Τζον Χόκσγουορθ: Ο άνθρωπος που έσωσε την Αθήνα στα Δεκεμβριανά
Στο βιβλίο «Ο Αγώνας για την Ελλάδα, 1941-1949» του Κρις Γούντχαουζ υπάρχει μια φράση που θα παραξενέψει τη συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών που θεωρούν ότι είναι ενήμεροι σχετικά με τον ελληνικό Εμφύλιο: «Εχει αναπτυχθεί ένας μύθος, ότι ο Στρατηγός Σκόμπι έσωσε την Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1944. Μα η αλήθεια είναι ότι παραλίγο να τη χάσει. Η Αθήνα σώθηκε από τον Στρατηγό Τζον Χόκσκγουορθ» | Απόστολος Δοξιάδης
Ο Κρίστοφερ Γούντχαουζ, γνωστός κατά τη διάρκεια της Κατοχής στους ελληνικούς αντάρτικους στρατούς κάθε πολιτικής απόχρωσης ως «Συνταγματάρχης Κρις», ήταν ο ουσιαστικότερος σύνδεσμος των Βρετανών με την ελληνική Aντίσταση. Γενναίος πολεμιστής ο ίδιος, που πέρασε την Κατοχή στο βουνό, ικανότατος οργανωτής και φανατικός φιλέλληνας μέχρι το τέλος της ζωής του, έγραψε αργότερα κάποια από τις τα πιο σημαντικά ιστορικά κείμενα για την εποχή.
Στο βιβλίο του «Ο Αγώνας για την Ελλάδα, 1941-1949» έχει μια φράση που θα παραξενέψει τη συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών που θεωρούν ότι είναι ενήμεροι σχετικά με τον ελληνικό Εμφύλιο: «Εχει αναπτυχθεί ένας μύθος, ότι ο Στρατηγός Σκόμπι έσωσε την Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1944. Μα η αλήθεια είναι ότι παραλίγο να τη χάσει. Η Αθήνα σώθηκε από τον Στρατηγό Τζον Χόκσκγουορθ».
Εχω κάνει το τεστ πολλές φορές. Οταν τυχαίνει να βρεθώ σε συζητήσεις με ανθρώπους που μου λένε πόσο τους ενδιαφέρει ο Εμφύλιος και πώς παρακολουθούν συστηματικά τη σχετική βιβλιογραφία, ρωτάω: «Ποιος ήταν ο Τζον Χόκσγουορθ;». Ελάχιστοι αναφέρουν, όχι με πολλή σιγουριά, ότι ήταν ένας από τους αξιωματικούς της βρετανικής αποστολής μετά την Απελευθέρωση. Αλλά κανείς δεν ξέρει τον ρόλο του. Κανείς, δηλαδή, εκτός από μερικούς εξειδικευμένους στρατιωτικούς ιστορικούς που έχουν ασχοληθεί με εκείνη την περίοδο.
Ο βασικότερος λόγος για την αυτήν την άγνοια είναι ότι οι μεγαλύτεροι διαφημιστές των άθλων των στρατιωτικών ηγετών είναι κατά κανόνα οι ίδιοι. Ο Τσόρτσιλ είπε μετά τον πόλεμο την περίφημη φράση: «Είμαι βέβαιος ότι Ιστορία θα μου φερθεί καλά, γιατί πρόκειται να τη γράψω εγώ», πράγμα που έκανε στο μνημειώδες πολύτομο έργο του για την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο έκανε και ο Σκόμπι. Ο ηγέτης των συμμαχικών δυνάμεων που έφτασαν στην Ελλάδα με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, στα μέσα του Οκτωβρίου του 1944, όταν την εγκατέλειψαν οι δυνάμεις των Ναζί –όχι επειδή «ηττήθηκαν από τον ΕΛΑΣ», όπως θέλει η πιο ακραία εκδοχή της αριστερής προπαγάνδας, αλλά υποχωρώντας αυτοβούλως για να μην εγκλωβισθούν από τον Κόκκινο Στρατό στα Βαλκάνια– αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στο να διαφημίζει τον εαυτό του. Πάνω από όλα εξήρε τον ρόλο του στο σημαντικότερο στρατιωτικό γεγονός της θητείας του, τη Μάχη της Αθήνας, γενικότερα γνωστή ως «Δεκεμβριανά». Μάλιστα φρόντισε και για την έκδοση της βιογραφίας του. Ο τίτλος είναι ενδεικτικός των προθέσεών του: «Σκόμπι, ο Ηρωας της Ελλάδας».
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η ελληνική επίσημη ιστοριογραφία εξήρε τον ρόλο των ελλήνων μαχητών, και αντίστοιχα, αργότερα, η κομμουνιστική, των ηγετών της δικής της πλευράς, ενώ η ξένη, όταν ασχολούνταν, αρκούνταν στον Σκόμπι. Στον άνθρωπο που, κατά τον Γούντχαουζ, έσωσε την Αθήνα, αντιθέτως, δεν δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να γράψει ή να πει μια κουβέντα. Για τούτο υπήρχε ένας πολύ σοβαρότερος λόγος, πέρα από τη φυσική του σεμνότητα. Λίγες εβδομάδες μετά τη λήξη του πολέμου, ο Τζον Χόκσγουορθ ήταν νεκρός.
Το μοναχοπαίδι του, επίσης με το όνομα Τζον, έγινε σπουδαίος τηλεοπτικός παραγωγός –μεταξύ άλλων, έκανε τη φημισμένη διασκευή των ιστορικών του Σέρλοκ Χολμς– αλλά δεν ασχολήθηκε ποτέ με την υστεροφημία του πατέρα του, ίσως γιατί δεν άκουσε ποτέ από τον ίδιο τις αφηγήσεις της Μάχης της Αθήνας, θέμα που ο Τύπος στην Αγγλία δεν πρόβαλε, λόγων πολιτικών ισορροπιών. Ο εγγονός του γεννήθηκε αφού είχε πεθάνει ο παππούς και δεν έμαθε καν για την Αθήνα. Αυτό το διαπίστωσα από τα παιδιά του, τα δισέγγονα του στρατηγού, τα οποία εντόπισα εξαντλώντας όλους τους «Χόκσγουορθ» από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτά άκουσαν από εμένα για πρώτη φορά, άναυδα, για τον καίριο ρόλο που έπαιξε ο προπάππος τους στη νεότερη ελληνική ιστορία. «Το μόνο που ξέραμε για τον “Τζίντζερ”, όπως ήταν το παρατσούκλι του λόγω των πυρόξανθων μαλλιών του», μου είπε η ευγενέστατη Κλερ Χόκσγουορθ όταν της μίλησα, «ήταν ότι είχε υπάρξει στρατηγός και πολέμησε στον πόλεμο. Τίποτε άλλο». Υστερα από παράκλησή μου, όμως, η Κλερ επισκέφθηκε το παλιό εξοχικό σπίτι της οικογένειας στο Κάμπερλαντ, και βρήκε σε κάποιο πατάρι τις οικογενειακές φωτογραφίες που είχε την καλοσύνη να μου στείλει. Εδώ δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
Αν δεν υπήρχε η αναφορά στο βιβλίο του Γούντχαουζ, το όνομα του Χόκσγουορθ δεν θα ξαναγραφόταν για πάνω από μισό αιώνα, μέχρι δηλαδή να αρχίσουν κάποιοι ειδικοί ιστορικοί να μελετούν σε μεγαλύτερο βάθος τον Εμφύλιο. Αλλά και πάλι, οι αναφορές βρίσκονται μόνο σε ελάχιστα εξειδικευμένα βιβλία. Φέτος, όμως, που κλείνουν ογδόντα χρόνια από τη φοβερή αδελφοκτόνα σύρραξη του Δεκεμβρίου του 1944, αποφάσισα, ως μικρή προσφορά στη μνήμη του, να γράψω αυτές τις γραμμές. Επειδή ο Χόκσγουορθ διαδραμάτισε καίριο ρόλο σε ένα σημαντικό κομμάτι της Ιστορίας μας, πιστεύω ότι του αξίζει να μάθουν περισσότεροι συμπολίτες μας για αυτόν.
Πάντως, αν και ο ισχυρισμός του Γούντχαουζ για τον Χόκσγουορθ, με τον οποίο ξεκίνησα, είναι πέρα για πέρα σωστός, αποσιωπά ένα καίριο κομμάτι της αλήθειας: ότι για να μπορέσει να σώσει ο Χόκσγουορθ την Αθήνα, όταν έφτασε στα μέσα Δεκεμβρίου, έπρεπε ακόμα να υπάρχει ελεύθερο ένα κομμάτι της. Και αυτό δεν θα είχε συμβεί χωρίς τον αγώνα, τις πρώτες φοβερές ημέρες της σύγκρουσης, αποκλειστικά ελλήνων μαχητών και έπειτα, για λίγες ημέρες επιπλέον, και μερικών Βρετανών.
Ο κυρίαρχος μύθος για τα Δεκεμβριανά είναι ότι η σύγκρουση ξεκίνησε αργά το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου, όταν άνδρες της Αστυνομίας Πόλεων πυροβόλησαν σκοτώνοντας διαδηλωτές μιας ειρηνικής συγκέντρωσης στην Πλατεία Συντάγματος. Στα αλήθεια, όμως, η απόφαση για την κατάληψη της εξουσίας από το ΚΚΕ είχε ήδη ληφθεί και είχε μπει σε εφαρμογή. Τρεις ημέρες πριν από τη συγκέντρωση, η ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, που βρίσκονταν πια υπό τις άμεσες διαταγές του, εγκατέλειψαν τα γραφεία τους στο κέντρο της Αθήνας. Την ίδια ημέρα, τέσσερα πρόσθετα συντάγματα του ΕΛΑΣ κατέφθασαν από την επαρχία και στρατοπέδευσαν στα περίχωρα της πρωτεύουσας.
Την 1η Δεκεμβρίου, τα έξι μέλη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας –και όχι «κυβέρνησης των δωσιλόγων», όπως τη θέλει πάλι η πιο ακραία αριστερή προπαγάνδα– που ανήκαν στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν, και ο «Ριζοσπάστης» άρχισε οξεία επίθεση κατά της υπόλοιπης κυβέρνησης, ως προδοτικής. Ταυτόχρονα, εκδόθηκε η απόρρητη διαταγή του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, που όριζε το σχέδιο της κατάληψης της Αθήνας – δηλαδή της εξουσίας. Στις 2 Δεκεμβρίου, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ άρχισαν να καταλαμβάνουν τα τμήματα της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής στα περίχωρα, ενώ το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου, ώρες πριν από τη συγκέντρωση, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευε άρθρο του Γιάννη Ζέβγου, του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, όπου έγραφε ότι πλέον τον λόγο έχουν οι «μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ». Ο πόλεμος για την κατάληψη της εξουσίας είχε ξεκινήσει. Το άρθρο του Ζέβγου ισοδυναμούσε με την επίσημη κήρυξή του. Οι πυροβολισμοί της Αστυνομίας και οι θάνατοι στην Πλατεία Συντάγματος μόνο μέσα σε αυτή την αλληλουχία γεγονότων ερμηνεύονται ορθά. Γιατί με ή χωρίς αυτούς, η Μάχη της Αθήνας θα είχε γίνει.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, υπολογίζοντας ότι οι Βρετανοί δεν θα τολμούσαν να εμπλακούν, λόγω των αντιδράσεων της Σοβιετικής Ενωσης, αλλά και της άκρως παραπληροφορημένης ηγεσίας και κοινής γνώμης των ΗΠΑ, πίστευε ότι τα λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα της Αθήνας που δεν ήταν ήδη υπό κομμουνιστική κατοχή –η περιοχή που οι κομμουνιστές αποκαλούσαν ειρωνικά «Σκομπία»– θα μπορούσαν να καταληφθούν σε 48 ώρες. Με την υπόλοιπη χερσαία περιοχή της χώρας να ελέγχεται πλήρως, η εξουσία της χώρας θα ανήκε πλέον στο ΚΚΕ.
Τις πρώτες ημέρες των Δεκεμβριανών, χωρίς αγγλική συμμετοχή, την Αθήνα έσωσαν λίγες χιλιάδες Ελλήνων, το τμήμα της Ταξιαρχίας του Ρίμινι που είχε φτάσει με την Απελευθέρωση, κάποιες εκατοντάδες άνδρες της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας, λίγοι απόστρατοι ευέλπιδες και αξιωματικοί που είχαν απομείνει από την οργάνωση «Χ», καθώς και μερικές δεκάδες νεαροί μαχητές μικρών εθνικών αντιστασιακών οργανώσεων, όπως της ΠΕΑΝ και της ΡΑΝ. Το πολύ πέντε χιλιάδες άνθρωποι συνολικά, απέναντι στις είκοσι χιλιάδες του ΕΛΑΣ.
Η επίθεση του ΕΛΑΣ στο κέντρο της Αθήνας από τα βόρεια είχε κύριο στόχο τους άνδρες της Ταξιαρχίας του Ρίμινι. Ενδεικτικό της αφέλειας των επιτελικών του ΕΛΑΣ ήταν ότι η διαταγή του Α’ Σώματος Στρατού έγραφε σχετικά, απλώς, «να εκκαθαρίσει το Γουδί η 2η Μεραρχία». Αντί όμως να το εκκαθαρίσει, οι επιτιθέμενοι ηττήθηκαν κατά κράτος από τους εμπειροπόλεμους άνδρες της Ταξιαρχίας, υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Θρασύβουλου Τσακαλώτου. Αλλά η κύρια, μαζική επίθεση του ΕΛΑΣ έγινε από τα νότια, επικεντρωμένη στο στρατόπεδο της Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη. Οι υπερασπιστές του στρατοπέδου άντεξαν, ύστερα από σκληρότατη και άνιση μάχη έξι ημερών, με αναλογία επιτιθέμενων προς αμυνόμενους μεγαλύτερη από δέκα προς έναν. Ηγέτης τους ήταν ο βενιζελικός, απότακτος του 1935, Συνταγματάρχης της Χωροφυλακής Γεώργιος Σαμουήλ.
Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι λίγες χιλιάδες άνθρωποι, η Αθήνα θα είχε πέσει στις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου. Αυτοί την κράτησαν, αφού όπως σωστά είχε προβλέψει η ηγεσία του ΚΚΕ, οι Βρετανοί δεν ενεπλάκησαν. Αυτό κατ’ εντολή του Σκόμπι στους στρατιώτες του να μη συγκρούονται με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αν δεν δέχονταν πυρά. Και η ηγεσία του ΕΛΑΣ φρόντισε να μη δέχονται. Μόνη εξαίρεση ήταν λίγες δεκάδες ελεύθεροι σκοπευτές που συνέβαλαν στην άμυνα του Στρατοπέδου Μακρυγιάννη, από την Ακρόπολη.
Μόνο όταν, μετά την αποτυχία των πρώτων δύο επιθέσεων, από τα βόρεια και τα νότια, έφτασαν στην Αθήνα σημαντικές ενισχύσεις στον ΕΛΑΣ, αναγκάστηκαν να εμπλακούν οι Βρετανοί με εντολή του Τσόρτσιλ. Στη Μάχη της Αθήνας μπήκε μία ταξιαρχία τεθωρακισμένων και μία των ειδικών δυνάμεων, των κομάντος των γνωστών από τις μάχες τους στην Αφρική και την Ιταλία ως «Κόκκινων Διαβόλων», από το χρώμα του μπερέ τους.
Ομως, παρά την καθυστερημένη εμπλοκή των Βρετανών, στις 12 Δεκεμβρίου η κατάσταση έμοιαζε απελπιστική. Ο Στρατηγός Σκόμπι, ένας ουσιαστικά άκαπνος αξιωματικός του Μηχανικού που είχε τοποθετηθεί στην Ελλάδα για να διοικήσει μια απελευθερωμένη και όχι εμπόλεμη χώρα, ήταν εντελώς ανίκανος να αντιμετωπίσει την επίθεση. Μάλιστα, πρότεινε στην κυβέρνηση και τους ηγέτες των ελληνικών δυνάμεων την εγκατάλειψη του κέντρου και την υποχώρηση στο Φάληρο. Αν δεν υπήρχε η άρνηση του Τσακαλώτου να εγκαταλείψει το πόστο του, ίσως το σχέδιό του να είχε εφαρμοστεί. Κατά συνέπεια, έχει απόλυτο δίκιο ο Γούντχαουζ όταν γράφει στο βιβλίο του ότι ο Σκόμπι όχι μόνο δεν έσωσε αλλά παραλίγο να χάσει την Αθήνα.
Ενημερωμένοι για την τραγικότητα της κατάστασης, στις 13 Δεκεμβρίου έφτασαν στην Αθήνα ο Γενικός Διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων της Ιταλίας, Στρατηγός Αλεξάντερ, και ο Υπουργός για τις Απελευθερωμένες Χώρες, Χάουαρντ Μακμίλαν, ο γνωστότατος μετέπειτα ως πρωθυπουργός. Βλέποντας στο πεδίο την κατάσταση, ο Αλεξάντερ κατάλαβε ότι η Αθήνα θα χανόταν χωρίς ισχυρή στρατιωτική ενίσχυση και, κυρίως, χωρίς την ανάληψη της ηγεσίας από έναν πραγματικό πολεμιστή.
Μόνο ύστερα από πίεση του Γεωργίου Παπανδρέου και του βρετανού πρέσβη Λίμπερ, που θεώρησαν ότι η αντικατάσταση του Σκόμπι θα έπληττε το ηθικό Ελλήνων και Βρετανών, δέχθηκε ο Αλεξάντερ να τον αφήσει τυπικά επικεφαλής. Αλλά η στρατιωτική διοίκηση των βρετανικών και των ελληνικών δυνάμεων ανατέθηκε αποκλειστικά στον Υποστράτηγο Τζον Χόκσγουορθ, που έφτασε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου.
Ο Τζον Χόκσγουορθ, γεννημένος στις 13 Φεβρουαρίου του 1893 στην επαρχία του Κάμπερλαντ, αφού αποφοίτησε από το δημόσιο σχολείο της περιοχής του, σπούδασε Ιστορία στην Οξφόρδη. Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, κατατάχθηκε ως εθελοντής στον στρατό και πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου ως αξιωματικός του Πεζικού στο Δυτικό Μέτωπο, όπου τραυματίστηκε τρεις φορές και παρασημοφορήθηκε επανειλημμένα για ανδραγαθία. Οταν επικράτησε ειρήνη, αποφάσισε να σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός. Ηταν εξαρχής πολύ αγαπητός στους συναδέλφους του, όλοι τον αποκαλούσαν «Τζίντζερ, και στους άνδρες του. Μικρόσωμος, καλόβολος, χαμογελαστός, επέβαλλε τον σεβασμό και την πειθαρχία με την ικανότητα και τους τρόπους του.
Στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Χόκσγουορθ είχε τον βαθμό του ταξιάρχου. Πολέμησε στη Γαλλία και υποχώρησε με τις βρετανικές δυνάμεις στη Δουνκέρκη. Τον Μάρτιο του 1943 αποβιβάστηκε στην Αλγερία επικεφαλής της 4ης Μεραρχίας Πεζικού, με την οποία πολέμησε ως την παράδοση των ναζιστικών στρατευμάτων της Βόρειας Αφρικής. Ενώ οι άνδρες του αναπαύονταν εν όψει της εισβολής στη Σικελία, τον Αύγουστο ανατέθηκε στον Χόκσγουορθ η προετοιμασία της 46η Μεραρχίας Πεζικού για την κατάληψη της Ιταλίας.
Με τους άνδρες του αποβιβάστηκε και κατέλαβε το Σαλέρνο στις αρχές Σεπτεμβρίου, ενώ συνέχισε με την κατάληψη της Νάπολης. Κατόπιν, επί κεφαλής της 1ης Μεραρχίας έλαβε μέρος στη σκληρότατη μάχη του Αντσιο, ενώ ηγήθηκε σε σημαντικές νίκες κατά της περιβόητης «Γοτθικής Γραμμής» του Στρατάρχη Κέσερλινγκ. Στη συνέχεια, μαζί και με τους έλληνες μαχητές, πολέμησε στην κατάληψη του Ρίμινι.
Τον Νοέμβριο του 1944, ο Χόκσγουορθ προήχθη σε υποστράτηγο και ανέλαβε τη διοίκηση του 10ου Σώματος Στρατού. Σε αυτή τη θέση έλαβε τη διαταγή του Στρατάρχη Αλεξάντερ να έρθει στην Ελλάδα, με μέρος των δυνάμεών του, ενώ προστέθηκαν ενισχύσεις πολεμιστών που είχαν μείνει στην Αφρική, καθώς και η ταξιαρχία των Νεπαλέζων, των φημισμένων για το θάρρος τους «Γκούρκας», όπως και μιας ταξιαρχίας Ινδών. Οι δύο τελευταίες αντιμετωπίστηκαν από την προπαγάνδα του ΚΚΕ, με αφίσες και τραγουδάκια βασισμένα στα χειρότερα ρατσιστικά πρότυπα, ως οι σκουρόχρωμοι αιμοχαρείς βιαστές των αγνών Ελληνίδων. Περπατώντας στο Βρετανικό Νεκροταφείο του Φαλήρου, με συγκίνησε ο στίχος του Λόρδου Βύρωνα που είχε διαλέξει για τον τάφο του ένας νεαρός αξιωματικός των Γκούρκας: «Ονειρεύτηκα πως ήταν ακόμα ελεύθερη η Ελλάδα…».
Μόλις σε τρεις ημέρες από την άφιξή του, ο Χόκσγουορθ κατόρθωσε να αναχαιτίσει τη γενικευμένη επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ για την κατάληψη του κέντρου της Αθήνας και να αρχίσει την αντεπίθεση. Καταλαβαίνοντας ότι η μάχη του κέντρου είναι χαμένη, το ΚΚΕ διέταξε τον ΕΛΑΣ να αρχίσει περιφερειακές επιθέσεις, καταλαμβάνοντας μεταξύ άλλων των αρχηγείο της Βρετανικής Αεροπορίας στη Κηφισιά. Ο Χόκσγουορθ ζητούσε επίμονα από την πολιτική ηγεσία την άδεια να αρχίσει γενική επίθεση, αλλά του την αρνούνταν. Μέσω και της άφιξης του Τσόρτσιλ στην Αθήνα τα Χριστούγεννα, οι πολιτικοί είχαν την ελπίδα συμβιβασμού. Στο διάστημα όμως που αποτύγχαναν την επίτευξή του, η Πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ συνελάμβανε χιλιάδες αμάχων ομήρων. Αξίζει να αναρωτηθούμε πόσες από τις αθώες ζωές των ομήρων που εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες θα είχαν σωθεί, αν είχε επιτραπεί στον Χόκσγουορθ να αρχίσει έγκαιρα την επίθεσή του.
Τελικά, η άδεια του δόθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1945. Δύο μέρες αργότερα, είχε αποκτήσει τον έλεγχο όλης της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας και του Πειραιά. Κατόπιν, μαζί με το σύνολο πλέον της ελληνικής 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, που είχε καταφθάσει στο μεταξύ, οι δυνάμεις του βγήκαν από την Αθήνα, καταδιώκοντας τις μονάδες του ΕΛΑΣ που υποχωρούσαν. Το ΚΚΕ, φοβούμενο λόγω των διεθνών συγκυριών να γενικεύσει τη σύρραξη σε όλη την Ελλάδα, αναγκάστηκε να υπογράψει ανακωχή στις 11 Ιανουαρίου. Η μάχη της Αθήνας είχε λήξει.
Μετά το επίσημο τέλος της, με την υπογραφή τη Συμφωνίας της Βάρκιζας τον Φεβουάριο, και την επιστροφή όσων ομήρων δεν είχαν εκτελεστεί, ο Χόκσγουορθ γύρισε στην Ιταλία, παραμένοντας διοικητής του 10ου Σώματος Στρατού μέχρι την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στις 8 Μαΐου.
Στα τέλη του μήνα, επιβιβάστηκε με τους άνδρες του σε μεταγωγικό του Βρετανικού Ναυτικού, για το πολυπόθητο ταξίδι του γυρισμού, στην πατρίδα και την οικογένειά του. Αλλά δεν ήταν της μοίρας του να φτάσει. Ο σεμνός και γενναίος πολεμιστής Τζον Χόκσγουορθ, ο «σωτήρας της Αθήνας» κατά τον Γούντχαουζ, πέθανε εν πλω από καρδιακή συγκοπή, έξω από το Γιβραλτάρ, στις 3 Ιουνίου του 1945. Ηταν πενήντα δύο ετών.
Τις δάφνες των νικών του τις μάρανε πριν ανθίσουν ο αμείλικτος νόμος της λήθης.
* Ο Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας