Επώνυμο από τα παλαιότερα των Κυθήρων, το οποίο έχει χαθεί εδώ και αιώνες, παραμένει όμως ως παρωνύμιο.
Ετυμολογικά έχει προέλευση από τη λέξη κοντός (=κοντάρι). Κονταράτοι (ή Κονδεράτοι) ήταν επίλεκτο σώμα του βυζαντινού στρατού, του οποίου οι στρατιώτες ήταν οπλισμένοι με κοντάρια. Βλ. και κονταράτοι (=πεζικάριοι οπλισμένοι με δόρατα).1
Η πρώτη μνεία του επωνύμου προέρχεται από κατωιταλικό έγγραφο του 1097, που αναφέρεται στον πάροικο Βασίλειο Κονταράτο. Στην ίδια περιοχή, σε μεταγενέστερη εποχή, αναφέρονται και άλλοι Κονταράτοι, πάροικοι ή ελεύθεροι γεωκτήμονες, όπως ο Θεόδωρος (1145), ο Νικόλαος (1174), ο Ρανός (1203) και ο Λέων (1204).2 Στην Κρήτη οι Κονταράτοι εμφανίζονται στις πηγές το 14ο αι., στο Ρέθυμνο. Το 1367 σε έγγραφο του δούκα της Κρήτης Ιω. Dandolo προς το δόγη της Βενετίας περιλαμβάνονται καταδικαστικές αποφάσεις των αρχών της Κρήτης εναντίον πολλών ατόμων που είχαν πάρει μέρος στη μεγάλη επανάσταση των ετών 1363-1367. Σε μία από αυτές τις αποφάσεις αναφέρεται ο papa Antonius Condarato de Rethimno, ο οποίος είχε συλληφθεί ως ένας εκ των επικεφαλής της επαναστάσεως στο Ρέθυμνο, καταδικάστηκε σε ισόβια εξορία από την Κρήτη και οδηγήθηκε στη Βενετία. Σ’ αυτή την επανάσταση η οικογένεια Κονταράτων είχε ευρεία ανάμειξη και στάλθηκαν στη Βενετία η Cali, σύζυγος Hemanuelis Condarato και ολόκληρη η οικογένεια του επικηρυγμένου Johanis Condarato (η σύζυγος Cherana και τα παιδιά του Γιώργης, Μαρία και Νικολέτος). Στην Κρήτη αναφέρονται πολλές περιπτώσεις με το επώνυμο από την εποχή αυτή μέχρι την τουρκική κατάκτηση, το 1669.
Από το 14ο αι. είναι και οι πρώτες μαρτυρίες για το επώνυμο από τα Κύθηρα. Σε έγγραφο του 1386 αναφέρεται ο G(eorgius) Contarato h. Cerigo (Citherici).3 Εκτός από τα Κύθηρα το επώνυμο αναφέρεται σε πολλά νησιά του Αιγαίου (Πάρος, Νάξος, Χίος) και του Ιονίου (Κεφαλληνία). Υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για την Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ των οικογενειών που προσκάλεσε ο Μωάμεθ ο Πορθητής στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1453 και τον αφανισμό των κατοίκων της, για να εγκατασταθούν στην πόλη από την Τραπεζούντα, την Ανατολή, την Κύπρο, την Κρήτη, τη Ρόδο κ.λπ., ήταν και κάποια οικογένεια Κονταράτων.4
Το 16ο αι. υπάρχουν πολλές μαρτυρίες από την Κρήτη και τα Κύθηρα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στην Κρήτη, σε κατάλογο στρατευσίμων του 1536 αναφέρονται πολλοί με το επώνυμο αυτό. Ανάμεσά τους οι Giorgi, Atamuli, Vassili, Manoli Contarato κ.α.5 Στην απογραφή του Trivan (1644) οικογένειες Condarato είναι ανάμεσα στους αστούς του Ρεθύμνου και των Χανίων.6
Πιο ενδιαφέρουσες όμως είναι οι περιπτώσεις από τα Κύθηρα. Σε νοταριακά έγγραφα των ετών 1565-1566 αναφέρονται οι Γεώργης Κονταράτος του Κώστα, Γεώργης του μαστρο Πέτρου, Γεώργης του Ρανούτσου και Γεώργης Κονταράτος-Λαχανάς.7 Εκτός από το κοινό βέβαια, αλλά χαρακτηριστικό για τόσες αναφορές, βαφτιστικό Γεώργιος, που παραπέμπει στον πρώτο αναφερόμενο, το κύριο ενδιαφέρον εστιάζεται στο Ρανούτσο Κονταράτο.8 Το βαφτιστικό είναι σπανιότατο και παραπέμπει αμέσως στο Ρανό Κονταράτο, που συναντάται το 1203 στην Κάτω Ιταλία. Είναι ελκυστικό το ενδεχόμενο να υπάρχει σχέση, κάτι που δεν αποκλείεται από τα σπάνια βαφτιστικά.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο του 16ου αι. είναι η σχέση της οικογενείας Κονταράτου με την οικογένεια Λουράντου. Σήμερα είναι γνωστό ότι το Κονταράτος επιζεί ως παρωνύμιο κλάδου των Λουράντων στο Λειβάδι, όπου υπάρχει και περιοχή Κονταράτη, ανάμεσα στο Λειβάδι και τον Κάλαμο. Το επώνυμο δεν αναφέρεται στα Κύθηρα στις πηγές μετά το 17ο αι. και επέζησε μόνο ως παρωνύμιο των Λουράντων. Σε συμβόλαιο για παροχή προίκας της 6 Νοεμβρίου 1565 αναφέρεται ότι «η Κεράνα γηνί ποταί Ρανούτζου Κονταράτου» παντρεύει την κόρη της «Μαρήα» με το Νικήτα Λουράντο και του δίνει προίκα ένα «σώχωρο» στο Λειβάδι. Δεν αποκλείεται να υπάρχει στην υπόθεση αυτή η αρχή της σχέσης των δύο επωνύμων, που κατέληξε στο να διασωθεί το Κονταράτος ως παρωνύμιο του Λουράντος, όταν το επώνυμο χάθηκε από το νησί.
Το 1628 ένας Αντώνιος Κονταράτος αναφέρεται ως στιμαδόρος (=εκτιμητής) σε συμβόλαιο για αγορά αμπελιού9 (πιθανώς στο Λειβάδι). Ο Ν.Μ. Παναγιωτάκης πιθανολογεί ότι ο Κονταράτος αυτός ίσως να είναι Κρητικός.10 Όμως οι Κονταράτοι βρίσκονται ήδη στα Κύθηρα 2½ αιώνες νωρίτερα, ενώ το 16ο αι. η οικογένεια είναι πολύκλαδη στα Κύθηρα. Μετά πάντως από την εποχή αυτή δεν υπάρχει άλλη αναφορά στις πηγές για το επώνυμο στα Κύθηρα, το οποίο ίσως μένει μέχρι το τέλος του 17ου αι., δεν αναφέρεται όμως στις απογραφές του 18ου, έτσι που να συμπεραίνεται ότι η οικογένεια, είτε εξέλιπε, είτε απoδήμησε. Σήμερα η μοναδική αναφορά είναι από το παρωνύμιο ενός μόνο κλάδου Λουράντου στο Λειβάδι, αλλά και από αυτόν ίσως εκλείψει σε λίγα χρόνια λόγω έλλειψης αρρενογονίας.
Να προστεθεί ότι στην Κρήτη υπάρχει ναός του Αγίου Γεωργίου του Κονταράτου,11 το πιθανότερο είναι όμως να πρόκειται για προσωνύμιο του αγίου, ο οποίος εμφανίζεται πάντα με κοντάρι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδ. Αθηνών, σελ. 167.
- Για τους αναφερόμενους παραπάνω, αλλά και πολλές άλλες πληροφορίες για το επώνυμο, βλ. Nικ. Παναγιωτάκης, Ο ποιητής του «Ερωτόκριτου» και άλλα Bενετοκρητικά Mελετήματα, Hράκλειο 1989, σελ. 87-94.
- Régestes, σελ. 246.
- Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες, Α΄, σελ. 661 με αναφορά στον Sieur de la Croix.
- Κατάλογος στρατευσίμων, σελ. 321, 331, 335, 336.
- Η παρά τω Trivan απογραφή, σελ. 55, 56.
- Εμμ. Κασιμάτης, σελ. 205, 236, 399, 401, 372, 152.
- Ό.π., σελ. 292. Αναφέρει: «…Την σήμερον αναφανήσθι η Κεράνα, γηνί ποταί Ρανούτζου Κονταράτου εις εμένα τον άνοθεν νοτάριο και εις τους κατο γεγραμένους μάρτυραις και λέγι πώς έστοντας και να παντρέψει την θηγάτηρ αυτής Μαρήα γηνί Νηκοίτα Λουράντου, έδωσεν χάρησμα κατα την ταξιν του άνοθεν Νηκοίτα του γαμβρού της εις το Ληβάδι εκ το σώχωρον όπου έχει εις τον λεγώμενον τόπον του Ληβαδίου πλησίον κυρ Νηκολάου Κασιμάτη, αδελφού τοις λεγωμένης Κεράνα το εμυσσώ, ήγουν το εμυσσώ, ως καθώς γυρήζει ει φράκτη….»
- Δικαιοπρακτικά και άλλα, σελ. 292.
- Παναγιωτάκης, ό.π., σελ. 141.
- Θ. Δετοράκης, Επίθετα του Αγίου Γεωργίου στην Κρήτη, Ονόματα 13 (1989-1990), σελ. 90.
Συνέχεια από το βιβλίο «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ»
Κονταράτος
Σε συνέχεια των όσων ήδη έχουν αναφερθεί για το επώνυμο να προσθέσουμε όσα αναφέρουν οι Βυζαντινοί συγγραφείς, τα οποία επιβεβαιώνουν την ετυμολογία από το κοντάρι και το επίλεκτο σώμα στρατού των Κονταράτων, το οποίο είχε σημαντική δράση κατά τους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων επί Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου.
Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο Αυτοκράτορας το 1015 εξεδίωξε τον πληθυσμό των Βοδενών, επειδή δεν αντέστη στους Βουλγάρους και εγκατέστησε στην περιοχή τους «Κονταράτους, θηριώδεις ανθρώπους και φονικούς , ανελεήμονάς τε και οδοστάτας[1]» (Ιω. Σκυλίτζης) οι οποίοι ήταν άνδρες της νέας Βυζαντινής φρουράς[2]. Ενδιαφέρον έχει επίσης μία διαθήκη, η οποία αναφέρεται στα κατάστιχα του Μανουήλ Γρηγορόπουλου και έχει συνταχθεί στο Χάνδακα στις 30 Ιανουαρίου του 1526. Την γράφει ο «Μιχελής Κονταράτος του ποτέ Νικήτα από Κηθηρίας»[3] και αφήνει την περιουσία του στα Κύθηρα στη σύζυγό του Ελένα και στα αδέλφια του. Εκτός από τις σχέσεις των δύο νησιών, που ήταν πάντα στενές, έχουμε εδώ μία ακόμη αναφορά στο επώνυμο αυτό κατά το 16ο αι., εκτός από τις αναφερθείσες στην α’ έκδοση κατά το 15ο και 16ο αι.
[1] Οδοστάτης=ο ενεδρεύων ως ληστής, ο ληστής (Λεξικόν Δ. Δημητράκου).
[2] Καραγιαννόπουλος Ιω. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, τόμ. Β’ σελ. 461
[3] Γρηγορόπουλος Μανουήλ, Νοτάριος Χάνδακα 1506-1532, Διαθήκες, απογραφές, εκτιμήσεις. Εκδ. Στ. Κακλαμάνης-Στ. Λαμπάκης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2003, σελ. 201.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Τα κείμενα για τα επώνυμα και τοπωνύμια, τα οποία δημοσιεύονται εδώ, είναι τα ίδια με όσα έχουν δημοσιευθεί στα αντίστοιχα βιβλία μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, τα οποία έχουν εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (κυκλοφορούν και στα αγγλικά από: Kytherian Association of Australia, Kyhterian World Heritage Fund και Kytherian Publishing and Media). Από τις αναδημοσιεύσεις εδώ απουσιάζουν συνήθως οι βιβλιογραφικές και λοιπές σημειώσεις, είναι δε ευνόητον ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης πλήρη εικόνα για κάθε επώνυμο ή τοπωνύμιο είναι απαραίτητο να διαβάσει και τις εκτενείς αναφορές στα εισαγωγικά σημειώματα των παραπάνω βιβλίων, καθώς, χωρίς αυτά, οι γνώσεις του για το θέμα θα παραμένουν ελλιπείς.
Οι εκδόσεις στα Ελληνικά διατίθενται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (βλ. στοιχεία στο σχετικό link σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο) και στα Κυθηραϊκά βιβλιοπωλεία.