Τα ζώα των πολέμων
Αλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, σκύλοι, περιστέρια: οι λησμονημένοι ήρωες των δύο παγκοσμίων πολέμων. | Τασούλα Επτακοίλη
«Τα ζα στον πόλεμο! Σήμερα από το πρωί συλλογιούμαι μόνο αυτό. Καλά εμείς οι ανθρώποι. Εχουμε τα συμφέρα μας, τις ιδεολογίες μας, τις λόξες μας, τις μεγαλομανίες και τους ενθουσιασμούς μας. Απ’ όλα αυτά μαγειρεύεται περίφημα ο πόλεμος. Εχουμε και τις πονηριές μας, για να γλιτώνουμε σαν δούμε τα ζόρικα. Τ’ αμπριά μας, τα νοσοκομεία, ακόμα και τις λιποταξίες. Ομως τ’ αγαθά τα ζα που τα επιστρατεύουμε να κάμουν μαζί μας τον πόλεμο; Θαρρώ πως, όταν καμιά φορά οι ανθρώποι βγάλουν από μέσα τους την επιληψία του ομαδικού σκοτωμού, θα ‘χουν όλο το δίκιο να ντρέπουνται σ’ όλη τους τη ζωή και μόνο γι’ αυτό: που τραβήξανε και τ’ αθώα τα ζα στον πόλεμο. Στοχάζουμαι πως κάποτε θα είναι ένα απ’ τα πιο μαύρα σημάδια της Ιστορίας των Ανθρώπων», έγραψε ο Στρατής Μυριβήλης στο μυθιστόρημά του «Η ζωή εν τάφω». Στις σελίδες του αποτυπώνεται η φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), μιας από τις πιο πολύνεκρες συρράξεις στην ιστορία, στην οποία έχασαν τη ζωή τους πενήντα και πλέον (κατά μία συντηρητική εκτίμηση) άνθρωποι, στρατιώτες και άμαχοι, αλλά και σχεδόν δέκα εκατομμύρια ζώα, ιπποειδή στην πλειονότητά τους, που βρέθηκαν στα πεδία των μαχών· ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν χρησιμοποιηθεί τόσο πολλά, κυρίως ιπποειδή, σε μια πολεμική σύγκρουση. Μόλις 60.000 επέστρεψαν στους στάβλους τους.
Στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν και περίπου 20.000 σκυλιά. Κουβαλούσαν εξοπλισμό και μηνύματα και προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες βοηθώντας στην ανεύρεση επιζώντων. Στη μάχη του Βερντέν, στη βορειοανατολική Γαλλία, για παράδειγμα, ο Σατανάς, όπως τον έλεγαν, ένα μαύρο μπόρντερ κόλεϊ, έσωσε την γαλλική φρουρά από την πολιορκία των Γερμανών, επειδή παρέδωσε εγκαίρως ένα προειδοποιητικό μήνυμα, μολονότι είχε τραυματιστεί. Ενα από τα πιο θαρραλέα μάχιμα σκυλιά ήταν ο Στάμπι. Ξεκίνησε τη ζωή του ως αδέσποτο και, έπειτα από ειδική εκπαίδευση, ακολούθησε τα αμερικανικά στρατεύματα στην Ευρώπη. Συμμετείχε σε δεκαεπτά μάχες, χάρη στην όσφρησή του έσωσε τον λόχο του από αιφνιδιαστική εχθρική επίθεση με χημικά αέρια και όταν επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες τον υποδέχτηκαν ως ήρωα! Υιοθετήθηκε από έναν αξιωματικό και πέθανε ήρεμα, στον ύπνο του, την άνοιξη του 1926… Κομβικός ήταν και ο ρόλος των χιλιάδων ταχυδρομικών περιστεριών στη μεταφορά μηνυμάτων και στη φωτογράφιση εχθρικών εγκαταστάσεων.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι απώλειες ζώων ήταν επίσης τεράστιες, υπολογίζονται σε πέντε εκατομμύρια: τα πιο πολλά ήταν ιπποειδή -άλογα, γαϊδούρια και μουλάρια-, αλλά και σκυλιά. Σκοτώθηκαν από εχθρικά πυρά, άλλα πνίγηκαν στη λάσπη στα πεδία των μαχών ή άφησαν την τελευταία τους πνοή εξαντλημένα, φορτωμένα με πυρομαχικά και προμήθειες. Ή έζησαν τη φρίκη ως όπλα στα χέρια των ανθρώπων, όπως τα σκυλιά αυτοκτονίας που χρησιμοποιήθηκαν από τον αμερικανικό στρατό. Είχαν εκπαιδευτεί να τρέχουν προς το μέρος των εχθρικών αρμάτων, φέροντας πάνω τους εκρηκτικούς μηχανισμούς, τις οποίες οι στρατιώτες πυροδοτούσαν την κατάλληλη στιγμή. Και, φυσικά, άγνωστος για πάντα θα μείνει ο αριθμός των ζώων της Γηραιάς Ηπείρου, οικόσιτων και παραγωγικών, που πέθαναν από τους βομβαρδισμούς, την πείνα και τις κακουχίες.
Το 1940 ο ελληνικός στρατός διέθετε 130.000 ιπποειδή, κάποια αγορασμένα, στη συντριπτική πλειονότητά τους όμως ήταν επιταγμένα. Στο αλβανικό μέτωπο, στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες στις οποίες τα υπερσύγχρονα μηχανοκίνητα των Ιταλών δεν μπορούσαν να κινηθούν, αυτά τα άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια έγιναν καθοριστικός παράγοντας για τη νίκη. Ελάχιστα επέζησαν. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία ενός στρατιώτη, όπως την μετέφερε πριν από λίγα χρόνια ο γενικός αρχικτηνίατρος, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τερψίδης, σε αφιέρωμά του για τα μόνοπλα (ίπποι, όνοι, ημίονοι) του στρατού μας: «Σ’ ένα χαντάκι, σκεπασμένο με χιόνι, ο Ψαρής μου κόλλησε. Πεινασμένο, μουσκεμένο ως το κόκαλο, ταλαιπωρημένο από το αδιάκοπο τρέξιμο πάνω στα κατσάβραχα ήταν γραφτό του να μείνει εκεί. Το χάιδεψα λίγο στο σβέρκο και το φίλησα. Και κίνησα. Σε λίγα βήματα γύρισα να το ιδώ για τελευταία φορά. Μπορεί να ήταν ζώο, αλλά ήταν σύντροφος στον πόλεμο. Είχαμε δει τόσες φορές μαζί το θάνατο, είχαμε περάσει μαζί μερόνυχτα ζωής τέτοια που δεν λησμονιούνται ποτέ. Και το είδα να με κοιτάζει που έφευγα. Τι ματιά ήταν αυτή… Πόσο παράπονο, πόση λύπη φανέρωνε. Μ’ έπιασε το κλάμα. Ο πόλεμος όμως δεν αφήνει καιρό για τέτοια. Σε μια στιγμή σκέφτηκα να το σκοτώσω. Δεν βάσταξε η καρδιά μου και το άφησα εκεί. Με κοίταζε ώσπου χάθηκα πίσω από τον βράχο»…
Αντί υστερόγραφου
«Εκείνα δεν είχαν επιλογή». Αυτές τις λέξεις θα διαβάσει κανείς στη βάση του μνημείου που βρίσκεται στο κέντρο του Λονδίνου, στο Χάιντ Παρκ, και με το οποίο η Μεγάλη Βρετανία τίμησε τα ζώα που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των μεγάλων πολέμων στην Ευρώπη. Αντίστοιχα μνημεία υπάρχουν στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οχι όμως στη δική μας… Χρωστάμε ένα «ευχαριστώ» σ’ αυτά τα ζώα, λοιπόν, όπως και σε εκείνα που βοήθησαν τη χώρα, σε καιρό ειρήνης, να σταθεί ξανά στα πόδια της. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισαν να φτάνουν στη χώρα μας καραβιές με μουλάρια από τις ΗΠΑ («ημίονοι υγιείς και κατάλληλοι διά το ελληνικόν κλίμα», όπως έγραφαν οι εφημερίδες), στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ για την αποκατάσταση της παραγωγικής δραστηριότητας. Αυτά έβαλαν πλάτη, κυριολεκτικά, για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας.