
Στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί
Ανθρώπινες ιστορίες, μνήμες, αναζητήσεις και κάμποσοι αιώνες συνωστίζονται στα παράλια της Μικρaσίας | Ηλίας Μαγκλίνης
Μέσα από το παρμπρίζ του πούλμαν παρατηρώ τον Θανάση Τριαρίδη να συνομιλεί με τους Τούρκους αστυνομικούς. Ο Θανάσης μιλάει με ένταση, με το δικό του «θεατράλε» ύφος· οι Τούρκοι αστυνομικοί όμως δείχνουν ανένδοτοι.
Εχει νυχτώσει και το πούλμαν με σαράντα πέντε συμμετέχοντες στη μεγάλη περιήγηση στα παράλια της Μικρασίας από την πλατφόρμα «Μελένια Λεμόνια», που έφτιαξε και συντονίζει εδώ και περίπου πέντε χρόνια ο συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης, βρίσκεται στα περίχωρα της Σμύρνης. Ετοιμαζόμαστε να καταλήξουμε στο ξενοδοχείο μας, πολύ κοντά στην ιστορική προκυμαία της πόλης, ερχόμενοι από το Αϊβαλί. Είμαστε ώρες στον δρόμο και είμαστε πεινασμένοι.
Αλλά το κέντρο της Σμύρνης, ως το μέτωπο της παραλίας, έχει κλείσει από την αστυνομία. Οσο κι αν ο Τριαρίδης, μαζί με τον Ναζμί, τον εκ Κομοτηνής ξεναγό μας που μιλάει τουρκικά, προσπαθεί να εξηγήσει ότι έχουμε άτομα ηλικιωμένα στο πούλμαν, οι Τούρκοι δεν πείθονται.
Από ένα διπλανό πούλμαν βλέπουμε τους επιβάτες να σέρνουν τις βαλίτσες τους και να βαδίζουν στη μέση του δρόμου. Λίγη ώρα αργότερα, ακολουθούμε το παράδειγμά τους. Ευτυχώς, το ξενοδοχείο απέχει περίπου είκοσι λεπτά με τα πόδια.
Μπαίνουμε μέσα σε μια Σμύρνη παράξενη: περπατάμε στη μέση των άδειων από αυτοκίνητα δρόμων, με παραταγμένους αστυνομικούς, θωρακισμένα οχήματα και «αύρες». Η φυλάκιση του Ιμάμογλου από το καθεστώς του Ταγίπ Ερντογάν έχει προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε πολλά μέρη της Τουρκίας, πέρα από την Κωνσταντινούπολη, και ειδικά σε προπύργια της αντιπολίτευσης – δηλαδή στις πόλεις εκείνες όπου κυριαρχούν οι περισσότερο κοσμικοί, δυτικότροποι Τούρκοι, οι «κεμαλικοί». Από κάποιο τέμενος ακούγεται η υποβλητική φωνή του μουεζίνη. Εχει μια ωραία δροσιά.
Αναρωτιόμαστε αν το ξενοδοχείο μας θα βρίσκεται στο επίκεντρο της διαδήλωσης εξαιτίας της οποίας η τουρκική αστυνομία έκλεισε τους δρόμους. Αλλά δεν υπήρχε διαδήλωση. Το κλείσιμο του κέντρου της Σμύρνης έγινε προληπτικά. Και, όπως μάθαμε μετά, αυτό συνέβαινε κάθε νύχτα τον τελευταίο καιρό…
Πετύχαμε, ωστόσο, μια διαδήλωση, στην προκυμαία, από «Αριστερούς», όπως μας είπε ο Ναζμί, η οποία ναι μεν είχε παλμό, αλλά όχι πολύ κόσμο. Οι ειδικές αστυνομικές δυνάμεις, με τις ασπίδες τους, παρακολουθούσαν διακριτικά.

Στη Σμύρνη, πολύ περισσότερο από την πρώτη φορά που την επισκέφθηκα –το κάπως μακρινό πια 2012– από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια πολλών πολυκατοικιών είδαμε κρεμασμένες τουρκικές σημαίες με τη μορφή του Ατατούρκ τυπωμένη επάνω τους. Το ’12, μια Ελληνίδα της Σμύρνης μού έλεγε πόσο «οι Τούρκοι της Αγκυρας αντιπαθούν τους Τούρκους της Σμύρνης»…
Στην προκυμαία, γύρω από το μεγάλο μνημείο της τουρκικής νίκης στον «Αγώνα της Ανεξαρτησίας» το 1922, το τελευταίο μας απόγευμα στην πόλη είδαμε πολλά νεαρά παιδιά να κυκλοφορούν με τουρκικές σημαίες και την εικόνα του Κεμάλ και, καθώς έπεφτε η νύχτα, να καλύπτουν τα πρόσωπά τους και να μετατρέπονται σε μασκοφόρους. Σαν να θέλουν διακαώς να υπενθυμίσουν στον Ερντογάν ότι «όλο αυτό» δεν θα περάσει εύκολα.
Εξω από τη Σμύρνη, πάντως, επικρατούσε μια καθησυχαστική αμεριμνησία. Στο Τσανάκαλε, τον τόπο όπου έλαμψε για πρώτη φορά η στρατιωτική (και ηγετική) ιδιοφυΐα του Κεμάλ (το 1915 με την αιματηρή μάχη της Καλλίπολης και τη συντριβή των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας από τους Τούρκους), μία από τις πιο όμορφες και πιο κοσμοπολίτικες παραθαλάσσιες πόλεις της γειτονικής μας χώρας, ήταν όλα πολύ ήσυχα. Κυριαρχούσε μια ειδυλλιακή, γαλήνια άνοιξη.
Η βαριά σκιά του Κεμάλ – Αστυνομικά μπλόκα είχαν απομονώσει την παραλιακή συνοικία που κάποτε ονομαζόταν «Και» για τον φόβο των διαδηλώσεων. Το άγαλμα του Κεμάλ που δείχνει προς τη θάλασσα δεν είναι εύκολο να το αγνοήσει το σαράι της Αγκυρας.
Το ίδιο και στις πιο μικρές πόλεις της μεγάλης παραλίας που διατρέχει την Τουρκία από βορρά προς νότο, της άλλοτε κραταιάς Ιωνίας. Στο Αϊβαλί, η αίσθηση του οικείου ήταν τόσο έντονη που ένιωθες πως έχεις ξανάρθει εδώ, πολλές φορές.

Στην αιολική γη
Μπροστά απ’ το σπίτι του Ηλία Βενέζη (στέκει ακόμα ακμαίο, φροντισμένο), ο Θανάσης Τριαρίδης διάβασε στην ομήγυρη αποσπάσματα από τις αφηγήσεις του τραγικού, για τους Ελληνες, 1922. Ο Θανάσης στέκεται στην περιγραφή του ομαδικού βιασμού μιας Ελληνίδας από Τούρκους στρατιώτες. Μία συμμετέχουσα στην εκδρομή διαμαρτύρεται. «Ξέρεις, Θανάση», την άκουσα να λέει, «το έκλεισα το μικρόφωνο, δεν άντεξα. Ισως επειδή ταυτίζομαι ως γυναίκα».
Οι βραδινές μας ομιλίες περί της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής εναλλάσσονται ανάμεσα στα ελληνικά και τα τουρκικά αφηγήματα: πώς οι Ελληνες κατέκαψαν τη Φιλαδέλφεια, το Ουσάκ, πλιατσικολογώντας και βιάζοντας, πώς οι Τούρκοι αιματοκύλισαν το Αϊδίνι, έκαψαν τη Σμύρνη και πάει λέγοντας.
Κάποιοι από την ομάδα μας αποσπάστηκαν για μια ολόκληρη μέρα για να πάνε σε ένα χωριό λίγο πιο έξω από τη Σμύρνη και να δουν από κοντά τον τόπο καταγωγής των παππούδων τους. «Οι Τούρκοι», μας είπαν μετά, «μας υποδέχθηκαν με απίστευτη ζεστασιά· δεν μας άφηναν να φύγουμε».

Μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές εκτυλίχθηκε στα Μοσχονήσια, στον αύλειο χώρο της αναστηλωμένης (ως μουσείο όμως…) εκκλησίας των Ταξιαρχών: κάπου ανάμεσα στις αναφορές στον Στρατή Δούκα, με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», και στον Θεόφιλο, μια ντόπια μεσήλικη γυναίκα μας πλησίασε. «Η γιαγιά μου ήρθε επαέ», μας είπε σε εξαιρετικά ελληνικά με κρητική προφορά. Η γιαγιά της, Τουρκοκρητικιά, ήρθε με την ανταλλαγή το 1923 και η εγγονή της μιλούσε ακόμα τα ελληνικά. Η συναισθηματική φόρτιση ήταν αμοιβαία.
Τέτοιου τύπου συγκινήσεις είναι συχνές σε όσους επισκέπτονται τη γείτονα χώρα, ειδικά σε αυτούς τους τόπους. Τη συγκίνηση διαδέχεται το δέος όταν κάνουμε κι εμείς το δικό μας πέρασμα από τους αρχαιολογικούς χώρους της Περγάμου (με μια ακρόπολη που νομίζεις ότι αιωρείται στον ουρανό της Μεσογείου) και, ακόμα περισσότερο, της Εφέσου, εκεί όπου οι συζητήσεις για τον «σκοτεινό Εφέσιο» Ηράκλειτο, κάποτε υπό τους ήχους του ασύλληπτου τρίτου μέρους της μπετοβενικής «Χαμερκλαβίερ», έδιναν κι έπαιρναν.

«Ηταν γλυκό το κύμα»
Σταθμός σε αυτό το ταξίδι όμως ήταν και τα Βουρλά, έξω από τη Σμύρνη, και συγκεκριμένα η Σκάλα, ένα πανέμορφο παραθαλάσσιο χωριό – εκεί όπου στέκει ακόμα το πατρικό εξοχικό του Σεφέρη, που σήμερα είναι ξενοδοχείο το οποίο φέρει το όνομά του.


Το κτίσμα βλέπει σε ένα κάθετο στενάκι, το «σοκάκι Γιώργου Σεφέρη», που οδηγεί στη θάλασσα όπου κολύμπησε παιδί ο πρώτος νομπελίστας της Ελλάδας. Σκαρφαλωμένος πάνω στα βράχια της διάβασα τον στίχο που με έχει σημαδέψει: «Ο,τι πέρασε πέρασε σωστά». Και τους άλλους του στίχους, που ο ποιητής έγραψε εν είδει αποχαιρετισμού στη ζωή· ήταν σαν να μιλούσαν για εκείνη την παραλία που έχασε μικρός: «Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα/ όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα/ κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι/ καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,/ γυρεύοντας ρυθμούς,/ μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:/ “Εγώ είμαι ο τόπος σου·/ ίσως να μην είμαι κανείς/ αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις”».
