
Τι θα συμβεί στο σώμα μας αν τηρήσουμε όλες τις νηστείες;
Μελέτη Ελλήνων και ξένων επιστημόνων | Τασούλα Επτακοίλη
Η κατανάλωση κρέατος έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Οι πιο μακρινοί μας πρόγονοι, που έτρωγαν κυρίως φυτά, είχαν κοντά πόδια και μικρό εγκέφαλο, παρόμοιο σε μέγεθος με αυτόν ενός χιμπατζή. Πριν από περίπου δύο εκατομμύρια χρόνια εμφανίστηκε ένα νέο είδος του γένους Homo, ο Homo erectus, που είχε χαρακτηριστικά που έμοιαζαν περισσότερο με αυτά του σύγχρονου ανθρώπου: είχε μικρότερο έντερο, άκρα παρόμοια με τα δικά μας και μεγαλύτερο εγκέφαλο. Αν και υπάρχουν αρκετές θεωρίες για τη σειρά με την οποία συνέβησαν τα γεγονότα στην εξελικτική Ιστορία, η κατανάλωση κρέατος και μεδουλιού από τα οστά ζώων σήμαινε ότι οι πρόγονοί μας είχαν πρόσβαση σε γεύματα πολύ πιο πλούσια σε ενέργεια. Και ακριβώς αυτή η διατροφή συνέβαλε στο να υποστηριχθεί ένας μεγαλύτερος εγκέφαλος.
«Oι μεγάλοι εγκέφαλοι καταναλώνουν πολλή ενέργεια. Σε κατάσταση ηρεμίας ο ανθρώπινος εγκέφαλος καταναλώνει περίπου το 20% της ενέργειας του σώματός μας, ενώ σε αντίστοιχες συνθήκες ο εγκέφαλος ενός χιμπατζή καταναλώνει μόνο το 8%. Αυτό σημαίνει ότι από την εποχή του Homo erectus το ανθρώπινο σώμα άρχισε να εξαρτάται από μια δίαιτα πλούσια σε ενέργεια, που βασιζόταν κατά ένα σημαντικό ποσοστό στο κρέας», εξηγεί στην «Κ» η Αντιγόνη Δήμα, ερευνήτρια Λειτουργικής Γονιδιωματικής Ανθρώπου στο Ινστιτούτο Βιοκαινοτομίας του Ερευνητικού Κέντρου Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμινγκ».
Στις μέρες μας, όμως, τα περισσότερα δεδομένα δείχνουν ότι η αυξημένη κατανάλωση κρέατος, ειδικά κόκκινου, καθώς και επεξεργασμένου κρέατος, επιβαρύνει την υγεία μας και σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακών παθήσεων, καρκίνου, αλλά και για πρόωρο θάνατο. Τι θα σήμαινε, λοιπόν, για την υγεία μας η αποχή από το κρέας, αν όχι όλο τον χρόνο, τουλάχιστον για ένα μεγάλο μέρος του; Ποιες μοριακές – βιολογικές – κυτταρικές διεργασίες επηρεάζονται από τροφές ζωικής προέλευσης; Συνδέονται με τη μακροζωία και με ποιον τρόπο; Σε αυτά τα ερωτήματα δίνει πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις ημελέτη FastBio, στην οποία συμμετείχανΕλληνες και ξένοι επιστήμονες: ο Κωνσταντίνος Ρούσκας, ο Αλέξανδρος Σιμηστήρας, η Χριστίνα Εμμανουήλ, ο Παναγιώτης Μαντάς, ο Ανάργυρος Σκουλάκης, ο Αλέξανδρος Δημόπουλος και ο Σταύρος Γλεντής από την Ελλάδα, καθώς και η Οσβαν Μπόχερ, ο Γιουνγκ-Χαν Παρκ, η Γκάμπι Καστενμίλερ και η Ελευθερία Ζεγγίνη από το Ινστιτούτο Μεταφραστικής Γονιδιωματικής Helmholtz του Μονάχου (όπου η κ. Ζεγγίνη είναι διευθύντρια). Την εποπτεία είχε η Αντιγόνη Δήμα.

Η FastBio –από τις λέξεις fasting (νηστεία) και biology (βιολογία)–, που έλαβε χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας, μόλις δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «npj Metabolic Health and Disease» (της οικογένειας του Nature) και διερευνά τις μοριακές αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα των ατόμων που αφαιρούν σχεδόν όλα τα ζωικά προϊόντα από τη διατροφή τους για εκτεταμένα χρονικά διαστήματα. Εστιάζει ουσιαστικά στη νηστεία της Εκκλησίας, κατά την οποία υπάρχει περιορισμός στην κατανάλωση ζωικών προϊόντων, αλλά όχι πλήρης αποχή από αυτά, καθώς οι νηστεύοντες θεωρητικά μπορούν να καταναλώνουν σαλιγκάρια και διάφορα θαλασσινά.
Οι μοριακές αλλαγές που συντελούνται οδηγούν σε μεταβολικά προφίλ που σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας και συμβάλλουν στη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας.
Τα επίπεδα πρωτεϊνών
Οι ερευνητές συγκέντρωσαν βιολογικό υλικό από 200 άτομα ηλικίας 20-76 ετών τα οποία ακολουθούν τις περιόδους νηστείας που ορίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία για 180-200 ημέρες ετησίως, εναλλάσσοντας την παμφαγία με τον διατροφικό περιορισμό, και άλλα 211 ηλικίας 19-74 ετών που ακολουθούν τη δίαιτα του γενικού πληθυσμού (παμφαγία) – όλα από την περιοχή της Θεσσαλονίκης. «Μετρήσαμε τα επίπεδα των προϊόντων του μεταβολισμού (250 μεταβολιτών) στο αίμα αυτών των ανθρώπων, τους οποίους ευχαριστούμε από καρδιάς –όπως και το Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης– για τη συμβολή τους στην προσπάθειά μας και βρήκαμε ότι μετά τον διατροφικό περιορισμό υπήρχαν εκτεταμένες μεταβολές στις τιμές διαφόρων λιπιδίων και αμινοξέων. Οι αλλαγές αυτές οδηγούν σε μεταβολικά προφίλ που σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας και συμβάλλουν στη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας», λέει η Αντιγόνη Δήμα. «Παράλληλα, μετρήσαμε και τα επίπεδα 1.500 πρωτεϊνών στο αίμα τους και παρατηρήσαμε ότι σε ποσοστό περίπου 20% επηρεάζονται από τον διατροφικό περιορισμό. Πολλές από αυτές τις πρωτεΐνες αποτελούν στόχους, όχι μόνο για εγκεκριμένα φάρμακα αλλά και για φάρμακα τα οποία βρίσκονται σε στάδιο κλινικών δοκιμών για νόσους του καρδιαγγειακού και ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς και για τον καρκίνο. Σημειωτέον ότι η μεταβολή στα επίπεδα ενός φαρμακευτικού στόχου μπορεί να επηρεάσει τη δράση του φαρμάκου, τη δοσολογία, την εμφάνιση παρενεργειών».
Η μελέτη FastBio δεν αποτελεί μία ακόμη κλινική έρευνα η οποία διερευνά την επίδραση νέων φαρμάκων ή διατροφικών συμπληρωμάτων στην πρόληψη και αντιμετώπιση ασθενειών, όπως επισημαίνει ο βιολόγος Κωνσταντίνος Ρούσκας, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του Εθνικού Κέντρου Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης στη Θεσσαλονίκη: «Πρόκειται για μια πρωτοποριακή μελέτη στον χώρο της επιστήμης της διατροφής και υγείας, που αναδεικνύει τις πιθανές ευεργετικές επιδράσεις της νηστείας (ή διατροφικού περιορισμού) στην ανθρώπινη υγεία και τη δυνατότητα σχεδιασμού στρατηγικών πρόληψης και διαχείρισης χρόνιων νοσημάτων. Η σημασία της έγκειται στο γεγονός ότι διεξήχθη σε πραγματικές συνθήκες, με τη συμμετοχή ατόμων από τον γενικό πληθυσμό, και όχι στο αυστηρό πλαίσιο μιας κλινικής μελέτης. Τα ευρήματά της αποδεικνύουν ότι η περιοδική αποχή από ζωικά προϊόντα, όπως συμβαίνει κατά τις περιόδους της νηστείας, είναι επαρκής για να προκαλέσει μεταβολική “επανεκκίνηση” (reset ή restart) στον οργανισμό, να μειώσει τα επίπεδα των “κακών” λιπιδίων και να προαγάγει τη μακροζωία».
Οι περισσότερες μεταβολές, με τον διατροφικό περιορισμό, συντελούνται στα επίπεδα οκτώ πρωτεϊνών και σχετίζονται, όπως είδαν οι επιστήμονες, με θετικές συνέπειες για την υγεία: με τη ρύθμιση του μεταβολισμού των λιπιδίων και της γλυκόζης, τη μείωση των δεικτών φλεγμονής και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. «Η μεγαλύτερη αλλαγή ήταν η αύξηση των επιπέδων της ορμόνης FGF21, η οποία αποτελεί ισχυρό ρυθμιστή του μεταβολισμού και συνδέεται με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής», τονίζει η Αντιγόνη Δήμα. «Παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι υπάρχουν και κάποιες πιθανές αρνητικές επιπτώσεις, που έχουν να κάνουν με την υγεία των οστών ή τον κίνδυνο εμφάνισης ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου».
Εργαλείο για ανάπτυξη φαρμάκων που θα προάγουν την υγιή γήρανση
Η μελέτη προκαλεί και ένα εύλογο ερώτημα: Τι θα συνέβαινε αν νηστεύαμε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους; Θα ήταν ίσως αυτό το «κλειδί» για τη μακροζωία; Οι επιστήμονες που την υπογράφουν δεν προτείνουν τη συνεχή αποχή από τα ζωικά προϊόντα. Υπογραμμίζουν, όμως, ότι η περιοδική νηστεία μπορεί να προσφέρει ουσιαστικά οφέλη στην καρδιομεταβολική υγεία και να συμβάλει στη μείωση του κινδύνου θνησιμότητας μέσω πολλαπλών αλλαγών σε μοριακό επίπεδο. «Αντιθέτως, η συνεχής αποχή από ζωικά τρόφιμα ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπάρκειες βασικών θρεπτικών συστατικών όπως ο σίδηρος και η βιταμίνη B12, με επακόλουθο τη διαταραχή της διατροφικής ισορροπίας», όπως λέει ο Κωνσταντίνος Ρούσκας. «Ο διατροφικός περιορισμός μπορεί να προτείνεται για τη βελτίωση της υγείας, αλλά με τρόπο που να εξασφαλίζει την αποφυγή των αρνητικών συνεπειών, όπως η λήψη συγκεκριμένων συμπληρωμάτων. Πιο ρεαλιστικά, όμως, καθώς ίσως να μην αποτελεί εφικτή λύση για όλους, τα αποτελέσματα της δικής μας μελέτης και παρεμφερών μελετών έχουν αξία ως “εργαλεία” στην ανάπτυξη φαρμάκων τα οποία θα μιμούνται τις μοριακές συνέπειες του διατροφικού περιορισμού και θα προάγουν την υγιή γήρανση. Η κατανόηση, δηλαδή, του πώς κάποιες ορμόνες δρουν στον εγκέφαλο και διαμορφώνουν τι μας αρέσει να τρώμε, θα οδηγήσει σε φαρμακοθεραπείες που θα βασίζονται στη δράση τους και θα προωθούν –θα μας κάνουν να προτιμάμε– διατροφικές επιλογές με θετικό αντίκτυπο στην υγεία μας», συμπληρώνει η Αντιγόνη Δήμα.
Και το επόμενο σκέλος της μελέτης, που θα δώσει υλικό για νέες δημοσιεύσεις σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, θα είναι εξίσου ενδιαφέρον: χάρη στο βιολογικό υλικό που έχουν συλλέξει οι ερευνητές θα μελετήσουν το μικροβίωμα του εντέρου και πώς η διατροφή και τα γονίδιά μας αλληλεπιδρούν ώστε να διαμορφώνουν συγκεκριμένες μοριακές αποκρίσεις οι οποίες παρατηρούνται μόνο υπό συνθήκες διατροφικού αποκλεισμού. Θα εστιάσουν επίσης σε κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος για να καταλάβουν αν και πώς επηρεάζει η νηστεία τη λειτουργία τους.

Ανάμεσα στις πρωτεΐνες, τα επίπεδα των οποίων –σύμφωνα με τα ευρήματα της πρόσφατα δημοσιευμένης έρευνας– αυξάνονται σε περιόδους διατροφικής αποχής είναι και η οξυτοκίνη, γνωστή και ως «ορμόνη της αγάπης», που από τη μια δρα απευθείας στον εγκέφαλο και επηρεάζει την προτίμησή μας για συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά, συμβάλλοντας στη ρύθμιση του βάρους, κι από την άλλη έχει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία κοινωνικών δεσμών.
Μας κάνει και πιο κοινωνικούς η νηστεία; «Δεν ξέρουμε αν η αύξησή της υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες είναι επαρκής για κάτι τέτοιο», απαντάει γελώντας η κ. Δήμα, «όμως σίγουρα συνδέεται με την καλύτερη διάθεση».