Advertisement

Τα Κύθηρα δεν τα επιλέγεις, σε επιλέγουν

Του Γιώργου Κωστούλα *  

3.252

Ένας άλλος τίτλος που θα ταίριαζε στο κείμενο που ακολουθεί είναι: «Διακοπές στα  Κύθηρα: Κάθε φορά, πρώτη φορά».

Με το τέλος της άνοιξης, φίλοι που ξέρουν τις συνήθειές μας, μας κάνουν πάντα την, επιβεβαιωτικής φύσεως, ερώτηση: «Πότε για τα Κύθηρα, φέτος»; Άλλοι, όχι τόσο κοντινοί, κάνουν το ίδιο με ένα πραγματικό, θαυμαστικής φύσεως αυτό, ερωτηματικό στο τέλος της φράσης: «Πάλι στα Κύθηρα θα πάτε»;

Σε  παλιότερο κείμενο, η γυναίκα μου και εγώ, αποδίδαμε τις μόνιμες διακοπές μας στα Κύθηρα, στο πολιτισμικό  κεφάλαιο του νησιού: ένα μείγμα αρετών και ιδιοτήτων που παίρνοντας τη μορφή συνηθειών, έχουν μετουσιωθεί σε ήθος. Κύρια στοιχεία του τελευταίου: η ενσυνείδητη αίσθηση τοπικής υπεροχής, ο σεβαστικός- εσωτερικής τάξεως-προσανατολισμός  προς το περιβάλλον και ο ενστικτώδης, θα λέγαμε, σεβασμός  προς το δημόσιο και τον κοινόχρηστο χώρο.

Τώρα πια, μετά από σαράντα, σχεδόν, χρόνια ανελλιπών επισκέψεων και να θέλαμε να αλλάξουμε συνήθειες, όπως και για άλλα πολλά πράγματα, είναι αργά. Πρόκειται για ένα ρίζωμα, δευτερογενές, επίκτητο, παράλληλο με εκείνο του φυσικού τόπου καταγωγής. Βαθύτερο και μεγαλύτερης αξίας αυτό, αφού γίνεται από επιλογή.

Τι έχει συμβεί; Το προφανές: Τα Κύθηρα έχουν γίνει κομμάτι της ζωής μας. Νιώθουμε, πια, μέρος της πανίδας του νησιού,  κάτι παραπάνω από την επισήμανση του τίτλου: Τα Κύθηρα δεν μας έχουν απλώς επιλέξει, μας έχουν υιοθετήσει…

Και βεβαίως, μας περιμένουν κάθε χρονιά: Με τα καλωσορίσματα της άφιξής μας, το ερώτημα «πως πέρασε ο χειμώνας» των πρώτων ημερών, τις «καλημέρες» της κάθε μέρας, και τις ευχές «καλό χειμώνα» και «να μας ξανάρθετε» της αναχώρησης.

Δεσμοί ορατοί και αόρατοι με τους ντόπιους και τους άλλους…ομοιοπαθείς  επισκέπτες, διασταυρώνονται και αλληλοπλέκονται σαν ρίζες εξαρτημένες από την ίδια ανάγκη του ανθρώπου να μοιραστεί και να ανήκει.

Έτσι, συν τω χρόνω, μετεξελιχθήκαμε, «ανεπαισθήτως», σε μέλη μιας μικρής κοινωνίας, με αναγνωρίσιμα πρόσωπα- μυστηριωδώς πάντοτε παρόντα στο νησί- τα οποία επιθυμούμε να ξαναδούμε. Ενώ, από καιρό σε καιρό, με λύπη καταγράφουμε την απώλεια κάποιων, όταν στα «Κοινωνικά» των αγαπημένων μας «Κυθηραϊκών» αγγέλλεται η αναχώρησή τους.

Νοσταλγικός και ζωογόνος ο εθισμός, στα όρια της στέρησης, η ετήσια επίσκεψη στην ανέγγιχτη ενδοχώρα του νησιού, στα πολυάριθμα κατοικημένα κι ακατοίκητα χωριά, που κρατούν ανέπαφα τα χνάρια των περιπάτων μας, της προηγούμενης χρονιάς.  Κύρια στοιχεία αυτής της ενδοχώρας: η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, η ευωδιαστή ύπαιθρος και οι ανεξάντλητες παραλλαγές του τρίπτυχου: αναρίθμητα, μικρά ολόλευκα ξωκλήσια, μαστορικές ξερολιθιές και λυγερά κυπαρίσσια.

Και από την άλλη, το φως των  Κυθήρων: Ιδιαίτερο, σχεδόν μεταφυσικό και κρυστάλλινο, που κάνει τα πάντα να λαμποκοπούν. Κάνοντας την κάθε στιγμή της μέρας τόσο διαφορετική και μοναδική.

Και εκείνη, η σχεδόν θεραπευτική θαλπωρή που αναδίνει η απενοχοποίηση αυτών που τόσο επιπόλαια, θεωρούμε «ασήμαντα». Η αίσθηση π.χ. να στέκεσαι κάτω από ένα παραδοσιακό βόλτο, αυτήν την τοξωτή καμπύλη στην οροφή που σε αγκαλιάζει προστατευτικά και σου μαλακώνει την καρδιά. Ή, η ίδιας τάξεως, καταγραφή της τόσο ευδιάκριτης κοινής ταυτότητας εμψύχων και αψύχων του νησιού,  που καταφέρνει να συναρθρώνει αρμονικά την υψηλή κουλτούρα του παρελθόντος με την τρέχουσα, βιωματικού χαρακτήρα λαϊκή αυθεντικότητα.

Και τι να πεις για τη ταπεινή μεγαλοπρέπεια των κτιρίων του Ποταμού και αρκετών άλλων χωριών, των Αρωνιάδικων, της Χώρας, του Μυλοπόταμου,  με εκείνον το μυροβόλο αέρα αστικού εμβλήματος. Πυρήνες μιας αστικής ζωής που αποπνέουν την ποιότητα, τον πλούτο και το βάρος της καθημερινότητας ανθρώπων που δεν ζουν πια, αλλά που το αποτύπωμά τους  ακόμα ανιχνεύεται, συμπυκνώνεται σχεδόν ανέπαφο και υποβλητικό.

Το πρόγραμμα διαμονής μας στο νησί προβλέπει, σχεδόν  πάντοτε, δυο Κυριακές (μία δεν φτάνει) και την ευκαιρία για δυο κατανυκτικούς εκκλησιασμούς στην Παναγία του νησιού, τη  Μυρτιδιώτισσα, τον πατροπαράδοτο καφέ, που ακολουθεί στο «ηγουμενείο», μοναδική ευκαιρία  επαφής με τους ντόπιους, αλλά και άλλους  επισκέπτες, κυρίως Αυστραλούς ομογενείς, για τους οποίους ισχύει ο αφορισμός: «Αν γνωρίσεις έναν, είναι σαν να τους έχεις γνωρίσει όλους».

Με κάποια βιασύνη, είναι αλήθεια, εγκαταλείπουμε κάθε φορά αυτόν τον καφέ  για να προφτάσουμε  το παζαράκι της Κυριακής, στον Ποταμό, το οποίο, όταν φτάνουμε είναι στην κορύφωσή του. Όπου πάντα επανέρχεται, αυθόρμητα, το ερώτημα: «Τι αξίζει περισσότερο σ’ αυτό το παζαράκι: η προς πώληση πραμάτεια του ή οι πωλητές και οι πωλήτριές της»;

Αν οι κυριακάτικοι εκκλησιασμοί είναι προγραμματισμένοι, δεν συμβαίνει το ίδιο με κάποιον ή κάποιους, εξίσου κατανυκτικούς, εσπερινούς-αρτοκλασίες του πυκνού καλοκαιρινού εορτολογίου, που τυχαία προκύπτουν. Άλλη μια ευκαιρία και αυτή για συγχρωτισμό με τους ντόπιους και την απροσποίητη αυθεντικότητά τους.

Παρόλο αφημένο στην τύχη κι αυτό, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πάντα θα πέσουμε πάνω στο πανηγυράκι κάποιου χωριού, όπου και ορμέμφυτα θα ενσωματωθούμε στους «κυκλωτικούς» χορούς, που καλά κρατούν.

Και όλα αυτά με μια διάχυτη ταπεινότητα στα όρια της απλοϊκότητας. Απόρροια ενός κληρονομημένου γηγενούς βάθους και μιας πρωτογενούς αυτόχθονος συσσωρευμένης πολιτιστικής υπεραξίας: όλα ανιχνεύσιμα με την πρώτη  ματιά και υπηρετούμενα  από μια πάνδημη έμπρακτη αίσθηση υπερηφάνειας και εγνωσμένης αυθεντικότητας. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Χωρίς αμφιβολία: Τα Κύθηρα έχουν τον τρόπο τους!

*Τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου  χρηματοπιστωτικού τομέα gcostoulas@gmail.com

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ Φ. 330, ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο