Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά ακούμε να ασχολούνται και οι αρχές με ένα θέμα, το οποίο οι ντόπιοι γνώριζαν πολύ καλά παλιότερα, αλλά οι νεότεροι το αγνοούν εντελώς. Σε διαφορές -κυρίως- μεταξύ ιδιοκτητών γης και δασικών αρχών για το χαρακτήρα μιας έκτασης υπεισέρχεται πολλές φορές η έννοια των «ανθρωπογενών» παρεμβάσεων στη γη, τις οποίες δέχεται ο Νόμος για να αποδείξει κάθε ενδιαφερόμενος ότι κάποια ιδιοκτησία της οποίας ζητεί το χαρακτηρισμό ήταν πάντοτε ιδιωτική ιδιοκτησία και όχι ανήκουσα στο (τοπικό) δημόσιο.
Έτσι, ανθρωπογενείς παρεμβάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι μικροί οικίσκοι (σπιτάκια) ή οι αποθήκες που βλέπουμε σήμερα διάσπαρτα σε χέρσα χωράφια και μάλιστα σε σημεία στα οποία κανείς σήμερα δεν πιστεύει ότι κάποτε φιλοξενούσαν καλλιέργειες. Το ίδιο ισχύει για πηγάδια, αλώνια, βασκήνες, σταύλους, τοιχισμένους αναβαθμούς γης ή τοίχους στον περίγυρο των ιδιοκτησιών (τα γνωστά ξεροτρόχαλα). Δυστυχώς, αρκετές φορές, ακόμα και αυτές οι οφθαλμοφανείς και μη αμφισβητούμενες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στο περιβάλλον δεν θεωρούνται επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξη ιδιοκτησίας στο παρελθόν, ενώ, αντίθετα, για άγνωστους (ευνοήτους;) λόγους, έχουν γίνει δεκτές ιδιοκτησίες εκεί όπου εμφανέστατα δεν υπάρχει η παραμικρή ανθρωπογενής παρέμβαση.
Δυστυχώς τα «Κ» δεν διαθέτουν το χώρο για να δημοσιεύσουν όλες τις επιστημονικές απόψεις που έχουν δημοσιευθεί και τεκμηριώνουν τα παραπάνω. Θα γίνει όμως μία ακόμη απόπειρα για να εξηγήσουμε μερικά πράγματα, που θα είναι χρήσιμα σε όλους όσους ασχολούνται με παρόμοιες υποθέσεις.
Όλοι θα έχουν παρατηρήσει, ειδικά μετά από πυρκαγιές, πόσα περιτοιχισμένα κτίσματα υπάρχουν σε όλη σχεδόν την έκταση της κυθηραϊκής γης. Το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί αν ανατρέξει κανείς στο γεωκτητικό καθεστώς που εφαρμόστηκε προοδευτικά στα Κύθηρα από τα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας μέχρι και τα τέλη, σχεδόν, του 19ου αι. Επειδή, λοιπόν, η γη ανήκε, είτε στους άρχοντες-φεουδάρχες (αργότερα και στους «μεγαλοαστούς») των Κυθήρων, είτε στο ενετικό δημόσιο [1], πολλοί ανεξάρτητοι αγρότες μικροκαλλιεργητές δέχονταν να αναλάβουν την εκχέρσωση και καλλιέργεια γης που ανήκε στους παραπάνω με το σύστημα της «διηνεκούς κοληγίας». Σύμφωνα μ’ αυτήν ο αγρολήπτης εκχέρσωνε μία έκταση και στη συνέχεια την φύτευε με δένδρα ή την καλλιεργούσε. Ο ιδιοκτήτης της έκτασης, μετά την καλλιέργεια, εδικαιούτο τη μισή και η άλλη μισή έμενε στον αγρολήπτη ως ιδιοκτησία του. Ο τελευταίος για να καλλιεργήσει τη γη, εκτός από την εκχέρσωση που έκανε, έπρεπε ν’ απομακρύνει απ’ αυτήν και τις πέτρες που αφθονούσαν στο κυθηραϊκό τοπίο. Αυτές, λοιπόν, τις χρησιμοποιούσαν για να χτίσουν τοίχους οριοθετώντας την ιδιοκτησία που αποκτούσαν ή για να σταθεροποιήσουν τους αναβαθμούς της γης (τις γνωστές «νομαρές» και τα «συνάμπελα») ώστε να συγκρατείται το πολύτιμο χώμα.
Έτσι δημιουργήθηκαν τα γνωστά «σώχωρα, σύμπορα και κλειστά» που σήμερα τα γνωρίζουμε, κυρίως, από τα παλαιά συμβόλαια. Αργότερα, οι ανάγκες για να δοθεί καλλιεργήσιμη γη και στους απογόνους των καλλιεργητών που την αποκτούσαν κατά την παραπάνω διαδικασία, οδήγησαν στο καθεστώς των διαδοχικών κατατμήσεων, που με τη σειρά τους δημιουργούσαν ανάγκες νέων περιτειχίσεων κοκ
Αυτό γινόταν πιο συχνά στα περιβόλια και στα πιο αξιόλογα κτήματα και οδήγησε την κυθηραϊκή γη μετά από αλλεπάλληλες κατατμήσεις να φαίνεται τεμαχισμένη σε μικρές ιδιοκτησίες. Απ’ αυτές έμεινε και η γνωστή σ’ όλη την Ελλάδα έκφραση «τσιριγώτικο μερτικό» που σημαίνει τον ασήμαντο κλήρο που προέρχεται από τις διαδοχικές κατατμήσεις.
Στο Αρχείο των Κυθήρων έχουν διασωθεί δεκάδες συμβόλαια που σαφώς αναφέρουν ή υποκρύπτουν παρόμοιους τεμαχισμούς γης και τις περιτοιχίσεις που τους ακολουθούσαν και που δίνουν σήμερα το κύριο στίγμα των ανθρωπογενών παρεμβάσεων που τόσο έχουν συζητηθεί και αμφισβητηθεί.
Διαβάζουμε σε ένα συμβόλαιο της 14ης Δεκεμβρίου 1768 .
«…μήα βουκολέα μησοπινάκον πεντε ηντζέρκα με τους τηχους της γερούς, κήμενη στο δεστρέτο του Αργυρού», ή σε άλλο της 28ης Σεπτεμβρίου 1768(3)
«..από την σήμερον δήνει εις τελίαν και παντοτηνήν πουλισίαν και αλοτρίοσιν του παρόντος κυρ Παναγιότι Χάρου ποτε Νικολο Βλαστού ένα κοματη χοράφι σοχοριασμένο με παλεοτήχους μισοποινάκον επτά…»(4)
Τα παραπάνω αποτελούν μία μικρή, μόνο, συμβολή στην ερμηνεία των όσων βλέπουμε σήμερα όλοι κι αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε, καθώς ελάχιστοι μπορούν να καταλάβουν τη χρησιμότητα των ατελείωτων τοίχων από πέτρες, που σήμερα περικλείουν ασπαλάθους, σκίνους και άλλα, δάση, αλλά κάποτε ήταν μία τεράστια «αρένα» που ποτίστηκε με τόνους ιδρώτα και χρόνους πολλούς στερήσεων των γενεών που προηγήθηκαν από τη δική μας στο νησί. Αυτές οι ιδιοκτησίες, που τις καλλιεργούσαν επί εκατονταετίες, άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαταλείπονται μέσα στον 20ό αι., στην αρχή εξ αιτίας της μετανάστευσης κι αργότερα της μηχανικής άρωσης.
Φυσικά τα θέματα ιδιοκτησίας δεν τα λύνουν τα δικά μας άρθρα, αλλά οι Νόμοι και το Αστικό Δίκαιο, όσον αφορά όμως την ερμηνεία των πραγμάτων, πιστεύουμε ότι τα παραπάνω αποτελούν μία μικρή και χρήσιμη συμβολή.
1. Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα τον καιρό που κυριαρχούσαν οι Βενετοί. Βενετία 2008, σελ. 63 επ και 93 επ.
2. Περί αυτών βλ. Γ. Λεοντσίνης. Ζητήματα επτανησιακής κοινωνικής ιστορίας, Αθήνα 1991, σελ. 183 κ.ε.
3.1. Α.Κ. Νοτάριος παπά Νικολός Στάης Παρόνης φ. 9ν.
Α.Κ. Νοτάριος παπά Νικολός Στάης Παρόνης, φ. 6ν
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ. 231, Δεκέμβριος 2008