Advertisement

Το επώνυμο “Κοπανάς”

Γράφει ο Ε.Π.Καλλίγερος

1.138

Από τα παλαιά επώνυμα των Κυθήρων, το οποίο όμως έχει εκλείψει από το τέλος του 19ου-αρχές του 20ού αι.

Το επώνυμο προέρχεται από το ουσιαστικό κόπανος, ξύλο με το οποίο κοπανίζουν τα ρούχα στο πλύσιμο στο ποτάμι ή στη θάλασσα. Στην αρχαία εποχή το κόπανον είχε την ίδια σημασία. Ο Ησύχιος αναφέρει «κόπανο, ξύλον ερεοπλυτικόν» (δηλ. ξύλο με το οποίο πλένουν τα μάλλινα ρούχα). Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης αναφέρει «κόπανο, ξύλον εστί πληκτικόν». Επί ανθρώπων σημαίνει τον κουτό, το χοντροκέφαλο. Υπάρχει και παροιμία «δώσε μου κυρά τον άντρα σου και κοιμήσου με τον κόπανο». Υπάρχουν και τοπωνύμια από την ίδια λέξη. Κοπανάς στην Αθήνα (Βύρωνας), μάλλον από το όνομα του ιδιοκτήτη,(1) ενώ και στη Μεσσηνία αναφέρεται χωριό Κόπανοι.

Το επώνυμο είναι πολύ παλαιό και γνωστό από τα βυζαντινά χρόνια. Η παλαιότερη μαρτυρία προέρχεται από την Κρήτη. Στη συνθήκη Ενετών-Καλλέργη (1299), αναφέρονται, μεταξύ των απελευθερωθέντων βιλάνων (χωρικών, δουλοπαροίκων), ο Leos Copana και ο Vassili Copana, γιος του ποτέ Vassili Copana.(2) Από την Κρήτη είναι και οι επόμενες μαρτυρίες. Το 1338 εγγυητής σε συμβόλαιο πώλησης βοδιού αναφέρεται ένας Georgius Copana(3) και το 1339 σε έγγραφο ο Francus Copana.(4)

Στα Κύθηρα επίσημες μαρτυρίες για το επώνυμο αναφέρονται από το 16ο αι. Σύμφωνα με την παράδοση(5) η οικογένεια Κοπανά ήταν μεταξύ αυτών που κάλεσαν οι Βενετοί από την Πελοπόννησο και την Κρήτη για να εποικίσουν το νησί μετά την καταστροφή από το Βαρβαρόσα (1537). Τότε αναφέρεται ότι ήρθαν στο νησί οι οικογένειες Κοπανά και Μαγουλά και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Πιτσινάδων, όπου τους παραχωρήθηκαν μεγάλες εκτάσεις γης. Για να επαληθευθεί η παράδοση, χρειάζεται να γίνει αναφορά και στις πηγές. Σύμφωνα μ’ αυτές, ανάμεσα στα έτη 1563 και 1568, δηλ. λιγότερο από τρεις δεκαετίες μετά την επιδρομή του Βαρβαρόσα, ανιχνεύονται στα Κύθηρα τουλάχιστον τέσσερις οικογένειες με το επώνυμο Κοπανάς. Είναι οι περιπτώσεις των Ανδρέα Κοπανά του Γεώργη, Δημητρίου Κοπανά του Νικόλα, Δημητρίου Κοπανά του Ιωάννη και Μανόλη Κοπανά.(6) Σε μια εποχή που ο πληθυσμός των Κυθήρων είναι ελάχιστος, λόγω της προηγηθείσης επιδρομής, μη ξεπερνώντας τις 3.000 άτομα, η ανίχνευση τόσων οικογενειών δείχνει ότι η οικογένεια υπάρχει στο νησί πολλά χρόνια ή ότι έφθασαν αρκετές οικογένειες μαζί. Σε συμβόλαιο της 7 Οκτωβρίου 1564 (7) αναφέρεται μία Θαλασσινή του π. Μανόλι Γιώκα, η οποία κάνει γενικό πληρεξούσιο για να περιέλθει στην κόρη της Ποθετή «το πρηκοίων της ποταί Ποθετής, γυναικός του ποταί Μανόλη Κοπανά» (της μητέρας της), που είναι στην Κρήτη. Και σε άλλο όμως συμβόλαιο προκύπτει έμμεσα η σχέση με την Κρήτη. Σε άλλο γενικό πληρεξούσιο της 12 Αυγούστου 1565,(8) αναφέρεται ότι παρέχεται πληρεξουσιότητα για εκπροσώπηση «έμπροσθεν εις τον μεγαλιώτατον καπετάνιον Τζενεράλαι» και στην «κάμερα της αυθεντοίας», δηλ. στο γενικό διοικητή των ενετικών δυνάμεων και στο δημόσιο ταμείο. Επειδή η υπόθεση αφορά πληρωμές στην Κρήτη, και στα Κύθηρα δεν υπήρχαν, βέβαια, αντίστοιχες υπηρεσίες και οι πληρεξουσιότητες αναφέρονται στους τρεις πρώτους με το επώνυμο Κοπανάς (Νικόλαο του Δημητρίου, Νικόλαο του Ιωάννη και Ανδρέα), συνάγεται το συμπέρασμα ότι και από την υπόθεση αυτή προκύπτουν σχέσεις της οικογενείας με την Κρήτη. Είναι, επομένως, πιθανότατο η παράδοση να είναι ακριβής και να έφθασαν τότε, όχι μία, αλλά περισσότερες οικογένειες Κοπανά, με συγγένεια μεταξύ τους, όπως συνάγεται και από τα ονόματα και τα συμβόλαια. Και βέβαια οι οικογένειες αυτές ήρθαν από την Κρήτη, απ’ όπου τροφοδοτούσαν ανέκαθεν οι Ενετοί το νησί με νέο αίμα. Είναι γνωστό ότι η οικογένεια Κασιμάτη, αλλά και άλλες πολλές, ήρθαν στα Κύθηρα από την Κρήτη μ’ αυτόν τον τρόπο, το 1315.

Το 1571 οι Ανδρέας Κοπανάς και Δημήτριος Κοπανάς περιλαμβάνονται ανάμεσα στους δανειστές του προβλεπτή Pietro Suriano.(9 )Το 1630 ένας Ανδρέας Κοπανάς αναφέρεται σε συμβόλαιο(10) και πρέπει να είναι απόγονος του προηγουμένου με το ίδιο όνομα, εκτός βέβαια αν αυτός έζησε μέχρι να φθάσει σε τόσο μεγάλη ηλικία. Το 17ο αι. χρονολογούνται και αφιερωματικές επιγραφές στο ναό της Παναγίας της Τσιγγουριώτισσας.11 Το 1656 αναφέρονται τα ονόματα του Παπαπέτρου Κοπανά, το 1657 του  ιερέα Νικολάου Κοπανά και του Ανδρέα Κοπανά. Ο ναός αυτός ήταν κτητορικός της οικογενείας, όπως προκύπτει από μία από τις αφιερωματικές επιγραφές: ΑΧΝΖ΄(1657) Απριλίου ΙΕ΄. Εκτίσθη ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου υπό έξοδος και κόπον του ευλαβεστάτου ιερέως Νικολάου Κοπανά έχοντος παντός Νικοκυρίου αυτός….(12)

Κατά το 18ο αι. αναφέρονται αρκετά άτομα με το επώνυμο αυτό, οι περισσότεροι στην ενορία του κτητορικού ναού της οικογενείας, στον Άγιο Θεόδωρο και στη Χώρα, όπου υπάρχουν οικογένειες Κοπανά με το παρωνύμιο Τρουλίδης(13)

Κατά το 19ο αι. οι αναφορές στο επώνυμο φαίνεται  συνεχώς να μειώνονται και μάλλον έχει αρχίσει συρρίκνωση της οικογενείας, πιθανόν λόγω μετανάστευσης. Το επώνυμο όμως δεν αναφέρεται στους συνήθεις προορισμούς της κυθηραϊκής διασποράς. Το 1875 αναφέρεται μία μόνο οικογένεια στο νησί, αυτή του ιερέα Μηνά Κοπανά, (14) ο οποίος έχει δύο κόρες και ένα γιο, που πεθαίνει χωρίς να δημιουργήσει οικογένεια και μ’ αυτόν εκλείπει και το επώνυμο Κοπανάς από το νησί. Ο ιερέας αυτός αναφέρεται να έβαλε το θεμέλιο λίθο του λιμανιού στο Διακόφτι, το οποίο έμελλε να γίνει πράγματι λιμάνι 125 χρόνια αργότερα!

Εκτός από τα Κύθηρα, όπου η οικογένεια, όπως αναφέρθηκε, έφθασε μάλλον από την Κρήτη, το ίδιο έγινε και στη Ζάκυνθο. Το 1621 αναφέρεται εκεί ο Λαμπρινός Κοπανάς από την Κρήτη. Στη Ζάκυνθο όμως η τοπική οικογενειακή παράδοση αναφέρει άφιξη και από την Πελοπόννησο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Ιστορία Εικονογραφημένη, 263.
  2. Συνθήκη, σελ. 280, 282.
  3. Franciscus de Cruce, σελ. 30.
  4. Régestes, σελ. 153.
  5. Παράδοση που μαρτυρείται και σε επιστολή του λαογράφου από τις Πιτσινάδες Χαρ. Μαυρομμάτη, προς το συγγραφέα αυτού του βιβλίου το 1995.
  1. Εμμ. Κασιμάτης, σελ. 94, 191, 230, 361.
  2. Ό.π., σελ. 191.
  3. Ό.π., σελ. 229-230.
  4. K. Τσικνάκης, Ονόματα κατοίκων των Kυθήρων, Κυθηραϊκά, φ. 73, Ιούλιος-Αύγουστος 1994.
  5. Δικαιοπρακτικά και άλλα, σελ. 133.
  6. Τσιγγουριώτισσα, από το τσιγγούρα (=γρασίδι).
  7. Π. Λαζαρίδης, Αρχαιολογικόν Δελτίον, 20 (1965), σελ. 195.
  8. Απογραφές Kυθήρων, Α 714, Γ 868, Γ 888, Δ 974, Γ 178, Ε 29.
  9. Χρονικά ιερέως Δανιήλ Βαρυπάτη, σελ. 20.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Τα κείμενα για τα επώνυμα και τοπωνύμια, τα οποία δημοσιεύονται εδώ, είναι τα ίδια με όσα έχουν δημοσιευθεί στα αντίστοιχα βιβλία μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, τα οποία έχουν εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (κυκλοφορούν και στα αγγλικά από:  Kytherian Association of Australia,  Kyhterian World Heritage Fund και Kytherian Publishing and Media). Από τις αναδημοσιεύσεις εδώ απουσιάζουν συνήθως οι βιβλιογραφικές και λοιπές σημειώσεις, είναι δε ευνόητον ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης πλήρη εικόνα για κάθε επώνυμο ή τοπωνύμιο είναι απαραίτητο να διαβάσει και τις εκτενείς αναφορές στα εισαγωγικά σημειώματα των παραπάνω βιβλίων, καθώς, χωρίς αυτά, οι γνώσεις του για το θέμα θα παραμένουν ελλιπείς.

Οι εκδόσεις στα Ελληνικά διατίθενται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (βλ. στοιχεία στο σχετικό link σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο) και στα Κυθηραϊκά βιβλιοπωλεία. 

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο