Ο πλανήτης είναι αντιμέτωπος με μια παγκόσμια επισιτιστική κρίση
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η πείνα επιστρέφει στον πλανήτη. Αυτό δείχνει τουλάχιστον η Παγκόσμια Έκθεση για τις Επισιτιστικές Κρίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Σίτισης, που είναι τμήμα του δικτύου οργανισμών που συνδέονται με τον ΟΗΕ.
Η έκθεση υποστηρίζει ότι το 2021 περίπου 193 εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετώπιζαν μια συνθήκη οξείας διατροφικής ανασφάλειας παγκοσμίως. Αυτό σημαίνει μια αύξηση περίπου 80% σε σχέση με το 2016.
Εάν δούμε τα στοιχεία πιο αναλυτικά θα δούμε ότι περίπου 40 εκατομμύρια αντιμετωπίζουν μια συνθήκη που μπορεί να περιγραφεί τουλάχιστον επείγουσα σε 36 χώρες και ανάμεσά τους περίπου 470.000 άνθρωποι στην Αιθιοπία, το Νότιο Σουδάν, τη Νότια Μαδαγασκάρη και την Υεμένη αντιμετωπίζουν το φάσμα του θανάτου από την πείνα.
Επιπλέον, άλλα 236 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε αρκετά πιεστική συνθήκη και έχουν ανάγκη βοήθειας και υποστήριξης για να μην βρεθούν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της οξείας διατροφικής ανασφάλειας.
Το 70% των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν οξεία διατροφική κρίση βρίσκονται σε δέκα περιοχές: τη Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό, το Αφγανιστάν, την Αιθιοπία, την Υεμένη, τη Βόρεια Νιγηρία, τη Συρία, το Σουδάν, το Νότιο Σουδάν, το Πακιστάν και την Αϊτή. Σε επτά από τις δέκα η βασική αιτία ήταν η ύπαρξη ανοιχτών συγκρούσεων σε αυτές τις περιοχές.
Τι τροφοδοτεί τις επισιτιστικές κρίσεις;
Τα στοιχεία της έκθεσης δείχνουν ότι σε μεγάλο βαθμό η ύπαρξη ανοιχτών συγκρούσεων και η συνακόλουθη ανασφάλεια τροφοδοτούν την διατροφική κρίση. Αυτό αφορά περίπου 139 εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη.
Η δεύτερη παράμετρος, που αφορά περίπου 30 εκατομμύρια ανθρώπους, είναι τα οικονομικά σοκ και κυρίως η εκτίναξη των τιμών των τροφίμων παγκοσμίως, μέσα στην άνιση ανάκαμψη των οικονομιών ύστερα από την πανδημία.
Σε πολλές χώρες ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων σε συνδυασμό με την αδυναμία των πιο φτωχών στρωμάτων να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος διαβίωσης, επίσης έχει επιτείνει το πρόβλημα.
Προβλήματα δημιουργούν και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που σύμφωνα με την έκθεση ευθύνονται για τα φαινόμενα επισιτιστικών κρίσεων σε οκτώ αφρικανικές χώρες αφορούν 23,5 εκατομμύρια ανθρώπους.
Η επισιτιστική ανασφάλεια και ο υποσιτισμός πλήττουν ιδιαίτερα τους πληθυσμούς που έχουν υποχρεωθεί να μετακινηθούν από τους τόπους κατοικίας τους. Έξι από τις χώρες με τους μεγαλύτερους αριθμούς εσωτερικά εκτοπισμένων ανθρώπων – η Συρία, το Αφγανιστάν, η Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό, η Υεμένη , η Αιθιοπία και το Σουδάν ήταν ανάμεσα στις 10 χώρες με τις μεγαλύτερες επισιτιστικές κρίσεις.
Όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη αρνητική επίπτωση και στα παιδιά. Περίπου 26 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών, αντιμετωπίζουν μορφές υποσιτισμού.
Η εκτίμηση της έκθεσης είναι ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα το 2022. Στις περισσότερες περιοχές όπου υπήρχε ανοιχτή επισιτιστική κρίση, αυτή συνεχίζεται, είτε γιατί συνεχίζονται οι συγκρούσεις, είτε γιατί καταγράφεται παρατεταμένος μικρός όγκος βροχής. Σε αυτούς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα προστεθούν και 2,5-4,99 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ουκρανία που θα χρειαστούν ανθρωπιστική βοήθεια.
Το πλήγμα στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει διαμορφώσει μια μεγάλη αναστάτωση στην παγκόσμια παραγωγή σιτηρών. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η Ουκρανία και η Ρωσία έχουν τεράστια συμμετοχή στην παραγωγή δημητριακών και ελαιόσπορων. Το 2021 η Ρωσία ήταν ο πρώτος εξαγωγέας παγκοσμίως σιτηρών, εξάγοντας 39 εκατομμύρια τόνους και η Ουκρανία ο πέμπτος εξάγοντας 17 εκατομμύρια. Καλλιεργούν επίσης δημητριακά για ζωοτροφές και επίσης η Ουκρανία είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως στην παραγωγή ηλιόσπορων και η Ρωσία η δεύτερη, παράγοντας αθροιστικά το 11,5% της παγκόσμιας αγοράς φυτικών ελαίων. Οι δύο χώρες παράγουν το 28% του παγκοσμίως εμπορευόμενου σιταριού, 29% της βρώμης, 15% του καλαμποκιού και 75% του ηλιέλαιου. Παράγουν τα μισά άλευρα που εισάγουν ο Λίβανος και η Τυνησία και τα δύο τρίτα για τη Λιβύη και την Αίγυπτο. Οι εξαγωγές τροφίμων της Ουκρανίας προσέφεραν μέχρι τώρα θερμίδες για να τραφούν 400 εκατομμύρια άνθρωποι. Περίπου το 12% των διατροφικών θερμίδων που παράγονται παγκοσμίως έρχονται από αυτές τις χώρες.
Ο πόλεμος προκαλεί σοβαρά προβλήματα στη δυνατότητα της Ουκρανίας να εξάγει (αρκεί να σκεφτούμε ότι από το αποκλεισμένο λιμάνι της Οδησσού περνά το 98% των εξαγωγών δημητριακών της Ουκρανίας), ενώ και ως προς τη ρωσική παραγωγή υπάρχει πάντα το ερώτημα επέκτασης των κυρώσεων.
Σε αυτά τα προβλήματα έρχεται να προστεθεί και το πολύ σοβαρό πρόβλημα με τις ακραίες καιρικές συνθήκες (ζέστης και υγρασίας) στην Ινδία. Πέρα από την τεράστια επιβάρυνση για την υγεία των κατοίκων αυτή η απότομη και πρόωρη ζέστη μπορεί να σημαίνει μειωμένες σοδειές ακόμη και κατά το ένα τέταρτο, κάτι που εξηγεί γιατί η Ινδική κυβέρνηση έσπευσε να απαγορεύσει τις εξαγωγές σιτηρών και αναζητήσει συμφωνίες για εισαγωγές.
Κάποιες χώρες που έκαναν μεγάλες εισαγωγές σιτηρών από την Μαύρη Θάλασσα, όπως αυτές της Νοτιοανατολικής Ασίας μπορούν να υποκαταστήσουν ένα μέρος τους με την παραγωγή ρυζιού. Όμως, σε περιοχές όπως ο Περσικός Κόλπος και η Βόρεια Αφρική οι διατροφικές πρακτικές είναι διαφορετικές και η κατά κεφαλήν κατανάλωση ψωμιού διπλάσια σε σχέση π.χ. με τις ΗΠΑ. Σε μια χώρα όπως η Αίγυπτος το ψωμί παρέχει περίπου το 30% των συνολικών θερμίδων.
Οι κυβερνήσεις αναζητούν μέτρα, όμως δεν είναι εύκολο. Δεν είναι τυχαίο ότι συζητιέται ο περιορισμός της χρήσης δημητριακών και ελαιόσπορων για βιοκαύσιμα, ή για ζωοτροφές ώστε να καλυφθούν πιο επείγουσες διατροφικές ανάγκες.
Αυτό επίσης εξηγεί και όλη τη μεγάλη πίεση προς τη Ρωσία να σταματήσει τον αποκλεισμό των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένης και της σχετικής έκκλησης που έχει διατυπωθεί από τη μεριά του ΟΗΕ προς τη ρωσική πλευρά.
Ωστόσο, η ρωσική πλευρά επιμένει ότι θα χαλαρώσει τον αποκλεισμό των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας μόνο εάν υπάρξει και μια αντίστοιχη χαλάρωση των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας.
Ο δύσκολος ορίζοντας
Σε ένα πλανήτη που εισέρχεται σε μια φάση εντεινόμενων συγκρούσεων και γεωπολιτικών διαιρέσεων είναι σαφές ότι θα βλέπουμε συχνά προβλήματα στις ροές προϊόντων και εμπορευμάτων που θα επιτείνουν τους κινδύνους διατροφικών κρίσεων.
Αντίστοιχα, η κλιματική αλλαγή ήδη αυξάνει τα ακραία καιρικά φαινόμενα και αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε κακές σοδειές επιτείνοντας τα φαινόμενα επισιτιστικής ανασφάλειες για ολόκληρες περιοχές του πλανήτη. Πλημμύρες στη Κίνα αναμένεται να επηρεάσου αρνητικά τη σοδειά της χειμερινής σποράς, οι ΗΠΑ έχουν να αντιμετωπίσουν ξηρασία και μειωμένη γεωργική παραγωγή, ενώ και στην Ευρώπη υπάρχει φόβος για μειωμένες βροχοπτώσεις. Σε συνδυασμό και με την κατάσταση στην Ινδία όλα αυτά διαμορφώνουν μια αρκετά πιεστική συνθήκη. Το ενδεχόμενο να διαταραχθεί ακόμη περισσότερο και η παραγωγή και συγκομιδή στην Ουκρανία απλώς θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Και εάν σε παγκόσμια κλίμακα αυτό θα καταγραφεί ως μία μείωση του παγκόσμιου εισοδήματος κατά 600 δισεκατομμύρια δολάρια ή 0,74% του παγκόσμιου πραγματικού εισοδήματος, αυτή η επίπτωση δεν θα κατανεμηθεί ισότιμα. Σε ορισμένες περιοχές θα μεταφραστεί απλώς σε ακόμη περισσότερη πείνα.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η παγκόσμια επισιτιστική κρίση δεν αποτυπώνει μόνο το πόσο εύθραυστο είναι το σύστημα του παγκόσμιου εμπορίου και ευάλωτο απέναντι σε έκτακτες περιστάσεις, αλλά πόσο χαμηλό παραμένει το επίπεδο της παγκόσμιας αλληλεγγύης.