Η Άννα Λευθέρη, χήρα του Καπετάνιου Γιώργου Λευθέρη, περήφανα αντικρύζει τη 10η δεκαετία της ζωής της, στο σπίτι της, στα Κατελουζιάνικα. Χτύπησα την πόρτα και χαρούμενα με δέχτηκε. Κόρη του Κώστα Ζαγλανίκη, από τον Ποταμό, μας δένει στενή συγγένεια. Η νεανική αύρα τής προσωπικότητάς της με απέτρεπε να την αποκαλώ «θεία». Από παιδί «Άννα» τη φωνάζω και στον ενικό της μιλώ και κανείς δεν με επέπληξε. Ρύθμισα το κινητό στην ηχογράφηση, το τοποθέτησα ανάμεσά μας στο τραπέζι της αυλής και απολαμβάνοντας την ευωδία των λουλουδιών της και των τζιτζικιών τη συναυλία, άρχισα:
Άννα, ήρθα να μου πεις όσα θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια, τα πιο ζωντανά για κάθε άνθρωπο και όσα έζησες στον Ποταμό τα χρόνια της Κατοχής.
Με πας πολύ πίσω, Κοσμά. Μα θυμάμαι την πρώτη μέρα που πήγα στο σχολείο, στο Δηλαβέρειο, που και τώρα πάνε τα παιδιά. Με παρέλαβαν οι Φαλαγγίτες του Μεταξά. Μου έβαλαν ένα δίκοχο με ένα έμβλημα μπροστά. Μου έκανε εντύπωση. Μου έφτιαξαν και ταυτότητα «Φαλαγγίτη».
Σου έκαναν ταυτότητα τόσο μικρή; Δεν το πιστεύω.
Ναι. Σε όλα τα παιδιά έκαναν. Έτσι ήταν τότε. Δάσκαλο είχαμε τον Γιάννη Μελιτά και δασκάλα τη Μαρία (Πρωτοψάλτη) και κάποια Πλεύρη, μα δεν τη θυμάμαι καλά. Ο Μελιτάς είχε μεγάλη αγάπη στη μουσική, έπαιζε και βιολί. Μας μάθαινε να χορεύουμε και να τραγουδάμε. Είχαμε χορωδία με πρώτη και δεύτερη φωνή.
Θυμάσαι, Άννα, κάποια τραγούδια;
Ναι, θυμάμαι το: «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά», «Γλυκιά μητέρα του Θεού», «Θε μου μια κόρη Πατρινιά»…
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί το σχολείο τι έγινε;
Το επιτάξαν και μας έδιωξαν. Πήγαμε στην Αγία Τριάδα το σπίτι του Τσιγκλή. Αυτός ήταν στην Αυστραλία και ο πληρεξούσιός του το παραχώρησε για σχολείο. Ο Μελιτάς συνέχισε να διδάσκει, αλλά τα παιδία πότε πήγαιναν και πότε όχι. Δεν υπήρχε τάξη. Ένα βράδυ, με ένα φανάρι για να βλέπουν, ήρθαν στο σπίτι μας οι «προεστοί», ας πούμε, του Ποταμού. Ο Στρατής Ζαγλανίκης, ο Ψωμάς (Κορωναίος) ο Νικόλας, ο Σουρής ο Νικολάκης, ο Βρεττάκης, (Βρεττός Πανάρετος) ο Αναργυράκης (Ανάργυρος Πανάρετος) και είπαν στον πατέρα μου πως έπρεπε να γίνει Πρόεδρος του Χωριού, γιατί ήξερε καλά Αγγλικά και θα συνεννοείτο με τους Γερμανούς. Ο πατέρας μου, έμπορος ήταν, δεν ήξερε από αυτά και δεν δεχόταν. Μα πες, πες… τον κατάφεραν. Εκείνο που θυμάμαι από την προεδρία του ήταν πως φέρανε σακιά με καλαμποκάλευρο και το μοίρασε ο πατέρας μου. Την άλλη μέρα, στο σχολείο, τα άλλα παιδιά είχαν μαζί τους και έτρωγαν κάτι σαν κέικ κι εγώ τίποτα. Πήγα στο σπίτι κλαίγοντας. Ο πατέρας, μου εξήγησε: «Αν κράταγα για μας όσο μας αναλογούσε, ποιος θα το πίστευε; Όλοι θα έλεγαν πως ο Πρόεδρος κράτησε περισσότερο. Γι’ αυτό εμείς δεν έχουμε». Μια φορά ήρθαν Γερμανοί στο σπίτι μας να ζητήσουν κάτι από τον Πρόεδρο. Τους βγάλαμε φασκόμηλο δίχως ζάχαρη. Το ήπιαν. Μετά διαδόθηκε πως ο Κώστας Ζαγλανίκης ήταν, τάχα, φίλος των Γερμανών. Αυτό στενοχώρησε πολύ τον πατέρα μου.
Θυμάσαι κάτι από τους Ιταλούς;
Ναι θυμάμαι τον διοικητή τους, τον Ντι Τζόρτζιο. Ήταν εμφανίσιμος. Ερωτεύτηκε μια Ποταμίτισσα. Γυρόφερνε το σπίτι της… μα η κοπελιά δεν έδωσε δικαιώματα. Τότε είχε ξεμείνει στον Ποταμό ένας Νεοζηλανδός στρατιώτης. Αν τον συλλάμβαναν οι Ιταλοί, η τύχη του θα ήταν ζοφερή. Ανάλαβαν οι Ποταμίτες να τον κρύβουν και να τον συντηρούν. Πρώτος τον έκρυψε ο Στρατής Ζαγλανίκης, ακολούθησαν, με σειρά, άλλοι Ποταμίτες. Τον είχαμε κι εμείς. Στο τέλος τον έκρυψε ο Παπά – Κυριάκος. Μια Ποταμίτισσα είπε σε έναν Ιταλό για τον κρυμμένο Νεοζηλανδό και έτσι το έμαθε ο Ντι Τζόρτζιο. Μα δεν τον συνέλαβε. Ίσως ο έρωτας τον είχε μαλακώσει.
Άννα περίγραψέ μας τη γειτονία σου, εκεί στα βόρεια του Ποταμού.
Η γειτονιά μας ήταν πυκνοκατοικημένη. Είχε τρεις εκκλησίες. Την Αγία Τριάδα, την Παντάνασσα και τον Άγιο Γιώργη που λειτουργούσαν στις γιορτές τους. Οι άνθρωποι ήταν ο ένας κοντά στον άλλον, όχι μόνο οι πόρτες τους, μα και οι ζωές τους. Κοντά μας έμενε ο Μπαβέας που ο γιός του, ο Χρίστος, έγινε Αεροπαγίτης. Πιο κάτω ο Θόδωρος Ψωμάς (Κορωναίος) με δύο γιους και τρείς κόρες, ο ένα γιος του είχε πάει στην Αυστραλία. Πιο κάτω η οικογένεια του Γιώργη του Ψωμά (Ψωμόγιωργης) με γυναίκα τη Μαρούλη και πολλά παιδιά. Αυτός είχε κάνει και Πρόεδρος του Ποταμού. Πιο κάτω ζούσε ο Μενέλαος Κορωναίος, ο τηλεγραφητής, που είχε πάρει τη Μαρή. Πιο κάτω η Μαρούλη η Καλιμάνενα. Κοντά μας έμενε η Φλωρεντίνα που μου άρεσε το όνομά της, μου έδινε και γλυκό. Τα παιδιά της είχαν πάει στην Αυστραλία. Της είχε μείνει στον Ποταμό μόνο μια κόρη, η Βάσω, που είχε πέντε παιδία. Ένα γιος τής Φλωρεντίνας ήρθε από την Αυστραλία, πριν τον πόλεμο και παντρεύτηκε την Ευθυμία, την κόρη του Δημάρχου (Μιχάλη Μεγαλοκονόμου). Εγώ με όλη τη «μαρίδα» ήμουν έξω από το σπίτι της τη μέρα του γάμου και θυμάμαι το τραγούδι που είπε η Φλωρεντίνα, υποδεχόμενη τη νύφη της: «Ανοίξατε τις κάμερες και στρώστε τα βελούδα, για να περάσει ο γιόκας μου με τη δημαρχοπούλα!»
Προς τα πάνω έμενε ο Τσότρας (Σοφίος) ο Γιώργης με τη γυναίκα του και τέσσερα με πέντε παιδιά που όλα πήγαν στην Αυστραλία, εκτός από τον Σπύρο και ο Καβιέρης που είχε τον Βαγγέλη. Πιο πάνω οι Αλιφιέριδες με τον Μανώλη, τον Τζίμη, τη Σπυριδούλα και τον Γιώργο που σκοτώθηκε στον εμφύλιο. Μιλώ για τα Φαρδουλιάνικα, τη μεγάλη συνοικία του Ποταμού με το μεγάλο δικό της πηγάδι. Πιο πάνω ήταν η Ρεψίνα (Πρινέα) η Σταμάτα, με δύο γιούς και δύο κόρες. Ο άντρας της ήταν στην Αυστραλία. Η κόρη της, η Ζαχαρούλα έρχεται κάθε χρόνο από την Αυστραλία. Πιο πάνω η Λουκία η Αλιφιέρη με δυο γιους. Ήταν και ο Ντερβίρας, ο πεθερός του Βαγγέλη του Καβιέρη, που είχε τη Μαργή, την Ελένη και τον Χαράλαμπο. Θυμάμαι και τη Μπαούραινα, είχε ένα γιό που πήγε στην Αθήνα και έγινε σταθμάρχης στα λεωφορεία. Αυτός παντρεύτηκε μια όμορφη κοπέλα από το Γερακάρι, αδελφή του Σουρή του τυφλού. Την άλλη αδελφή του την παντρεύτηκε ο Νικολάκης Σουρής και είχαν τον Κοσμά και τον Θεόδωρο. Ο Θόδωρος διέπρεψε στην Αμερική ανακαλύπτοντας ανθεκτικό κράμα που χρησιμοποίησε η NASA στα διαστημόπλοια. Αυτός υπήρξε μεγάλος ευεργέτης του Γηροκομείου μας.
Κοντά μας ζούσε κι ένας Σωτηρόπουλος, υπάλληλος της Τράπεζας, που η γυναίκα του, η Νότα, ήταν υψίφωνος. Στο σπίτι μας ερχόταν και ο Δημήτρης ο Νοταράς που γνώριζε και δίδασκε μαντολίνο, βιολί, κιθάρα, ακορντεόν, αλλά και αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά. Δίδασκε την αδελφή και τον αδελφό μου. Όταν αντάμωναν οι δυο τους στο σπίτι μας, η Νότα τραγουδούσε και ο Νοταράς τη συνόδευε. Μας πρόσφεραν μελωδικές απολαύσεις. Ο Νοταράς υπήρξε μεγάλη τύχη για τον Ποταμό. Είχε έλθει, με την αδελφή του, μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Από τα Φριλιγκιάνικα κατάγονταν. Είχε αποκτήσει εξαιρετική μόρφωση στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Σε αυτόν χρωστά ο Ποταμός τη μουσική του κουλτούρα, σε αυτόν οφείλουν πολλά Ποταμιτάκια το ότι φτάνοντας στην Αυστραλία ήξεραν να συνεννοηθούν και προσαρμόστηκαν ευκολότερα. Ο Νοταράς ήταν ευγενής, σεμνός, μα και πολύ δειλός. Την περίοδο της Κατοχής, επειδή δεν είχε χωραφάκια, πεινούσε ο δόλιος. Όλοι υποφέραμε τότε. Όποιος είχε κάτι παραπάνω, μα κι από το υστέρημά του, βοηθούσε όσους δεν είχαν τίποτα. Να μην ξαναζήσουμε τέτοια εποχή.
Η Άννα, ανεξάντλητη πηγή αναμνήσεων, ανεξάντλητη και η διάθεσή της… μα ο χώρος της εφημερίδας περιορισμένος. Την αποχαιρέτησα με την ευχή θαλερά να μακροημερεύει. Μα εξέφρασα και ευχαριστίες εκ μέρους των αναγνωστών της εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ, αυτών που θα μάθουν πράγματα για παππούδες και γιαγιάδες, πριν λησμονηθούν. Η Άννα ζωντανό ληξιαρχικό βιβλίο μου φάνηκε.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΙΟΥΝΙΟΥ 2023 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ»