Advertisement

Τι είναι το σώμα μας

     ΤΟΥ     ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ

477

Τ είναι κι’ αυτό το σώμα μας, που ζη και αποθνήσκει!..

οστά, πλευραί και τένοντες και μυς και σωληνίσκοι,

και, νωτιαίοι μυελοί με μυελούς προμήκεις,

κι’ άλλα τοιαύτα πράγματα εκστάσεως και φρίκης.

Ένα κεφάλι απ’ εμπρός και απ’ οπίσω ράχη,

μια μύτη με πτερύγια και κοίλωμα σχιστό,

κι’ άμα σ’ αρχίση έξαφνα το διαβολοσυνάχι

σου λεν «με της υγείαις σου» και λες «ευχαριστώ».

Ένας λαιμός, που χωρατά καθόλου δεν σηκόνει,

κάτι σαγόνια, μάγουλα, και γένεια και μουστάκι,

και κάτι μάτια με φακούς, που τα στραβόν’ η σκόνη,

και πας ‘στόν Διαμαντόπουλο και ‘στόν Αναγνωστάκη.

Κάτι ποδάρια έπειτα με γόνατα και σκέλη

κι’ όμως κανείς ελεύθερα δεν πάει όπου θέλει,

και δυο ξεράδια ‘στά καλά των άλλων να τ’ απλώνης,

και δάκτυλα για να μετράς και για να φασκελώνης.

Μια γλώσσα για να λες καλά και κλέη προηγούμενα,

για να τσακίζη κόκκαλα κι’ αν βάλη γλωσσοδέτη,

και κάτι δόντια, που πονούν εις τα καλά καθούμενα,

και πηλαλείς ‘στόν Μπάμπανο και εις τον Κασσαβέτη.

Αμυγδαλαί και σταφυλαί και σιελώδης ύλη

κι’ αυτιά με τύμπανα, λοβούς, κοχλίας δίχως κέρατα,

που μπενοβγαίνουν εις αυτά πεταλωμένοι ψύλλοι

και μυίγαις κι’ αλογόμυιγαις και άλλα τέτοια τέρατα.

Φλέβες, ιδρώς, επιδερμίς, κι’ αδένες ένα πλήθος,

και μικροβίων υπ’ αυτά μεγάλη ευτοκία,

και αρτηρίαι πάμπολλαι και μια καρδιά και στήθος,

που κάθε τόσο γίνεται βασάνων κατοικία.

Και φλέβες αγωνίζονται με τόσας αρτηρίας

περί της διαθρέψεως και της κυκλοφορίας,

κι’ απάνω κάτ’ ορμητικόν το αίμα σου πηγαίνει,

χωρίς ποσώς να εννοής με τούτο τι συμβαίνει.

Νεφρά, σηκότια, κι’ άντερα κι’ υγρά πολλά και σπλήνες,

χυλός, χολή, και πάγκρεας κι’ εντερικοί σωλήνες,

κι’ ένα στομάχι έπειτα ως είδος τι κυψέλης

για να χωνεύη εύκολα κι’ εκείνα που δεν θέλεις.

Τα όπισθέν μας σχήματος σφαιροειδούς τυμπάνου,

και παν εκ τούτων εκβληθέν η γη τ’απορροφά,

κατόπιν δε το ξανατρώς υπό μορφήν λαχάνου,

ανδράκλας, πράσσου, ρίγανης, κολοκυθοκορφά.

Συστατικά προς χώνευσιν και κένωσιν ποικίλα,

και τόσ’ αγγεία στρογγυλά, τριχοειδή και κοίλα,

και κάτι άλλα πράγματα κι’ ανώνυμα και κρύφια,

που σαν τα βλέπης σούρχεται και σκέψις και κατήφεια.

Η κύστις, πόνους φέρουσα ενίοτε δεινούς,

εκ ταύτης δε ποτίζεται των Αθηνών η χώρα,

και τέλος πάντων η ψυχή κι’ ο παντοκράτωρ νους,

με τον οποίον σκέπτομαι αυτά που γράφω τώρα.

Από το ποίημα «Ο Φασουλής φιλόσοφος»

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο