Το επώνυμο “Δευτερέβος”
Παλαιότατο κυθηραϊκό επώνυμο, με σχετικά λίγες παρουσίες σήμερα σ’ ένα χωριό και στη διασπορά.
Το επώνυμο προέρχεται από το εκκλησιαστικό αξίωμα δευτερεύων, οφφίκιο που απονέμεται σε ιερείς, διακόνους και μοναχούς και δηλώνει αντίστοιχα τον «πρώτον τη τάξει» μετά τον πρωτοπαπά, τον αρχιδιάκονο και τον ηγούμενο, τους οποίους συνήθως αναπληρώνει. Το επώνυμο παλαιότερα εμφανίζεται με τη μορφή Δευτεραίος και Λευτεραίος (με τροπή του αρχικού Δ σε Λ). Το δευτεραίος σημαίνει αυτόν που κάνει κάτι τη δεύτερη μέρα, εδώ όμως το επώνυμο προέρχεται από το Δευτερεύων. Στην εκκλησία της Κνωσού αναφέρεται από το 1118 ο «δευτερεύων των πρεσβυτέρων».
Πρώτη εμφάνιση του επωνύμου έχουμε από την Κρήτη. Το 1268 αναφέρεται ένας παπά Σαράντα (Σαράντος;) Dhefterego στην Επισκοπή Μυλοποτάμου, και ένας παπά Μιχάλης. Το 1536 ανάμεσα σε στρατευσίμους στην περιοχή Χανίων και Αποκορώνου περιλαμβάνεται ο Giorgi Leftereo και ο γιος του Todoro, και το επώνυμο εδώ είναι σίγουρα Δευτεραίος. Το 1538 αναφέρονται οι Marin Defterego και Alessandro Defterigo6 στη Βενετία χωρίς ένδειξη καταγωγής. Το 1574 ένας Γεώργιος Δεστεραίος (πιθανότατα Δευτεραίος) είναι κληρικός από τα Χανιά. Το 1583 ένας Γεώργιος Δευτερεύων (αλλού αναφέρεται και Δευτεραίος, και ίσως είναι ο ίδιος με τον προηγούμενο) είναι ιερεύς και ιερομνήμων στην Εκκλησία της Κυδωνίας. Το επώνυμο εμφανίζεται στην Κρήτη και το 17ο αι. Το 1608 ο Νικολός Δευτερέγος πωλεί ελιές στην περιοχή Δευτερεγιανά, που πήρε το όνομά της προφανώς από τους κατοίκους της Δευτερέγους (στην ίδια σειρά νοταριακών εγγράφων υπάρχουν πολλές αναφορές στο επώνυμο, όπως Κωνσταντής, Λουλούδης, Μάρκος κ.ά.). Το 1644, στην απογραφή του Trivan, αναφέρεται οικογένεια Deftereo ανάμεσα στους αστούς (cittadini) των Χανίων. Στις αρχές του 17ου αι. τοποθετείται και μία αναφορά για έναν κυρ Μάρκο Λευθερέβο στην Κρήτη.
Εκτός από την Κρήτη, οι Δευτερέβοι αναφέρονται ως γηγενείς στη Κεφαλληνία (1550-1571), ενώ στη Ζάκυνθο το επώνυμο αναφέρεται το 1682, με τον πρόσφυγα Battista Leftereo.
Στα Κύθηρα οι αναφορές στο επώνυμο ξεκινούν από το 16ο αι., είναι όμως αρκετές, αφού στα λίγα συμβόλαια της εποχής που έχουν σωθεί μπορούν να διακριθούν πάνω από πέντε οικογένειες, από το 1563 και έπειτα. Αναφέρονται οι Γεώργης Δευτερέγος του Θεολογίτη, Γεώργης του Πέρου, Εμμανουήλ του Μάρκου, Μανόλης του Σταμάτη και Αντρέας παπάς. Αξίζει να προσεχθεί ότι το βαφτιστικό Μάρκος συναντάται και στις κρητικές οικογένειες, ενώ τα Ανδρέας, Γεώργιος και Μανώλης εξακολουθούν και σήμερα να είναι κοινά βαφτιστικά στην οικογένεια. Η ανίχνευση των οικογενειών αυτών το 16ο αι. οδηγεί στην πιθανότητα να υπάρχουν στα Κύθηρα από πολύ παλαιότερα, τουλάχιστον από τον προηγούμενο αιώνα. Δεν αποκλείεται να έχει φθάσει και αυτό το επώνυμο από την Κρήτη, όπως και πολλά άλλα, αφού ανιχνεύεται και στους δύο τόπους σε παράλληλες εποχές. Από τις αναφορές στο 16ο αι. έχει ενδιαφέρον η περίπτωση του Εμμανουήλ Δευτερέγου του Μάρκου, ο οποίος εμφανίζεται σε διάφορα συμβόλαια να διευθετεί την προίκα που του δίνει ο πεθερός του Μανέας Κασιμάτης, καθώς του «είχε τάξει εκατό δουκάτα», τεράστιο ποσό για την εποχή. Ο ίδιος το 1564 είναι «εχμαλοτησμαίνος» και φαίνεται να έχει διαφορές για μία «γαϊδάρα» με τους κουνιάδους του Δημήτριο και Θεοδωρή Κασιμάτη του Μανέα.16 Σε άλλα συμβόλαια αναφέρονται πώληση σπιτιού στα Τσικαλαρία (4 Οκτωβρίου 1564) και η υπόθεση με την προίκα (27 Ιανουαρίου 1565).
Το 18ο αι. το επώνυμο εμφανίζεται σε αρκετές περιπτώσεις, που όλες σχεδόν είναι στην περιοχή Μανιτοχώρι. Εκεί πρέπει να είναι η κατοίκηση των Δευτερέβων, όπως προκύπτει από ενοριακά έγγραφα από το διπλανό χωριό Στραπόδι, στα οποία οι Δευτερέβοι εμφανίζονται το 1725. Μερικοί Δευτερέβοι από το Μανιτοχώρι φέρουν το παρωνύμιο Μαγονέζος και, όπως προκύπτει από τις ενετικές απογραφές του 18ου αι., οι οικογένειες ταυτίζονται σε μία σύγκριση μεταξύ τους. Από τα μέσα του αιώνα αυτού φαίνεται ότι αρχίζουν να εγκαταλείπουν το Μανιτοχώρι και την περιοχή γύρω από το ναό του Αγ. Ελευθερίου κι εγκαθίστανται στα σημερινά Τσικαλαρία, γύρω από το ναό του Αγίου Ανδρέα (χαρακτηριστικό και αυτό της οικογενείας, που το κύριο βαφτιστικό είναι Ανδρέας), συνοικισμός που ονομάζεται Μαγονεζιάνικα από το παρωνύμιο των Δευτερέβων αυτών. Αργότερα επικρατεί η σημερινή ονομασία Τσικαλαρία από το παρωνύμιο Τσικαλάς, που ανήκει στην ίδια οικογένεια (ο συνοικισμός Τσικαλαρία υπήρχε νωρίτερα στο Μανιτοχώρι από παρωνύμιο της οικογενείας Χάρου, που ήταν κατασκευαστές τσουκαλιών, από τους οποίους το έλαβε ένας κλάδος των Δευτερέβων). Οι Δευτερέβοι έλαβαν το νέο παρωνύμιο Τσικαλάς και ο κόσμος ξέχασε το παλαιό Μαγονέζος, το οποίο εγκαταλείφθηκε και μάλιστα είναι και μία από τις σπάνιες περιπτώσεις στα Κύθηρα που χάθηκε μαζί με το παρωνύμιο και η ονομασία του οικισμού, την οποία είχε λάβει από αυτό, για να μείνει σήμερα με τη νέα του ονομασία, που κι αυτή οφείλεται στο –νέο– παρωνύμιο των Δευτερέβων, των πρώτων οικιστών. Όσον αφορά το επώνυμο Μαγονέζος των Αρωνιαδίκων, που κι αυτό ξεκινά από παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Αρώνη, δεν φαίνεται να έχει σχέση με το αντίστοιχο των Δευτερέβων.
Η πορεία αυτή της οικογενείας Δευτερέβου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και για την κυθηραϊκή χωρογραφία και την έρευνα πάνω στους οικισμούς και τα χωριά του νησιού κατά την ενετοκρατία, και αποτελεί μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχουν λίγα στοιχεία, που βοηθούν στην αποκατάσταση και παρακολούθησή της, τουλάχιστον μετά τους 17ο και 18ο αι.
Σήμερα οι οικογένειες Δευτερέβων στα Κύθηρα δεν είναι πολλές, έχουν όμως συνεχή παρουσία, ενώ αναφέρονται και σε όλη σχεδόν την κυθηραϊκή διασπορά. Στη Σμύρνη αναφέρονται το ξενοδοχείο «του Μανώλη» ενός Δευτεραίου και το κουρείο ενός Α. Δευτεραίου, δεν είναι όμως εξακριβωμένο αν αυτοί είναι Κυθήριοι, παρότι αναφέρονται αποδημίες Δευτερέβων στη Σμύρνη. Στην Αυστραλία επίσης υπάρχουν Δευτερέβοι από τα Τσικαλαρία, ενώ υπήρχαν παλαιότερα και στις ΗΠΑ· δεν είναι όμως γνωστό αν συνεχίζουν να βρίσκονται εκεί απόγονοί τους.
Στην περιοχή των Αθηνών υπάρχουν αρκετές οικογένειες με κυθηραϊκή καταγωγή, κυρίως από πρόσφατες μετακινήσεις.
Και η συνέχεια από το βιβλίο μας ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ
Δευτερέβος
Το καθαρά Βυζαντινό επώνυμο Δευτερέβος με τις πολλές ανιχνεύσεις στο νησί κατά το 16ο αι. αποδεικνύεται ότι είναι επίσης ένα από τα παλαιότατα επώνυμα στα Κύθηρα, αφού η ανίχνευσή του οδηγεί πίσω, στο 15ο αι41, ενώ η βυζαντινή καταγωγή του μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και το επώνυμο αυτό θα πρέπει να συναριθμηθεί με τα επώνυμα των οικογενειών, τα οποία προϋπήρχαν στα Κύθηρα πριν την Ενετική κατάκτηση, παρά το γεγονός ότι οικογένεια με το επώνυμο αυτό αναφέρεται, τόσο ανάμεσα στους ελεύθερους αγρότες στα Κύθηρα κατά το 15ο αι., όσο και μεταξύ των βιλλάνων την ίδια εποχή42. Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις βιλλάνων, που απελευθερώνονται ή, ενδεχόμενα, μεταγενέστερες αφίξεις οικογενειών με το επώνυμο αυτό, των οποίων τα μέλη θεωρούνται ελεύθεροι αγρότες, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η περίπτωση κάποιες οικογένειες να χρησιμοποιούν τα επώνυμα των κυρίων τους ή και κάποιων τρίτων, κάτι όχι ασυνήθιστο σε μία εποχή, που δεν έχει παγιωθεί εντελώς η χρήση επωνύμων. Το επώνυμο αναφέρεται και στην Κρήτη στα μέσα του 16ου αι. με το μορφή Λευτερέγος43.
40 Κούλα Κασιμάτη, Σμύρνη: τα μείζονα Κύθηρα. Οι Κυθήριοι στην Ιωνία (18ος-20ός αιώνας), Αθήνα, 2014, σελ. 391. Αναφέρεται σε στιχούργημα από το βιβλίο του Σ. Προκοπίου, Σεργιάνι στην παλιά Σμύρνη, στο οποίο αναφέρει: ≪ …στου Γριζιώτη, στου Ραπτάκη, στο σταθμό -το καλοκαίρι- δίνουν τη χαρά στα νιάτα, μα ξεσκάζουνε κι οι γέροι….≫
41 Μαρίνα Κουμανούδη, Αγροτικά νοικοκυριά…… σελ. 239. Το επώνυμο αναφέρεται στο κατάστιχο του Moise Venier (1444-1447)
42 Archivio di Stato di Venezia, Procuratori di S. Marco, Commissarie, b. 3A, fasc.
Priv. Venier Moise I qd. Biagio cf. di S. Moise…