Advertisement

Τι είσαι άνθρωπε; ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ

1.338

Και τείσαι, άνθρωπε μωρέ, που φλυαρείς εμπρός μου,

αν με τα ζώα τα λοιπά παραβληθής του κόσμου;

Advertisement

Έχεις την χαίτη λειονταριού και το κεντρί της σφήκας;

έχεις πτερά του παγονιού και του στρουθοκαμήλου,

ή του προβάτου το μαλλί, το γάλα της κατσίκας,

τα δόντια του ελέφαντος, το στόμα κροκοδείλου;

Έχεις το χιλιμίντρισμα εκείνο της φοράδας;

έχεις λαγού περπατησιά και κάβουρα ποδάρια,

ή του ξιφία την ουρά, ή καν της σουσουράδας,

ή καν της πίνας το φαγί και τα μαργαριτάρια;

Έχεις αυτιά του γαϊδουριού, της κουκουβάγιας μάτι,

ή της χελώνας το καυκί και τζίτζικα λαρύγγι,

κι’ οπόταν θέλης ειμπορείς, βρε άνθρωπε σακάτη,

να βγάλης από μέσα σου ιπποποτάμου ξύγκι;

Μπορείς να πέσης ‘στό νερό από ‘ψηλά σαν γλάρος

και το μακρύ το ράμφος σου μαρίδες να ρουφήση;

‘μπορείς και συ ν’ αλατισθής καθώς ο μπακαλιάρος

κι’ από ταλάτι το πολύ να γίνης στοκοφίσι;

‘Μπορείς σκουλήκι ενταυτώ και πεταλούδα νάσαι

κι’ από το σάλιο σου να ‘βγή μεταξωτή λουρίδα,

ή, όπερ σπουδαιότερον, ‘μπορείς ν’ αποκοιμάσαι

μ’ ένα ποδάρι κρεμαστός καθώς την νυκτερίδα;

‘Μπορείς να ζης χωρίς βρακιά, παπούτσια και φωκόλα,

ή τρία καν πηδήματα να κάνης σαν ζαρκάδι;

‘μπορεί από τα σπλάγχνα σου να έβγη καμμιά κόλλα,

χαβιάρι, αυγοτάραχο, ή της μουρούνας λάδι;

‘Μπορεί από το δέρμα σου να ‘δούμε μια διφθέρα,

σαμούρια, γούναις, στρώματα, παπλώματα, καπόταις;

‘μπορείς καθώς τον κόκορα μονάχα σε μια ‘μέρα

να χωρατεύης μ’ εκατό τριάντα πέντε κόταις;

‘Μπορείς και συ να χώνεσαι ‘στης τρύπαις σαν ποντίκι,

ή να πετάς σαν κότσυφας, σαν σπίνος, σαν ορτύκι; ‘

μπορείς ποτέ τα όσα τρως, βρε άνθρωπε τεμπέλη

να τα μασσάς σαν μέλισσα και να τα βγάζης μέλι;

Ου! να χαθής, κηφηναριό… ‘στών μελισσών το σμήνος

εσύ ζηλεύεις μοναχά την θέσιν του κηφήνος,

και θέλεις πάντα χάρισμα να τρώγης ‘στήν κυψέλην,

οπόταν είσαι μάλιστα γιγαντομάχος Έλλην.

Με όλην την σοφίαν σου, την τόσον πνευματώδη,

δεν ειμπορείς ‘στά σύννεφα και μια φωληά να κτίσης,

μηδέ να βγάλης κέρατα σαν τράγος ή σαν βώδι,

και μοναχά ως σύζυγος ‘μπορεί να ταποκτήσης.

Ό,τι μικρόν και αφανές η πτέρνα σου πατεί

γελά με τα καμώματα της λογικής αγέλης,

κι’ αν ‘πης κι’ εις ένα μύρμηκα ‘στόν κόσμον τι ζητεί,

θα σ’ απαντήση αυθαδώς «αμμέ και συ τι θέλεις;»

Ένα κουνούπι ζωηρό εκάθισε μια ‘μέρα

σ’ ενός βωδιού το κέρατο κι’ εσφύριζ’ εκεί πέρα,

κι’ είπε το βώδι με ψυχρόν Εγγλέζου χαρακτήρα

«και όταν ήλθες κι’ έφυγες χαμπάρι δεν σ’ επήρα».

Αν ειμπορής, βρε άνθρωπε, ‘πές του και συ αυτά,

όταν ‘στ’ αυτιά σου νηστικό σφυρίζωντας πετά·

με σφύριγμα και δάγκωμα κακά σε ξημερόνει,

αν δεν σκεφθής δελτάριον ν’ ανάψης Ζαμπιρόνη.

Βλέπεις αυτόν τον μπούρμπουλα, τον αφανή ‘στό χώμα,

που με τα πόδια του κυλά την μια και άλλη βρώμα;

μεγάλης έτυχε ποτέ ‘στήν Αίγυπτον λατρείας

ως του Ηλίου σύμβολον, δυνάμεως κι’ ανδρείας.

Και ύστερα κορδόνεσαι και θεωρείς ως δώρον

και το μυαλό της κεφαλής και το μυαλό της ράχης,

συ, του Δαρβίνου η μαϊμού, συ, δίπουν μαστοφόρον,

συ, άνθρωπε θαυμάσιε, που κακό ψόφο νάχης.

Από το ποίημα «Ο Φασουλής Φιλόσοφος»

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο