Μια και τελευταία όλο και αυξάνεται ο αριθμός όσων καρφώνουν ανωνύμως άλλους για τα πιο απίθανα θέματα, ένας καλός φίλος και συνεργάτης μού έριξε την ιδέα να γράψω ένα ύμνο εις τη …ρουφιανιά, μιας κι αυτή εξελίσσεται σε μία ιδιότυπη μάστιγα του τόπου. Τώρα μάλιστα που το κράτος μάς ζητάει να κάνουμε το ίδιο και το θέμα είναι πλέον επίκαιρο, ας γίνει και ποίημα στη στήλη μου. (Για να είμαστε δίκαιοι, αυτή η υστερία κατά της ενδεχόμενης θέσπισης κινήτρων από το Υπ. Οικονομικών, για να «καρφώνουν» οι πολίτες παρανομίες στη φοροδιαφυγή, με βρίσκει αντίθετο, αφού αυτό ισχύει σε όλα τα σοβαρά και πολιτισμένα κράτη. Εκεί, ή πρόκειται για πολεοδομική παρανομία, ή τροχαία παράβαση ή φορολογική κομπίνα οι πολίτες θεωρούν καθήκον τους και οφείλουν να τα καταγγείλουν στις αρχές. Με μία σημαντική διαφορά. Επωνύμως. Και όλοι το θεωρούν αυτό απόλυτα φυσιολογική ενέργεια και κανείς δεν διανοείται να τους απειλήσει (πώς τολμά άλλωστε. Εκεί υπάρχουν νόμοι που τηρούνται). Εδώ ο καθένας που (δικαίως ή αδίκως) νομίζει ότι θίγεται από κάτι, κάνει την καταγγελία του όχι επώνυμα, αλλά ανώνυμα. έτσι που να μην ξέρει κανένας τι γίνεται. Και στα ανώνυμα, γράφει κανένας ό, τι θέλει. Γιατί, αν ήταν επώνυμη, θα περιορίζονταν όλοι σε καταγγελία αληθινών πράξεων ή παραλείψεων και δεν θα έβγαζαν το άχτι τους σε συγχωριανούς. Ας δούμε όμως πως το είδε και ο ποιητής.
Α
Σε γνωρίζω από την κόψη
του καρφιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που καρφώνει όποιον βρει.
Σε γνωρίζω ‘πο τη βία
πούχεις πάντα να καρφώνεις,
κι εις την Πολεοδομία
για γειτόνους να τα χώνεις,
πότε εις τα Δασαρχεία
σ’ όσους βγάζουν αστιβές,
με απίθανα στοιχεία
και με πρόκες ακριβές.
Σε γνωρίζω βρε χαϊβάνι
κάθε μέρα που περνάς
με το μαύρο σου στιβάνι
και μας δείχνεις σαν γυρνάς.
Με κουκούλα, όπως τότες,
πούδειχναν στους Γερμανούς
και κατέδιδαν πατριώτες
και σου σάλευε ο νους.
Σε γνωρίζω ‘ πο την πένα
και το ύφος οπού γράφεις,
που στοχεύεις και εμένα
κι ανωνύμως υπογράφεις.
Γιατί μοιάζεις στα ποντίκια
κει βαθειά στους υπονόμους
και δε φέρεσαι αντρίκια
με τους άγραφους τους νόμους.
Σε γνωρίζω που ατίμως
κάθε μέρα στα κρυφά
χίλιες πρόκες ανωνύμως
μάς καρφώνεις στα πλευρά.
Σε γνωρίζω ‘πο την τόσο
φανερή υποκρισία,
που πηγαίνεις κάθε τόσο
ταπεινά στην εκκλησία,
με σταυρούς και μ’ επικύψεις
τους ανθρώπους να μπερδέψεις,
τη μαυρίλα σου να κρύψεις,
το Θεό να κοροϊδέψεις.
Με κουστούμι εις την τρίχα
και μετάνοιες σωρηδόν,
κρύβεις την ψυχή ως βήχα
και ως κέρας Ατρειδών.
Και στο λέω δημοσίως
κι υπογράφω ευθαρσώς,
πως αν ήταν επωνύμως
να καρφώνεις συνεχώς,
δημοσίως στην πλατεία
θα συνέχαιρα κι εσένα
και, σαφώς χωρίς αστεία,
θα κατέθετα την πένα,
να μη γράφει για ρουφιάνους
σαν εσένα δηλαδή
και για όποιους απιθάνους
σου χρωστούσανε ραβδί.
Κι όποιος έχει τέτοια μούτρα
κι ασφαλώς τέτοια ψυχή
κι όποιου κατεβάζ’ η κούτρα
όσα γράφω στην αρχή,
θέλει σίγουρα να πάει
σε ψυχίατρ’ επειγόντως
κι ακολούθως να τις φάει
από όλους προσηκόντως.
Να τον βρούνε δηλονότι,
να βουτήξουνε το φίλο
και στον Άγνωστο Στρατιώτη
να σαπίσουνε στο ξύλο.
Αν κι υπάρχει τιμωρία
σ’ όσους ρίχνουν ανωνύμως
πρόκες, κι είναι ευκαιρία
π’ αποδέχομαι εκθύμως,
να τους ρίξουν στις κεφάλες,
αντί μπόλικο στυλιάρι
μια βαρέλα με ροχάλες,
κι όχι άφθονο δοκάρι.
Κι αν νομίζουν ότι βρέχει
ή πως στάζει παριστάνουν
και πως τίποτα δεν τρέχει,
τις ροχάλες τους να πιάνουν.
Κι όταν δήθεν τις σκουπίζουν
και πηγαίνουν παραπέρα,
τις διπλές να τους φουρνίζουν
να τις πιάνουν στον αέρα.
Ετσι μία μόνο λύση μένει
πια σ’ αυτή τη χώρα,
με ροχάλες να γεμίσει
τόσους τόνους από ψώρα!
Απ’ τα κέρατα βγαλμένη
των ρουφιάνων τα γερά,
α σιχτίρι σιχαμένη
και κακούργα ρουφιανιά.
Αμφιδάμας