Τι πρέπει να γνωρίζετε για την τοποθέτηση φωτοβολταϊκού στο σπίτι
Ο καταναλωτής καταβάλλει εφάπαξ ένα ποσό και αγοράζει την παραγωγική δυνατότητα ενός φωτοβολταϊκού το οποίο έχει κατασκευαστεί από τον πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας. | Θάνος Τσίρος
H ιδέα είναι το νοικοκυριό που διαθέτει χώρο είτε στη στέγη είτε στην ταράτσα να μετατραπεί από καταναλωτής ηλεκτρικής ενέργειας σε «παραγωγός». Μάλιστα, με την τοποθέτηση των απαιτούμενων μπαταριών (συσσωρευτών) o «παραγωγός» μπορεί να γίνει και αποταμιευτής ηλεκτρικής ενέργειας. Τι κερδίζει με την ιδιότητα του «παραγωγού»; Ουσιαστικά το προνόμιο να καταναλώνει το δικό του ρεύμα –αρκεί να γίνουν σωστά οι υπολογισμοί των αναγκών– και να μην πληρώνει τίποτα στον πάροχο, τουλάχιστον για το «ανταγωνιστικό» κομμάτι του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος. Και τι μπορεί να κερδίσει κάποιος αν βάλει και μπαταρίες; Εξασφαλίζει, πρώτον, μια αξιόπιστη πηγή ενέργειας σε περίπτωση διακοπής του ρεύματος και, δεύτερον, τη δυνατότητα να μειώσει αισθητά και τις λεγόμενες «μη ανταγωνιστικές χρεώσεις» στον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος, δηλαδή τα τέλη που πληρώνουμε στον ΔΕΔΔΗΕ, στον ΑΔΜΗΕ κ.λπ.
Τις επόμενες εβδομάδες, το θέμα της τοποθέτησης φωτοβολταϊκού στις στέγες ή στις ταράτσες θα βρεθεί στο προσκήνιο της επικαιρότητας λόγω του προγράμματος επιδότησης που θα παρουσιάσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Θα διατεθούν περίπου 700 εκατ. ευρώ για την εγκατάσταση πάνελ αλλά και μπαταριών σε τουλάχιστον 250.000 ακίνητα, ενώ οι επιδοτήσεις που θα λάβουν οι «νικητές» (η διαδικασία θα ολοκληρωθεί με σειρά προτεραιότητας) θα κυμαίνονται από 30 έως 60% επί της αξίας του φωτοβολταϊκού. Είναι προφανές ότι όσοι λάβουν τις επιδοτήσεις θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο τον χρόνο απόσβεσης της επένδυσης.
Έναν χρόνο όμως ο οποίος είναι ούτως ή άλλος αρκετά μικρός για μια επένδυση μερικών χιλιάδων ευρώ, καθώς μπορεί να περιοριστεί ακόμη και στα 7-8 χρόνια, ανάλογα φυσικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και την τιμή πώλησης της κάθε κιλοβατώρας.
Το πώς ακριβώς λειτουργεί η επένδυση σε ένα φωτοβολταϊκό το οποίο παράγει ηλεκτρική ενέργεια και τη συμψηφίζει με την κατανάλωση του κάθε νοικοκυριού, προκύπτει από το ακόλουθο παράδειγμα, το οποίο βασίζεται στα δεδομένα που επικρατούν σήμερα στην αγορά. Η ετήσια κατανάλωση ενός νοικοκυριού ανέρχεται σε περίπου 9.000 κιλοβατώρες. Για να καλυφθεί αυτή η κατανάλωση, εγκαθίσταται ένα φωτοβολταϊκό των 7 κιλοβάτ (αυτή η ισχύς αναμένεται να είναι και η μέγιστη επιτρεπόμενη στο πρόγραμμα επιδότησης). Η επένδυση ανέρχεται περίπου στα 9.000-10.000 ευρώ χωρίς τις μπαταρίες. Με την ολοκλήρωση της επένδυσης, το νοικοκυριό σταματάει να πληρώνει την αξία του ρεύματος, η οποία –με τιμή ανά κιλοβατώρα στα 0,16 ευρώ– ανέρχεται στα 1.455 ευρώ ετησίως. Το νοικοκυριό θα εξακολουθεί να πληρώνει μόνο τα περίπου 760 ευρώ τον χρόνο, που είναι οι λεγόμενες μη ανταγωνιστικές χρεώσεις. Πόσα χρόνια θα χρειαστούν για να αποσβεστεί η επένδυση των 10.000 ευρώ; Περίπου 6 έως 7. Και αν υπάρξει και επιδότηση της τάξεως του 50%, στον μισό χρόνο.
Αν οι ετήσιες ανάγκες του νοικοκυριού σε ρεύμα είναι μεγαλύτερες, η περίοδος απόσβεσης περιορίζεται, ενώ για μικρές καταναλώσεις μεγαλώνει. Ένα μικρό φωτοβολταϊκό που θα καλύπτει παραγωγή 3.000 κιλοβατωρών τον χρόνο, μπορεί να χρειαστεί 9 χρόνια για να αποσβεστεί. Αντίθετα, για καταναλώσεις 13.000 κιλοβατωρών τον χρόνο (π.χ. ένα μεγάλο νοικοκυριό με αντλία θερμότητας) η περίοδος απόσβεσης μπορεί να πέσει στα 6,4 χρόνια. Πόσο «ζει» ένα φωτοβολταϊκό; Περίπου 20-25 χρόνια. Άρα μετά τα πρώτα 7-8 χρόνια –στη χειρότερη περίπτωση– αρχίζουν να καταγράφονται κέρδη.
Τι θα άλλαζε για το νοικοκυριό αν εγκαθιστούσε και μπαταρίες; Ας επανέλθουμε στο παράδειγμα με την κατανάλωση των 9.000 κιλοβατωρών. Για να καλυφθεί το φωτοβολταϊκό των 7 κιλοβάτ με μπαταρίες, η απαιτούμενη επένδυση μπορεί να είναι ακόμη και διπλάσια, φτάνοντας στα 20.000 ευρώ. Τι θα κερδίσει το νοικοκυριό; Θα μειώσει και τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις, ενώ θα εξασφαλίσει τη σιγουριά ότι το ακίνητο θα ηλεκτροδοτείται ακόμη και όταν υπάρχει βλάβη στο δίκτυο ηλεκτροδότησης (οι μπαταρίες θα λειτουργούν ως ένα πολύ μεγάλο UPS). Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι η περίοδος απόσβεσης θα αυξηθεί. Ένα φωτοβολταϊκό με μπαταρίες έχει και άλλα χαρακτηριστικά: βοηθάει στη σταθερότητα του συστήματος ηλεκτροδότησης, ενώ μπορεί να μετατρέψει σε ενεργειακά αυτόνομο το νοικοκυριό, επιτρέποντας ακόμη και την πλήρη αποσύνδεση από το δίκτυο.
→ Και αν δεν υπάρχει στέγη ή ταράτσα;
Και τι θα κάνει το νοικοκυριό σε πολυκατοικία; Τι θα γίνει στο ακίνητο που δεν υπάρχει επαρκής χώρος σε ταράτσα ή κεραμίδια; Ποια λύση θα μπορούσε να βρει ένας ενοικιαστής για να περιορίσει τον λογαριασμό του ρεύματος; Στην αγορά υπάρχει και η λύση των «εικονικών φωτοβολταϊκών». Ουσιαστικά, ο καταναλωτής καταβάλλει εφάπαξ ένα ποσό και αγοράζει την παραγωγική δυνατότητα ενός φωτοβολταϊκού το οποίο έχει κατασκευαστεί από τον πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας. Τι κερδίζει; Στην πραγματικότητα, μια έκπτωση στον λογαριασμό του ρεύματος, η οποία με τα σημερινά δεδομένα φτάνει στα 0,08 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Για κάθε 1.000 ευρώ επένδυσης, ουσιαστικά εξασφαλίζεται μια έκπτωση της τάξεως των 116 ευρώ ετησίως, άρα η απόδοση της επένδυσης ανέρχεται περίπου στο 11-12%. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα αυτής της επένδυσης; Πρώτον, δεν υπάρχει το άγχος της συντήρησης και της καλής λειτουργίας του φωτοβολταϊκού. Δεύτερον, υπάρχει «ελευθερία», καθώς η έκπτωση μπορεί να μεταφερθεί από το ένα ακίνητο στο άλλο (ιδανικό για ενοικιαστές). Τρίτον, η έκπτωση είναι εξασφαλισμένη και αποσυνδεδεμένη από την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Στο κανονικό φωτοβολταϊκό ο συμψηφισμός γίνεται μέσα σε μία τριετία. Αν σε αυτό το διάστημα παραχθεί περισσότερο ρεύμα από αυτό που θα καταναλωθεί, η διαφορά χάνεται. Ως εκ τούτου, η εικονική επένδυση μπορεί να φαντάζει καλή λύση για εξοχικά. Ποιο μπορεί να θεωρηθεί μειονέκτημα; Η απόδοση της επένδυσης δεν είναι «κλειδωμένη» (εξαρτάται από την τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας στο χρηματιστήριο), ενώ απαιτείται δέσμευση μέχρι τη λήξη του συμβολαίου με τον συγκεκριμένο πάροχο.