Advertisement

Τα άχαρα παιδιά

Αθήνα 2023. Σε μια γιορτή Χριστουγεννιάτικη. Δώρα. Σακούλες και σακούλες. Τόνοι δώρων. Τα ξετύλιγαν. Τα κοίταζαν. Τα άφηναν. Στο επόμενο, στο επόμενο. Παιδιά θύματα μιας κατανάλωσης αδάμαστης, μπουκωτικής. Εσαεί ανικανοποίητα. Τους παρέχουμε πιο πάνω και από τη φαντασία. Συνθλίβοντας τη φαντασία, την ευρηματικότητα, το παιχνίδι επί της ουσίας | Ρέα Βιτάλη

429

Εκείνα τα παιδιά έχουν στοιχειώσει μέσα μου. Πόσα χρόνια μετά το ταξίδι μας…Κι όμως. Ακίνητα.

Βομβάη 1984. Ένας αμαξάς… Μαύρος αμαξάς. Μην σκεφτείς αμαξάδες στις Σπέτσες. Ενα έρμο ψοράλογο μέσα στις μύγες κι εκείνος το αφέντευε, και καλά, ενώ κατά διαστήματα σκούπιζε το στόμα του με ένα πανάκι, που δεν χωρούσε άλλη βρώμα πάνω του, αφήνοντας μέχρι και ίχνη αίματος. Κάθε μέτρο, λέγαμε έντρομοι ότι θα είναι το τελευταίο της ζωής μας. Έτσι όπως έτρεχε ανάμεσα σε πλήθη ατάκτως, πλήθη αυτοκινήτων, ποδηλάτων, κορνών, αγελάδων, ανθρώπων που κατουρούσαν, άλλων που εκλιπαρούσαν ελεημοσύνη μέχρι και λαθρεπιβατών που μας κατατρόμαζαν πηδώντας ξαφνικά επάνω για λίγα μέτρα αμαξάδας. Έτρεχαν τόσο γρήγορα, τόσα χιλιάδες πλάνα που απορώ πώς διάλεγε και κράταγε η ματιά μερικά.

Advertisement

Κάποια στιγμή έστριψε σε ένα στενό. Μαγαζάκια που αγόραζαν και πουλούσαν χρυσό. Ζυγαριές, πελάτες και χρυσάφι, πολύ χρυσάφι! Φτώχεια-πλούτος-φτώχεια-πείνα-εξαθλίωση. Όλα, όλα σαν χαστούκια. Και δώστου να τρέχουμε. Κι όσο σκεφτόμουν, ένα γενικώς «Δεν γίνεται!», αυτά που βλέπουν τα μάτια μ΄ένα στομάχι κόμπος…

Ξαναέστριψε ο αμαξάς και ώπα! Ώπα! Λες και το τερμάτισε. Λες και κατορθώσαμε το αδιανόητο του αδιανόητου. Κάτι κοριτσάκια… Μα, δεν θα ήταν πάνω από δέκα ετών. Τι συμβαίνει με αυτά τα κοριτσάκια; Ρωτούσε και συγχρόνως απόδιωχνε το μυαλό κάθε σκέψη. Καχεκτικά, κλαράκια, με κραγιόν που ξεχείλιζε από τα χειλάκια τους και μπογιάτιζε και παραπέρα, κάπως όπως οι κλόουν… Και ένα βλέμμα…Παναγιά μου! «Τι είναι εδώ; Τι συμβαίνει εδώ;», «Μαντάμ μπαζάρ» είπε ο αμαξάς. Όχι. Όχι!

Κρεβάτια σχεδόν υπαιθρίως με μια κουρτίνα να τη φυσάει ο αέρας και να την ανασηκώνει και τα κοριτσάκια να περιμένουν πελάτη και να τον συνοδεύουν στα ενδότερα. Δεν γίνεται αυτό! «Τρέφουν την εαυτό τους και την οικογένειά τους» μας είπε. Πλατς! Με άκουσα να χώνομαι στον βυθό μου. Δεν έβλεπα, δεν άκουγα. Πλατς! Ανακατεύτηκε το στομάχι μου. Ακόμα και τώρα που το λέω, που το γράφω δηλαδή.

Κάιρο 1988. «Ξανά μανά» διαδρομή σε, άλλου τύπου χάος. Παρόλα αυτά ένα διαρκείας «Ωχ! Εδώ θα σκοτωθούμε, εδώ θ΄αφήσουμε τα κόκκαλά μας. Πες του να πάει πιο σιγά!» και ωστόσο το τελευταίο δευτερόλεπτο να διασώζεσαι. Μέχρι που το κορναριστό ταξί μας, χάλασε. Σε αυτά τα μέρη σε ταξιδεύουν με συνεχές μπιπ, μπιπ κόρνας ως νύφη. Κατεβαίνουμε μέχρι να φτιαχτεί. Ένας σκουπιδότοπος όσο δεν φαντάζεται το μυαλό σκουπίδια. Ένα δέντρο με μακριά κλωνάρια, απορείς πώς στέκει αφού οι ρίζες του βυζαίνουν μόνο σκουπίδια…Και μια κούνια στο κλαδί του… Τι κούνια; Ένα σκοινί-τριχιά συγκρατεί ένα λάστιχο αυτοκινήτου ως κάθισμα κούνιας. Να ζέχνει το σύμπαν αποσύνθεση, βρώμα, ξινίλα, κάθε λογιών σκουπίδια σε βουνά και απειλητικά πουλιά να κράζουν και να αρπάζουν. Και, άκου φίλε μου, ψιλοντρέπομαι και να στο πω, μέσα σ΄αυτό το σκηνικό χάους, ξέρετε τι δεν θα ξεχάσω πότε; Τα γέλια των παιδιών ενώ κουνούσε το ένα το άλλο στην κούνια, τα κατάλευκα δόντια τους ίδιοι λαμπεροί ήλιοι. Πού την έβρισκαν τόση χαρά! Ακόμα και τώρα δεν το χωράει το μυαλό ότι σ΄εκείνη την κόλαση κατέγραψα τα πιο χαρούμενα παιδιά του κόσμου. Πηγαία χαρούμενα παιδιά. Παιδιά.

Αθήνα 2023. Σε μια γιορτή Χριστουγεννιάτικη. Δώρα. Σακούλες και σακούλες. Τόνοι δώρων. Τα ξετύλιγαν, με ορμή παιδιού, να δει. Τα κοίταζαν. Τα άφηναν. Στο επόμενο, στο επόμενο. Άχαρα. Ανοργασμικά. Άδεια. Παιδιά ενός «ΟΚ», διαρκούς απάθειας. Σβελτο-φλεγούς έκπληξης για όλα. Δεν ξέρω αν με πιάνετε, όπως τα λέω. Παιδιά θύματα μιας κατανάλωσης αδάμαστης, μπουκωτικής. Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.

Εσαεί ανικανοποίητα. Τους παρέχουμε πιο πάνω και από τη φαντασία. Συνθλίβοντας τη φαντασία, την ευρηματικότητα, το παιχνίδι επί της ουσίας. Την ευλογία της προσμονής. Μάρτυρας μου, ένας αλλοπρόσαλλος εσωτερικός, συνείδησης Θεός, ακόμα και τα παιδιά αυτά τα πόνεσε η ψυχή μου. Τι διάολο κάνουμε στα παιδιά;

Υ.Γ Εννοείται ότι το κείμενο περιγράφει τρία στιγμιότυπα ζωής. Για καμία των περιπτώσεων δεν μπορούμε να γενικεύσουμε.

 

 

 

Πηγή Protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο