Advertisement

Το βασίλειό μου για ένα τραπέζι σε πίστα

Πώς γίνεται ο Ελληνας, που τόσο τον έχει φάει η ακρίβεια και παραπονιέται ότι δεν τα βγάζει πέρα, να διατίθεται να δώσει τόσα λεφτά για να διασκεδάσει με φιάλες που τις πληρώνει χρυσό; Και για να ακούσει ανθρώπους που όταν μιλήσουν πετάνε το ένα ρατσιστικό και σεξιστικό στερεότυπο μετά το άλλο, λες και βρισκόμαστε στην Ελλάδα του '50; | Λίλα Σταμπούλογλου

431

Στο συνοικιακό καφέ που κάθομαι, μια παρέα είχε πιάσει σοβαρή συζήτηση. «Μεγάλο πρόβλημα» έλεγε ο ένας, «τι θα κάνω δεν ξέρω» έλεγε ο άλλος, «ουφ, τέτοια ώρα τέτοια λόγια» έλεγε ο τρίτος.

Ποιος ξέρει τι έχουν οι καημένοι, σκέφτηκα κι εγώ που καθόμουν παραδίπλα και αναγκαστικά άκουγα τη συζήτηση. Από το μυαλό μου πέρασαν αρρώστιες, χρέη, αναποδιές, μέχρι που στη συζήτηση μπήκαν τα ονόματα και κατάλαβα.

– «Στον Μαζωνάκη δεν έχει ούτε για δείγμα».

– «Βίσση είδες; »

Το μυαλό μου πήγε αυτομάτως στα ρεπορτάζ που διαβάζω και αναλύουν πόσο κοστίζει η διασκέδαση σε πίστα τώρα τις γιορτές. Τα 80 ευρώ ανά άτομο είναι το λιγότερο που θα πληρώσεις για να βρεθείς σε ένα τραπέζι στη γαλαρία του μαγαζιού. Για τα πιο μπροστινά τραπέζια οι τιμές εκτοξεύονται. Φυσικά, παίζουν ρόλο και οι μέρες. Για να κάνεις με την παρέα σου ρεβεγιόν σε μαγαζί με γνωστά ονόματα, ο λογαριασμός θα έχει οπωσδήποτε τρία μηδενικά.

Πώς γίνεται ο Ελληνας, που τον έχει φάει η ακρίβεια και παραπονιέται ότι δεν τα βγάζει πέρα, να διατίθεται να δώσει τόσα λεφτά για να διασκεδάσει με φιάλες που τις πληρώνεις χρυσό; Θα μου πεις, και οι χειμερινοί προορισμοί γεμάτοι είναι την περίοδο των γιορτών, να και άλλο ένα παράδοξο από ένα λαό που ζορίζεται να γεμίσει το καλάθι στο σουπερμάρκετ.

Φαίνεται ότι ο Ελληνας έχει τα φετίχ του. Και κομήτης να πέσει, θα προσπαθήσει να τα ικανοποιήσει. Θα μαζέψει λεφτά, θα τα βγάλει κάτω από τα στρώματα, θα δανειστεί. Μπορεί οι πίστες να περνούν κρίση, όπως όλα τα θεάματα, αλλά μέσα από αυτές καταλαβαίνεις ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά σε αυτή τη χώρα. Ερχονται οι γιορτές και γεμίζουν όπως άλλοτε, ασφυκτιούν, γιατί ψάχνουμε απεγνωσμένα να βρούμε ένα τραπέζι να ξεσαλώσουμε εκεί.

Το ελαφρολαϊκό ποπ έχει αποτυπωθεί στο DNA μας όπως ο μουσακάς και η χωριάτικη σαλάτα. Θέλουμε το ντιριντάχτα, το καψουροτράγουδο, τον καμουφλαρισμένο, με στρας και μίνι και γαρίφαλα, νεοσυντηρητισμό. Γιατί αυτό είναι το ελαφρολαϊκό πίστας. Μια πατέντα ελληνική που όσο και να περνούν τα χρόνια μένει ίδια κι απαράλλαχτη.

Τα εννιά στα δέκα τραγούδια της θα μιλάνε για πάθη και καψούρες, λες και δεν υπάρχει άλλο θέμα στον κόσμο, λες και ο μόνος καημός του νεοέλληνα είναι ποιος τον άφησε, ποιος τον κεράτωσε και ποιος του έκλεψε την καρδιά. Ο κόσμος καίγεται, αλλά μέσα σε αυτά τα μαγαζιά καίγεται μόνο ο καψούρης. Σαν να μπαίνεις σε μια χρονοκάψουλα που σε πάει σε έναν μονοθεματικό και επίπεδο χωροχρόνο, με ερωτευμένα ζευγάρια και παρατημένους να παίζουν μουσικές καρέκλες ανάμεσα σε στοίβες γαρίφαλα.

Και θέλει ο Ελληνας να ακούει αυτά τα τραγούδια από τύπους και τύπισσες που όταν ανοίγουν το στόμα τους για να μιλήσουν, σε καμια συνέντευξη ας πούμε, πετάνε το ένα στερεότυπο μετά το άλλο. Τους ακούς και νομίζεις ότι είσαι στην Ελλάδα του ’50. Θες σεξιστικές και ρατσιστικές χοντράδες, θες ψεκασμένες δηλώσεις, θες εθνικιστές κορώνες, θες αναχρονιστικά κλισέ; Τα πάντα έχει ο μπαξές της αντίληψής τους.

«Δεν μπορώ να είναι η γυναίκα πάνω από εμένα» και «είναι ωραίο να σφουγγαρίζεις εσύ το σπίτι σου και να διαβάζει η γυναίκα σου εφημερίδα;» αναρωτιόταν ο Νίκος Οικονομόπουλος σε μια παλιότερη συνέντευξη. Σε άλλη, ο Νίκος Βέρτης δήλωνε ότι το να του φέρει η γυναίκα το πουκάμισο σιδερωμένο το θεωρεί γοητευτικό.

«Εγώ, αν αυτά τα κόμματα διαχειριστούν με σωστό τρόπο και σεβασμό τα προβλήματα των Ελλήνων, είμαι ο πρώτος που θα τα ψηφίσει» έλεγε πριν μια δεκαετία ακριβώς ο Γιάννης Πλούταρχος, όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη για την άνοδο της Ακροδεξιάς στη χώρα. Για να μη μιλήσουμε για τα εθνικιστικά παραληρήματα του Νότη Σφακιανάκη, τα οποία ουκ ολίγες φορές έχει ξεδιπλώσει σε δημόσιες εμφανίσεις του.

Ο σουρεαλισμός της μεταφυσικής και τη συνομωσιολογίας έρχεται να συμπληρώσει το παζλ της πίστας του παραλόγου. «Ο Θεός κατέβηκε και μου άλλαξε το λάστιχο» είχε πει μπροστά στην κάμερα ο Βασίλης Τερλέγκας. «Ολοι μπορούν να μετακινήσουν αντικείμενα με τη σκέψη, όχι μόνο εγώ» και «ο κορονοϊός έγινε για να κάνουμε εμβόλια»: μερικές από τις πολλές άνευ λογικής δημόσιες τοποθετήσεις του Σταμάτη Γονίδη.

Τελικά, σκέφτεσαι, καλύτερα που αυτοί οι άνθρωποι τραγουδούν μόνο για την καψούρα. Αν η θεματολογία των τραγουδιών τους άνοιγε, με τέτοιες αντιλήψεις που έχουν, ποιος ξέρει τι θα έλεγαν οι στίχοι. Η εμμονή με το «σε θέλω – με θέλεις» του σύγχρονου ελαφρολαϊκού, αν και βαρετή, τουλάχιστον μας σώζει από τα υπόλοιπα, τα αναχρονιστικά και ακατανόητα.

ΥΓ. Οχι ότι δεν κρύβονται κι αυτά κάτω από το τραπέζι του θαμώνα, βέβαια. Γιατί τα είδωλα της πίστας καθρεφτίζονται επάνω του.

 

 

 

Πηγή Protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο