Το μινωικό ιερό κορυφής στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό Κυθήρων: Η νεότερη έρευνα (2011-2015)
Υπό Αιμιλίας Μπάνου, Επίκουρης Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Το μινωικό ιερό κορυφής στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό Κυθήρων, το μοναδικό αδιαμφισβήτητο μινωικό ιερό κορυφής εκτός Κρήτης, έγινε γνωστό στην επιστημονική κοινότητα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 χάρη στην ανασκαφή του αείμνηστου καθηγητή Γιάννη Σακελλαράκη. (Εικόνα 1)
Με την αποκάλυψη του ιερού κορυφής στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό και τις μελέτες που ακολούθησαν, ο Γιάννης Σακελλαράκης ανέδειξε το αυτονόητο αλλά μέχρι τότε υποφωτισμένο από την έρευνα δεδομένο της διαχρονικής στρατηγικής σημασίας του νησιού στο διάπλου του Αιγαίου, 4000 ήδη χρόνια πριν. Ειδικότερα, η ανασκαφή του ιερού όχι μόνο συμπλήρωσε την εικόνα της μινωικής παρουσίας στο νησί, γνωστής από την ανασκαφή της μινωικής αποικίας στο Καστρί, κατά την δεκαετία του ’60, αλλά την επεξέτεινε, καθώς πιστοποίησε την θρησκευτική επιρροή των Μινωιτών εκτός Κρήτης, απόρροια ή έκφανση αν όχι πιθανής πολιτικής επικυριαρχίας, τουλάχιστον ιδεολογικής υπεροχής τους στο χώρο του Αιγαίου, στις αρχές της ΥΜΐ περιόδου (1600 -1450 π.Χ.), οπότε και τοποθετείται η φάση ακμής του ιερού.
Το ιερό κορυφής στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό είχε ιδρυθεί στη δυτική παρυφή του υψώματος της Βίγλας που δεσπόζει στα ΝΑ του νησιού, στη δεύτερη κατά σειρά ύ ψους κορυφή, η οποία εξασφάλιζε την ανεμπόδιστη οπτική επαφή με την μινωική αποικία στο ακρωτήριο Καστρί, 4 χλμ ή μία ώρα περίπου πεζή στα νΔ, στο μέσον της πεδιάδας της Παλαιόπολης, όπου και το επίνειο της πόλης των ιστορικών χρόνων. Η θέση αυτή όμως επιπλέον προσέφερε ευρύτατη εποπτεία, τόσο προς την Λακωνία και την Χερσόνησο του Μαλέα στα ΒΑ όσο και προς το Αιγαίο και τα βουνά της Κρήτης στα νΑ.
Πολλά από τα αναθήματα από το κυθηραϊκό ιερό κορυφής που ήρθαν στο φως κατά την έρευνα της δεκαετίας του ’90 είναι κοινά αυτής της κατηγορίας ιερών τόπων: Ανήκουν κυρίως σε ζωόμορφα ειδώλια, πρωτίστως βοοειδή, σε ανθρώπινα ειδώλια και αναθηματικά μέλη, σε λίθινα αγγεία και σκεύη, προσφορές των επισκεπτών του ιερού προς επίκληση ή ευχαριστία της θεότητας. Ορισμένα, ωστόσο, από αυτά είναι μοναδικά ή σπάνια, όπως το χάλκινο και τα πήλινα ειδώλια σκορπιών, (Εικόνα 2), το ειδώλιο σκύλου και δύο αποτμήματα από πήλινα ομοιώματα τρίτωνα, πήλινες τράπεζες προσφορών, το λίθινο ενεπίγραφο κοχλιάριο, τα πήλινα ομοιώματα αρχιτεκτονημάτων (Εικόνα 3) και τα συνδεόμενα ίσως με αυτά κέρατα καθιέρωσης και, κυρίως, τα χάλκινα ανθρώπινα ειδώλια.
Η ιδιαιτερότητα της θέσης και των αναθημάτων του κυθηραΐκού ιερού οδήγησε στην επανάληψη, από το 2011 έως το 2015, με προτροπή του Γιάννη Σακελλαράκη, της α- νασκαφικής έρευνας στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό, αυτή τη φορά από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, υπό την διεύθυνση της συγγραφέως. Συνέπεσε δε με την έναρξη και την ολοκλήρωση της δημοσίευσης των πορισμάτων της παλαιότερης έρευνας.
Η νέα έρευνα -εντατική έρευνα επιφανείας και ανασκαφή – επιβεβαίωσε ότι το επίκεντρο της λατρείας ήταν η κορυφή του λόφου και ειδικότερα ο χώρος ανάμεσα στο ναΐσκο της Παναγιάς Μυρτιδιώτισσας και την δυτική πλευρά του ναΐσκου του Αγίου Γεωργίου, οι οποίοι επιστέφουν το ύψωμα. Επιπλέον, διερευνήθηκε ο τρόπος πρόσβασης προς τον ιερό χώρο. Η εύλογη υπόθεση ότι η πρόσβαση θα γινόταν μέσω της συντομότερης διαδρομής από τα ΒΔ δεν αποκλείει μια μακρύτερη αλλά ομαλότερη διαδρομή κατά μήκος της δυτικής κλιτύος, σε συνεχή επαφή με την πεδιάδα και τον οικισμό στο Καστρί, η οποία επιπλέον θα οδηγούσε στο ιερό από Ν και στη συνέχεια σταδιακά και ενδεχομένως ελικοειδώς, όπως είχε θεωρηθεί και στην παλαιότερη έρευνα προς την κορυφή. Ενδειξη ενός τέτοιου τρόπου πρόσβασης αποτελεί η ανεύρεση των περισσότερων, πρωτογενών, λεγομένων αποθέσεων μινωικής κεραμικής στο ΝΔ. άκρο της νότιας κλιτύος κατά την έρευνα της δεκαετίας του ’90. Οι πρωτογενείς αυτές αποθέσεις αφορούν την τοποθέτηση ή κατάληξη κεραμικής και άλλων υλικών καταλοίπων της μινωικής εποχής σε σχισμές του φυσικού βράχου είτε από τους Μινωίτες κατά την επίσκεψή τους στο ιερό είτε αργότερα κατά την διαδικασία καθαρισμού και διευθέτησης του χώρου στη διάρκεια της μακρόχρονης χρήσης του, στο σημείο εύρεσής τους. Ανάλογες πιθανές πρωτογενείς αποθέσεις εντόπισε και η νεότερη έρευνα στις ανασκαφικές τομές που έγιναν στη Ν. κλιτύ του λόφου. Η σχετική τους θέση υποδεικνύει την ελικοειδή πρόσβαση στο ιερό από Ν. Ωστόσο, κατάλοιπα αναλημματικών ή άλλων τοίχων χρονολογούμενα με ασφάλεια στους μινωικούς χρόνους δεν εντοπίστηκαν.
Βέβαια, ο τρίτος και σημαντικότερος στόχος της νέας έρευνας ήταν η αποκάλυψη περισσότερων κινητών ευρημάτων προς ενίσχυση ή και περαιτέρω εξακρίβωση του χαρακτήρα και της ιδιαίτερης σημασίας του ιερού.
Η νέα έρευνα επιβεβαίωσε την ανάθεση εκ μέρους των επισκεπτών του ιερού ως επί το πλείστον χάλκινων αφιερωμάτων, λεπίδων εργαλείων, ανθρώπινων ειδωλίων (Εικόνες 4, 5), ανθρώπινων και ζωόμορφων αναθηματικών μελών (Εικόνα 6), καθώς και πήλινων ανθρώπινων και ζωόμορφων ειδωλίων, ομοιωμάτων αρχιτεκτονημάτων και λίθινων σκευών.
Την πολυπληθέστερη και σημαντικότερη κατηγορία αναθημάτων αποτελούν τα χάλκινα ειδώλια λατρευτών. Η νέα έρευνα αύξησε τον αριθμό τους σε ΐ1θ, συμπεριλαμβανόμενων φυσικά των αποσπασματικά σωζόμενων ή και μόνο των βάσεων αυτών. Έτσι, το κυθηραϊ’κό ιερό κορυφής, αν και εκτός Κρήτης, έχει αποδώσει μέχρι στιγμής το 40% περίπου των γνωστών παραδειγμάτων από όλο τον μινωικό κόσμο.
Είναι λοιπόν εύλογη η υπόθεση ότι το κυθηραϊ’κό ιερό επισκέπτονταν κατεξοχήν Μινωίτες θαλασσοπόροι, οι οποίοι και ανέθεταν αντικείμενα ενδεικτικά της δραστηριότητάς τους, αντικείμενα που η ύλη τους ήταν προσπελάσιμη και η τεχνική κατασκευής τους οικεία σε αυτούς, δραστηριοποιούνταν δηλαδή στην αναζήτηση, την εμπορία και την κατεργασία πρώτων υλών όπως ο χαλκός. Σε μια εποχή μάλιστα έντονης αναζήτησης μεταλλευτικών πηγών στα πέρατα του Αιγαίου και ακόμα μακρύτερα, όπως τα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετίας, το ιερό της κορυφής στον Άη Γιώργη στο Βουνό θα αποτελούσε όχι μόνο σημείο αναφοράς στα μακρινά θαλάσσια ταξίδια αλλά και σταθμό, με σκοπό την επίκληση της θεϊκής προστασίας. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, μια σημαντική κατηγορία αναθημάτων συνιστούν και τα πήλινα ομοιώματα αρχιτεκτονημάτων, ιδιωτικών ή ιερών, που θα αφιέρωναν οι υπερπόντιοι επισκέπτες του ιερού ζητώντας την ασφάλεια του «οίκου» εν τη απουσία τους και την ασφαλή επιστροφή τους σε αυτόν- ιδιαίτερα πριν ή μετά τον επικίνδυνο περίπλου της χερσονήσου του Μαλέα – ή ευχαριστώντας για την επιτυχία της αποστολής τους. Με τα ομοιώματα ιερών μάλιστα θα μετέφεραν την εμπειρία της επίσκεψής τους σε ανάλογους, ιερούς χώρους της Κρήτης, αναγνωρίζοντας παρόμοια θρησκευτική λειτουργία και αποδίδοντας ανάλογη σημασία και στο κυθηραϊκό ιερό.
Εξάλλου, μεταξύ των χάλκινων αναθημάτων ξεχωρίζει το πέλμα ενός χάλκινου ειδωλίου ή ειδώλου, που ήλθε στο φως το 2011, το αρχικό ύψος του οποίου εκτιμάται μεταξύ 0.70 και 0.80 μ. (Εικόνα 7) Πρόκειται για εύρημα μοναδικό στο είδος του, αν και αναφέρεται η παρουσία ευμεγέθων πήλινων ειδωλίων σε ιερά κορυφής, όπως του Πετσοφά, του Γιούχτα και του Κόφινα. Εάν το χάλκινο πέλμα ανήκε σε είδωλο θεότητας ή αποτελούσε διακριτό ανάθημα εξέχοντος επισκέπτη δεν μπορεί βέβαια να διαπιστωθεί. Η παρουσία του όμως τονίζει την ευκολία πρόσβασης και την εξοικείωση των επισκεπτών του ιερού με το χαλκό, την κατ’ εξοχήν πρώτη ύλη της εποχής, και ενισχύει την εύλογη υπόθεση της ενασχόλησής τους με την διακίνηση και την κατεργασία του χαλκού.
Πτυχές της μινωικής λατρείας που έχουν αποτελέσει αντικείμενο μακράς συζήτησης και εξακολουθούν να αποτελούν ζητούμενα μεταξύ των ερευνητών σε σχέση με τα ιερά κορυφής αφορούν τις πομπές, τις τελετουργικές πυρές και την συνδεόμενη με αυτές θραύση αντικειμένων, και τα τελετουργικά γεύματα, την λατρευτική πράξη, το πλήθος των λατρευομένων θεοτήτων και την υπόστασή τους. Μόνη η έρευνα του κυθηραϊκού ιερού δεν μπορεί ασφαλώς να δώσει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα αλλά έχει προσθέσει δεδομένα που μπορεί να συμβάλλουν στη συζήτηση και να εμπλουτίσουν με την ιδιαιτερότητά τους την εικόνα της μινωικής θρησκείας γενικότερα.
Οι πομπές, πέραν της συναφούς εικονογραφικής μαρτυρίας, φαίνεται ότι ήταν ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος της λατρείας, εύλογο και φυσικό, όταν πρόκειται για μετάβαση σε ιερό υπαίθριο χώρο και μάλιστα σε ύψωμα. Και σήμερα ακόμα, στην ελληνική ύπαιθρο, οι επί τού- τω ομαδικές πορείες σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων συχνά από την προτεραία μιας σημαντικής γιορτής και η διανυκτέρευση στον ιερό χώρο, ξωκλήσι ή μοναστήρι, είναι κοινή εμπειρία. Ήδη αναφέρθηκε η πιθανή πορεία μιας τέτοιας πομπής στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό από τα ΝΔ, η οποία θα επέτεινε την τόσο χαρακτηριστική για τα μινωικά ιερά κορυφής εξασφάλιση της οπτικής επαφής με τον ευρύτερο οικιστικό και αγροτικό χώρο.
Όπως και η παλαιότερη, έτσι και η νεότερη έρευνα στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό δεν έφερε στο φως παρά ελάχιστα ίχνη πυράς σε ανώτερα και διαταραγμένα στρώματα, τα οποία δεν μπορούν να συνδεθούν με τη μινωική δραστηριότητα στο χώρο. Εξαίρεση αποτελεί η εύρεση το 2013 τμήματος δεξιάς γνάθου αγριόχοιρου που βρέθηκε στη νότια παρειά του νοτιότατου ανδήρου, όπου και οι πρωτογενείς αποθέσεις που προαναφέρθηκαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετά από τα οστά που βρέθηκαν στο ίδιο στρώμα, το οποίο όμως παρουσιάζει διατάραξη, φέρουν ίχνη καύσης, όπως και το χώμα κατά τόπους. Λίγο ψηλότερα επίσης βρέθηκε θραύσμα πήλινου κρατευτή. Το ενδεχόμενο να αποτελεί το εύρημα αυτό ένδειξη θυσίας επί τελετουργικής πυράς και τελετουργικού γεύματος στη συνέχεια δεν μπορεί να αποκλειστεί, ζήτημα ωστόσο που παραμένει ανοικτό μέχρι τη συστηματική μελέτη του. Εξάλλου τελετουργικά γεύματα ή και απλά γεύματα κατά τη διάρκεια μιας θρησκευτικής γιορτής, όπως και σήμερα σε ανάλογες περιπτώσεις, γίνονταν, όπως δείχνει ο σημαντικός αριθμός οστράκων από τριποδικές χύτρες που βρέθηκαν και κατά τη νεότερη έρευνα καθώς και τα χιλιάδες θραύσματα από κωνικά κύπελλα.
Τα μικκύλα κωνικά κύπελλα και οι προχοΐσκες αποτελούν ένα κοινό τελετουργικό σύνολο στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό, κατάλοιπο της πλέον κοινής λατρευτικής πράξης των επισκεπτών, αυτής της σπονδής, συνοδευόμενης ή μη από άλλα αναθήματα. Η ευχή ή προσευχή που μπορεί να συνόδευε αυτές τις σπονδές, εκφαίνεται με πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στις στάσεις και τις χειρονομίες των ειδωλίων.
Το ζήτημα της φύσης και του πλήθους των μινωικών θεοτήτων, τέλος, παραμένει αντικείμενο έντονης συζήτησης ήδη από τις απαρχές της μινωικής αρχαιολογίας. Κεντρικό πόλο της σχετικής συζήτησης αποτελεί η ύπαρξη μιας κυρίαρχης γυναικείας θεότητας της ευφορίας και της γονιμότητας ή περισσοτέρων θεοτήτων, ανδρικών και γυναικείων με διάφορες ιδιότητες. Όσον αφορά τα μινωικά ιερά κορυφής, η καθιερωμένη και οπωσδήποτε ισχυρή ένδειξη για τη λατρεία μιας γυναικείας θεότητας προέρχεται από γνωστό σφράγισμα της Κνωσού, με την παράσταση σκηπτούχου γυναικείας μορφής επί βραχώδους υψώματος περιβαλλόμενης από λέοντες. Ανάλογες παραστάσεις όμως, όπως το χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι από σπηλαιώδη τάφο επί της οδό Λαονίκου στον Πόρο Ηρακλείου καθώς και ανάλογο δαχτυλίδι από τον θολωτό τάφο Ιν στα ΒΑ. του ανακτόρου του Άνω Εγκλιανού, για να αναφέρουμε τα ασφαλέστερα παράλληλα, υποδεικνύουν λατρεία και ανδρικής θεότητας στα εν λόγω ιερά.
Η ειδικότερη υπόσταση των μινωικών αυτών θεοτήτων είναι ένα ακόμα, το απώτερο ίσως ζητούμενο. Το ζήτημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εάν η λατρεία στα ιερά κορυφής αφορούσε θεότητες αποκλειστικά συνδεόμενες με τους συγκεκριμένους χώρους. Το στοιχείο που προβάλλει ξεκάθαρα ωστόσο κατά τη γνώμη μας και μπορεί να προσφέρει μια άκρη του νήματος στην έρευνα είναι η φυσική θέση των ιερών κορυφής, η ίδρυσή τους δηλαδή σε ακρότατα σημεία, που προσφέρουν τη δυνατότητα παρατήρησης όχι μόνο του περιβάλλοντος επίγειου χώρου αλλά και του ορίζοντα. Η παρατήρηση της ημερήσιας και ετήσιας κίνησης των ουρανίων σωμάτων, όπως της Σελήνης, του Ηλίου αλλά και αναγνωρίσιμων αστερισμών, απαραίτητη για την ρύθμιση ποικίλων δραστηριοτήτων της καθημερινής και θρησκευτικής ζωής στο πλαίσιο ενός εκλεπτυσμένου πολιτισμού όπως ο μινωικός δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής από την έρευνα. Η παρατήρηση των τελευταίων δε στο νυχτερινό ουρανό είναι ζωτικής σημασίας για τους θαλασσοπόρους, όπως οι Μινωίτες που διέπλεαν το Αιγαίο και στάθμευαν στα Κύθηρα, αναζητώντας θε’ίκή προστασία στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό. Από αυτή την άποψη, η ίδρυση ιερών κορυφής, όπως ο Άγιος Γεώργιος στο Βουνό σε σημείο χαμηλότερο της κορυφογραμμής, η οποία παρέχει το απλούστερο και φυσικότερο μέσο παρακολούθησης της κίνησης ουρανίων σωμάτων όπως ο Ήλιος, αποκτά ένα νέο περιεχόμενο, όπως και η κοινότερη χειρονομία των χάλκινων μινωικών ειδωλίων, αυτή του «αποσκοπείν».
Ένα τέτοιο ιερό δύσκολα, αν και όχι αδύνατο, θα λειτουργούσε χωρίς την επιστασία ενός σημαντικού ανακτορικού κέντρου. Η ποικιλία, η τεχνοτροπία και η καλλιτεχνική αρτιότητα των περισσότερων αναθημάτων του εξάλλου δείχνουν προς την κεντρική Κρήτη και συγκρίνονται ως προς αυτές μόνο με τα ευρήματα του ιερού του Γιούχτα, του σημαντικότερου ιερού κορυφής της Κρήτης, σε άμεση οπτική επαφή με την Κνωσό. Αν και η πολιτική ηγεμονία της τελευταίας στην ΥΜΙ περίοδο δεν προβάλλει πλέον στην έρευνα ξεκάθαρη, όπως πριν από είκοσι χρόνια, η ιδεολογική της επιρροή παραμένει αδιαμφισβήτητη και η υπερπόντια εμβέλειά της εμφανής στα Κύθηρα.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ. 310, Φεβρουάριος 2016