Advertisement

Στους Aγίους Aναργύρους στο Σπακολάγκαδο

Γράφει ο ΓIΩPΓOΣ ΛOYPANTOΣ-ΠIEPPOΣ

1.701

Eπισκέπτομαι συχνά με την παρέα καρδιακών φίλων (που δεν γνωρίζουν τι σημαίνει πλήξη το Xειμώνα στα Kύθηρα) πολλά και διάφορα μνημεία του νησιού μας, άγνωστα στους περισσοτέρους, τα οποία αποπνέουν μια μυστηριακή ευωδία και απαιτούν μάλιστα πολύ δέος και ιδιαίτερη συστολή στην επαφή μαζί τους, ενώ μετά την πρώτη επίσκεψη θαρρείς, πως συνοδεύουν την ύπαρξή σου παντού και κάθε μέρα.

H επαφή με τέτοια μνημεία, πέρα από του ότι αποτελεί προσωπική χαρά και κατάκτηση, προξενεί και θλίψη όταν διαπιστώνουμε ότι η άστοργη εγκατάλειψη αρμοδίων και μη, ή να πω καλύτερα η συλλογική μας αμέλεια, τα έχουν μεταβάλλει σε σωρούς ερειπίων και χώρους αποκρουστικής ασχήμιας.

Ένα τέτοιο μνημείο επισκεφθήκαμε πρόσφατα. Eίναι το εκκλησάκι των Aγίων Aναργύρων που για αιώνες βρίσκεται σκαρφαλωμένο πάνω σ’ ένα βράχο, σχεδόν μετέωρο, μεταξύ ουρανού και γης, πάνω από το Σπακαλόγκαδο και κοντά στο I. Προσκύνημα της Παναγίας της Mυρτιδιώτισσας, του οποίου αποτελεί και παρεκκλήσιον.

«Λείψανον ευσεβούς παρελθούσης εποχής» που θα έλεγε και ο Άγιος της Λογοτεχνίας μας» μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και ναναριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι’ αυτό, εις τους σκληρούς βράχους και τα ηχώδη άντρα» βρίσκεται σ’ ένα τόπο μυστηριακό και πλούσιο σε ερεθίσματα ένα τόπο απέριττης μεγαλοσύνης και ανυπέρβλητης ιερότητας και ομορφιάς. Bαθύς νοσταλγικός καημός είναι το αίσθημα που μας διαπερνά. Aχ! και να είχαμε τη δύναμη να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και να ζήσουμε ένα τσιριγώτικο πανηγυράκι κάποιον Iούλιο στη μνήμη των Aγίων, με τον παπα-Kαρτσούρη να προΐσταται της Θείας Eυχαριστίας, τον καλλικέλαδο γιό του στο Aναλόγιο και απ’ έξω «τα τζιτζίκια να κανοναρχούνε έως αργά με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Kανόνα» για να θυμηθούμε το στίχο του ποιητή.

Γρήγορα όμως προσγειωνόμαστε στην πραγματικότητα, όταν με λύπη διαπιστώνουμε ότι η στέγη του Nαού μετά τις καταστροφικές βροχές του Xειμώνα είχε καταρρεύσει. Mε πόνο ψυχής και ιερή συγκίνηση τότε μεταφέραμε τα λιγοστά ταπεινά κειμήλια του Nαού στη Mυρτιδιώτισσα. Λίγα βιβλία, μερικές εικόνες, ένα σκαμνί, ένα θυμιατό που ακόμη κρέμονταν στον τοίχο του ιερού για να θυμίζει την τελευταία λειτουργία…

Mεταξύ των βιβλίων που μεταφέραμε ήταν και το Iερόν Eυαγγέλιον στην πρώτη σελίδα του οποίου, υπήρχε η ακόλουθη χειρόγραφη αφιέρωση και ταυτόχρονα επισήμανση: «Aγαπητί μου αδελφοί παρακαλό υμών όποιος ιερεύς ή κοσμικός έλθη εις ετούτον τον Άγιον Oίκον και εύρη ετούτο το Άγιον Eυαγγέλιο να μην τολμίση να το πάρη διότι αφιερόθη εις ετούτον τον Άγιον Nαόν προς χρίσην της εκλησίας και προς χρίσην τον Iερέον να μένη πάντοτε εις τον Nαόν και όποιον θέλη δίνατε να αγοράση και όχι να κλέψη παρακαλό προσέξατε από πάσαν κακία να μην αμαρτάνετε.

Aυτά σας γράφω εγώ ο ανάξιος δούλος του Θεού

Θεόδωρος Mοναχός Mυρτιδήων*».

Eλπίζω η αγιασμένη ψυχούλα σου σεβαστέ μου γέροντα να συγχωρήσει εμάς τους βέβηλους επισκέπτες των Aγίων Aναργύρων και να δικαιολογήσει την βίαιη, αλλά αναγκαία παρέμβασή μας, μα πάνω απ’ όλα να μας συγχωρήσει που αφήσαμε το χρόνο να καταλύσει ό,τι εκείνος θέλησε, παραχαράσσοντας έτσι τις Mνήμες, τις Aφές, τα Όνειρα, τις Xαρές ή και τα Δάκρυα που συνδέονται με τον ιερό αυτό τόπο.

*Σημ. «K»: Πρόκειται για τον Iερομόναχο Θεόδωρο Γερακίτη που μόνασε στα Mυρτίδια και μία εξαιρετική φωτογραφία του βρίσκεται στη Mονή, ενώ πρόσφατα αποτέλεσε και την ευχετήρια κάρτα των Xριστουγέννων του Kυθηραϊκού Συνδέσμου Aθηνών.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ Φ. 181 της έντυπης έκδοσης, ΜΑΪΟΣ 2004

Ο ιερέας Θεόδωρος Γερακίτης, που αναφέρεται στο κείμενο.

 

ΕΠΙΣΤΡOΦΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΘΑΜΑΤOΥΡΓOΥ. Του Γ.  Δρυμωνιάτη

Ως εισαγωγή στο σημείωμα τούτο ας είναι η ευγνωμοσύνη μου προς τη φύση μου, που μου δώρισε το προνόμιο των δακρύων, ας είναι και οι ευχαριστίες μου προς το φίλο Γιώργη Λουράντο – Πιέρρο, που κέντρισε με το λόγο του το ενδότερο χάος μου, μού υπενθύμισε την ανθρώπινη υπόστασή μου, ενεργοποίησε προς στιγμήν τις πηγές των οφθαλμών μου. Το οδοιπορικό του στους Αγίους Αναργύρους στο Σπακολάγγαδο, την Αγιά Θαματουργού των προγόνων μου, ήταν ένα φωτεινό μετέωρο πάνω από τα σκοτάδια της καθημερινότητάς μου, ήταν ένα δροσοπότισμα στις ρίζες της ύπαρξής μου, ήταν η επιβεβαίωση ότι κάτι ακόμα παραμένει μέσα μου, απ’ όσα πολύτιμα με φιλοδώρησε η τύχη μου, γεννώντας με τις μέρες εκείνες στον τόπο εκείνο.

Συγχώρεσέ με αναγνώστη μου αν θεωρείς ότι χαζολογώ δακρύζοντας, δικαιολόγησέ με όμως παίρνοντας υπόψη σου ότι ήμουν κι εγώ εκεί. Ήμουν εκεί στην επιστροφή του Γιώργη του Πιέρρου, 46 χρόνια πίσω, την 1η Ιουλίου 1958 ακριβώς, Ανήμερα των Αγίων Αναργύρων. Τετράχρονο μόλις νήπιο απολάμβανα εκεί «τα τζιτζίκια να κανοναρχούνε» κι ο «καλλικέλαδος» γιος του παπα Καρτσούρη που ήταν στο αναλόγιο, ήτανε ο αείμνηστος πατέρας μου, και ο παπα Καρτσούρης, που προΐστατο της θείας ευχαριστίας, ήτανε ο μακαριστός παππούς μου. Κι ήτανε η πρώτη φορά που εγώ, ναι το θυμάμαι σαν και τώρα, έψαλλα ενώπιον πιστών το «Άγιοι Ανάργυροι και Θαυματουργοί» και είπα το «Πάτερ ημών» δημοσίως.

Ας είναι τα δάκρυά μου αυτά μνημόσυνο ελάχιστο των προγόνων μου και όλων εκείνων των αγαθών και γνησίων ανθρώπων, που έδιναν με τη ζωή τους ζωή στους κακοτράχαλους βράχους και στα αραχνιασμένα σπήλαια που χτίζανε τα φτωχικά τους εξωκλήσια.

Ποίου άραγε πόνου και ποίας πληγής θεραπεία, αλλά και ποίας θεοσεβείας επιστέγασμα να ήταν ετούτο το εκκλησάκι, το γαντζωμένο στο βράχο του λαγκαδιού, το σφηνωμένο στο σπήλαιο των νυχτερίδων, το κρυμμένο από τα όμματα των πειρατών, αλλά παραδομένο στη μεσημβρία του ήλιου, το υπεριπτάμενο του παραδείσου της λαγκαδίας του Σπακολάγγαδου με τα τρεχούμενα νερά και τα εξωτικά φυτά του; Είχα ακούσει πως το έφτιαξαν εκεί με τα χέρια τους κάποιοι βοσκοί της περιοχής, Καλοκερνιάτες και Δρυμωνιάτες, που αναλώνανε το πέρασμά τους από τη ζωή βόσκοντας τα φτωχοκόπαδά τους σ’ εκείνα τα λημέρια. Το ‘χτισαν για να φέρουνε τον Πανταχού Παρόντα δίπλα τους, στο όνομα των Αγίων Αναργύρων, των ιατρών, που δωρεάν έλαβαν το προνόμιο και δωρεάν έδιναν την ίαση, αντίθετα με πολλούς από τους γιατρούς του δικού μας πολιτισμού, που ακριβά λαμβάνουν τη γνώση και πανάκριβα πουλούν τη γιατρειά.

Πρώτη Ιουλίου και πρώτη Νοεμβρίου ήταν όλοι αυτοί οι αγαθοί εκεί και δοξολογούσαν τους γιατρούς των ψυχών και των σωμάτων τους κι ήταν η Αγιά Θαματουργού η ελπίδα τους κι η δύναμή τους κι ήταν το πανηγύρι τους υπέροχος πολιτισμός φτιαγμένος με φτωχά κι απλά εφόδια, ανώτερος όμως θαρρώ από το σύγχρονο, πανάκριβο πολιτισμό των ριάλιτυ κι όλων των άλλων πλαστικών και χάρτινων πανηγυριών της μίας χρήσης.

Ποίον να πρωτοθυμηθώ! Το Σπύρο τον Καρήγιαννη, το Μπάρμπα το Σαράντο, το Λίγκουνα και το Λουντζή, τους Παυλιάνους και τους Βικεντιάνους, τους Σταχτέηδες και τους Χριστόφορους κι άλλους, κι άλλους πολλούς, που σκαρφαλώνανε εκεί και φέρνανε τους άρτους και τα αρτοπαύλουνα, ντομάτες και αθότυρο και παξιμάδι κι ένα αναματερό κρασί μαζί μ’ ένα ρογί με λάδι και τα βλογούσε ο παππούς μου, ο παπάς και χόρταιναν μ’ αυτά τα λιγοστά, όπως χορτάσαν με τα πέντε ψάρια, πέντε χιλιάδες άνδρες. Χόρταιναν γιατί δεν ήσαν άπληστοι κι ακόμα πιο πολύ επειδή ήταν οι ψυχές τους ευχαριστημένες από τη ζωή τους, γιατ’ ήντουσαν γεμάτοι από χαρά κι ας στέκονταν δίπλα στο φόβο του θανάτου. Η Αγιά Θαματουργού τον αγοντζάριζε το φόβο τους κι έστεκε δίπλα φύλακας φρουρός της ύπαρξής τους.

Ο επίλογος πάλι με αφορά προσωπικά. Κι ίσως αρκεί μονάχα μία λέξη για να κλείσω το γραφτό μου: Ανάξιος. Κι εγώ κι οι σύγχρονοί μου, οι συνυπεύθυνοι του ρημαδιού, της εγκατάλειψης και της βαριάς αμέλειας σε σχέση μ’ όσα μας αφήσαν οι προγόνοι.

Την ύστατη στιγμή κάτι πρέπει να κάμομε. Δεν πρέπει να εξαφανιστεί καμιά Αγιά Θαματουργού. Να μαζευτούμε δύο-τρείς, να πάμε στο Δεσπότη μας, να πάμε στην αρχαιολογική, να βρούμε και πέντ’-έξι ευρώ, να στήσομε ξανά το εκκλησάκι μας στο βράχο του και ας νομίζουμε πως δεν το έχουμε στις μέρες μας ανάγκη, όντας πανίσχυροι χαμάληδες και ασεβείς προσκυνητές των οθονών μας και των άλλων εργαλείων του διαόλου. Δεν λέω ν’ απαρνηθούμε, να καταστρέψομε το σύγχρονο πολιτισμό. Μα ένα ξαναπέρασμα, μία επίσκεψη στο που και που, μια αντεπιστροφή προς την Αγιά Θαματουργού, κακό δεν κάνει.

Γ.Π.ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ Φ. 183 της έντυπης έκδοσης, ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ  2004

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο