Advertisement

Τα έκαμε τροχαλέα

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, Σκίτσο: Γαβρίλης Ψαρράς

1.665

Όσο το μπουκάλι άδειαζε (τσιπούρα είχε μέσα), τόσο η κεφάλα του μαστρο-Νίκου γιόμιζε. Κι επειδή, ο ίδιος έλεγε, εκτός από άνθρωπος του οινοπνεύματος, ήτανε και άνθρωπος του πνεύματος, τότες δα οινόπνευμα και πνεύμα ξεχειλίζανε κι άρχιζε τις φιλοσοφίες.

-Αν ήτανε Δήμος το Τσιρίγο εγώ θα ήμουνα ο Δήμαρχος, συνήθιζε να φωνάζει.

Ωστόσο στ’’ αξιώματα της κοινότητάς του κατόρθωσε μέχρι αντιπρόεδρος να φτάσει. Στα εξήντα του χρόνια προσπάθησε πολλές φορές να γίνει ο “ανώτατος άρχων του χωριού” (δική του είναι η φράση), αλλά μέχρι αντιπρόεδρος, όπως είπαμε, έσωσε. Ανώτατος δεν έγινε ποτέ.

Εκτός από την τσιπούρα και από τ’’ αξιώματα, αγάπα ιδιαιτέρως και την Ελληνική γλώσσα, την οποία νόμιζε ότι την ήξερε τέλεια γιατί είχε βγάλει μία τάξη στο σχολαρχείο. Ειδικά όταν ερχότανε κανένας ξενομπασάρης στο χωριό ή όταν κουβέντιαζε με κανένα μορφωμένο, η Ελληνικούρα επάαινε σύγνεφο.

-Ιατρέ μου, έχω ένα πόνο παδά .Θα ήθελα να εξετάσεις μήπως πρόκειται περί της σκωληκοειδούς αποφοιτήσεώς μου, καθότι μ’’ έχει λελέψει ο πόνος.

-Σκωληκοειδή αποφοίτηση, Νικόλα, δεν βλέπω, αλλά η σκωληκοειδής απόφυση πάντως είναι έτοιμη να κλατάρει, μόνο ετοιμάσου για μαχαίρι.

-Υποθέτετε δηλαδής ότι θα χρειασθεί χειρουργική καρατομή;

-Ε, τι να κάνομε; Θα σε καρατομήσουμε να σου περάσει ο πόνος.

Του έκανε λοιπόν την τομή ο γιατρός κι ο μαστρο-Νίκος τον ευγνωμονούσε.

-Να’ ναι καλά ο άνθρωπος, μ’’ έσωσε με την καρατομή που μου έκαμε.

Αλλά ας ξαναγυρίσομε στα κοινοτικά του αξιώματα. Είχε μανία με δαύτα. Του αρέσανε οι δημόσιες εμφανίσεις, οι λόγοι, οι πρωτοκαθεδρίες κι όλα όσα κάνουνε τους ανθρώπους ν’ ανακατεύονται με τα κοινά. Όμως ο πρόεδρος ήτανε πιο μάγκας κι έπαιρνε πιο πολλούς ψήφους. Ο δικός μου μια ζωή δεύτερος ερχότανε κι ούτε τον πανηγυρικό στις 28 Οκτωβρίου, ούτε το καλωσόρισμα στο πανηγύρι του χωριού δεν τον άφηνε ο πρόεδρος να πει.

-Πρόεδρε, να το ξέρεις, άμα δεν μ’’ αφήκεις από χρονέας να πω κι εγώ τίοτα, θα παραιτηθώ.

Ο πρόεδρος έβανε τον κόπανο να κλαίει κι από χρονέας πάλι αυτός έβγανε τους λόγους. Μ’’ όλον τούτο, ο μαστρο-Νικόλας δεν παραιτιόταν.

Κι επειδή ο Θεός φαίνεται τον ελυπήθηκε, που τον έβλεπε παραγκωνισμένο, του έστειλε την ευκαιρία της ζωής του.

Ήτανε τα χρόνια που είχαμε τη χούντα, άνοιξη, και τον πρόεδρο τον είχε πειράξει η γύρη, αλλεργία του την είπανε την αρρώστια. Του είχε πριστεί η μούρη του κι ήτανε ταύλα στο κρεβάτι. Ο μαστρο-Νίκος, ως συνήθως ήτανε στο καφενείο κι είχε σώσει το μοσομπούκαλο στη μέση κι όπως ετοιμαζότανε ν’’ αρχίσει τις φιλοσοφίες, ένα δυνατό βουιτό ακούστηκε μονιτάρου και να σου ένα ελικόπτερο έκατσε στη μέση της πλατείας. Πεταχτήκανε όξω οι καφενόβιοι, μπροστά ο μαστρο-Νίκος, να δούνε είντα συμβαίνει.

Από το ελικόπτερο ξεμπουκάρανε ο Υπουργός  Ναυτιλίας κι ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου του. Ξαφνική επίσκεψη.

Αναστατωθήκανε όλοι. Στείλανε μήνυμα στον πρόεδρο να’ ‘ρθει ευτύς να τους υποδεχτεί, αλλά πού να εμφανιστεί αυτός με τέτοια μούρη που είχε. Διέταξε να μαζευτεί όλο το χωριό στην πλατεία και να τους προσφωνήσει ο Γραμματέας της κοινότητας.Ο μαστρο-Νίκος μόλις τ’’ άκουσε εγίνηκε εξωφρενών.

-Εγώ τον αντικαθιστώ άμα έχει ανημπορία, εγώ θα τσοι ξεφωνίσω.

Διέταξε να  φέρουμε καρέκλες για να κάτσουνε οι επίσημοι και να στηθεί αμέσως εξέδρα, απ’’ όπου θα έβγαζε το λόγο του. Αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Πώς να στηθεί ξέδρα; Είχε ένα τοιχαλάκι, ξεροτρόχαλο, στην άκρη της πλατείας, εξήντα πόντους ύψος .Το ντύσανε λοιπόν με κουρελούνες, βάλανε κι ένα καρεκλί από πίσω για να μπορεί ο αντιπρόεδρος να σκαρφαλώνει απάνω κι αυτό θα ήτανε η εξέδρα.

Πήρε που λέτε το επίσημό του ο Νικολάκης, Νικολάρας μάλλον, γιατί ξέχασα να σας πω πω ζύγιαζε εκατό δώδεκα οκάδες, κι ανέβηκε στον τοίχο, τον ξεροτρόχαλο.

Με στεντόρια φωνή άρχισε την προσφώνηση:

-Λαέ των Κυθήρων, λαέ του χωριού τούτου που ουδέποτε μέχρι σήμερα δεν υπέστεις τέτοια τιμή, λαέ μου λέγω, ιδού αυθημερόν παρίστανται ενώπιόν σου δύο από τα πλέα μεγαλύτερα γεννήματα του έθνους ημών. Ο Υπουργός και ο Γραμματέας της Ναυτιλίας μας. Τι να πρωτοπώ περί των τοιούτων φιλοξενουμένων; Με τι λόγους να τους ευχαριστήσω; Ομού μαζί αμφότεροι και οι δύο, αλλά και μεμονομένως έκαστος πού και πού ένας-ένας, επιδείξανε πάσα δύναμη την αγάπη τους για τον ανωφελή τούτον λαό, άλλοτε βολέβοντάς τον στο καράβι, άλλοτε στο λιμάνι, άλλοτε λέγω…

Εδώ κοντοστάθηκε και προσπάθησε να θυμηθεί που αλλού τον είχανε βολέψει. Ο Γραμματέας πίσω από τον τοίχο έκανε τον υποβολέα.

-Πες για τους δρόμους, που τους στρώσανε με τσιμέντο.

Ο αντιπρόεδρος δεν άκουσε καλά, γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω και κοίταξε το γραμματέα στα μάτια με απορία:

-Εινταλώς τό’ πες;

-Για τους δρόμους.

-Α, ναι… Τι να πει κανείς για την προσβολή της δημόσιας οδούς, για τα χάλια των σοκακιών μας, που η καπάτσα τούτη κυβέρνησις τα επικάλυψε με τσιμέντο κι έτσι δεν σκουντουφλούμε πλέα στι πέτρες ούτε ξεστραμπολίζομε τα πόδια μας στοι λάκκους.

Ο γραμματέας από πίσω άρχισε πάλι.

-Πες για τα λεφτά που δίνουνε για να χτίσομε λέστεκα.

Ο αντιπρόεδρος πήγε να γυρίσει το κεφάλι του, αλλά όπως κουνήθηκε πάνω στον τοίχο, δύο-τρεις πέτρες υποχωρήσανε από το βάρος τους κι ένιωσε να τρίζουνε κάτω από τα πόδια του. Του φάνηκε ότι αγέρνει, αλλά συνέχισε απτόητος:

-Μας ευεργετήσανε, λάγω, με τα λεφτά που μας εδώκανε για ν’’ αναρτήσομε λέστεκα…

Όπως έλεγε “λέστεκα, η αρχή που είχε γίνει με τις δυο-τρεις πέτρες, εξελίχτηκε σε κατολίσθηση. Μονιτάρου όλος ο ξεροτρόχαλος διαλύθηκε σαν από σεισμό κι ο αντιπρόεδρος γκρεμοτσακίστηκε κι έπεσε χάμω με την κοιλία. Από πίσω τον ακολουθούσανε οι πέτρες ανακατεμένες με κουρελούδες. Οι επίσημοι κατατρομάξανε να τον βοηθήξουνε. Σηκώθηκε και ξεσκονιζότανε και παραλίγο να βάλει τα κλάματα. Ευτυχώς τονε προστάτεψε το ξύγκι και δεν έπαθε τίοτα σοβαρό, ξέχασε όμως τις Ελληνικούρες και κλαιγότανε σε άπταιστα Τσιριγώτικα.

-Ώχω κακοντόπαθα. Συμπάθειε με Υπουργέ μου, τα έκαμα τροχαλέα.

Το αποτέλεσμα είναι ότι μετ’ από λίγες μέρες ήρθανε λεφτά στην κοινότητα με σκοπό “ την διαμόρφωση της πλατείας του χωριού τάδε της επαρχίας Κυθήρων. Φτιάχτηκε μία πλατεία πρώτης και επισήμως  ονομάστηκε “Αντιροέδρου Νικολάου Τάδε, ανεπισήμως δε έκτοτε, όταν κατεβαίνομε προς τα’’ κει, λέμε πως πάμε “στην Τροχαλέα, σε ανάμνηση βέβαια εκείνου του γεγονότος, αλλά και της γλωσσικής τροχαλέας του εσαεί Αντιπροέδρου.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 78 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1995

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο