Το Στάλινγκραντ θα είναι πάντα το Στάλινγκραντ
Ο Πατερούλης υπήρξε ένας βάναυσος δικτάτορας, και οικοδόμησε ένα τρομακτικό σύστημα. Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία πως από τον Ιούλιο του 1942 έως τον Φεβρουάριο του 1943, στο Στάλινγκραντ άλλαξε η ιστορία της Ευρώπης και του Κόσμου. Μήπως λοιπόν πρέπει να πάρει ξανά το όνομά του η μαρτυρική αυτή πόλη;
Στις αρχές του μήνα ο Τζουλιάνο Φεράρα, ιδρυτής της εφημερίδας Il Foglio, πρώην διευθυντής της και νυν αρθρογράφος της, έγραψε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο με τον τίτλο «Κατά της κουλτούρας της ακύρωσης: ξαναδώστε στο Βόλγκογκραντ το όνομα Στάλινγκραντ». Σύμφωνα με τον διακεκριμένο ιταλό
Ορμώμενος από όλα όσα υποστηρίζει ο Φεράρα στο κείμενό του, ο Πάολο Φράνκι, αρθρογράφος της Corriere della Sera αυτός, αναφέρει σε άρθρο του πως την περίοδο που τα ηνία της Ρωσίας κρατούσε ο Μπόρις Γιέλτσιν συζητούνταν έντονα το ενδεχόμενο να δοθεί στο Στάλινγκραντ το όνομα με το οποίο ιδρύθηκε η πόλη στα μέσα του 16ου αιώνα, δηλαδή Τσαρίτσιν. Από τότε έως σήμερα, ωστόσο, πολλά άλλαξαν στη μετασοβιετική Ρωσία.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση των σοσιαλδημοκρατών του κόμματος Δίκαιη Ρωσία, περισσότεροι από έξι στους δέκα πολίτες του Βόλγκογκραντ επιθυμούν να μετονομαστεί η πόλη τους σε Στάλινγκραντ. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει υπονοήσει πολλές φορές ότι συμφωνεί μαζί τους ενώ την ίδια γνώμη έχει και το 52% των ρώσων πολιτών, προχωρημένης στην πλειονότητά τους ηλικίας, θεωρώντας πως ο άνθρωπος που κυβέρνησε τη Σοβιετική Ενωση από το 1924 έως τον θάνατό του, το 1953, υπήρξε ένας ηγέτης άξιος θαυμασμού και σεβασμού.
Το ότι πολλά εκατομμύρια Ρώσοι εξακολουθούν να βλέπουν με καλό μάτι τον Στάλιν και επιθυμούν να μετονομαστεί εκ νέου σε Στάλινγκραντ το Βόλγκογκραντ δεν αποτελεί έκπληξη. Το ότι, όμως, την ίδια άποψη εκφέρουν (παρότι με εντελώς διαφορετικά κίνητρα) και πρόσωπα τα οποία δεν καλλιεργούν το μεγάλο ρωσικό πνεύμα, ούτε μπορούν να κατηγορηθούν ως θιασώτες του σταλινισμού, όπως ο Τζουλιάνο Φεράρα, προκαλεί εντύπωση στον αρθρογράφο της Corriere della Sera.
Η εποποιία και η προπαγάνδα
Ο Πάολο Φράνκι δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο συνάδελφός του να προέβη σε μία «διανοητική πρόκληση». Αναγνωρίζει, ωστόσο, πως η τοποθέτησή του είναι σε κάθε περίπτωση εύστοχη. «Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Στάλιν υπήρξε ένας βάναυσος δικτάτορας, και οικοδόμησε ένα τρομακτικό σύστημα. Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία ούτε για το γεγονός πως μέσα σε διάστημα ελάχιστα μεγαλύτερο των έξι μηνών, από τον Ιούλιο του 1942 έως τον Φεβρουάριο του 1943, στο Στάλινγκραντ άλλαξε η ιστορία της Ευρώπης και του Κόσμου, χάρη στο αποφασιστικό πλήγμα που κατάφερε ο Κόκκινος Στρατός στην πανίσχυρη πολεμική μηχανή του Τρίτου Ράιχ», γράφει ο Πάολο Φράνκι, υπενθυμίζοντας επίσης πως από το Στάλινγκραντ άρχισε μία αντεπίθεση (στρατιωτική, πολιτική και ιδεολογική) κατά της χιτλερικής Γερμανίας, κατάληξη της οποίας αποτέλεσε η κατάληψη του Βερολίνου και ό,τι ακολούθησε στη συνέχεια.
Μετά την επικράτηση των σοβιετικών δυνάμεων στο Στάλινγκραντ άρχισε να συντίθεται ένας μύθος που επρόκειτο να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου και αυτό δεν οφείλεται μόνο στους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των Σοβιετικών. Και στην περίπτωση που επρόκειτο όντως για έναν μύθο – «έναν μύθο που διαδόθηκε πολύ πέρα από τον κομμουνιστικό κόσμο», επισημαίνει ο ιταλός αρθρογράφος – δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι ο Στάλιν του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», παρά τη βαναυσότητά του, δεν συνέβαλε στη σύνθεση του μύθου αυτού και μόνον επωφελήθηκε.
Ο ρόλος του Χρουστσόφ
Οσον αφορά το Στάλινγκραντ και το όνομά του, ο πρώτος εκφραστής της αποκαλούμενης σήμερα «cancel culture» υπήρξε όχι κάποιος αντικομμουνιστής αλλά ο διάδοχος του Στάλιν στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, ο Νικίτα Χρουστσόφ, ο οποίος στη Μάχη του Στάλινγκραντ συμμετείχε ως πολιτικός κομισάριος.
Κατά τη διάρκεια του 20ού Συνεδρίου του Κ.Κ. της Σοβιετικής Ενωσης που πραγματοποιήθηκε το 1956 ο Χρουστσόφ έθεσε τις βάσεις για την αποσταλινοποίηση της ΕΣΣΔ και την πάταξη της προσωπολατρίας ενώ κατά το 22ο συνέδριο του κόμματος έξι χρόνια μετά, το 1961, έδειξε με το πλέον ξεκάθαρο τρόπο τις προθέσεις του, λαμβάνοντας δύο συγκλονιστικές, τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο, αποφάσεις: να αποσυρθεί η σορός του Στάλιν από το Μαυσωλείο του Λένιν στην Κόκκινη Πλατεία και να μετονομαστεί το Στάλινγκραντ σε Βόλγκογκραντ.
Το ότι ο Χρουστσόφ δεν έμεινε στα λόγια άφησε άναυδους πολλούς κομμουνιστές, ειδικά εκτός της σοβιετικής επικράτειας, κυρίως στην Ευρώπη. Ο Παλμίρο Τολιάτι, για παράδειγμα, ιστορικός ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, παρότι ήταν επιφυλακτικός με τον σταλινισμό, είχε επισημάνει στους πιο σκληροπυρηνικούς από τους συντρόφους του στην κεντρική επιτροπή του κόμματος πως συμφωνούσε απόλυτα με όλους όσοι υποστήριζαν πως το Στάλινγκραντ έπρεπε να παραμείνει για πάντα Στάλινγκραντ.
Παράπονα στο… Κόβεντρι
Σύμφωνα με τον Πάολο Φράνκι, ωστόσο, περισσότερο ουσιαστική από την αναμενόμενη σύγχυση των κομμουνιστών (οι οποίοι δυσκολεύονταν να αποδεχτούν ότι το όνομα ενός ανθρώπου ο οποίος λατρευόταν έως πριν από λίγα χρόνια θα διαγραφόταν) υπήρξε η αντίδραση πολλών ευρωπαίων πολιτών οι οποίοι σίγουρα κομμουνιστές δεν ήταν.
Προς επίρρωση του ισχυρισμού του σημειώνει πως ο ανταποκριτής της Corriere della Sera στη Βρετανία εκείνη την περίοδο, σε ρεπορτάζ του που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 17ης Νοεμβρίου του 1961 επισήμανε μεταξύ άλλων πως οι πολίτες του Κόβεντρι, μαρτυρικής πόλης της βρετανικής αντίστασης κατά της χιτλερικής Γερμανίας, ήταν οργισμένοι με την απόφαση του σοβιετικού ηγέτη.
«Εκείνο το όνομα (Στάλινγκραντ) έχει πλέον αποκτήσει μία ακριβή σημασία, γεμάτη αναμνήσεις, για τους κατοίκους της αγγλικής πόλης. Αντιθέτως Βόλγκογκραντ δεν σημαίνει απολύτως τίποτα […] η εικονοκλαστική μανία που επιφέρει τη μετονομασία δρόμων ή γεωγραφικών περιοχών είναι απόλυτα ακατανόητη στον βρετανικό λαό… Οι Εγγλέζοι δεν μπορούν να κατηγορηθούν για σταλινισμό “αλλά στα χρονικά των ανθρώπινων αξιών”, όπως γράφει σήμερα η Evening Standard, “το Στάλινγκραντ θα ονομάζεται πάντα Στάλινγκραντ”».