του και με τις επιδιώξεις του, όλα συμφραζόμενα του ουσιαστικού μας χαρακτηριστικού, το οποίο αποκαλούμε συνείδηση. Η συνείδηση αναβαπτίζει τη βιολογία στην ανθρωπινότητα, αφού δεν επιτρέπει να μας κυριαρχήσουν οι –ασφαλώς υπαρκτές– ανάγκες της υλικής ζωής, οπότε κινδυνεύουμε να καταλάβει την ψυχή μας ένα ηθικό κενό που δέχεται χωρίς αναστολές οτιδήποτε.
Μέσω της οικογενείας το συλλογικό έθος μεταλλάσσεται σε μέρος της προσωπικότητος του ανθρώπου, για να μεταδοθεί ακολούθως από γενιά σε γενιά, χρόνο άγνωστο για το αδιάδοχο ζεύγος των ομοφύλων είτε με αδιάγνωστη την αρχή της διαδοχής. Το λεπτό σημείο του γάμου των ομοφυλοφίλων έγκειται στη νομιμοποίηση του ομοφύλου ζεύγους και της συντομίας του χρόνου του ως οικογένειας. Πώς συγκροτεί η οικογένεια μια σχέση επιθυμητικής αγάπης με διάρκεια τον εαυτό της; Ενας δεσμός ο οποίος ελλείψει προεκτάσεως σε επόμενες γενιές, είναι προορισμένος να σβήσει μαζί με τα υποκείμενά του, αφήνοντας κληρονομιά ένα ανακυκλούμενο «τώρα» και μια εφιαλτική υπογεννητικότητα στις ανεπτυγμένες χώρες, με συνέπειες για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Ο χρόνος του ζεύγους των ομοφύλων, εκ των πραγμάτων δεν περιλαμβάνει την αναπαραγωγή και συμβολικά μιαν αναγέννηση, μολονότι η αναπαραγωγή επιτυγχάνεται και με άγνωστο παρένθετο γονέα. Το αυτό μπορεί να ισχύσει και για ζεύγος ετεροφύλων, όμως στην πρώτη περίπτωση υφίσταται το ανυπέρβλητο φυσικό εμπόδιο της ομοφυλίας, ενώ στην άλλη πρόκειται για παθολογικής αιτιολογίας εξαίρεση, οπότε η οικογένεια εξακολουθεί να συμβολίζει τη διαχρονική ενότητα της κοινωνίας, κάτι που δεν ισχύει για το ζεύγος των ομοφύλων. Αλλά εάν η οικογένεια πάψει να λειτουργεί διαχρονικά ως πρότυπο της κοινωνικής ενότητος, ο δε συνεκτικός της ρόλος δεν είναι καθοριστικός για την ωρίμανση των ατόμων και αυτό διαπεράσει τις συνειδήσεις, τότε οι τάξεις της ψυχικής και της συλλογικής ζωής του ανθρώπου πολύ εύκολα χαώνονται.
Η αναπαραγωγή με αγνώστους δότες σπέρματος ή παρένθετες μητέρες δεν θεραπεύει την αντικειμενική και υπαρξιακή στενότητα του χρονικού ορίζοντα ενός ζεύγους ομοφύλων. Ενδεχομένως διευκολύνει την ψυχολογική τους κατάσταση, στερεί πάντως το παιδί από τη ζωτική ικανοποίηση να έχει ετερόφυλους γονείς. Το αποκλείουν βέβαια οι πατέρες και μητέρες του νομοσχεδίου, ενώ το δυϊκό τους παράδοξο καθιστά συναισθηματικά ασύμμετρη την εσωτερική ανάγκη του παιδιού να έχει έλθει στον κόσμο και να μεγαλώνει όπως οι συμμαθητές του και οι φίλοι του.
Δεν έχει μόνο δικαιώματα το ομόφυλο ζευγάρι· έχει και το παιδί, γι’ αυτό πρέπει να δέχεται ότι αποτελεί μέλος του σπιτικού τους. Ο νομοθέτης οφείλει να του εξασφαλίσει τη δυνατότητα να χειραφετηθεί, εάν το επιθυμεί, και να ζήσει ανεξάρτητα στην κοινωνία. Δεν είναι θεμιτό για τους μεν να ισχύει το γονεϊκό καθεστώς και για το παιδί να παραγνωρίζονται τα βιώματα μιας ζωής με προαποφασισμένη την ένωση των «γονέα» και του αδήλου της καταβολής.
Μήπως η ύπαρξη γονέων του ίδιου φύλου, δεν εκθέτει το παιδί στη σφοδρή πιθανότητα να μην υποφέρει τη διαφορετικότητά του εις βάρος του χαρακτήρα του; Δεν θα μεγαλώνει προβάλλοντας την ηλικιακή του ανωριμότητα στα πρότυπα του περιβάλλοντος και αντιτάσσοντας αμυντικά την τάξη των γονέων και του εαυτού του στην τάξη της κοινωνίας και των άλλων; Τι προσωπικότητα θα σχηματίσει προσαρμοζόμενο κατευθείαν στην κοινωνία και την αντικειμενική της χρονικότητα, χωρίς τα βιώματα της ευρύτερης οικογένειας, στους κόλπους της οποίας πλάθεται ο συναισθηματικός του κόσμος; Τα πράγματα δεν κρίνονται από το μεταρρυθμιστικό τους παρουσιαστικό, αλλά από τη δυναμική που κυοφορούν μέσα τους.
Ο κ. Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας.