Στο φως αθέατα μυστικά της μινωικής αρχιτεκτονικής

Μια πρωτοποριακή έρευνα από τη Ρένα Βεροπουλίδου και τη Maud Devolder αποκαλύπτει πώς τα θαλάσσια μαλάκια χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ανθεκτικών και λειτουργικών κτιρίων στην Εποχή του Χαλκού | Μαρίνα Καρπόζηλου

445

Πώς κατάφεραν οι Μινωίτες να χτίσουν ανθεκτικά και λειτουργικά κτίρια χρησιμοποιώντας φαινομενικά απλά υλικά; Η απάντηση κρύβεται σε μια ανακάλυψη που φέρνει στο φως η έρευνα δύο ειδικών. Η Ρένα Βεροπουλίδου, που ειδικεύεται στην οστρεοαρχαιολογία, μελετώντας τις χρήσεις των θαλάσσιων μαλακίων στην αρχαιότητα, και η Maud Devolder, η οποία εστιάζει στις μεθόδους κατασκευής των κτιρίων της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο, άνοιξαν νέους δρόμους στη μελέτη της μινωικής αρχιτεκτονικής.

Τα πλιθιά, τα οποία πολλοί θεωρούσαν ασήμαντα οικοδομικά υλικά, αναδεικνύονται ως ένα από τα κλειδιά για την κατανόηση της μινωικής αρχιτεκτονικής. Μέσα από μια πρωτοποριακή προσέγγιση, η έρευνα φωτίζει όχι μόνο τις κατασκευαστικές πρακτικές αλλά και τη βαθιά σχέση των Μινωιτών με το φυσικό περιβάλλον. Εξετάζοντας μικροσκοπικά κατάλοιπα θαλάσσιων μαλακίων και φυτών μέσα στα πλιθιά των μινωικών κτιρίων, οι δύο ερευνήτριες αποκαλύπτουν την τεχνογνωσία και την εφευρετικότητα αυτής της αρχαίας κοινωνίας.

Advertisement

Στο φως αθέατα μυστικά της μινωικής αρχιτεκτονικής-1
Η συλλογή από τα κελύφη των μαλακίων. Φωτογραφία: Devolder / υπουργείο Πολιτισμού

Μια νέα πτυχή του μινωικού υλικού πολιτισμού

Το εύρημα των δύο γυναικών εντοπίστηκε στα δείγματα χώματος που συλλέχθηκαν κατά τις ανασκαφές του 2014 μέσα και γύρω από ένα κτίριο της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2η χιλ. π.Χ.) στα Μάλια, γνωστό ως «Κτίριο Dessenne». «Στα δείγματα αυτά εντοπίσαμε πολλά και μικρού μεγέθους (έως 1-1,5 εκατοστό) κατάλοιπα θαλάσσιων μαλακίων (κοχύλια, τα οποία λέγονται όστρεα στην αρχαιολογία). Τα όστρεα αυτά ήταν τόσο μικροσκοπικά, που θα ήταν δύσκολο και μάλλον απίθανο να είχαν συλλεχθεί σκοπίμως από τους ανθρώπους από τη θάλασσα και την ακτή για να χρησιμοποιηθούν με κάποιον τρόπο», εξηγεί η κυρία Devolder.

Το γεγονός ότι η πλειονότητα αυτών ανήκε σε συγκεκριμένα είδη μαλακίων, τα οποία ζουν σε συνάφεια με θαλάσσια φυτά, καθώς και το ότι τα περισσότερα εντοπίστηκαν σε αρχαιολογικά στρώματα που περιείχαν διαλυμένα πλιθιά και άλλα οικοδομικά υλικά, οδήγησαν τις ερευνήτριες στην απόφαση να εξετάσουν το εάν τα όστρεα αυτά συνδέονταν με τις μεθόδους κατασκευής πλιθιών των Μινωιτών.

Αυτή η τεχνική εξασφάλιζε ανθεκτικότητα στις καιρικές συνθήκες και τους σεισμούς, ενώ το σοβάντισμα με λάσπη ή ασβέστη προσέθετε επιπλέον σταθερότητα.

«Οι Μινωίτες αναμείγνυαν χώμα με νερό και θαλάσσια φυτά, για να κατασκευάσουν τα πλιθιά τους, τα “τούβλα” τους δηλαδή» εξηγεί η κυρία Βεροπουλίδου. Η διαδικασία κατασκευής ήταν συγκεκριμένη. Αφού δημιουργούσαν ένα μείγμα χώματος και θαλάσσιων φυτών, του έδιναν ορθογώνιο σχήμα μέσα σε μήτρες (καλούπια) και το άφηναν να στεγνώσει στον ήλιο. «Πρόκειται δηλαδή για ωμά/άψητα πλιθιά που χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή των τοίχων, συνήθως πάνω σε χαμηλό λίθινο θεμέλιο για να μην καταστρέφονται από την υγρασία» προσθέτει.

Στο φως αθέατα μυστικά της μινωικής αρχιτεκτονικής-2
Οψεις των τοίχων από πλίνθους στο παλάτι των Μαλίων. Φωτογραφία: M. Devolder / υπουργείο Πολιτισμού

Αυτή η τεχνική εξασφάλιζε ανθεκτικότητα στις καιρικές συνθήκες και τους σεισμούς, ενώ το σοβάντισμα με λάσπη ή ασβέστη προσέθετε επιπλέον σταθερότητα. Παρ’ όλα αυτά, τα πλιθιά ήταν ευάλωτα όταν η συντήρηση σταματούσε. «Το γεγονός ότι τα πλιθιά δεν ήταν ψημένα, αλλά είχαν στεγνώσει στον ήλιο, τα έκανε τρωτά και ευάλωτα, με αποτέλεσμα να διαλύονται και να ξαναγίνονται χώμα» εξηγεί η κ. Βεροπουλίδου. «Αυτή η ευπάθειά τους έχει ως αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αόρατα στην αρχαιολογική μαρτυρία, ειδικά στη Μινωική αρχιτεκτονική. Αντιστοίχως, τα φυτά είναι ένα φθαρτό υλικό που δεν διατηρείται στο πέρασμα του χρόνου, παρά μόνο σε σπάνιες, ειδικές περιπτώσεις».

Αναγνωρίζοντας τα μικροσκοπικά όστρεα που κάποτε ζούσαν ανάμεσα σε αυτά τα θαλάσσια φυτά, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε μια εφευρετική και βιώσιμη περιβαλλοντικά κατασκευαστική τεχνική.

Ετσι, η ανακάλυψη των μικροσκοπικών οστρέων που αρχικά διαβιούσαν στα θαλάσσια φυτά παρέχει ένα υποσχόμενο πεδίο έρευνας, καθώς αναδεικνύει μια νέα πτυχή του μινωικού υλικού πολιτισμού. «Η σκόπιμη προσπάθεια των τεχνιτών να αυξήσουν την ποιότητα των πλιθιών προσθέτοντας θαλάσσια φυτά επιτρέπει σ’ εμάς σήμερα να εντοπίσουμε αυτά τα φθαρτά υλικά έμμεσα. Και αναγνωρίζοντας τα μικροσκοπικά όστρεα που κάποτε ζούσαν ανάμεσα σε αυτά τα θαλάσσια φυτά, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε μια εφευρετική και βιώσιμη περιβαλλοντικά κατασκευαστική τεχνική», συμπληρώνει η κυρία Devolder.

Στο φως αθέατα μυστικά της μινωικής αρχιτεκτονικής-3Η Maud Devolder είναι καθηγήτρια Αρχαιολογίας του Αιγαιακού Κόσμου στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης στο Βέλγιο. 

Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν τη βαθιά γνώση και την εφευρετικότητα των Μινωιτών τεχνιτών για τις ιδιότητες των φυσικών πόρων καθώς τα πλιθιά προσέφεραν έλεγχο στη ζέστη και την υγρασία, ενώ η προσθήκη θαλάσσιων φυτών ενίσχυε την ανθεκτικότητα και λειτουργούσε θερμομονωτικά. «Οι επιλογές τους υπογραμμίζουν τη στενή και ενεργή σχέση τους με το φυσικό περιβάλλον και τις πρώτες ύλες που τους προσέφερε, η οποία οριζόταν τόσο από απλές, πρακτικές ανάγκες όσο και από βαθιά γνώση των κατασκευαστικών μεθόδων. Σε αντιδιαστολή με το πώς αντιλαμβάνονται, μεταχειρίζονται και διαχειρίζονται οι άνθρωποι το φυσικό περιβάλλον στη σύγχρονη εποχή, η αρχαιολογία μας δείχνει τη στενή και αλληλεπιδραστική σχέση των ανθρώπων με τη φύση στο παρελθόν, μια “οικολογική” σχέση, ωφέλιμη και βιώσιμη εκατέρωθεν», τονίζει η κ. Devolder.

Αποκωδικοποίηση του «αόρατου»

Η αναγνώριση και η κατανόηση του «αόρατου» αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους στόχους της αρχαιολογίας, καθώς τα ελάχιστα υλικά κατάλοιπα που διασώζονται συχνά δημιουργούν σημαντικές δυσκολίες στη μελέτη των αρχαίων κοινωνιών. «Η δουλειά του αρχαιολόγου στοχεύει στην ανασύνθεση της ζωής και του πολιτισμού των αρχαίων κοινωνιών βάσει των υλικών καταλοίπων που οι άνθρωποι άφησαν και που διατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Η ποιότητα των ανακατασκευών και ερμηνειών φυσικά εξαρτάται από το πλήθος, το είδος, την ποιότητα και την κατάσταση διατήρησης των υλικών καταλοίπων, πολλά εκ των οποίων έχουν χαθεί ή φαίνεται να έχουν χαθεί για πάντα. Αυτό δυσχεραίνει το να αποκρυπτογραφήσουμε τις συνήθειες των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Ωστόσο, δεν είμαστε εντελώς ανίσχυροι μπροστά στην “αορατότητα” και ελλειπτικότητα των δεδομένων αυτών», εξηγεί η κ. Βεροπουλίδου.

Στο φως αθέατα μυστικά της μινωικής αρχιτεκτονικής-4Η Ρένα Βεροπουλίδου είναι αρχαιολόγος με ειδίκευση στην ζωοαρχαιολογία, και εργάζεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού.

Οι εξελίξεις στην επιστήμη της αρχαιολογίας, όπως η βελτίωση των μεθόδων ανασκαφής και η συμβολή των θετικών επιστημών, επιτρέπουν την πιο ολοκληρωμένη αποκωδικοποίηση των αρχαιολογικών ευρημάτων. «Τα εργαλεία αυτά συχνά αποκαλύπτουν περισσότερα από όσα θα μπορούσαμε να φανταστούμε, καθώς μας βοηθούν να ανιχνεύσουμε “πράγματα” και στοιχεία που αρχικά φαινόταν αδύνατο». Στην περίπτωση των μινωικών πλιθιών, η διεπιστημονική συνεργασία υπήρξε καθοριστική προκειμένου να αναγνωριστούν υλικά που παραβλέπονταν, φωτίζοντας πτυχές του μινωικού πολιτισμού που φάνταζαν για πάντα χαμένες.

«Αυτός ήταν ο οδηγός μας στην παρούσα μελέτη: πώς ο συνδυασμός των διαφορετικών ειδικοτήτων της οστρεοαρχαιολογίας και της αρχιτεκτονικής μελέτης θα μας βοηθούσε να εντοπίσουμε τους αρχαίους τοίχους, παντελώς χαμένους σήμερα, που κατασκευάζονταν από απλά υλικά, τα οποία τώρα παραβλέπονται αλλά είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στην κατασκευή των κτιρίων της μινωικής περιόδου. Πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα ελάχιστα διαθέσιμα και ελλειπτικά στοιχεία, ώστε να αναπτύξουμε μια αξιόπιστη μέθοδο που θα βοηθήσει τους αρχαιολόγους να συλλέγουν και να αναλύουν τα απαραίτητα δεδομένα ώστε να αναγνωρίζουν τους τοίχους στο πεδίο» σημειώνει η κ. Devolder.

Η διεπιστημονική συνεργασία υπήρξε καθοριστική προκειμένου να αναγνωριστούν υλικά που παραβλέπονταν, φωτίζοντας πτυχές του μινωικού πολιτισμού που φάνταζαν για πάντα χαμένες.

Η έρευνα διεξήχθη στις εγκαταστάσεις της Γαλλικής Σχολής Αθηνών στα Μάλια, ενώ τόσο η συλλογή των οστρέων από την ανασκαφή όσο και η μακροσκοπική εξέταση του αρχαιολογικού υλικού περιελάμβαναν «χαμηλής τεχνολογίας» φορητό εξοπλισμό όπως στερεοσκόπια και νεροκόσκινα, ένα βαρέλι δηλαδή όπου «πλένεται» το χώμα και ξεχωρίζονται τα υλικά που περιέχονται μέσα σε αυτό. «Για τη συγκεκριμένη μελέτη δεν απαιτούνταν ειδικοί εργαστηριακοί χώροι και εξοπλισμός ούτε διενεργήθηκαν χημικές αναλύσεις. Αυτό όμως που απαιτούνταν ήταν να εφαρμοστούν οι σύγχρονες ανασκαφικές μέθοδοι για την ανάκτηση και μελέτη όσο το δυνατόν περισσότερων από τα υλικά που προσπορίζονταν και χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στο παρελθόν, κάτι που μόνο τα τελευταία χρόνια έχει ενσωματωθεί στην αρχαιολογική διαδικασία συστηματικά», τονίζουν οι δύο ερευνήτριες.


Η άδεια της ανασκαφής και δειγματοληψίας δόθηκε από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων Ηρακλείου και Λασιθίου του υπουργείου Πολιτισμού και χρηματοδοτήθηκε από το ερευνητικό πρόγραμμα DAEDALOS, τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, και το Ινστιτούτο για τη Μελέτη της Αιγαιακής Προϊστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών.

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο