«Τα ρακατζία» – Η παραδοσιακή απόσταξη της ρακής στα Κύθηρα
Γράφει η Ελένη Χάρου-Κορωναίου
Η τεχνική της απόσταξης πιθανόν να ήταν γνωστή κατά τη Μινωική εποχή, διότι οι αρχαιολόγοι βρήκαν μέσα σε Μινωικά πιθάρια στο ανάκτορο της Φαιστού απανθρακωμένα λείψανα από τσαμπιά και κουκούτσια σταφυλιών, που ίσως είχαν τοποθετηθεί εκεί για να γίνει η ζύμωση.
Πότε ακριβώς άρχισε στην Κρήτη η παραγωγή της τσικουδιάς όπως την ξέρομε σήμερα δεν είναι γνωστό, όπως δεν είναι γνωστό πότε εισήχθη στα Κύθηρα και από πού. Το πιθανότερο είναι να εισήχθη από την Κρήτη.
Τσίπουρο, ρακή και τσικουδιά είναι το ίδιο πράγμα. Όμως το όνομα ρακή το κατοχύρωσαν οι Τούρκοι, ενώ το ούζο κατοχυρώθηκε σε μας. ‘Ετσι σύμφωνα με τη νομοθεσία επιτρέπεται η εμφιάλωση του τσίπουρου στον τόπο της παραγωγής του και με την τοπωνυμική ένδειξη π.χ. τσικουδιά Κρήτης, τσίπουρο Τυρνάβου κ.ο.κ. Στα Κύθηρα χρησιμοποιούμε κυρίως τη λέξη τσιπούρα, όμως χρησιμοποιούμε και τη λέξη ρακή στον τύπο ρακατζία και εν συνθέσει στις λέξεις ρακοπότηρο, ρακόμελο, ρακοκάζανο, πρωτόρακο, απόρακο κ.α.
Στα Κύθηρα δεν είναι γνωστή κάποια σχετική αναφορά από τα χρόνια της Βενετοκρατίας. Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας φαίνεται πως ήταν γνωστή η απόσταξη στα Κύθηρα, διότι στα κείμενα των περιηγητών του 19ου αι. αναφέρονται ροσόλια, λικέρ και κονιάκ, τα οποία παρασκευάζονται από τους Κυθηρίους και οπωσδήποτε προϋποθέτουν γνώση της τεχνικής της απόσταξης.
Σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο η παρασκευή της τσικουδιάς γινόταν ως εξής: Τα τσίκουδα, δηλ. ο σταφυλοπολτός, τα πατημένα και ξεζουμισμένα σταφύλια, που απομένανε από το πάτημα στο λανό, η εφευρετικότητα και η σοφία του λαϊκού πολιτισμού οδήγησε στην εκμετάλλευσή τους. Τα παλιά τα χρόνια αυτά τα τσίκουδα, όταν τέλειωναν τα τρυγοπατήματα, τα στιβάζανε μέσα στο πουλάνι του λανού, ή σε πιθάρια, τα σκέπαζαν με συκόφυλλα και από πάνω έβαζαν άμμο, ή πηχτό ασβέστη, ή ένα στρώμα λάσπης από στάχτη, που είναι ελαφριά και κάνει μια κρούστα πολύ ανθεκτική. Εκεί μέσα τα τσίκουδα κλεισμένα καλά αεροστεγώς για να μην εξατμίζονται και να μην ξυνίσουν, έμεναν τουλάχιστον ένα μήνα, για να γίνει η απαραίτητη ζύμωση. Εάν έπαιρναν αέρα ήταν άχρηστα, διότι ξυνίζανε και κατά την απόσταξη το τσίπουρο έπαιρνε απαίσια μυρωδιά και γεύση. Μερικοί έβαζαν μαζί με τα τσίκουδα χαρούπια, μήλα, σύκα για να δώσουν άρωμα στην τσιπούρα. Όταν ολοκληρωνόταν η περίοδος της ζύμωσης, άνοιγαν τα πουλάνια, για να μεταφέρουν τα τσίκουδα στα καζάνια της απόσταξης, μια διαδικασία επώδυνη λόγω των αναθυμιάσεων.
Ο τσιπουράς ή καζανάρης οργάνωνε τη μικρή μονάδα της απόσταξης ως εξής: Σε υπαίθριο τις περισσότερες φορές ή σε στεγασμένο χώρο έστηνε το φούρνο, τη θερμαντική εστία, στην οποία τοποθετούσε το καζάνι. Τα καζάνια ήταν μπακιρένια, φερμένα από τη Σμύρνη πολλές φορές και τα γάνωναν κατά διαστήματα ντόπιοι γανωτζήδες, ή πλανόδιοι από τα Γιάννενα και την Πελοπόννησο. Αυτά τα καζάνια ήταν διαφόρων μεγεθών (τα μεγαλύτερα είχαν χωρητικότητα μέχρι 120 οκάδες) και είχαν το καπάκι τους, που ήταν δύο ειδών, με αυλό, ή με τόξο και όλο το χρόνο ήταν σφραγισμένο από την εφορία. Κατά τα μέσα Οκτωβρίου άρχιζε η περίοδος της απόσταξης, η οποία κρατούσε μέχρι το Γενάρη και ο καζανάρης πλήρωνε στην εφορία ένα ποσόν και έπαιρνε 48ωρες άδειες λειτουργίας της μονάδας του. Αυτό θεσμοθετήθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1917, για να αποστάζουν οι αμπελουργοί τα τσίκουδά τους. Όταν τέλειωνε το 48ωρο το καπάκι σφραγιζόταν μέχρι την ανανέωση της άδειας. Τα τσίκουδα μεταφέρονταν από το χώρο της ζύμωσης με καλαμοκόφινα μέσα στο καζάνι. Η διαδικασία αυτή λεγόταν καζάνιασμα. Στον πάτο του καζανιού, για να μην κολλήσουν τα τσίκουδα, και για να δώσουν ελαφρό άρωμα στο τσίπουρο, τοποθετούσαν κοτσάνια από ξερά μάραθα. Εάν τα τσίκουδα ήταν αποστραγγισμένα, (αυτό συμβαίνει με τις μηχανικές πρέσες) έριχναν και νερό μέσα στο καζάνι για να μην τσικνώσουν. Εάν ήταν σύζουμα, (σύγκρασα) τότε δεν χρειάζονταν νερό. Όσο λιγότερο πατημένα ήταν, τόσο περισσότερο τσίπουρο έβγαζαν. Όταν τέλειωνε το καζάνιασμα, σκέπαζαν καλά το καζάνι με το καπάκι και το «χρίζανε» με ζύμη, ή πηλό γύρω γύρω, για να μην υπάρχει απώλεια. Με ελεγχόμενη φωτιά από ξύλα, που τα κουβαλούσαν οι πελάτες, έπαιρναν βράση τα τσίκουδα στο σκεπασμένο καζάνι και οι ατμοί περνούσαν στον αυλό και από κει στο σωλήνα της απόσταξης, ο οποίος περνούσε μέσα από μια δεξαμενή νερού. Με την ψύξη ο ατμός υγροποιείτο μέσα στο σωλήνα. Αυτό το υγρό που έβγαινε από την άκρη του σωλήνα ήταν το τσίπουρο, που το μάζευαν σε μια λαΐνα χωρητικότητας 7 οκάδων. Εκεί που έπεφτε το τσίπουρο στο στόμιο της λαΐνας τοποθετούσαν καθαρά τουλουπάνια με σύκα, κανέλα, γαρύφαλλα, γλυκάνισο ή άλλα αρωματικά της αρεσκείας του καθενός. Η δεξαμενή νερού στα Κύθηρα ήταν χτιστή ως επί το πλείστον ή μια βαρέλα και όσο πιο κρύο ήταν το νερό, τόσο καλύτερη η απόσταξη. Όσο προχωρούσε η διαδικασία, το νερό στη δεξαμενή ζεσταινόταν και έπρεπε να ανανεωθεί. Στην αρχή ταράσανε το νερό για να κρυώσει και τρίβανε τον αυλό με ένα πανί, κατόπιν το ζεστό νερό, που ήταν πάνω πάνω το αφαιρούσαν και πρόσθεταν κρύο. Για να μην κάνουν σπατάλη νερού, το ζεσταμένο νερό το άφηναν να κρυώσει σε βαρέλια και το χρησιμοποιούσαν ξανά. Επειδή η απόσταξη χρειάζεται νερό, έστηναν τα ρακατζία κοντά σε πηγάδια, ή κοντά σε τρεχούμενο νερό όπως στα Βιαράδικα. Το πρώτο τσίπουρο που έτρεχε από το σωλήνα της απόσταξης, ήταν πολύ δυνατό (80 βαθμοί), ιδιαίτερα αν ήταν από κόκκινα σταφύλια, και το λέγανε πρωτόρακο. Λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε οινόπνευμα, παλιά το χρησιμοποιούσαν για εντριβές. Όσο προχωρούσε η απόσταξη, ελαττώνονταν οι βαθμοί, ώσπου στο τέλος έβγαινε νερό. Κάθε τόσο το δοκίμαζαν ρίχνοντας λίγο στη φωτιά. Αν άναβε απότομα και δυνατά ήταν καλό, αν άναβε λίγο με λίγη λάμψη ήταν αδυνατισμένο. Αυτό το τελευταίο, ξεθυμασμένο τσίπουρο των 30 βαθμών, που δεν είχε οινόπνευμα, το έλεγαν απόρακο, ή πορδόρακο και το χρησιμοποιούσαν στο προζύμι αντί για νερό, στα μελομακάρονα, στα κουλουράκια (τσιπουροκούλουρα) ή οι γυναίκες καθαρίζανε το πρόσωπο με βαμβάκι.. Όταν τέλειωνε η απόσταξη στην κάθε καζανιά, άρχιζε το ξεκαζάνιασμα. Άνοιγαν το καζάνι, αφαιρούσαν τα αποσταγμένα τσίκουδα και το καθάριζαν. Το ξεκαζάνιασμα είχε πολύ κόπο και γινόταν με το δικριάνι του λιχνίσματος στο αλώνι ή με μια σιδερένια πηρούνα. Τα τσίκουδα μετά την απόσταξη ήταν ωραίο λίπασμα, ή το έριχναν τροφή στους χοίρους.
Η κανονική τσιπούρα για κέρασμα είχε 38-40 βαθμούς. Πάνω από 40 βαθμούς θεωρείται πολύ δυνατή. Η ποιότητα του τσίπουρου εξαρτιόταν κυρίως από το είδος των σταφυλιών. Τα καλύτερα ήταν τα σκούρα και κυρίως ο μαύρος αρικαράς. Η κάθε καζανιά ήθελε 1,5-2 ώρες. Για να προλάβουν το 48ωρο να βγάλουν πολλές καζανιές δούλευαν μέρα νύχτα και όταν τέλειωνε ο χρόνος το καπάκι σφραγιζόταν από τις αρχές με βουλοκέρι, ακόμα και αν δεν είχε αποτελειώσει την τελευταία καζανιά. Τόσο αυστηρός ήταν ο νόμος, που δεν έδιναν παράταση ούτε ένα λεπτό. Εάν το καζάνιασμα και ξεκαζάνιασμα γινόταν γρήγορα, μπορούσε το 48ωρο να βγάλει 24 καζανιές. Καμιά φορά για να βγατίζουν οι καζανιές και να κερδίζουν χρόνο, χρησιμοποιούσαν δύο καζάνια και ένα καπάκι, που το μετέφεραν από το ένα καζάνι στο άλλο. Σε περίπτωση βροχής στα υπαίθρια τσιπουράδικα, έβαζαν ένα μεταλλικό στέγαστρο πάνω από το καζάνι, διότι αν έπεφτε το νερό της βροχής πάνω στο καπάκι, σταματούσε η απόσταξη.
Στα παλιά ρακατζία, που δούλευαν και τη νύχτα με λιγοστό φως, συνέβαινε καμιά φορά το εξής. Πλησίαζαν με το λύχνο αναμμένο στο σωλήνα της απόσταξης για να δουν αν κατεβάζει και το οινόπνευμα έπαιρνε φωτιά που μεταδιδότανε αστραπιαία από το σωλήνα στο καζάνι, με αποτέλεσμα το καπάκι να πετάγεται στον αέρα.
Οι καζανάρηδες αποστάζανε όχι μόνο τα δικά τους τσίκουδα αλλά και όλου του χωριού, ακόμα και από γειτονικά χωριά. Το δικαίωμα του καζανάρη ήταν 1 οκά από κάθε λαϊνα. Άλλοτε πληρωνόταν σε είδος και σε χρήμα, άλλοτε μόνο σε χρήμα.
Όταν ανοίγανε τα ρακατζία, το ρακοκάζανο ήταν κέντρο χαράς. Γύρω απ’αυτό γινόταν συγκέντρωση των χωριανών, οι οποίοι δοκίμαζαν το τσίπουρο, που τους πρόσφερε ο καζανάρης από το δικαίωμά του, ή ο πελάτης και το συνόδευαν με σύκα, ξηρούς καρπούς, μουσταλευριά, καθώς και με τραγούδια, παινέματα ή πειράγματα για την ποιότητα του φρέσκου τσίπουρου, και συζήτηση. Η φιλική συντροφιά, το κέφι, η εγκαρδιότητα ενισχύονταν πιο πολύ από το μεθυστικό άρωμα της καζανιάς, από το μυρωδάτο απόσταγμα. Η τσιπούρα εθεωρείτο το κατ’ εξοχήν ποτό της χαράς, το ποτό του φτωχού, το ποτό του λαού, η περηφάνια του αμπελουργού και λόγω της αγνότητάς του κυριαρχούσε στο κέρασμα στο σπίτι, στη βεγγέρα, στο καφενείο. Στα Κύθηρα, που οπωσδήποτε είμαστε επηρεασμένοι από την Κρητική κουλτούρα, έπαιζε ρόλο στην κοινωνική ζωή, στις παρέες. Ένα μπουκάλι τσιπούρα ήταν ένδειξη εκτίμησης και φιλίας και οπωσδήποτε πολύ ευπρόσδεκτο δώρο.
Τα πιο γνωστά ρακατζία που λειτούργησαν στα Κύθηρα κατά τον 20ό αι. είναι τα εξής:
Στη Χώρα του Εμμ. I. Κοντολέου. Στο Λειβάδι του Αντώνη Καλλίγερου που λειτουργεί μέχρι σήμερα από το γιό του Βρετό εκσυγχρονισμένο πλέον. Στα Τζιάνικα, στο Κ. Λειβάδι του Βρετού Κασιμάτη του Ιω.-Τζαμουρδή και της Ελένης, χήρας Χαρ. Φατσέα-Καπλάνη. Του Πέτρου Κασιμάτη στα Βρανάδικα. Στα Κοντολιάνικα του Ιωάννη Κοντολέου κοντά στην Παναγία. Στο Δρυμώνα του Γιώργη Βενέρη-Καμινά. Στα Καλησπεριάνικα των αδελφών Γεωργίου και Εμμ. Λουράντου-Σπυρίδου και του Εμμ. Λουράντου του Γεωργίου-Περδικομάτη. Στα Πιτσινιάνικα του Πέτρου Κασιμάτη-Χασάπη στη Λαγκάδα. Στο Κεραμουτό του Ιω. Στάθη. Στις Καλοκαιρινές του Γεωργίου Βλαντή-Μπουλούμπαση. Στα Λαζαριάνικα του Παν. Μασσέλου. Στο Μυλοπόταμο του Σταμπούζου, του Παν. Βλαχογένη, του Θόδωρου Μαγουλά, του Πέτρου Στρατηγού, της Αικατερίνης Καρύδη. Στους Αρέους του Διον. Μπελέση. Στην Καρβουνάδα του Βρετού Στάθη, του Παναγιώτη Β. Λουράντου και του Δημ. Στάθη. Στον Άγιο Ηλία του Ιω. Τζάννε και της Αικατερίνης Φατσέα. Στις Αλεξανδράδες του Ανδρέα Καλοκαιρινού. Στα Φράτσια του Χαράλαμπου Μασέλου, του παπά Μηνά Μαρέντη στα Λενταρακιάνικα, και του Μανώλη Παυλάκη (Μπαρομανώλη) στα Χαρχαλιάνικα. Στα Βιαράδικα του Παναγιώτη Σάμιου-Ντόζη. Στα Μητάτα του Παν. Καστρίσου, του Γεω. Πρινέα, του Φίλιππου Σκλάβου, του Δημ. Πρωτοψάλτη και του Παν. Σκλάβου. Στα Κυπριωτιάνικα του Γλυτσού Ιωάννη και του Μηνά Κυπριώτη, ο οποίος είχε καζάνι μπακιρένιο από τη Σμύρνη με χρονολογία 1897. Ο γιος του Γεώργιος Κυπριώτης-Πολίτης το μετέφερε στα Αλοϊζιάνικα το 1950. Σήμερα το λειτουργεί ο εγγονός Χρήστος Πολίτης με τη γυναίκα του και τους γιους του και είναι πια το τελευταίο παραδοσιακό αποστακτήριο στα Κύθηρα. Στα Αλοϊζιάνικα επίσης λειτουργούσαν του Γιώργη Σάμιου-Ντόζη και της Μαρίας Σαμίου. Στα Φριλιγκιάνικα του Παν. Νοταρά. Στα Καστρισιάνικα του Θεοδόση Καστρίσου και του Κων. Καστρίσου. Στα Αρωνιάδικα του Πανούργου. Στα Λογοθετιάνικα του Νίκου Χλέντζου-Σμυρνιού. Στη Γουρία του Ανδρέα Μουλού, τον οποίο διεδέχθη η Σοφία Λαχανά, του Ιωάννη Σοφίου-Τζαννή και της Σταματούλας Γαβρίλη στο Πηγαδάκι. Στα Χριστοφοριάνικα της Σταματίας Κουλεντιανού. Στον Ποταμό του Νικ. Παχουντάκη του Παναγιώτη Φαρδούλη και του Θόδωρου Μελιτά, τον οποίο διεδέχθη η Ελένη Μελιτά-Τριφύλλη (Ντριζολένη). Στα Ζαγλανικιάνικα του Παν. Κοκκινέα και του Γεω. Κοκκινέα. Στα Περλεγκιάνικα- Ντουριάνικα του Γεωργίου Αθ. Κομηνού και του Σταυριανού Κομηνού. Στον Καραβά του Βρετού Κομηνού, του Παν. Κρίθαρη, του παπα Μηνά Κορωναίου, του Δημ. Κρίθαρη και της Αναστασίας Σουρή.
Σήμερα κάποια πράγματα έχουν αλλάξει. Τα τσίκουδα τώρα τοποθετούνται σε πλαστικές σακούλες, ή πλαστικά δοχεία, τα οποία κλείνουν αεροστεγώς και τοποθετούνται σε σκοτεινό μέρος. Σήμερα δεν τηρείται το 48ωρο όπως παλιά, το οποίο οπωσδήποτε ήταν πολύ επαχθές και οι καζανάρηδες πληρώνουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στο Τελωνείο για την παραγωγή αλκοόλ. Τις παλιές άδειες τις ανανεώνει τώρα πια το Τελωνείο, το οποίο σφραγίζει και αποσφραγίζει τα καζάνια. Καινούριες άδειες δεν εκδίδονται πια και οι υπάρχουσες ανανεώνονται ή μεταβιβάζονται, ή κληρονομούνται.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ. 254 Ιανουάριος 2011.