Όταν αποφασίζεις να γράψεις για τη ζωή ενός συγχωριανού σου προβληματίζεσαι για το τι θα πεις. Για τον Στράτη Θεοδωρακάκη, όμως, το πρόβλημα είναι τι θ’ αφήσεις από τα τόσα πολλά που έχει πράξει κι έχει βιώσει, γιατί όσες σελίδες και να γεμίσεις… όλα δεν χωράνε. Η ζωή του, πέρασε εξ ολοκλήρου σχεδόν στον Ποταμό και μάλιστα στο κέντρο του, στην Πλατεία του, στο μαγαζί του. Εκεί ρίζωσε ο Στράτης! Ήταν σφιχταγκαλιασμένος με το χωριό και τους ανθρώπους του κατά τέτοιο τόπο που αν προσπαθούσες να τον ξεχωρίσεις, να τον ξεριζώσεις ας πούμε, μαζί με το χώμα που θα παρέσυραν οι ρίζες του, θα σηκωνόταν κι η Πλατεία κι η Λαριώτισσα και το Πνευματικό κέντρο και το Πάρκινγκ, μα κι οι δρόμοι από το Νεκροταφείο μέχρι το Γεφύρι και το Γηροκομείο και το Σχολείο και το Νοσοκομείο μα και κάθε σπίτι και κάθε μαγαζί. Γιατί η νεότερη ιστορία του Ποταμού είναι η ιστορία του Στράτη. κι αντίστροφα.
Ο Στράτης γεννήθηκε στον Ποταμό το 1927. Γονείς του ήταν ο Στυλιανός Θεοδωρακάκης – Κορδάτος και η Κορνηλία, Ποταμίτες μετανάστες που είχαν γυρίσει από την Αυστραλία. Είχαν επιστρέψει στα Κύθηρα το 1924 μαζί με τις δύο αδελφές και τον μεγαλύτερο αδελφό του Στράτη, που είχαν ήδη γεννηθεί στην Αυστραλία. Το ζεύγος, πριν τον Στράτη, έκανε κι άλλα δύο παιδιά στα Κύθηρα, μα πέθαναν από διφθερίτιδα. Τον Στράτη, για να μη τριτώσει το κακό, τον έταξε η μάννα του και τον έριξε στον δρόμο για να τον βαφτίσει όποιος θα τον έβρισκε και να έχει «καλοδρομιά» η ζωή του παιδιού. Από τον δρόμο, τη στράτα, το καλό – στρατί, πήρε τ’ όνομα: «Ευστράτιος» – «Στράτης». Ο πατέρας έφυγε το 1928 πάλι για την Αυστραλία και γύρισε το 1935. Είχαν παντρευτεί οι δύο μεγάλες κόρες στον Ποταμό, όταν το 1937 αποφασίστηκε η υπόλοιπη οικογένεια να επιστρέψει στην Αυστραλία. Ο Στράτης που ήταν ήδη 10 χρονών, πήγαινε και στο σχολείο, αποφασίστηκε και παρέμεινε στα Κύθηρα, μιας και σύντομα όλοι θα επέστρεφαν. Ήλθε όμως ο πόλεμος, τα πράγματα ανατράπηκαν κι η οικογένεια δεν ξανάσμιξε. Ο Στράτης γνώρισε μητρική στοργή από τη θεία του Διονυσία, αδελφή της μητέρας του, που με τον σύζυγό της Κων/νο Τσαμπηρά, μιας και δεν είχαν δικό τους παιδί, τον ανέθρεψαν με ιδιαίτερη αγάπη, υιοθετώντας τον αργότερα. Μεγάλωσε σε ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, λούστηκε και στου Ποταμού το πνεύμα. Λέγοντας πως λούστηκε στου Ποταμού το πνεύμα, οφείλω κάποια εξήγηση. Ο Ποταμός σαν κεφαλοχώρι, με τη μεγαλύτερη εμπορική κίνηση, είχε ανεπτυγμένη αστική τάξη. Δηλαδή τους περισσότερους ανθρώπους που είχαν στα χέρια τους δική τους δουλειά που απόδιδε χρήματα, χωρίς άμεσες εξαρτήσεις από άλλους συνανθρώπους τους. Σ’ αυτούς, που πολλοί ήταν και ταξιδεμένοι, σε συνδυασμό με τη φιλομάθεια που τους διέκρινε και τη δυνατότητα μόρφωσης που υπήρχε, έγινε κατορθωτό να αναπτυχθεί ελευθερία πνεύματος και η ανάλογη κουλτούρα.
Ο Κων/νος Τσαμπηράς είχε φύγει κι αυτός, παιδί αμούστακο, για την Αυστραλία. Γύρισε 30 χρονών και καταπιάστηκε με το χονδρεμπόριο δερμάτων. Όλοι οι τσαγκάρηδες του Τσιρίγου απ’ αυτόν αγόραζαν τα δέρματα. Ο ίδιος έφτιαχνε και διάφορα δερμάτινα εξαρτήματα, καπίστρια και λουριά για τα σαμάρια των ζώων και ζώνες για τους ανθρώπους. Το μαγαζί που ξέρουμε ως του «Στράτη», είναι το 3ο στη σειρά από αυτά που νοίκιασε ο θείος του. Σ’ αυτά μεγάλωσε κι ο Στράτης και ζυμώθηκε με τη δουλειά, τον κόσμο και το εμπόριο. Μετά τον Πόλεμο οι συνθήκες άλλαξαν κι άλλαξε αρματωσιά και το μαγαζί του «Τσαμπηρά». Μεταμορφώθηκε σε μαγαζί ποικίλης ύλης, γιατί τα παπούτσια έρχονταν πια έτοιμα από την Αθήνα.
Ο Στράτης στο σχολείο έμαθε τα πρώτα γράμματα από τη δασκάλα τη Μαρία Πρωτοψάλτη και τον Γιάννη Μελιτά. Τον Δημήτριο Στάθη τον είχε μόνο διευθυντή. Πήγε στο δημοτικό, στο «Δηλαβέρειο», μέχρι την τετάρτη τάξη. Τότε δημιουργήθηκε το «Αστικό Σχολείο» και συνέχισε εκεί με καθηγητές τον Βρεττό Τριάρχη, φιλόλογο, τον Ζαχαρία Πετρόχειλο, γυμναστή και τον Γκιούλη, μαθηματικό. Συμμαθητές του ο Βασίλης Κασιμάτης (κάθονταν στο ίδιο θρανίο) ο Δημήτρης (Μίμης) Ζαγλανίκης, ο Μπαβέας Χαράλαμπος, ο Μανόλης Στελίου και πολλοί άλλοι. Οι βαθμοί του, καταγραμμένοι στο μαθητολόγιο του «Αστικού», λίαν καλοί και άριστοι.
Ο Στράτης δέχτηκε από μικρός καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Ο θείος του ήταν εξαίρετος φωτογράφος. Σε αυτόν οφείλεται η διάσωση της εικόνας των ανεμόμυλων του Ποταμού, μα κι άλλες εικόνες, όπως ο Ποταμός χιονισμένος επεξεργασμένες και χρωματισμένες με το χέρι. Βίωσε και σπάνια για την εποχή ακούσματα. Ο θείος του είχε φέρει από την Αυστραλία γραμμόφωνο και πλάκες με κλασσική μουσική. Άκουγε ο θείος, άκουγε κι ο Στράτης. Μετά ήλθε το σχολείο κι ο Μελιτάς, που έπαιζε βιολί κι είχε μεγάλη αδυναμία και μεράκι να παρουσιάζει στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς τις λεγάμενες «εξετάσεις», με θεατρικές παραστάσεις και χορωδία. Τότε ο Στράτης άκουσε για πρώτη φορά τριφωνική χορωδία και συμμετείχε σ’ αυτήν. Η μουσική παιδεία του Στράτη συμπληρώθηκε από τον Δημήτρη Νοταρά, που ήταν εξαιρετικά μορφωμένος, διέμενε στον Ποταμό και δίδασκε τους νεαρούς Κυθήριους ξένες γλώσσες και μουσικά όργανα. Έτσι κι ο Στράτης έμαθε νότες και μαντολίνο.
Στο κέντρο του Ποταμού, ακριβώς απέναντι από τη Λαριώτισσα, που για πολλά χρόνια ήταν το παντοπωλείο του Αντρέα Μεγαλοκονόμου, είχε, προπολεμικά, το βαρελάδικό του ο Βαγγέλης ο Καβιέρης. Εκείνο, λοιπόν το βαρελάδικο, όσο παράξενο και να ακούγεται, ήταν και το μουσικοφιλολογικό σαλόνι του Ποταμού. Γύρω από βαρέλια καπάκια και τόγες, σε πάγκους, σκαμνιά και ξεχαρβαλωμένες καρέκλες κάθονταν οι νεαροί του Ποταμού, μετά το αμάχι της μέρας κι άκουγαν το βιολί και το τραγούδι του μαγαζάτορα, του περίφημου αυτοδίδακτου Βαγγέλη Καβιέρη, που ήταν και ο ονομαστός ψάλτης του νησιού. Μαζί μ’ αυτόν κι άλλοι νεαροί δοκίμαζαν τη δεξιοτεχνία τους σε διάφορα όργανα, όλοι μαθητές του Νοταρά. Έτσι ο Μήτσος ο Ψαλιδάς, καίτοι ξυλουργός έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα, ο Λουράντος καίτοι τσαγκάρης, έπαιζε μαντολίνο κι ο Τζέτζος έπαιζε επίσης μαντολίνο. Στην κατοχή το στέκι του Καβιέρη δεν υπέστειλε τη σημαία κι ο Στράτης, 14χρονο φιντανάκι πια, επισκέφτηκε κι αυτός το βαρελάδικο. «Αφού μαθαίνεις» του λέει ο Βαγγέλης «παίξε μας να σ’ ακούσουμε». Έπαιξε μαντολίνο ο Στράτης κι ήταν τόσο καλός που μπήκε ασυζητητί στην ομάδα. Γρήγορα ήλθε κι η πρώτη δημόσια εμφάνιση. Τότε (στην Κατοχή) το σημερινό μαγαζί Μανέα – Γερακίτη ήταν θέατρο με σκηνή κι ανέβηκε το «Χαλασμένο Σπίτι» του Σπύρου Μελά. Στα διαλείμματα μικρή συναυλία από τους Στράτη, Νοταρά, Ψαλιδά, με μαντολίνα και τον Νίκο Ταμβάκη με κιθάρα συντρόφευε τους θεατές. Ο Στρατής όμως είχε και σόλο κομμάτι την ώρα που ξεψυχούσε ο πρωταγωνιστής. Για την ιστορία να αναφέρουμε και τους ηθοποιούς. Πατέρας: ο Γιάννης Μελιτάς, γιος: ο Βρεττός Κορωναίος και στους γυναικείους ρόλους: η Φωτεινή Πετροχείλου κι η Ελένη Χατζήκου, μετέπειτα Παυλάκη. Ακολούθησαν οι παραστάσεις «Η τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά, «Η σκλάβα Πατρίδα» του δικού μας Φώτη Κάβου, δηλαδή του Γιάννη Τριφύλλη και «Το κόκκινο πουκάμισο» του επίσης Κυθήριου Δημήτρη Σουρή. Υπενθυμίζεται ότι η ευρύτερη περιοχή του Ποταμού από πολύ ενωρίς είχε αποτινάξει στην ουσία την εχθρική κατοχή και είχε ενταχθεί στην «Ελεύθερη Ελλάδα», γι’ αυτό και η πνευματική αυτή δραστηριότητα. Η νεολαία του Ποταμού και μαζί μ’ όλους κι ο Στράτης, ενταγμένη στην Εθνική Αντίσταση, έπραξε πολλά κατά τις δυνάμεις της και ελπίζω αυτά κάποτε να γραφούν με τις λεπτομέρειες που αξίζουν.
Αυτά για τη ζωή του Στράτη μέχρι την ενηλικίωσή του. Η ενηλικίωση που έφερε και τη στρατιωτική θητεία. Ο Στράτης με άλλα Τσιριγωτάκια παρουσιάστηκε στον Βόλο. Εκεί, σχεδόν όλα, πήραν αναβολή γιατί υπήρχαν πολλοί κληρωτοί που δεν χρειάζονταν εκείνη τη χρονική στιγμή. Τον Στράτη τον ξεχώρισαν. Τον έντυσαν με στρατιωτικά ρούχα που ήταν σε άθλια κατάσταση και τον πήγαν μαζί με άλλους «τυχερούς» στη Μακρόνησο. Όπως αναφέραμε πολλά Τσιριγωτάκια είχαν ενταχθεί στην Εθνική Αντίσταση. Είχαν τραβηχτεί φωτογραφίες κι ο Στράτης είχε φωτογραφηθεί με ένα όπλο από αυτά που υπήρχαν στην οργάνωση. Η φωτογραφία, ως ανάμνηση τιμής, στάλθηκε με περηφάνια στην Αυστραλία όπου υπήρχαν συγγενείς του Στράτη. Αυτοί τη δημοσίευσαν σε Ελληνόφωνη εφημερίδα καμαρώνοντας για τον νεαρό αγωνιστή. (Μη ξεχνάμε πως και Αυστραλοί πολέμησαν στην Ελλάδα τους κατακτητές). Υπήρξαν, όμως, «καλοθελητές». Έστειλαν φύλλο της εφημερίδας στην Ελληνική Αστυνομία την εποχή που ο εμφύλιος σπαραγμός κατέτρωγε την πατρίδα μας. Έτσι προέκυψε η Μακρόνησος όπου ο νεαρός Στράτης γνώρισε μια άλλη πλευρά της ζωής, πολύ διαφορετική από εκείνη που μέχρι τότε του πρόσφερε το μικρό μα στοργικό νησί μας.
Έχω ακούσει να λένε: «Η μουσική μ’ έσωσε». Ας δούμε τι έγινε με τον Στράτη. Στη Μακρόνησο υπήρχε μαντολινάτα και χορωδία. Σε μια στιγμή χαλάρωσης ο Στράτης πλησίασε και ξεστόμισε. «Παίζω κι εγώ μαντολίνο». Του έδωσαν ένα κομμάτι γραμμένο σε νότες κι αυτός το έπαιξε με εξαιρετική άνεση. «Το ήξερες;» τον ρώτησαν. «Όχι» απάντησε. Του έδωσαν κι άλλο κι άλλο. Όλα τα έπαιξε με άνεση. Εκείνη την ώρα προσλήφθηκε στη μουσική ομάδα και ταυτόχρονα υπήρξε η βεβαιότητα ότι ήταν ο καλύτερος. Συγχρόνως εντάχθηκε και στη χορωδία. Η εξέλιξη: Όταν απολύθηκε ο μαέστρος της Μαντολινάτας, τον διαδέχθηκε ο Στράτης. Όταν απολύθηκε ο μαέστρος της Χορωδίας, τον διαδέχθηκε ο Στράτης. Η χορωδία από 60 μέλη, απέκτησε επί Στράτη 85 και το επίπεδό της εξελίχθηκε σε κορυφαίο για την Ελλάδα. Όλη τη θητεία, 49-52, ο Στράτης την υπηρέτησε στη Μακρόνησο. Υπήρξε χρόνος για σοβαρή δουλειά. Η χορωδία του Στράτη αναγνωρίστηκε. Μετέβαινε στην Αθήνα και παρουσιαζόταν από τον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Στην ομάδα κι ο Θανάσης Βέγγος, άγνωστος τότε. Όταν απολύθηκε ο Βέγγος και ενώ έραβε γάντια, γιατί αυτή ήταν η δουλεία του, τον επισκέφτηκε ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος (Μακρονησιώτης κι αυτός) και του πρότεινε να παίξει σε ταινία. Ο Θανάσης νόμιζε πως τον κορόιδευε, μα όταν του ενεχείρησε 1.000 δραχ. προκαταβολή, πείστηκε. Έτσι έκανε ντεμπούτο σε μία εξαιρετική Ελληνική ταινία, στον «Δράκο» του Κούνδουρου.
Ο Στράτης απολύθηκε και αφοσιώθηκε στο εμπόριο, συνεχίζοντας το έργο του θείου του Κωνσταντίνου Τσαμπιρά, προσαρμόζοντας τα είδη του καταστήματος στις ανάγκες της εποχής. Είχε μέλημα και τις ανάγκες των παιδιών, τόσο της μόρφωσης φέρνοντας σχολικά βιβλία και είδη γραφής, όσο και της ψυχαγωγίας φέρνοντας διαλεχτά παιχνίδια. Τις Χριστουγεννιάτικες μέρες γεγονός ήταν τα νέα παιχνίδια που ο Στράτης θα έβαζε στις δύο βιτρίνες του μαγαζιού του. Ο πολυδιάστατος Στράτης αφοσιώθηκε στον Ποταμό και σ’ όλο το Τσιρίγο. Έφερε μηχανή προβολής κινηματογραφικών ταινιών μαζί με τον Μανώλη Σοφίο και τον Μαρίνο Τριφύλλη. Τα έργα που πρόβαλλαν ακόμα τα θυμούνται οι παλιότεροι για την ποιότητά τους. Λόγω της ενασχόλησής του με την τεχνολογία των ηχητικών συστημάτων (αυτή τη γνώση την απέκτησε κατασκευάζοντας ραδιόφωνα την περίοδο της κατοχής, για να πιάνουν οι Ποταμίτες Λονδίνο, αφού οι καταχτητές κατέσχεσαν τα επίσημα ραδιόφωνα) ήταν απαραίτητος σε κάθε δημόσια εκδήλωση, μα και γιατί ήταν και ο ποιο κατάλληλος να την παρουσιάσει, ζωντανεύοντάς την με το αστείρευτο κέφι του, τη ζεστή φωνή του και το σπινθηροβόλο βλέμμα του.
Το 1964 εορτάστηκαν, μεγαλοπρεπώς, τα 100 χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα. Παρούσα κι η Φιλαρμονική Γυθείου (όπως και το 1911 στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Στρατηγού Πάνου Κορωναίου). Οι γιορτές τέλειωσαν με μεγάλο χορό στον Ποταμό. Ενώπιον ενθουσιώδους κόσμου ο Στράτης δέσμευσε τον Νομάρχη κι έστειλε κάποια όργανα για να δημιουργηθεί Φιλαρμονική. Μαζεύτηκαν και χρήματα και η Φιλαρμονική εξοπλίστηκε με τα απαραίτητα όργανα και στη συνέχεια με στολές. Η προσφορά της, ταυτισμένη με αυτή του Στράτη, είναι γνωστή στον τόπο μας. Φορέας πνευματικός κι εκπολιτιστικός συνέχισε να φωτίζει το παραδοσιακά ελεύθερο πνεύμα του Ποταμού. Ο Στράτης ήταν ο κύριος συντελεστής για να αποκτήσει ο Ποταμός Πνευματικό Κέντρο και χώρο στάθμευσης. Οι μουσικοφιλολογικές βραδιές στην Πλατεία, στο υπαίθριο θέατρο του Ποταμού και σε άλλους χώρους, αφύπνιζαν πνεύματα και γαλουχούσαν ιδανικά. Τα παιδιά του Ποταμού και των γύρω χωριών φεύγοντας από το νησί είχαν ένα ακόμα εφόδιο περασμένο σε καρδιά και νου από τον Στράτη. Τη μουσική ως αίσθηση και ως γνώση, μα και μηνύματα ζωής που ο Αρχιμουσικός – Δάσκαλος πέρναγε στα νιάτα. Και τούτο κράτησε αδιάκοπα 50 χρόνια, δίχως να μετριούνται κόπος και χρόνος, δίχως την παραμικρή αμοιβή πλην της ικανοποίησης. Ο Στράτης ακόμα και στις 12 Μαΐου του 2014, με αγέρωχο βήμα ήταν ο Μαέστρος της Φιλαρμονικής που συνόδευσε την Κάρα του Οσίου Θεοδώρου στον γύρω από το Προσκύνημα χώρο. Λίγους μήνες πριν απ’ το Μεγάλο ταξίδι του. Ήταν όρθιος και γελαστός μέχρι το «τέλος».
Για τον Στράτη, τη ζωή και το έργο του σελίδες πολλές μπορούν να γραφούν. Για τη συμμετοχή του στη διοίκηση της Κοινότητας Ποταμού, της Εγχώριας Περιουσίας, στις Επιτροπές Εκκλησιών και Μοναστηριών, στη δημιουργία εκκλησιαστικών και άλλων χορωδιών κ.λ.π., κ.λ.π.
Όμως ό,τι και να γράψω ποτέ δεν θα ξεπεράσω αυτό που ο καθένας μας έχει γραμμένο στο νου και στην καρδιά του για τον ΣΤΡΑΤΗ. Δεν θα ξεπεράσω τα αισθήματα που ξεπηδούν και πλημυρίζουν το στέρνο, όταν διασχίζοντας τον Ποταμό περνάμε έξω από το μαγαζί του, τον χώρο του. Γιατί ιδέες υπηρέτησε και εξέθρεψε. Και οι ιδέες πλανώνται… μα δεν χάνονται.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση στα Φ. 297, 298, Δεκέμβριος 2014, Ιανουάριος 1915