Το χρονικό μίας συγκλονιστικής διάσωσης από τα λασπόνερα στα Χανιά
Πώς γλίτωσαν δέκα άνθρωποι την ώρα της σφοδρής κακοκαιρίας
Μια συγκλονιστική εμπειρία βίωσαν δέκα άνθρωποι στα Χανιά, μεταξύ αυτών τρία παιδιά, και δυο συντοπίτες τους που αποφάσισαν με αυταπάρνηση και κίνδυνο για την ίδια τους τη ζωή να τους σώσουν την ημέρα που ενέσκηψε η κακοκαιρία στα Χανιά.
Του ανταποκριτή μας από το flashnews.gr στην Κρήτη
Δυο νέοι Χανιώτες, συντοπίτες τους, έβαλαν τον δρόμο με τα πόδια, αψηφώντας τον κίνδυνο για την ίδια τους τη ζωή και ασφάλεια, περνώντας μέσα από λάσπες που έφταναν στο στήθος, ανεβαίνοντας το βουνό και τους όγκους των κατολισθήσεων για να τους σώσουν. Και τους έσωσαν!
Το τι συνέβη μας περιγράφουν στο Flashnews.gr δυο «πρωταγωνιστές» του θρίλερ, ο διασωθείς Ευάγγελος Κοκκολάκης και ένας από τους δυο συντοπίτες τους που τους έσωσε ο Κ.Λ.
Το χρονικό μιας εφιαλτικής εμπειρίας
Τo πρωί της περασμένης Δευτέρας ο Ευάγγελος Κοκκολάκης μαζί με έναν ακόμα γνωστό του φόρτωσαν με ζωοτροφές τα αυτοκίνητά τους και ξεκίνησαν να πάνε στα ποιμνιοστάσιά τους, στα ορεινά μετά τον Λαγγό στην τοπική κοινότητα Ορθουνίου. Στον δρόμο συνάντησαν και άλλους γνωστούς τους που κατευθύνονταν επίσης στα ποιμνιοστάσιά τους. Ήταν συνολικά 6 οχήματα με 10 ανθρώπους, εκ των οποίων τα τρία παιδιά κάτω των 9 ετών. Από την περιοχή Χλιαρό και μετά μπροστά τους ήταν ένα μηχάνημα φορτωτής που άνοιγε και καθάριζε τον δρόμο. Η βροχή ήταν καταρρακτώδης και γίνονταν συνεχώς καταπτώσεις πετρών και χωμάτων.
Μόλις τα αυτοκίνητα πέρασαν τα σπίτια στον Λαγγό, τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πλέον εξαιρετικά δύσκολα και επικίνδυνα…
«Πήρα τη γυναίκα και τα κοπέλια μου και τους είπα “Ως εδώ ήταν, τελειώσαμε, σας αγαπώ πολύ”»
Ο κ. Κοκκολάκης περιγράφει: «Περνώντας και τα τελευταία σπίτια στον Λαγγό με κατεύθυνση προς Καλό Νερό, φτάνουμε σε σημείο που ο δρόμος ήταν κομμένος μπροστά μας. Δεν γινόταν να συνεχίσουμε και αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω. Το νερό το έριχνε με το τουλούμι. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να κατέβαιναν τα ρυάκια και τα νερά γύρω, γύρω, γιατί μέχρι τότε έπινε η γη το νερό. Τρία αμάξια πρόλαβαν να στρίψουν. Ο ποταμός βγήκε στον δρόμο, έγινε ένα πράγμα, δεν έβλεπες δρόμο πια. Κόπηκε και ο δρόμος 200 μέτρα μπροστά από τον φορτωτή. Εγκλωβιστήκαμε τρία αμάξια από τη μια μεριά και τρία αμάξια από την άλλη, ενώ εγκλωβίστηκε και ο φορτωτής.
Μείναμε μέσα στα αυτοκίνητα γιατί δεν μπορούσαμε να βγούμε, τα λασπόνερα έφταναν στις πόρτες των αυτοκινήτων. Κάποια στιγμή πήρα τη γυναίκα μου και τα κοπέλια μου τηλέφωνο και τους είπα “Ως εδώ ήταν. Τελειώσαμε, σας αγαπώ πολύ”.
Κατά τις 20.30 βλέπουμε σε απόσταση δυο φακούς πάνω στον γκρεμό. Ήταν ο Κ.Λ. και ο Κ. Κ. ‘Ήρθαν εκεί που ήμασταν εμείς με τη λάσπη να έχει φτάσει μέχρι τον λαιμό τους!».
Οι δυο Χανιώτες που πήγαν να τους σώσουν, τους είπαν γρήγορα να φύγουν μαζί τους γιατί θα πεθάνουν εκεί. Εν τω μεταξύ, πέρα από την καταρρακτώδη βροχή και τα ορμητικά νερά έπεφταν γύρω στύλοι και πέτρες. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, ο κ. Κοκκολάκης πείστηκε τελικά να ακολουθήσει με όλους τους υπόλοιπους τον Κ.Λ. και τον Κ.Κ.
Έφυγαν μέσα από το ποτάμι και η λάσπη έφτανε μέχρι τον λαιμό. Μετά από μια ανείπωτη ταλαιπωρία με πολλούς κινδύνους, κατάφεραν και τους οδήγησαν σε ασφαλές σημείο, στο σπίτι του θείου του Κ.Λ.
Κ.Λ: «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε πίσω γιατί τα άτομα αυτά ήταν καλοί μου φίλοι»
Τον τρόπο με τον οποίο με αυταπάρνηση έβαλαν τον δρόμο μπροστά, ενώ είχαν ανοίξει οι ουρανοί, κατέρρεαν χωμάτινοι όγκοι βουνών, κόβονταν δρόμοι και πλημμύριζαν από χειμάρρους, μας εξηγεί ο ένας από τους δυο Χανιώτες, που έσωσαν τους άλλους δέκα.
«Πήγαμε μέχρι ενός σημείου με μηχάνημα. Είδαμε ότι μόλις ανοίγαμε τον δρόμο έπεφταν από πίσω μας πάλι χώματα, πέτρες και δέντρα. Αποφασίσαμε δυο άτομα, εγώ μαζί με τον Κ.Κ., να πάμε με τα πόδια εκεί που ήταν οι άνθρωποι και περίμεναν. Είχε κοπεί ο δρόμος μπρος και πίσω και αυτοί ήταν στη μέση. Ο ποταμός “είχε φάει τον δρόμο” και είχε μείνει στη μέση σαν μια νησίδα.
Ήταν απίστευτη ταλαιπωρία μέχρι να φτάσουμε εκεί, περάσαμε από νερά, ποταμούς, λάσπες, σούρουπο ξεκινήσαμε και φτάσαμε το βράδυ. Οι άνθρωποι είχαν τρελαθεί, ήταν από το πρωί εγκλωβισμένοι στα αυτοκίνητα, παγωμένοι, το νερό σε κάποια αυτοκίνητα έφτανε στις πόρτες και άλλα ήταν κολλημένα στις λάσπες. Ανεβήκαμε τις κατολισθήσεις μετά αλλάξαμε δρόμο για τους ποταμούς και πήγαμε από το βουνό και τους βρήκαμε. Περάσαμε λάσπες που όπως τις πατούσαμε καρφώναμε και έφταναν μέχρι το στήθος.
Τους πήραμε και μας ακολούθησαν με τα πόδια. Τους πήγαμε στον Λαγγό σε ένα σπίτι που μένει ο θείος μου. Δεν είχε ούτε ρεύμα ούτε τίποτα παρά μόνο ένα τζάκι. Τους αφήσαμε εκεί γιατί είχαν και τα παιδιά και εμείς συνεχίσαμε με τα πόδια και φύγαμε, γυρίσαμε πίσω. Όλη αυτή η ιστορία τέλειωσε περίπου στις 00.00 το βράδυ.
Ήταν δραματική ιστορία αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πίσω γιατί τα 6 άτομα από αυτά είναι καλοί μου φίλοι. Τα μηχανήματα αυτά δεν έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο μέχρι και σήμερα»
«Έβαλαν το μπέτι τους χωρίς να έχουν συμφέρον»
Ο Ευάγγελος Κοκκολάκης ανέφερε στο Flashnews.gr για να δώσει το μέγεθος της έντασης αυτού που βίωσαν:
«Δεν πάει ο νους του ανθρώπου. Ήταν μια δοκιμασία που ο Θεός ήθελε να μας δείξει ότι τίποτα δεν έχει σημασία, ούτε χρήματα ούτε τίποτα. Έκανα 14 χρόνια στο φαράγγι. Και τι δεν έχω δει. Και ποταμούς και πλημμύρες και χιόνια. Αυτό το πράγμα που είμαι 57χρόνων δεν το έχω ξαναζήσει.
Αυτό όμως που θα ήθελα να πω πάνω από όλα είναι ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Κ.Λ. και Κ.Κ. που ήρθαν οι δυο τους και έβαλαν το μπέτι τους χωρίς να έχουν το παραμικρό συμφέρον».