Βασίλης Χάρος – Μία εντυπωσιακή καλλιτεχνική πορεία που ξεκίνησε σε ένα κακοτράχαλο περιβάλλον
Γράφει ο Εμμ. Π. Καλλίγερος
Οφειλόμενη τιμή σε έναν συνεπή καλλιτέχνη και έναν ξεχωριστό άνθρωπο
Έχουν περάσει 15 χρόνια από την ημέρα που ο Βασίλης Χάρος έφυγε από κοντά μας σε μία ηλικία κατά την οποία κανονικά θα βρίσκονταν αντάμα η βαθιά εμπειρία, η ωριμότητα και η καταξίωση. Χτυπημένος από την επάρατο, σπάνια έδειχνε τον παραμικρό πόνο στους άλλους, σπανιότερα εξέφραζε το παράπονο και μόνο όσοι τον γνώριζαν καλά καταλάβαιναν το βαθύ του πόνο. Όχι τόσο για τον εαυτό του, αλλά για όσα είχε ο ίδιος ακόμη να κάνει, για την οικογένειά του, για την πρόωρα χαμένη το 1962 στα είκοσι της πολυαγαπημένη του αδελφή Ελένη. Τον θυμάμαι ένα, νομίζω το προτελευταίο καλοκαίρι της ζωής του, να σταματά έξω από το σπίτι μου και να μιλάμε αρκετή ώρα. Από την ομιλία μας αυτήν θυμάμαι μόνο ότι είπε ελάχιστα για το προσωπικό του δράμα, την αρρώστια του. Δεν ήθελε, δεν ήξερε πολλά, το άφηνε γι’ αργότερα; Αγνοώ. Όμως μέχρις εδώ οι προσωπικές αναμνήσεις για έναν πραγματικό φίλο, τον οποίο επισκεπτόμουν συχνά στο εργαστήριό του στους Αμπελοκήπους και είχαμε ατελείωτες συζητήσεις, για τη χαρακτική, για το Τσιρίγο, για τους φίλους, ειδικά μάλιστα αν οι σπουδές αυτές ήταν τα …καλλιτεχνικά.
Πόσοι έτρεψαν οποιουδήποτε είδους εκτίμηση στη ζωγραφική, που ήταν ο μύχιος πόθος του Βασίλη; Από το Κυθηραϊκό περιβάλλον της δεκαετίας του ’60 σχεδόν κανείς. Βρέθηκε όμως ένα φωτεινό μυαλό της εποχής, ο καθηγητής φιλολογίας Μανώλης Σ. Στάθης, γιος του ιδρυτή του Γυμνασίου Κυθήρων και λόγιου Σπ. Στάθη, ο οποίος είχε ξεπεράσει τις αναστολές της εποχής του και ο οποίος, όχι μόνο προέτρεψε το νεαρό Βασίλη να ασχοληθεί με την κλίση του, διαισθανθείς το μεγάλο του ταλέντο, αλλά μίλησε και στον πατέρα του. Ο γέρο Νότης, ένας έξυπνος αγρότης με επαρκείς για την εποχή του γραμματικές γνώσεις και με ένα πηγαίο ταλέντο κι αυτός στην ποίηση -ήταν εξαίρετος ριμαδόρος- ήταν από μία φτωχή πολυμελή οικογένεια με κοιτίδα της το Μανιτοχώρι και παρωνύμιο Μάνητας, Μανιάτης δηλαδή, πιθανόν από μία μακρινή καταγωγή της οικογένειας ή από μία αποδημία εκεί του συγκεκριμένου κλάδου της. Χάροι στα Κύθηρα βρίσκονται πολλοί ήδη από το 16ο αι., σίγουρα δε ακόμη παλιότερα. Ήταν φτωχός και έμεινε φτωχός, καθώς τότε ελάχιστοι προχωρούσαν παραπέρα στα γράμματα και ήδη η οικογένεια είχε σπουδάσει έναν δάσκαλο, ενώ δύο βρέθηκαν μετανάστες στις ΗΠΑ και ένας στην Αργεντινή. Η οικογένεια ζούσε στο πατρικό στο Φυρόι, μία περιοχή απέναντι, αλλά αρκετά μακριά, από την πρωτεύουσα, τη Χώρα με ένα-δύο σπίτια όλα κι όλα.
Μετά τα γυμνασιακά χρόνια και με χίλιες δυσκολίες ο Βασίλης σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών και αποφοιτώντας παίρνει υποτροφία για τη Γαλλία. Εν τω μεταξύ είχε γνωρίσει τη Μάρθα, ακλόνητο στήριγμα της ζωής του στη συνέχεια και είχαν παντρευτεί, φοιτητές, απένταροι και χωρίς δουλειά, αλλά με αγάπη και πολλά όνειρα. Στο Παρίσι γνωρίζει όλα τα ρεύματα της ζωγραφικής της εποχής του, ζει τα γεγονότα του Μάη του ’68 και την εξέγερση των νέων. Εκεί γεννιούνται και τα τρία τους παιδιά (η Έλενα (που διδάσκει καλλιτεχνικά, η Αριάδνη και ο, επίσης καλλιτέχνης σήμερα, Ορέστης) και έρχεται η ώρα να γυρίσει στην Ελλάδα, καθώς είχε σχετική νομική υποχρέωση από την υποτροφία, που είχε λάβει. Έτσι έχασε την ευκαιρία να μείνει στην Πόλη του φωτός, στην οποία σίγουρα θα μεσουρανούσε στη χαρακτική, αφού σ’ αυτήν ειδικεύτηκε καλλιτεχνικά και διέπρεψε αργότερα στην Αθήνα. Στην Αθήνα, λοιπόν, το 1973 και μετά από μία σειρά απογοητεύσεις καταφέρνει και αναλαμβάνει καθηγητής στο Κολλέγιο Αθηνών. Παράλληλα στήνει το εργαστήριο λιθογραφίας σε ένα ημιυπόγειο στους Αμπελοκήπους και εκεί περνά το μεγαλύτερο μέρος από τις ελεύθερες ώρες του. Πολύ αργότερα θα αποκτήσει ένα μικρό κτήμα στο Συκάμινο Ωρωπού, το οποίο του θυμίζει το αγαπημένο του Τσιρίγο.
Εννοείται ότι δεν μένει καθόλου ….ήσυχος.
Παίρνει κάθετη θέση εναντίον της εμπορευματοποίησης της χαρακτικής (ακόμη και σήμερα λίγοι γνωρίζουν τη διαφορά από ένα πρωτότυπο χαρακτικό δουλεμένο πάνω σε Βαυαρικό λίθο με συγκεκριμένο αριθμό «αντιτύπων» από ένα πολλαπλό τυπωμένο από μία μηχανή ΟFFSΕΤ. Μερικοί πουλάνε ακόμη ακριβότερα τα δεύτερα και αν μεν λένε τι είναι, κανένα πρόβλημα, αλλά…)
Λίγα χρόνια πριν τον χτυπήσει η επάρατος (ίσως να μην ήταν τυχαίο ότι ζούσε κάθε μέρα ανάμεσα σε επικίνδυνα χημικά για να τιθασεύσει την πέτρα και να κάνει πράξη τη δημιουργική του φαντασία) γίνεται πρωτεργάτης στην ίδρυση της Ενωσης Ελλήνων Χαρακτών το 1986, μέσα από την οποία δεν δίνει μόνο αγώνα για τη χαρακτική και για τα προβλήματα των χαρακτών συναδέλφων του, αλλά και για να γίνει αντιληπτή από το κοινό η εξαπάτησή του από πολλούς που πουλάνε, απλά πολλαπλά για χαρακτικά, χωρίς να εξηγούν στον κόσμο τη διαφορά. Ψιλά γράμματα. Οι περισσότεροι κυνηγάνε τη δόξα και το χρήμα και πολεμούν την αλήθεια. Πάντα τα ίδια!
Κάθε καλλιτέχνης καταξιώνεται δύσκολα, πολλές φορές μετά το θάνατό του. Ο Βασίλης, πάνω στην πιο δημιουργική για τους καλλιτέχνες ηλικία, φεύγει το καλοκαίρι του 2000 και ταξιδεύει προς τον ουρανό των καλλιτεχνών χωρίς να προλάβει να δει όλα όσα ονειρευόταν. Αφησε όμως πίσω του ένα έργο, το οποίο έχει ένα αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό. Τη συνέπεια. Ηταν πάντα απόλυτα συνεπής σε όσα πίστευε και δεν έκανε ποτέ «εκπτώσεις» πάνω στην καλλιτεχνική του δημιουργία.
Καταξιωμένος σε όσους γνώριζαν την αξία της δουλειάς του, δεν άφησε κανέναν, που να μην θυμάται την πραότητα του χαρακτήρα του, την καλή του διάθεση, τη βαθειά αγάπη του για τον τόπο της γέννησής του και, για όσους γνώριζαν, τη δύσκολη προσωπική του πορεία μέσα στην πιο κακοτράχαλη εποχή για τη γενιά του.
Φωτογραφίες μερικών από τις λιθογραφίες του Βασ. Χάρου. Η λιθογραφία ήταν η αγάπη του. Έπιανε την πέτρα και μόλις το έργο τελείωνε, θαρρείς ότι η πέτρα μιλούσε στον καλλιτέχνη.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ. 307 Νοέμβριος 2015