Advertisement

Το επώνυμο “Κοντολέων”

3.515

Αποσπάσματα από τα βιβλία του Ε.Π.Καλλίγερου, ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ

Το επώνυμο Κοντολέων είναι από τα παλαιότερα των Κυθήρων και ανιχνεύεται στο νησί από το τέλος του 16ου αι. Το επώνυμο είναι Βυζαντινό και αναφέρεται από τον 11ο αι. Ετυμολογικά σημαίνει τον κοντό Λέοντα (το Λέων είναι συνηθέστατο βαφτιστικό στο Βυζάντιο) και πρέπει να ανήκει στα προερχόμενα από παρωνύμια βυζαντινά επώνυμα, συνήθεια πολύ διαδεδομένη στα βυζαντινά χρόνια (πρβλ. Κοντοστέφανος, Κοντογόνατος κ.ά., αλλά και τα σύγχρονα Κοντογιάννης, Κοντογιώργης κ.λπ.).

Ο στρατηγός Κοντολέων αναφέρεται 1 να αποστέλλεται από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο στη Λογγοβαρδία μαζί με το στρατηγό Βασίλειο Αργυρό από τη Σάμο για να αποτρέψουν την αποστασία των Λογγοβάρδων το 1010. Αναμφισβήτητα είναι ο ίδιος με τον Τορνίκιο Κοντολέοντα, ο οποίος αναφέρεται ως στρατηγός Κεφαλληνίας την ίδια εποχή. 2  Στο τέλος του 13ου αι. το επώνυμο ανιχνεύεται στην Κρήτη και αποδεικνύει ότι έφθασε εκεί πολύ πρώιμα. Αναφέρεται ο Johanes Condoleo f.q. Costa Condoleo qui fuit f. Michaelis Condoleo και ο Michali Condoleo, καθώς και οι Georgios, Michael Condoleo f. q. Nicolo Condoleo και Georgius, Leos Condoleo f.q. Michaelis Condoleo στη συνθήκη Ενετών-Καλλέργη 3 το 1299 μεταξύ των βιλάνων που απελευθερώνονται. Το επώνυμο βρίσκεται αργότερα στην Κρήτη σε συμβόλαια. Ο Michael Condoleo αναφέρεται σε συμβόλαιο της 13ης Δεκεμβρίου 1338. 4 Το 1369 αναφέρεται η Anica f. Nicola Condoleo Malvasioti5 και η Gligoria relicta Nicola Condoleo, 6 το 1374 ο Johanes Condoleo και το 1394 ο Nichitas Condoleo. 7  Η αναφορά σε Malvasioti το 1369 σημαίνει ότι το επώνυμο υπήρχε και πριν απ’ αυτή την εποχή στη Μονεμβασία, επομένως ανιχνεύεται και στις δύο περιοχές που θεωρούνται οι κύριοι τροφοδότες των Κυθήρων με επώνυμα. Ως μονεμβασιώτικο καταγράφει το επώνυμο και η ερευνήτρια Φ. Μαυροειδή.8
Στα Κύθηρα η πρώτη αναφορά στο επώνυμο προέρχεται από την αρχή του 16ου αι. και αφορά τον Χριστόφορο Κονδολέο από τη Χώρα, 9 ο οποίος γίνεται ιδιαίτερα γνωστός στη Βενετία μεταξύ των ασχολουμένων με την τυπογραφία, ενώ αναφέρεται και ως ανθρωπιστής, ο οποίος προσεκλήθη από τον πάπα Παύλο Γ΄ “ίνα τον Έλληνα και Ρωμαίον λόγον ανακαινίση”. Ο Κονδολέος αναφέρεται ότι συνέγραψε αλληγορικές και ηθικές ερμηνείες στον Όμηρο.10 Η αναφορά στον Χριστόφορο Κονδολέοντα στις αρχές του 16ου αι. (1510-1550) επιτρέπει το συμπέρασμα ότι το επώνυμο βρίσκεται στα Κύθηρα τουλάχιστον από το τέλος του 15ου αι. και οι πιθανότητες να έφθασε στα Κύθηρα από την Κρήτη ή τη Μονεμβασία είναι μοιρασμένες. Στα μέσα του 16ου αι. και συγκεκριμένα το 1560 αναφέρονται σε συμβόλαια στα Κύθηρα ο Γεώργης Κοντολέος11 και οι Θεοδωρής Κοντολέος του Μαστροπαύλου (1564), Μανέας Κοντολέος του Παύλου και της Μαρίας, Μαρία Κοντολέαινα, σύζ. Παύλου, και Μαρούλα Κοντολέαινα, θυγ. Μανέα Τζάννε και σύζ. Μανέα (1565).12

Λίγα χρόνια αργότερα, στο πρώτο Συμβούλιο Ευγενών των Κυθήρων μετέχει ο Thodorin Condoleo το 1573.13 Οι αναφορές αυτές επαρκούν για να επιβεβαιώσουν την παρουσία του επωνύμου στο νησί και στα αμέσως μετά την επιδρομή του Βαρβαρόσα χρόνια. Έκτοτε υπάρχουν πολλές αναφορές. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση του παπά Μάρκου Κοντολέοντα 14 το 1666. Αργότερα, το 18ο αι., το επώνυμο ανιχνεύεται σε τρεις περιοχές των Κυθήρων. Αρχικά στη Χώρα, όπου φαίνεται να είναι και η κυθηραϊκή κοιτίδα του, και στα Κοντολιάνικα, χωριό το οποίο παίρνει την ονομασία του από Κοντολέοντες της Χώρας, οι οποίοι εγκαθίστανται εκεί τουλάχιστον από το 17ο αι. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις αρχές του 18ου αι. και συγκεκριμένα το 1721, στα Κοντολιάνικα απογράφονται 14 οικογένειες, οι 9 από τις οποίες φέρουν το επώνυμο Κοντολέων (Condoleo).15 Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι καμία από τις οικογένειες αυτές δεν έφερε τίτλο ευγενείας. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση οι Κοντολέοντες αυτοί έφεραν το παρωνύμιο Συμεών (Συμεάνιοι), και από αυτούς πήρε την ονομασία του ο οικισμός που δημιουργήθηκε γύρω από τον τόπο της κατοικίας τους. Από εκεί το επώνυμο έφθασε στο Κεραμουτό αργότερα, έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την προέλευση των κατοίκων των περιοχών αυτών που φέρουν το επώνυμο Κοντολέων. Το 1721 αναφέρεται το επώνυμο και στο Λειβάδι (Λικουβάρα) στο όνομα Thodori Condoleo q. signor Zorzi.16 Η ένδειξη ότι πρόκειται για απόγονο ευγενούς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η καταγωγή του είναι από τη Χώρα. Φαίνεται ότι από τις αρχές του 18ου αι. (πιθανόν και λίγο ενωρίτερα) είχε αρχίσει η διασπορά γόνων οικογενειών ευγενών σε άλλες περιοχές και για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά.

Περισσότερα ερωτηματικά δημιουργεί η ανίχνευση του επωνύμου στα Βιαράδικα κατά το 18ο αι. επίσης. Η αναφορά στον Marco Viaro Condoleo17 το 1788 στα Βιαράδικα παραπέμπει στην επιβεβαίωση της παράδοσης, σύμφωνα με την οποία το Κοντολέων εκεί ξεκίνησε αρχικά, ως παρωνύμιο κλάδου των Βιάρων. Πρόκειται για οικογένεια που ήταν από τις παλαιότερες στα Κύθηρα, καταγόμενη απ’ ευθείας από τον Ενετό Ιάκωβο Βιάρο, ο οποίος ακολούθησε τον Μάρκο Βενιέρη το 1207 στην κατάληψη του νησιού από τους Βυζαντινούς, σύμφωνα με τις πηγές. Δεν είναι ασυνήθιστο το φαινόμενο να παίρνει κάποιος ως παρωνύμιο το επώνυμο άλλου. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για μία από τις πολλές περιπτώσεις νόθων ή κολίγων που έπαιρναν τα επώνυμα του φυσικού γονέα ή του κυρίου των κτημάτων που καλλιεργούσαν. Γεγονός είναι ότι στα Βιαράδικα, όπου το επώνυμο υπάρχει και σήμερα, αυτό ξεκίνησε ως παρωνύμιο και απομένει στην έρευνα να εξηγήσει αν το παρωνύμιο αυτό έχει σχέση με το επώνυμο σε άλλα μέρη των Κυθήρων, κάτι που είναι και το πιθανότερο.
Εν τω μεταξύ, όλο το 16ο, 17ο και 18ο αι. το επώνυμο εξακολουθεί να ανιχνεύεται στην Κρήτη. Το 1533 ο Pietro Condoleo18 αναφέρεται στα Χανιά και οι Πέτρος (ο ίδιος;) και Ανδρέας Κοντολέος περιλαμβάνονται το 1539-1540 μεταξύ των ελληνικής καταγωγής ευγενών των Χανίων.19 Από το 1554 έως το 1599 οικογένεια Condoleo αναφέρεται στην Κρήτη.20 Στην απογραφή του Trivan21 (1644) αναφέρονται Condoleo μεταξύ των αστών (cittadini) των Χανίων. Το 1642 αναφέρεται το επώνυμο στη διαθήκη του Γ. Δημητρόπουλου και την ίδια εποχή εμφανίζεται το όνομα του Αββακούμ Κοντολέου.22 Το 1691 ο Ιωάννης Κοντολέος αναφέρεται σε διαθήκη.23 Και εκτός από την Κρήτη όμως υπάρχουν αρκετές αναφορές στο επώνυμο. Αναφέρονται ενδεικτικά: το 1643 ο Ευθύμιος Κοντολέων αφιερώνει στη μονή της Πάτμου 3.000 ρεάλια επί ηγουμενίας Σάββα Καλογερά 24. Το 1704 αναφέρεται ο Τζουάνε του Κοντολέο, από το Ναύπλιο σε διαθήκη 25 και το 1669 ο Κοσμάς Κοντολέος στη Βενετία,26 χωρίς ένδειξη καταγωγής.
Στις αρχές του 19ου αι. ο Αντώνιος Κοντολέων 27 αναφέρεται ως “ντιρετόρε” (φρούραρχος) του κάστρου της Χώρας των Κυθήρων (1800) και το 1809 ο Ιωάννης Κονδολέος γίνεται “πρύτανις” (πολιτικός διοικητής) 28 των Κυθήρων.

Στα Κύθηρα το επώνυμο συνεχίζει να ανιχνεύεται κανονικά το 19ο αι. και είναι από αυτά που παρουσιάζουν συχνότατη εμφάνιση στη διασπορά της Σμύρνης και της Αιγύπτου. Στη Σμύρνη πολλοί Κοντολέοντες διαπρέπουν στον επιστημονικό στίβο. Το 1887 αναφέρεται μέλος του πρώτου Δ.Σ. της Κυθηραϊκής Αδελφότητος Σμύρνης ένας Μ. Κοντολέων. 29 Ο νευροπαθολόγος και ιατροφιλόσοφος Ιωάννης Ιερ. Κοντολέων 30 αφήνει το 1923 μεγάλη περιουσία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άλλοι είναι γιατροί, φαρμακοποιοί, κληρικοί και μετά την καταστροφή του 1922 διασκορπίζονται σε πολλά μέρη της Ελλάδος, κυρίως όμως στην Αθήνα. 31 Στον πολιτικό στίβο της Ελλάδος κατέρχονται αρκετοί Κυθήριοι Κοντολέοντες με πιο γνωστούς τους Σπ. Κοντολέοντα, Ι.Α. Κοντολέοντα, και Εμμ. Α. Κοντολέοντα γιατρό, που γεννήθηκε το 1879 και ανακάλυψε μέθοδο θεραπείας της ελεφαντίασης, που ονομάσθηκε “μέθοδος Κοντολέοντος” κ.ά. Ο γνωστός αρχαιολόγος Νικ. Κοντολέων καταγόταν από τη Χίο, δεν είναι όμως γνωστή η απώτερη καταγωγή του, χωρίς να αποκλείεται να έχει σχέση με τους Κυθήριους της Μικράς Ασίας, πολλοί από τους οποίους είναι γνωστό ότι είχαν εγκατασταθεί και στη Χίο. 32 Και ο συγγραφέας της εποχής μας Μάνος Κοντολέων έχει κυθηραϊκή καταγωγή από τη Σμύρνη.

Ο καθηγητής της χειρουργικής Εμμανουήλ Κοντολέων

Σήμερα, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η εξαφάνιση του επωνύμου από τη Χώρα, αλλά και από τα Κοντολιάνικα, περιοχές όπου η παρουσία του ήταν έντονη μέχρι και τα μέσα του 20ού αι. Και από τις δύο περιοχές υπάρχουν Κοντολέοντες που διαμένουν στην Αθήνα, ενώ το επώνυμο αναφέρεται και στην κυθηραϊκή διασπορά στις ΗΠΑ 33 και στην Αυστραλία, στην οποία φαίνεται ότι συνυπάρχουν Κοντολέοντες καταγόμενοι τόσο από τη Χώρα, όσο και από τα Κοντολιάνικα και τα Βιαράδικα, με τους τελευταίους να είναι οι πολυπληθέστεροι. Από τα Βιαράδικα κατάγονται και οι Κοντολέοντες του Αυλαίμονα, όπου βρίσκονται και οι περισσότεροι στο νησί σήμερα με το επώνυμο αυτό. Μέχρι πριν λίγα χρόνια υπήρχε και κλάδος της μεγάλης αυτής κυθηραϊκής οικογενείας στο Ναύπλιο με καταγωγή από τη Χώρα, αλλά εξέλιπε. Από την οικογένεια αυτή όμως προερχόταν ο Βασ. Κοντολέων, ο οποίος άφησε μεγάλη περιουσία με τη διαθήκη του στο Δήμο Ναυπλίου.

Κοντολέων

Τα αναφερόμενα για την προέλευση και την ετυμολογία του επωνύμου αυτού επιβεβαιώνονται από τις παρατηρήσεις του Schlumberger ο οποίος αναφέρει: “….Αρμένιος Λέων Τορνίκιος ένεκα του βραχέως αυτού αναστήματος Κοντολέων επικαλούμενος, στρατηγός του θέματος Κεφαλληνίας…≫77 και αλλού, ≪Εσφαλμένως το Χρονικόν του Λούπου διακρίνει δύο διαφόρους άνδρας εν τω Λέοντι Τορνικίω και τω Κοντολέοντι. Διότι πρόκειται περί ενός και του αυτού κατεπάνω μνημονευομένων οτέ μεν διά του αληθούς αυτού ονόματος, οτέ δε διά της επωνυμίας ή παρωνυμίας….”78. Ασφαλώς πρόκειται για τον ίδιο αξιωματούχο, ο οποίος αναφέρεται ως Τορνίκιος Κοντολέων να αποπληρώνει χρέος της Μονής Πιθαρά στις Καρυές το 1024 και να γίνεται έτσι κύριος του μοναστηριού αυτού 79. Επομένως επιβεβαιώνονται όσα αναφέρονται στο λ. Κοντολέων, σ.341-347 της α’ έκδοσης. Οι Κοντολέοντες
έφθασαν στα Κύθηρα πιθανότατα από τη Βυζαντινή Μονεμβασία 80, στην οποία είχαν παλαιότατη εγκατάσταση και στην οποία αναφέρονται οικογένειες με το επώνυμο αυτό μέχρι την πτώση της στους Τούρκους (1540).

75 Καραγιαννόπουλος Ιω. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, τόμ. Β’ σελ. 461

76 Γρηγορόπουλος Μανουήλ, Νοτάριος Χάνδακα 1506-1532, Διαθήκες, απογραφές, εκτιμήσεις. Εκδ. Στ. Κακλαμάνης-Στ. Λαμπάκης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2003, σελ. 201.

77 Gustave Schlumberger, Η Βυζαντινή Εποποιΐα, Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος, Αυτοκρατορικοί χρόνοι. Εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1999 (Α’ έκδοση Βιβλιοθήκη Μαρασλή 1904). Σελ. 639

78 ‘Ο.π. σελ. 662.

79 Harvey Alan Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο 900-1200, έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σελ. 193.

80 Χάρις Α. Καλλιγά, Μονεμβασία, μία Βυζαντινή πόλις κράτος, Αθήνα 2010, σ. 119__

Σημείωση: Από το πρώτο κείμενο έχουν παραλειφθεί οι σημειώσεις. Όποιοι επιθυμούν να έχουν τα σχετικά βιβλία με τις παραπομπές και τη Βιβλιογραφία, καθώς και με τα ενδιαφέροντα στοιχεία της Εισαγωγής, μπορούν να απευθύνονται στην Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Θεμιστοκλέους 5 Αθήνα. (Βλ. την ιστοσελίδα της στον παρόντα ιστότοπο)

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο