Το επώνυμο ΚΟΝΟΜΟΣ

Γράφει ο Ε.Π.Καλλίγερος

187

Το επώνυμο αυτό είναι ένα από τα λιγότερο διαδεδομένα επώνυμα των Κυθήρων και πολλοί το συνέδεαν κατά καιρούς με το Μεγαλοοικονόμος, με το οποίο όμως δεν έχει σχέση. Το Κονόμος προέρχεται και αυτό από βυζαντινό εκκλησιαστικό αξίωμα, το Οικονόμος, το οποίο, όπως και το Μεγαλοοικονόμος, έχει δώσει σειρά επωνύμων σε διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου.

Το Οικονόμος αποτελούσε και τίτλο ιερέων και μοναχών κατά τη βυζαντινή περίοδο, σήμαινε δε και τον επόπτη ευαγών ιδρυμάτων.1

Advertisement

Κατά την τουρκοκρατία ο τίτλος είχε και την έννοια του αρχιερατικού επιτρόπου, ενώ ως οικονόμοι αναφέρονται και οι ενοικιαστές των σιναϊτικών μετοχίων στην Κρήτη. Στην Κρήτη επίσης κονόμος σήμαινε σε μερικές περιπτώσεις τον τυροκόμο.2

Το Κονόμος τώρα προήλθε από το Οικονόμος, όπως το Πίτροπος από το Επίτροπος, πράγμα που συμβαίνει και με πολλά άλλα επώνυμα, ύστερα από αποκοπή της πρώτης συλλαβής.

Στον ελληνικό χώρο το επώνυμο συναντάται αρχικά στην Κρήτη και η πορεία του εκεί έχει ενδιαφέρον, παρότι το επώνυμο αναφέρεται ότι έφθασε στα Κύθηρα από την Πελοπόννησο, και είναι μάλιστα ένα από τα λίγα επώνυμα των Κυθήρων για τα οποία υπάρχουν σαφείς αναφορές για την άφιξή τους στα Κύθηρα. Δεν πρέπει εξάλλου να διαφεύγει της προσοχής ότι η κίνηση των οικογενειών μεταξύ Κρήτης και νότιας Πελοποννήσου είναι μεγάλη σε όλη τη διάρκεια της ενετοκρατίας στην Κρήτη, αλλά και στην τουρκοκρατία στη συνέχεια, έτσι που να μην αποκλείεται η σχέση του επωνύμου και με την Κρήτη.

Στην τελευταία λοιπόν το Κονόμος ανιχνεύεται από τις αρχές του 16ου αι., ενώ με τη συγγενή μορφή Κονομόπουλος μαρτυρείται από το 1427, παρ’ όλο που υπάρχει πιθανότητα να πρόκειται για άλλη γραφή του Οικονομόπουλος. Σε έγγραφο του 1427 αναφέρεται ο Jo. Conomopulo.3

Ο Κωνσταντίνος Κονόμος ποτέ Ιωάννου από το χωριό Γάλιπε4 αναφέρεται το 1516, ενώ σε κατάλογο στρατευσίμων,5 το 1536, αναγράφεται ο Nicola Conomo. Αργότερα στην Κρήτη οι αναφορές είναι περισσότερες, ενώ όμως εν τω μεταξύ το επώνυμο έχει φθάσει στα Κύθηρα. Στην Κρήτη αναφέρεται το 1671 ο Νικόλας Κονόμος από Κουρνά Αποκορώνου και αργότερα, σε τουρκικό έγγραφο της εποχής, ο παπά Μαντέλο Κονόμος. Ο Μιχαλάκης Κονόμος αναφέρεται από το 1552, ο Αντρίας Κονόμος το 1628 και ο Νικόλαος Κονόμος στη Ζάκυνθο από το 1653.6

Κλάδος της οικογενείας Κονόμων φθάνει από την Κρήτη στη Ζάκυνθο κατά τη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου, ο οποίος έληξε με την πτώση του Χάνδακα στους Τούρκους το 1669. Στον κλάδο αυτόν ανήκει και η οικογένεια του ζακύνθιου ερευνητή Ντίνου Κονόμου. Στην Κρήτη όμως το επώνυμο εξακολουθεί να ανιχνεύεται κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Το 1662 ο Γιάννης Κονόμος αναφέρεται ως ξυλουργός, που συμφωνεί με τον Ηλιού Μόσκο να του κατασκευάσει καΐκι.7 Αναφέρονται ακόμη οι Γιαννάς Κονόμος και Μανώλης Κονόμος σε τουρκικά έγγραφα8 το 1744. Δεν είναι γνωστό από ποια περιοχή κατάγονται οι Κονόμοι που ανιχνεύονται στη Βενετία. Αναφέρονται οι Δημήτριος Κονόμος και Γεώργιος Κονόμος του Σπυρίδωνος το 1782 και το 1792 αντίστοιχα.9

Στα Κύθηρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, το επώνυμο φθάνει το 1531. Αν συγκρίνει κανείς τις αναφορές στην Κρήτη, δεν αποκλείεται να υπάρχει σχέση μεταξύ των αντίστοιχων οικογενειών, παρ’ όλο που το επώνυμο στα Κύθηρα φθάνει από την Πελοπόννησο. Συγκεκριμένα αναφέρεται10 ότι ο Σταμάτης Κονόμος καταφεύγει στα Κύθηρα κατά τη διάρκεια του Α΄ Βενετοτουρκικού πολέμου (1537-1540). Σύμφωνα όμως με τον Ι. Χασιώτη, ο Κονόμος αυτός είναι από το 1531 κάτοικος Μυλοποτάμου Κυθήρων, άρα η παρουσία του στα Κύθηρα, σύμφωνα με τη σημαντική αυτή πληροφορία, τοποθετείται μερικά χρόνια πριν από την έκρηξη του Α΄ Βενετοτουρκικού πολέμου.11

Η παρουσία του στα Κύθηρα αναφέρεται σε πολλές πηγές κατά το β΄ μισό του 16ου αι. Σε συμβόλαια της εποχής αυτής αναφέρονται τα πλήρη στοιχεία του. Πρόκειται για τον Σταμάτη Κονόμο του Ιωάννη, η δε σύζυγός του αναφέρεται στις ίδιες πηγές με το όνομα Καλή, χωρίς να διευκρινίζεται αν ήταν Κυθηρία ή όχι. Είχε κάνει οπωσδήποτε όμως γαμπρό από τα Κύθηρα, που ανήκε σε αρχοντική οικογένεια, τον Παύλο Κασιμάτη, ο οποίος συμμετείχε με τον πεθερό του στις επιχειρήσεις των Ενετών στο Πόρτο Κάγιο. Οι πολλές αναφορές του ίδιου και της συζύγου του την εποχή αυτή σε συμβόλαια –σε άλλα από τα οποία παρίσταται ως μάρτυς, σε άλλα ως εκτιμητής, σε άλλα ως ιδιοκτήτης ζώων, ενώ αναφέρεται να έχει σχέσεις με την Κρήτη και να ταξιδεύει εκτός Κυθήρων–,12 δείχνουν άτομο με ισχυρή οικονομική θέση και κοινωνική επιφάνεια. Η παρουσία του εξάλλου, λίγο αργότερα, στο πρώτο γνωστό Συμβούλιο των ευγενών του νησιού13 επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Μία ακόμη σημαντική αναφορά του Ι. Χασιώτη ρίχνει αρκετό φως στον τρόπο με τον οποίο απέκτησε τίτλο ευγενείας ο Κονόμος αυτός. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι με την έκρηξη του Β΄ Βενετοτουρκικού πολέμου,14 το 1570, ο Σταμ. Κονόμος, με τη μεσολάβηση του ενετού προβλεπτή των Κυθήρων Sebastiano Malipiero, έρχεται σε επαφή με τον ενετό διοικητή του στόλου Marco Querini, ο οποίος περνούσε από τα Κύθηρα, και τον πείθει να αποβιβάσει στρατό στο Πόρτο Κάγιο. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία για τους Ενετούς και πρέπει να αποτελεί λογικά και την αιτία που λίγο αργότερα ο Σταμ. Κονόμος γίνεται δεκτός στο Συμβούλιο ευγενών του νησιού.15

Είναι γνωστή η τακτική που ακολουθούσαν οι Ενετοί στον ελληνικό χώρο να δίνουν τίτλους ευγενείας, συνοδευόμενους συνήθως με την παροχή γης, σε όλους όσους συνεισέφεραν στις πολεμικές τους επιχειρήσεις ή εξυπηρετούσαν κατά σπουδαίο τρόπο τα συμφέροντα της Γαληνοτάτης. Το 1573 πάντως, ο Σταμάτης Κονόμος αναφέρεται ότι μετέχει στο Συμβούλιο των ευγενών στα Κύθηρα. Αυτός είναι και ο γενάρχης της οικογένειας στο νησί, η οποία φαίνεται να λαμβάνει γη και να εγκαθίσταται στην περιοχή Αραίοι, που είναι εξάλλου πολύ κοντά στο οχυρό Μυλοπόταμο, το οποίο αναφέρεται ως η πρώτη εγκατάσταση του Κονόμου στα Κύθηρα το 1531. Από την εποχή αυτή εξάλλου το επώνυμο αναφέρεται στην ίδια περιοχή, στις ενορίες της οποίας απογράφονται κανονικά όλοι οι Κονόμοι των Κυθήρων στη συνέχεια, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από τις απογραφές του 18ου αι.16 Μάλιστα το επώνυμο δεν μετακινείται και ανιχνεύεται κανονικά μέχρι σήμερα στην ίδια περιοχή.

Στην Πελοπόννησο, από την οποία αναφέρεται ότι έφθασε στα Κύθηρα ο Σταμάτης Κονόμος, υπάρχουν λίγες αναφορές στο επώνυμο. Το 1699 αναφέρεται ο Nicolo Conomo από την Πάτρα.17 Πιο σημαντική είναι η αναφορά για τους Ιωάννη, Δημήτριο και Γεώργιο Κονόμο, οι οποίοι αναφέρονται ως υπαξιωματικοί ή στρατιώτες να λαμβάνουν γαίες στο Ταϊγάνι18 της Νότιας Ρωσίας το 1811. Τα άτομα αυτά ανήκουν πιθανότατα σε Πελοποννήσιους πρόσφυγες από τα Ορλωφικά, που κατέφυγαν στη Ρωσία, όπως εκατοντάδες άλλοι κάτοικοι της νότιας Πελοποννήσου μετά τις αναταραχές και τις σφαγές που ακολούθησαν τα Ορλωφικά (1770).
Σήμερα υπάρχουν δύο κλάδοι της οικογενείας στα Κύθηρα και τη διασπορά στην Αθήνα, ενώ το επώνυμο είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στη διασπορά στις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές το Conomos, όπως αναφέρεται, δεν έχει σχέση με το επώνυμο Κονόμος, αλλά αποτελεί συγκοπή του ευρύτατα διαδεδομένου κυθηραϊκού επωνύμου Μεγαλοοικονόμος και Μεγαλοκονόμος, το οποίο μετατράπηκε σε Κονόμος (προφέρεται Κόνομος) χάριν ευκολίας.

 

 

Σημειώσεις

1. Kρητικά επώνυμα επαγγελματικά και δηλωτικά, σελ. 165.
2. Στ. Ξανθουδίδης, Οικογενειακά ονόματα Kρητών προέλθοντα εκ ποιμενικών και κτηνοτροφικών όρων, Λεξ. Aρχείον 6 (1923), σελ. 355.
3. Documents, σελ. 98.
4. Kρητικά επώνυμα επαγγελματικά και δηλωτικά, σελ. 166.
5. Κατάλογος στρατευσίμων, σελ. 325.
6. Kρητικά επώνυμα επαγγελματικά και δηλωτικά, σελ. 166.
7. Λ. Ζώης, Κρητικές σελίδες, Κρητικά Χρονικά 8 (1954), σελ. 217.
8. Kρητικά επώνυμα επαγγελματικά και δηλωτικά,σελ. 166.
9. Ληξιαρχικά βιβλία,σελ. 214, 215.
10. Σάθας, Μνημεία, Ε΄, σελ. 37, 38. Την πληροφορία αναφέρει η Αλεξ. Κραντονέλη, Ιστορία της Πειρατείας, Β΄, σελ 278.
11. Οι Έλληνες, σελ. 164, 165, 186 σημ. 2, 189, 190, 239 σημ. 7, 241, 243.
12. Εμμ. Κασιμάτης, (πολλαπλές αναφορές, βλ. ευρετήριο στα επώνυμα Κονόμος και Κονόμαινα, σελ. 415).
13. Kythera, σελ. 56.
14. Βλ. και Κουτσιλιέρης, Μάνη, σελ. 323.
15. Ο Ι. Χασιώτης δημοσιεύει (ό.π., σελ. 164 σημ. 2) μέρος της αναφοράς του ίδιου του Στ. Κονόμου προς τις ενετικές αρχές, στην οποία αναφέρονται και τα πολύτιμα στοιχεία για τον ίδιο, ενώ προκύπτει και η χρονολογία της άφιξής του στα Κύθηρα (1531). Από αυτήν προκύπτει και η καταγωγή του, καθώς αναφέρει ότι έφθασε από τη Μάνη και εκπροσωπεί τους Μανιάτες στις ενετικές αρχές. Παρ’ όλο που στα δημοσιευόμενα αποσπάσματα δεν γίνεται μνεία για αίτημα του Κονόμου να αποκτήσει τίτλο ευγενείας, ο τρόπος που γράφεται η αναφορά με την υπόμνηση για τις προσφερθείσες απ’ αυτόν υπηρεσίες δεν αφήνει αμφιβολία ότι επιδιώκει να αποκτήσει τίτλο, κάτι που κατορθώνει λίγο αργότερα, όπως προκύπτει από το συμβούλιο Ευγενών του 1573, στο οποίο συμμετέχει. Όπως σημειώνει στην αναφορά αυτήν και ο ίδιος είναι πλέον σε προχωρημένη ηλικία (ήταν ήδη 40 χρόνια στο νησί το 1571, άρα θα πρέπει να έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του). Οι πληροφορίες του Κονόμου, όπως προκύπτουν από το κείμενο που δημοσιεύει ο Ι. Χασιώτης, έχουν και μια ξεχωριστή σημασία για τα Κύθηρα, καθώς μπορεί να συναχθεί έμμεσα από το κείμενο ότι κατά την καταστροφή του Βαρβαρόσα το 1537 δεν εθίγη όλο το νησί, όπως υπέθεταν ορισμένοι. Ειδικά η περιοχή του Μυλοποτάμου πρέπει να έμεινε άθικτη, αλλιώς κάποια μνεία θα έκανε για το θέμα αυτό ο Κονόμος, ο οποίος γράφει ότι ζούσε εκεί από το 1531, ενώ περιγράφει και τις υπηρεσίες που προσέφερε στους Ενετούς κατά τους Βενετοτουρκικούς πολέμους την εποχή αυτή. Ένα άλλο κείμενο που δημοσιεύει ο Ι. Χασιώτης (ό.π. σελ. 163) και είναι αναφορά του αρχηγού της αποστολής Fabiano Barbo προς τους Μανιάτες, αποδεικνύεται πολύτιμο για τα Κύθηρα, καθώς από αυτό προκύπτει η σημασία του νησιού κατά την εποχή αυτή. Στις συνεννοήσεις με τους Μανιάτες και στις πολεμικές επιχειρήσεις μετέχουν ο προβλεπτής Κυθήρων και ενετοί αξιωματούχοι του νησιού. Μάλιστα τις επιχειρήσεις για την κατάληψη του Πόρτο Κάγιο αναλαμβάνει ο αρχηγός της φρουράς των Κυθήρων Zuan Domenego da Butri.
16. Απογραφές Kυθήρων, βλ. ευρετήριο, σελ. 50.
17. Χ. Καλλιγά, Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea”, 1998, σελ. 127.
18. Β. Καρδάσης, Έλληνες ομογενείς στη Nοτία Pωσσία, 1775-1861, Aθήνα 1998, σελ. 61.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Τα κείμενα για τα επώνυμα και τοπωνύμια, τα οποία δημοσιεύονται εδώ, είναι τα ίδια με όσα έχουν δημοσιευθεί στα αντίστοιχα βιβλία μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, τα οποία έχουν εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (κυκλοφορούν και στα αγγλικά από:  Kytherian Association of Australia,  Kyhterian World Heritage Fund και Kytherian Publishing and Media). Από τις αναδημοσιεύσεις εδώ απουσιάζουν συνήθως οι βιβλιογραφικές και λοιπές σημειώσεις, είναι δε ευνόητον ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης πλήρη εικόνα για κάθε επώνυμο ή τοπωνύμιο είναι απαραίτητο να διαβάσει και τις εκτενείς αναφορές στα εισαγωγικά σημειώματα των παραπάνω βιβλίων, καθώς, χωρίς αυτά, οι γνώσεις του για το θέμα θα παραμένουν ελλιπείς.

Οι εκδόσεις στα Ελληνικά διατίθενται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (βλ. στοιχεία στο σχετικό link σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο) και στα Κυθηραϊκά βιβλιοπωλεία. 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο