Το Κίνημα στο Γουδί (1909) και τα αποτελέσματά του – Η πρόσκληση στον Βενιζέλο και η άρνησή του
Η δημιουργία του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» - Οι ενέργειες των μελών του – Η ανάθεση της αρχηγίας του Συνδέσμου στον Νικόλαο Ζορμπά | Μιχάλης Στούκας
Οι μεταρρυθμίσεις στον Στρατό μετά τον πόλεμο του 1897
Μετά την οδυνηρή ήττα στον πόλεμο του 1897 άρχισε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του Στρατού. Το 1900 θεσπίστηκε η θέση του Γενικού Διοικητή του Στρατού την οποία κατέλαβε ο διάδοχος Κωνσταντίνος διατηρώντας και τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή. Αν και υπαγόταν στο Υπουργείο Στρατιωτικών είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων σε θέματα οργάνωσης, εκπαίδευσης και προπαρασκευής.
Όμως, η τάση του Κωνσταντίνου για αυστηρή πειθαρχία και συνεργασία με ορισμένους αξιωματικούς μόνο, με ταυτόχρονο παραμερισμό των υπολοίπων προκάλεσε αντιδράσεις. Παράλληλα, ο Διάδοχος αποφάσισε να καταργήσει τη δυνατότητα για βαθμολογική εξέλιξη, σε αξιωματικούς, όσων υπαξιωματικών δεν είχαν φοιτήσει στη Σχολή Ευελπίδων. Αυτή του όμως η απόφαση, τον αποξένωσε από μια μερίδα αξιωματικών που προέρχονταν από αυτή την κατηγορία.
Ο Περικλής Αργυρόπουλος γράφει σχετικά:
«Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έχων ανωτέραν στρατιωτικήν και οργανωτικήν μόρφωσιν ην (την οποία) εκτήσατο εκ των σπουδών του εν Γερμανία, απέβλεπεν, με την γνωστήν αυτού θεληματικότητα και ισχυρογνωμοσύνην, εις την τεχνικήν και συγχρονισμένην οργάνωσιν του στρατεύματος, αδιαφορών δια τας μεμψιμοιρίας και τα παράπονα τα διαβιβαζόμενα αυτώ».
Ο Κ. Σερεπίσος γράφει: «Το πρότερον ασυντόνιστον και πλαδαρόν της διοικήσεως διεδέχθη σύστημα κατά πάντα ευστόχου οργανώσεως και ευρύθμου εργασίας. Πρώτον μέλημα υπήρξεν η εμπέδωσις πειθαρχίας και τάξεως, ως και εμπιστοσύνης του Στρατού εις εαυτόν».
Ο Σπύρος Μελάς, αν και ήταν θετικά διακείμενος προς τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, αφού γράφει ότι ο Κωνσταντίνος ήθελε να ξεπλύνει την ντροπή του 1897 γράφει: «Οι βασικές αρχές στο στρατιωτικό πρόγραμμα της Αυλής, δηλαδή του Κωνσταντίνου ήταν αυτές: χωρισμός του στρατού από την πολιτική, κατάργηση της άδειας των αξιωματικών να πολιτεύονται, περιορισμός των δικαιωμάτων του υπουργού των στρατιωτικών και τέλος οργάνωση του στρατιωτικού μηχανισμού, συγχρονισμένος εξοπλισμός κι εφοδιασμός κι εντατική εκπαίδευση».

Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1904 ως το 1908 έγιναν τρεις φορές μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια με τη συμμετοχή 40.000 ανδρών. Το 1904 και το 1908 έγιναν στον Παρνασσό και το 1907 στα Μεσόγεια. Επίσης, το 1908 ξεκίνησε η οχύρωση των παραμεθόριων περιοχών της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, όπου κατασκευάστηκαν στρατώνες και αποθήκες υλικού.
Παράλληλα, από το 1904 είχαν εντατικοποιηθεί τα μέτρα αναδιοργάνωσης του Στρατού (π.χ. απαγορεύτηκε η απόσπαση αξιωματικών σε διάφορες υπηρεσίες) και δόθηκαν παραγγελίες για νέα και σύγχρονα όπλα. Επίσης ιδρύθηκε το «Ταμείον Εθνικής Αμύνης», οι πόροι του οποίου θα προέρχονταν από ειδικούς φόρους και ατομικές δωρεές. Παραγγέλθηκαν τμηματικά στο εξωτερικό 100.000 τυφέκια.
Τον Νοέμβριο του 1907 δόθηκε νέα παραγγελία για 144 πεδινά και 24 ορειβατικά πυροβόλα. Το 1908 δόθηκε παραγγελία για 30.000 στολές εκστρατείας. Ο Περικλής Αργυρόπουλος γράφει ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα διέθετε στρατό 60.000 ανδρών, με αποθήκες γεμάτες υλικά και νέου τύπου όπλα και πυροβόλα. Ωστόσο, πολλοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί δεν ήταν ικανοποιημένοι και αποφάσισαν να αναλάβουν δράση…
Η ίδρυση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου»
Από τα μέσα του 1908 όμως είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ομάδες αντιφρονούντων στο εσωτερικό του στρατεύματος, με πολλά και ποικίλα αιτήματα. Ως το τέλος του έτους είχαν μορφοποιηθεί τρεις κινήσεις (Λοχαγών, Υπολοχαγών και Υπαξιωματικών), τα μέλη των οποίων εξέφραζαν τις ανησυχίες τους για την πορεία της χώρας και την ανέλιξή τους. Κοινό χαρακτηριστικό τους, ήταν επίσης η έντονη κριτική τους στο πρόσωπο του Διαδόχου.
Τελικά μορφοποιήθηκαν δύο κινήσεις: ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» τον οποίο αποτελούσαν ανώτεροι αξιωματικοί και ο «Σύνδεσμος Υπαξιωματικών», που ήταν ο πιο δραστήριος, με επικεφαλής τον βουλευτή Καρδίτσας, Ταγματάρχη Γεώργιο Καραϊσκάκη, εγγονό του ήρωα του 1821. Τελικά, οι δύο αυτές κινήσεις ενώθηκαν και σχημάτισαν τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» στα τέλη Ιουνίου 1909.

Όπως γράφει ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος υπάρχει σχετική ασάφεια για το πότε συγκροτήθηκε ο αρχικός πυρήνας του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Ο Θ. Πάγκαλος αναφέρει ότι η πρώτη συνάντηση έγινε στο σπίτι του τον Οκτώβριο του 1908. Ο Ανθυπίλαρχος Γεώργιος Δελαγραμμάτης γράφει ότι οι αρχικές συναντήσεις έγιναν στο σπίτι του Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη πολύ νωρίτερα.
Τέλος, ο Σ. Χαρατσής γράφει ότι μια ομάδα Λοχαγών συγκεντρώθηκε στο σπίτι του Ζυμβρακάκη για πρώτη φορά, τον Μάιο του 1909. Πάντως, σύντομα δημιουργήθηκε μια Διοικούσα Επιτροπή, που απαρτιζόταν από τους αξιωματικούς Πατσόγιανννη, Σάρρο και Φικιώρη (του Πεζικού), Γουβέλη και Παρνασσίδη (του Πυροβολικού), Ζυμβρακάκη (του Ιππικού), Μιμήκο (του Μηχανικού) καθώς και τους Υποπλοίαρχους Λιόλιο και Χατζηκυριάκο, ο οποίος είχε προτείνει τη δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου Α’ και την εκδίωξη και των υπόλοιπων μελών της βασιλικής οικογένειας.

Η ύπαρξη του Συνδέσμου έγινε γνωστή, όταν στις 25/6/1909 συγκεντρώθηκαν 181 μέλη του στην οικία Χατζημιχάλη για την εκπόνηση των προγραμματικών αρχών του. Οι στρατιωτικοί δεν είχαν λάβει τα δέοντα μέτρα ασφαλείας. Ο συνωστισμός τόσων πολλών ατόμων σε κλειστό χώρο και οι φωνές προκάλεσαν υποψίες.
Κάποιος ειδοποίησε τον Φρούραρχο Αθηνών Συνταγματάρχη Σχινά, ο οποίος πήγε στο σπίτι του Χατζημιχάλη απρόσκλητος. Εκμεταλλευόμενος την αρχική σύγχυση, επιχείρησε να πάρει από το τραπέζι το Πρωτόκολλο του Συνδέσμου, το οποίο ήταν έτοιμοι να υπογράψουν οι κινηματίες. Δεν τα κατάφερε, ειδοποίησε όμως την κυβέρνηση Θεοτόκη.
Ο πρωθυπουργός μην θέλοντας να συγκρουστεί με μεγάλη μερίδα αξιωματικών, άλλωστε δεν διακρινόταν για τον δυναμισμό του, παραιτήθηκε (4 Ιουλίου 1909). Σχηματίστηκε κυβέρνηση Ράλλη που προσπάθησε να αποτάξει κάποιους αξιωματικούς. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε αντιδράσεις.

Παράλληλα, το Κρητικό Ζήτημα βρισκόταν σε οριακή κατάσταση. Οι Νεότουρκοι εκβίαζαν την κυβέρνηση Ράλλη, που αντιδρούσε σπασμωδικά. Η κυβέρνηση ανέθεσε στον Ταγματάρχη Αναστάσιο Παπούλα να συλλάβει τον Λοχαγό Κων/νο Σάρρο και τον Ίλαρχο Γεώργιο Ταμπακόπουλο, γιατί σύμφωνα με ένα ανώνυμο σημείωμα συγκέντρωσαν φυσίγγια.
Επρόκειτο για ψευδή πληροφορία, ιδιαίτερα όσον αφορά τον Ταμπακόπουλο ο οποίος όχι μόνο δεν μετείχε στον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» αλλά ήταν συμφοιτητής και φίλος του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Και οι δύο οδηγήθηκαν στο Τμήμα Μεταγωγών. Με μια παράτολμη ενέργεια στις 14 Αυγούστου, ο Θ. Πάγκαλος εκμεταλλευόμενος τη θερινή ραστώνη απελευθέρωσε τους δύο αξιωματικούς. Η κυβέρνηση, που έδειχνε διαθέσεις συμβιβασμού με τον Σύνδεσμο άλλαξε στάση. Πλέον, τα περιθώρια είχαν στενέψει για τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», που έπρεπε να αναλάβει δράση.
Νικόλαος Ζορμπάς: ο αρχηγός του «Στρατιωτικού Συνδέσμου»
Τα μέλη του Συνδέσμου είχαν προσπαθήσει να βρουν έναν αξιόλογο στρατιωτικό για την ηγεσία του. Αρχικές επιλογές ήταν οι Λ. Λαπαθιώτης, Δ. Βακάλογλου και Κ. Ψαροδήμος. Κανένας από αυτούς όμως δεν δέχτηκε. Έτσι την ηγεσία του «Συνδέσμου» ανέλαβε ο «άχρωμος» και χωρίς πολιτικές φιλοδοξίες Νικόλαος Ζορμπάς (1844-1920).

Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο Ζορμπάς ήταν Διοικητής του 3ου Συντάγματος Πυροβολικού και είχε παραπεμφθεί σε ανακριτικό συμβούλιο για μη εκτέλεση διαταγής, μετά τη μάχη των Φαρσάλων. Από το 1898 ως το 1906 ήταν Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων κερδίζοντας την εκτίμηση πολλών αξιωματικών.
Η, μάλλον δυσμενής, τοποθέτησή του στην Εφορία Υλικού Πολέμου το 1907 δυσαρέστησε τον Ζορμπά, ο οποίος από τη θέση αυτή είχε ασκήσει αυστηρή κριτική για τις ελλείψεις και την κατάσταση του στρατιωτικού υλικού. Σημειώνουμε τέλος, ότι το ιδρυτικό Πρωτόκολλο του Συνδέσμου, σύμφωνα με τον Θ. Πάγκαλο φέρει τις υπογραφές του ίδιου, του Υπολοχαγού Χ. Χατζημιχάλη, των Ανθυπολοχαγών Δ. Καθενιώτη, Ε. Κατσούλη, Μ. Πάσσαρη και Γ. Φαληρέα και των Ανθυπιλάρχων (του Ιππικού τότε) Β. Παππά και Σ. Ψύχα.
Το Κίνημα στο Γουδί (14-15 Αυγούστου 1909)
Το βράδυ της 14ης προς 15η Αυγούστου 1909 οι κινηματίες κατευθύνθηκαν στο Γουδί όπου βρίσκονταν οι εγκαταστάσεις της Φρουράς Αθηνών. Πρώτος έφτασε πιθανότατα ο Ανθυποπλοίαρχος Δεμέστιχας επικεφαλής ναυτών και συμπολεμιστών του από τον Μακεδονικό Αγώνα. Αξιωματικοί προσκείμενοι στο Παλάτι (Λ. Μεταξάς, Καλλίνσκης, Ροΐδης, Δημόπουλος και Βάσσος) τέθηκαν υπό περιορισμό. Ένα απόσπασμα ναυτών που έφερε η κυβέρνηση στην Αθήνα για να καταστείλει το κίνημα, προσχώρησε σε αυτό, όπως και η Φρουρά Χαλκίδας.
Σκέψεις που έγιναν για εξοπλισμό των χωρικών της Αττικής και επίθεσή τους στο Γουδί εγκαταλείφθηκαν, καθώς οι κινηματίες είχαν αυξηθεί κατά πολύ: 449 αξιωματικοί, 2.546 οπλίτες και ναύτες και 67 χωροφύλακες (του Υπομοίραρχου Σπυρομήλιου), εφοδιασμένοι, όλοι μαζί, με 22 πυροβόλα. Παράλληλα, ο Ζορμπάς είχε περάσει από την Εφορία Υλικού Πολέμου και διέταξε να μεταφερθούν με κάρα στο Γουδί τυφέκια και φυσίγγια. Η κυβέρνηση Ράλλη αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να έρθει σε συνεννόηση με τους κινηματίες.

Έτσι, πήγαν στο Γουδί ο Δήμαρχος Αθηναίων Σπυρίδων Μερκούρης και ο προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών Παπούλας για να διαπραγματευτούν με τους κινηματίες. Αυτοί ζήτησαν αρχικά την παραίτηση της κυβέρνησης Ράλλη και την παροχή αμνηστίας στους αξιωματικούς που μετείχαν στο Κίνημα. Το πρώτο αίτημα ήταν εύκολο να ικανοποιηθεί, καθώς η κυβέρνηση Ράλλη δεν διέθετε επαρκείς στρατιωτικές δυνάμεις για να αντιμετωπίσει το Κίνημα.
Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για το δεύτερο. Οι κινηματίες είχαν όμως και άλλες αξιώσεις: το απαραβίαστο του Συντάγματος, την απομάκρυνση του Διαδόχου από την Γενική Διοίκηση του Στρατού και των βασιλοπαίδων από τις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων και τέλος, την ψήφιση από τη Βουλή ορισμένων νομοσχεδίων για την βελτίωση του στρατού.
Τελικά ο Γεώργιος Α’ έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του τρίτου κόμματος, τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος καταγόταν από τη φημισμένη οικογένεια της Μάνης, αλλά δεν διακρινόταν για τις πολιτικές του ικανότητες. Είχε διαδεχθεί τον Θ. Δηλιγιάννη που δολοφονήθηκε το 1905. Φαίνεται όμως ότι είχε επαφές με μέλη του Συνδέσμου και δέχτηκε άμεσα τα αιτήματα των κινηματιών.

Στις 16 Αυγούστου 1909 σχηματίστηκε η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη σε υπουργεία της οποίας τοποθετήθηκαν πρόσωπα που υπέδειξε ο Σύνδεσμος: ο Συνταγματάρχης Λεωνίδας Λαπαθιώτης (πατέρας του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη) ορκίστηκε Υπουργός Στρατιωτικών και ο Πλοίαρχος Ιωάννης Δαμιανός, Υπουργός Ναυτικών. Έπειτα, εκδόθηκε Διάταγμα με το οποίο αμνηστεύθηκαν οι κινηματίες και τέλος απομακρύνθηκαν από το στράτευμα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και οι πρίγκιπες Γεώργιος, Νικόλαος, Ανδρέας και Χριστόφορος.
Ο βασιλιάς Γεώργιος σκέφτηκε να παραιτηθεί, αλλά μεταπείστηκε από ξένους διπλωμάτες, οι οποίοι ήταν αρνητικοί απέναντι στο Κίνημα. Πάντως, ο Ζορμπάς ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από τις εξελίξεις και έδωσε εντολή στις εξεγερμένες μονάδες να επιστρέψουν στους στρατιώτες τους μέσα σε 28 ώρες. Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Σύνδεσμος διοργάνωσε διαδήλωση για να εκφραστεί η υποστήριξη του λαού προς το Κίνημα της 15ης Αυγούστου. Οι μόνοι που δεν πήραν μέρος σε αυτή ήταν οι δικηγόροι. Όμως, οι συνεχείς παρεμβάσεις μελών του Συνδέσμου στο έργο της κυβέρνησης όξυναν την κατάσταση.

Στις 16 Οκτωβρίου 1909 εξεγέρθηκαν ορισμένοι αξιωματικοί του Ναυτικού, με επικεφαλής τον Υποπλοίαρχο Κωνσταντίνο Τυπάλδο, στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Αυτοί θεωρούσαν ότι το Ναυτικό αδικείται σε σχέση με τον Στρατό και χαρακτήριζαν αναβλητικό και επιρρεπή σε συμβιβασμούς τον Υπουργό Ναυτικών.
Οι εξεγερμένοι κατέλαβαν τη νησίδα Λέρο κοντά στη Σαλαμίνα, όπου φυλάσσονταν τα πυρομαχικά και πήραν τον έλεγχο των αντιτορπιλικών «Ασπίς», «Βέλος», «Θύελλα», «Ναυκρατούσα» και «Σφενδόνη». Τα θωρηκτά, που ελέγχονταν από τον Σύνδεσμο, έδωσαν πραγματική ναυμαχία με τα αντιτορπιλικά, προκαλώντας ζημιές στη «Ναυκρατούσα» και τη «Σφενδόνη». 8 άντρες σκοτώθηκαν και 5 τραυματίστηκαν από τα πληρώματα των αντιτορπιλικών.
Τα θωρηκτά δεν μπόρεσαν όμως να μπουν στον δίαυλο της Σαλαμίνας. Πάντως, το ηθικό πολλών κατώτερων αξιωματικών των αντιτορπιλικών είχε καμφθεί και ο Τυπάλδος, μαζί με ορισμένους συναδέλφους του, για να μην επαναληφθεί η επίθεση των θωρηκτών το επόμενο πρωί εγκατέλειψαν τα πλοία και κατέφυγαν στα όρη της Μεγαρίδας. Τελικά συνελήφθησαν και κλείστηκαν αρχικά στις φυλακές Αβέρωφ και κατόπιν στις φυλακές Συγγρού. Τελικά, καθώς κάποιοι συνάδελφοί τους άλλαξαν γνώμη και ο Τυπάλδος με τους ομοϊδεάτες του αμνηστεύθηκαν.

Το τέλος της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη – Πρωθυπουργός ο Στέφανος Δραγούμης
Μετά την κατάπνιξη του κινήματος στο Ναυτικό άρχισε το ουσιαστικό έργο της κυβέρνησης, κυρίως με την ψήφιση στρατιωτικών νομοσχεδίων. Ο Υπουργός Οικονομικών Αθανάσιος Ευταξίας κατάφερε να εξασφαλίσει 20.000.000 δραχμές για την ανασυγκρότηση του Στρατού. Τα μισά από αυτά προέρχονταν από νέους φόρους και τα υπόλοιπα, από περικοπές δαπανών. Καταργήθηκαν δεκάδες θέσεις δημοσίων υπαλλήλων, περιορίστηκαν τα έξοδα του Υπουργείου Εξωτερικών και διαφόρων υπηρεσιών, όπως της Αρχαιολογικής. Αυστηρά μέτρα πάρθηκαν και για τη Διοίκηση της Εκκλησίας.
Υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις από την κατάργηση δικαστηρίων σε διάφορες πόλεις. Πάντως, τα μέλη του Συνδέσμου, όχι απλά παρενέβαιναν στο κυβερνητικό έργο, αλλά είχαν φτάσει στο σημείο να παρεμβαίνουν ακόμα και στην εκλογή των καθηγητών πανεπιστημίου! Στις 7/12/1909, ο Λ. Λαπαθιώτης Υπουργός Στρατιωτικών παρουσιάζοντας το στρατιωτικό νόμο σχέδιο στη Βουλή είπε ότι «βρήκε ερείπια». Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των βουλευτών του Θεοτόκη (που έδιναν ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Μαυρομιχάλη), που αποχώρησαν και τους ακολούθησαν οι συνάδελφοί τους του κόμματος Ράλλη.
Ο Λαπαθιώτης τότε απευθύνθηκε στα θεωρεία, παραβιάζοντας τον κανονισμό της Βουλής. Η συνεδρίαση διακόπηκε και ο πολιτικός κόσμος ζήτησε την παραίτηση του Υπουργού. Ο Σύνδεσμος αντέδρασε και ο Μαυρομιχάλης ζήτησε από τον Ζορμπά να κηρύξει δικτατορία, κάτι που ο αρχηγός των κινηματιών δεν δέχτηκε. Στο μεταξύ, οι βασιλόπαιδες υπέβαλαν αίτηση για να τεθούν σε διαθεσιμότητα, ενώ ο Κωνσταντίνος προτίμησε να φύγει στο εξωτερικό.
Οι κινηματίες έκαναν κρούση στον ανερχόμενο Πατρινό πολιτικό Δημήτριο Γούναρη, δεινό ρήτορα, μέλος της «ομάδας των Ιαπώνων». Είχε διατελέσει Υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη παραιτήθηκε όμως γιατί συγκρούστηκε με ορισμένους κεφαλαιούχους. Ο Γούναρης δεν δέχτηκε γιατί προς τιμήν του, ήθελε να εκλεγεί με την ψήφο του λαού.
Μπροστά στο πολλαπλό αδιέξοδο, ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» κάλεσε στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μέσω του Υπολοχαγού Κονταράτου, γνωστό στο πανελλήνιο για τη δράση του στην Κρήτη, για να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας. Ο Βενιζέλος δεν δέχτηκε, καθώς δεν ήθελε να γίνει δέσμιος των στρατιωτικών.

Ήρθε όμως στην Αθήνα στις 28 Δεκεμβρίου 1909 και πρότεινε πολιτική λύση της κρίσης, με παραίτηση της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, διάλυση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» και διενέργεια εκλογών για τη σύγκληση Αναθεωρητικής Συνέλευσης. Η πρόταση Βενιζέλου, παρά τις διαφωνίες, εγκρίθηκε υπό τον βασιλιά και τους πολιτικούς αρχηγούς και επικυρώθηκε από το Συμβούλιο του Στέμματος στις 16 Ιανουαρίου 1910.
Στις 18 Ιανουαρίου 1910 ανέλαβε την εξουσία ο γηραιός πολιτικός Στέφανος Δραγούμης (1842-1923), με σκοπό να οδηγήσει τη χώρα στη νομιμότητα και να προωθήσει την εθνική και οικονομική ανόρθωση. Ο Δραγούμης έμεινε στη θέση του πρωθυπουργού ως τις 6 Οκτωβρίου 1910, οπότε τον διαδέχτηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Ο Δραγούμης κράτησε και τα Υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών. Υπουργός Εξωτερικών ανέλαβε ο Καλλέργης, Δικαιοσύνης ο Φικιώρης,Ναυτικών ο Α. Μιαούλης και Εκκλησιαστικών, ο Παναγιωτόπουλος. Ο Ζορμπάς έγιινε Υπουργός Στρατιωτικών.
Το έργο της κυβέρνησης Δραγούμη έχει υποτιμηθεί. Στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του προκηρύχθηκαν εκλογές για την Αναθεωρητική Βουλή, διαλύθηκε ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», στις 15 Μαρτίου 1910, τέθηκαν οι βάσεις για την εξυγίανση της οικονομίας και τη σύναψη μεγάλου εξωτερικού δανείου, άρχισε η διαδικασία για την πρόσκληση Γάλλων που θα οργάνωναν τον Στρατό και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία.
Επίλογος
Όπως γράφει στα «Απομνημονεύματά» του ο Νικόλαος Ζορμπάς, βασικά αίτια της δημιουργίας του «Συνδέσμου» ήταν: «Η Βουλευτοκρατία και η συναλλαγή, η οικονομική δυσπραγία ένεκα της πλημμελούς φορολογίας, επιβαρυνούσης ιδίως τας λαϊκάς τάξεις, η κακή απονομή της δικαιοσύνης και έλλειψις δημοσίας ασφαλείας, ο ατυχής πόλεμος του 1897, το Κρητικόν ζήτημα και το απαράσκευον του κράτους προς οιανδήποτε πολεμικήν δράσιν».
Αν και ο λαός αγκάλιασε τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» δεν συνέβη το ίδιο με τη μεσαία τάξη και τους αστούς. Πάντως, πέρα από τις επαγγελματικές βλέψεις των στελεχών του Συνδέσμου, βασικός τους στόχος ήταν και η πολεμική ετοιμότητα της χώρας, κάτι στο οποίο η συνεισφορά του ήταν σημαντική.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΔ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, “Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)”, τ. Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014.
Γεώργιος Ρούσσος, “Νεώτερη ιστορία του ελληνικού έθνους (1826-1974)”, τ. Ε’ Αθήνα: Ελληνική Μορφωτική Εστία, 1975
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ», ΤΟΜΟΣ Β’, 2007, ΤΟΜΟΣ 54 της Εγκ/δειας.
Κεντρική φωτογραφία: Λιθογραφία για το Κίνημα στο Γουδί