Τη δυνατότητα να υποβάλλουν ξεχωριστή φορολογική δήλωση έχουν όλα τα έγγαμα ζευγάρια, διαχωρίζοντας πλήρως τις φορολογικές τους υποθέσεις. Πρόκειται για μια επιλογή που κρύβει οφέλη, αλλά και παγίδες για τα ζευγάρια. Κατά κανόνα ο φορολογικός διαχωρισμός των ζευγαριών μέσω της υποβολής ξεχωριστής φορολογικής δήλωσης συμφέρει ζευγάρια όπου ο ένας σύζυγος ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και ο άλλος είναι μισθωτός ή έχει εισόδημα από άλλη πηγή. Επίσης, συμφέρει και στις περιπτώσεις που και οι δύο σύζυγοι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ο διαχωρισμός αυτός σημαίνει ότι, στην περίπτωση που ο ένας σύζυγος αποκτήσει προβλήματα με τη φορολογική διοίκηση, όπως είναι οι οφειλές από κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου, τα προβλήματα αυτά δεν θα επηρεάσουν τη σχέση του άλλου συζύγου με τη φορολογική διοίκηση. Για παράδειγμα, θα εισπράττονται ευκολότερα οι επιστροφές φόρου και θα εκδίδεται φορολογική ενημερότητα ευκολότερα για τον άλλο σύζυγο. Βέβαια, η υποβολή ξεχωριστής φορολογικής δήλωσης κρύβει και παγίδες για τους συζύγους.
Συγκεκριμένα, αυξάνεται το ποσό του ελάχιστου τεκμηρίου που καλείται το ζευγάρι να καλύψει. Το ελάχιστο τεκμήριο κάθε συζύγου καθορίζεται ατομικά στα 3.000 ευρώ για τον καθένα, για το ζευγάρι συνολικά αυξάνεται στα 6.000 ευρώ, αντί για 5.000 ευρώ που ισχύει για το έγγαμο ζευγάρι με κοινή δήλωση. Επίσης, τα τεκμήρια θα καλύπτονται από το ατομικό εισόδημα του καθενός και όχι από το οικογενειακό εισόδημα που δηλώνουν αθροιστικά. Το ίδιο ισχύει και για την ανάλωση κεφαλαίου (αποταμίευση προηγούμενων ετών), την οποία επικαλούνται για να αποφύγουν να πληρώσουν φόρο όσοι δηλώνουν μειωμένα εισοδήματα και πιάνονται στην τσιμπίδα των τεκμηρίων.
Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούν για το ζευγάρι ή να μειωθούν κοινωνικά επιδόματα, αφού ως βάση υπολογισμού λαμβάνεται το φορολογητέο οικογενειακό εισόδημα. Ζήτημα προκύπτει και με την κάλυψη των δαπανών για το χτίσιμο του αφορολογήτου, που θα γίνεται ατομικά και όχι οικογενειακά. Το 30% του οικογενειακού εισοδήματος πρέπει να δαπανηθεί με “πλαστικό” χρήμα. Αν δαπάνη με “πλαστικό” χρήμα λείπει από τον έναν σύζυγο, τότε καλύπτεται από τον άλλο στην περίπτωση κοινής δήλωσης. Στην ξεχωριστή φορολογική δήλωση κάθε σύζυγος θα πρέπει να καλύψει μόνος του το ποσό της δαπάνης με “πλαστικό” χρήμα.
Οι κυριότερες απορίες και απαντήσεις
1. Πώς μπορώ να γνωστοποιήσω την επιλογή μου να υποβάλω χωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος;
Η γνωστοποίηση γίνεται μέσω ειδικής ηλεκτρονικής εφαρμογής στον διαδικτυακό τόπο www.aade.gr, είτε από εσάς, με τους δικούς σας κωδικούς πρόσβασης, είτε από ειδικά για τον σκοπό αυτό εξουσιοδοτημένο λογιστή-φοροτεχνικό, με τους προσωπικούς του κωδικούς πρόσβασης.
2. Αν κανείς από τους συζύγους δεν γνωστοποιήσει την επιλογή υποβολής χωριστής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2020, τι θα συμβεί;
Στην περίπτωση αυτή, οι σύζυγοι θα υποβάλουν κοινή δήλωση για το φορολογικό έτος 2019.
3. Στις περιπτώσεις κοινής δήλωσης Φ.Ε. συζύγων, θα γίνεται συμψηφισμός φόρου μεταξύ συζύγων και βεβαίωση στο όνομα του συζύγου;
Όχι, θα γίνεται χωριστή βεβαίωση φόρου και δεν θα γίνεται συμψηφισμός χρεωστικού και πιστωτικού ποσού μεταξύ των συζύγων.
4. Επηρεάζεται η χορήγηση επιδομάτων στις χωριστές δηλώσεις συζύγων;
Όχι, δεν επηρεάζεται η χορήγηση των επιδομάτων από την υποβολή χωριστών δηλώσεων Φ.Ε. από τους συζύγους.
5. Είναι απαραίτητο να υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις Φ.Ε. συζύγων που έχουν διαφορετική φορολογική κατοικία;
Όχι, δεν είναι απαραίτητη η υποβολή χωριστών δηλώσεων Φ.Ε., διότι προβλέπεται ήδη χωριστή φορολογική αντιμετώπιση στις κοινές δηλώσεις συζύγων που έχουν διαφορετική φορολογική κατοικία.
6. Πώς δηλώνεται στο Ε1 η κύρια κατοικία στις περιπτώσεις χωριστών δηλώσεων;
Η κύρια κατοικία δηλώνεται στον πίνακα 5 του εντύπου Ε1 στους αντίστοιχους κωδικούς κύριας κατοικίας. Κάθε σύζυγος συμπληρώνει το ποσοστό ιδιοκτησίας του σε περίπτωση ιδιόκτητης κατοικίας, το ποσοστό του ως μισθωτή σε περίπτωση μισθωμένης κατοικίας και το ποσοστό της δωρεάν παραχώρησης, αντίστοιχα.
7. Στις περιπτώσεις χωριστών δηλώσεων Φ.Ε. πώς δηλώνεται στο Ε1 η κύρια κατοικία όταν ένας εκ των δύο συζύγων δεν διαθέτει καθόλου ποσοστό συνιδιοκτησίας ή χρήσης;
Ο σύζυγος που δεν διαθέτει καθόλου ποσοστό συνιδιοκτησίας ή χρήσης συμπληρώνει στον πίνακα 6 την ένδειξη “συνοίκηση με σύζυγο”. Ο άλλος σύζυγος δεν συμπληρώνει καμία ένδειξη.
8. Πώς αναγράφονται τα τέκνα ως εξαρτώμενα μέλη του φορολογούμενου στις χωριστές δηλώσεις Φ.Ε.;
Τα τέκνα που προέρχονται από κοινό γάμο, καθώς και τα αναγνωρισμένα τέκνα, δηλώνονται ως εξαρτώμενα μέλη και από τους δύο συζύγους.
9. Ποιος δηλώνει το εισόδημα ανήλικου τέκνου που προέρχεται από τον κοινό γάμο στις χωριστές δηλώσεις Φ.Ε. όταν αυτό δεν έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης Φ.Ε.;
Το εισόδημα του ανηλίκου τέκνου που δεν φορολογείται στο όνομα του τέκνου προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και δηλώνεται μόνο από αυτόν τον γονέα.
10. Ποιος βαρύνεται με τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης στις χωριστές δηλώσεις Φ.Ε. συζύγων;
Στις χωριστές δηλώσεις Φ.Ε. συζύγων δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη των επιμέρους τεκμηρίων καθενός εκ των συζύγων, καθώς τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης βαρύνουν τον κάθε σύζυγο ατομικά. Όσον αφορά τη δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με ανάλωση κεφαλαίου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση εισοδημάτων από τη χωριστή δήλωση του άλλου συζύγου.
11. Στις χωριστές δηλώσεις Φ.Ε. υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς υπολειπόμενου ποσού αποδείξεων από τον έναν σύζυγο στον άλλο;
Όχι, δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα.
12. Ποια είναι η προθεσμία γνωστοποίησης της επιλογής για χωριστή δήλωση Φ.Ε. συζύγων;
Η καταληκτική ημερομηνία είναι η 28η Φεβρουαρίου κάθε έτους.
13. Μετά τις 28 Φεβρουαρίου η επιλογή για χωριστή δήλωση Φ.Ε. μπορεί να ανακληθεί;
Όχι, δεν ανακαλείται για το έτος το οποίο αφορά.
14. Ποιος από τους δύο συζύγους μπορεί να γνωστοποιήσει την επιλογή για χωριστή δήλωση Φ.Ε.;
Οποιοσδήποτε από τους δύο συζύγους ή και οι δύο.
15. Πρέπει η γνωστοποίηση της επιλογής για υποβολή χωριστής δήλωσης Φ.Ε. να γίνεται κάθε έτος μέχρι την 28η Φεβρουαρίου;
Ναι, θα πρέπει να επικαιροποιείται κάθε έτος από τουλάχιστον έναν εκ των δύο συζύγων μέχρι την προθεσμία αυτή, διαφορετικά θα υποβάλλεται κοινή δήλωση.