Εις το αρχείο του Στρατηγού Πάνου Κορωναίου υπήρχε ιδιόχειρο σημείωμα, εις το οποίο αναφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την καταγωγή της οικογένειας του. Το περιεχόμενο του σημειώματος διέσωσε ο Παναγιώτης Τσιτσίλιας και οι πληροφορίες που μας δίνει επαληθεύονται πλήρως, ύστερα από έρευνα που έκανα στις «απoγραφές πληθυσμού Κυθήρων 18ος αι.» (έκδοση Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών Αθήνα 1997).
Σύμφωνα με το σημείωμα του Κορωναίου, ο πρώτος Κορωναίος έφθασε στα Κύθηρα από την Πελοπόννησο κατά το 15ο αι. ως φυγάς, ή μετανάστης εκούσιος και το όνομα Κορωναίος ή το είχε εξ αρχής, ή του δόθηκε εδώ στα Κύθηρα και υποδηλώνει καταγωγή από την Κορώνη. Αυτός ο πρώτος Κορωναίος άφησε απόγονο έναν ονόματι Καλόγερο, τον οποίο στις απογραφές βρίσκουμε κατά το 1721 εγκατεστημένο στον Ποταμό, στην ενορία της Ιλιαριώτισσας. Ο Κορωναίος Καλόγερος ήταν γιος παπά και εγεννήθη το 1640 περίπου. Έκανε δυο γιους, το Μανόλη και το Γιώργη και άπλωσαν γύρω από την Ιλαριώτισσα, την Αγία Τριάδα και τον Παντοκράτορα του Ποταμού, όπου απογράφονταν οι φαμίλιες τους. Επειδή απλώθηκαν πολύ για να διακρίνονται πήραν διάφορα παρωνύμια, πολλά από τα οποία έφθασαν μέχρι τις ημέρες μας. Τα παρωνύμια των Κορωναίων του 18ου αι. είναι:
Κορωναίος-Μοδέας, Κορωναίος-Σκλάβος, Κορωναίος-Μιχαλάκης, Κορωναίος-Μπέλλος, Κορωναίος-Ghegheri (Γκέγγερης), Κορωναίος-Sciavo, Κορωναίος- Stragnio, Κορωναίος-Μαυρογιώργης, Κορωναίος-Scheco, Κoρωναίος-Ντεντίος, Κορωναίος- Patugha, Κορωναίος-Noto, Κορωναίος-Βενάρδος, Κορωναίος-Λα- γκαδιώτης, Κορωναίος-Γερακάρης, Κορωναίος-Μανολάκης, Κορωναίος-Τζωρτζόπουλος, Κορωναίος-Code, Κορωναίος-Καλόγερος, Κορωναίος-Σταυριανάκης.
Ο Κορωναίος Καλόγερος ένινε ένας από τους μεγαλύτερους κτηματίες και απέκτησε μεγάλη δύναμη και επιρροή. Το ίδιο και ο γιος του ο Γιώργης ή Καβογιώργης και ο εγγονός του Νικόλαος, ή Καβονικολός. Γι’ αυτόν τον Καβονικολό διηγούνταν, ότι επί Ενετοκρατίας, όταν χτυπούσε το ραβδί του όλοι έρχονταν στις διαταγές του. Κι ακόμη, ότι, όσες φορές έρχονταν να τον επισκεφτούν πρόκριτοι, ή άνθρωποι της εξουσίας, τους έδινε πλούσια δώρα, μεγάλα κεφάλια τυριά και μελισσοκέρι από 10 έως 15 οκάδες. Ο Καβονικολός με το παρωνύμιο Ghegheri ήταν γενναίος άνθρωπος και παντρεύτηκε μια νέα, Κυράνη ονόματι, αρίστης οικογένειας, με την οποία απέκτησε 2 κόρες και 4 γιους Γιώργη, Μανόλη, Γιάννη και Μηνά που ήσαν όλοι ωραίοι άνδρες και παλληκάρια. Όταν πέθανε ο Καβονικολός άφησε μεγάλη κτηματική περιουσία, κατά τη διανομή της οποίας φαίνεται ότι έγινε μια διάκριση (καλιτά) υπέρ του μικρότερου γιου Μηνά, στον οποίο είχε ιδιαίτερη αδυναμία η μάνα του. Ο αμέσως μεγαλύτερος αδελφός Γιάννης, Καβόγιαννης, εφθόνησε το Μηνά και ορκίστηκε να τον καταστρέφει. Οι τρεις πρώτοι παντρεύτηκαν. Ο Μηνάς αγάπησε μια ωραιότατη κοπέλα πλούσια και γραμματισμένη οικογένειας Βενάρδου, ονόματι Μαρία. Η Βενάρδαινα δεν ήθελε αυτό το γάμο αλλά ούτε και η μητέρα του Μηνά, η οποία χρησιμοποίησε διάφορα μέσα για να ματαιώσει αυτό το συνοικέσιο. Μεταξύ των άλλων κατέφυγε σε έναν ιερέα, με την παράκληση να καλέσει το Μηνά και να τον αποτρέψει. Ο ιερέας πράγματι οδήγησε το Μηνά στην εκκλησία, αλλά όχι μόνο δεν τον έπεισε να παραιτηθεί από αυτό το γάμο, απεναντίας ο Μηνάς ορκίστηκε με μεγάλη αποφασιστικότητα και παρρησία ότι θα παντρευτεί τη Βεναρδοπούλα, αλλιώς θα πεθάνει. Μπροστά στην επιμονή του γιου της η μάνα του Μηνά υποχώρησε και ανέλαβε να πείσει τη Βενάρδαινα να συγκατατεθεί στο συνοικέσιο. Η Βενάρδαινα έθεσε δύο όρους για να δώσει τη συγκατάθεσή της. Πρώτον ο Μηνάς να γίνει παπάς και δεύτερον να προικισθεί με τα καλύτερα κτήματα του Καβονικολού Κορωναίου.
Μια νύχτα που ο Μηνάς έκανε σερενάδα στην αγαπημένη του, η Βενάρδαινα του είπε:
«Όπ’ έρχεται στη γειτονιά, ή κλέφτει, ή πορνεύει, ή ταις κοπέλλες αγαπά ή σκοτωμό γυρεύει».
Ο Μηνάς της απάντησε:
«Αν έρχομαι στη γειτονιά έρχομαι με το θάρρος και με ταις πατινάδες μου την αγαπώ να πάρω».
Τελικά ο Μηνάς έγινε παπάς, παντρεύτηκε 20 χρονών την αγαπημένη του, 17 χρονών και τον πρώτο καιρό ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι. Απέκτησαν 3 γιους, το Μανόλη, τον Νικόλα και τον Πιέρο και δυο κόρες την Άννα και την Κυριακούλα. Δυστυχώς γι’ αυτό το ταιριαστό και αγαπημένο ζευγάρι δεν ίσχυσε το «ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα». Ο Καβόγιαννος που φθονούσε το Μηνά άρχισε να βάζει σκάνδαλα στο ανδρόγυνο, να ραδιουργεί και να συκοφαντεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατόρθωσε να ψυχράνει τις σχέσεις του αδελφού του Μηνά με τη γυναίκα του. Στην απογραφή του 1784 ο παπα Μηνάς Κορωναίος είναι 33 ετών και η παπαδιά Μαρία 31, είναι εγκατεστημένοι με τα 5 παιδιά τους στην ενορία της Ιλαριώτισσας, όπου είναι και οι άλλοι συγγενείς τους. Στην απογραφή του 1788 ο παπα Μηνάς και το μεγαλύτερο αγόρι, ο Μανώλης, απουσιάζουν και μένει μόνη η παπαδιά με τα 4 παιδιά. Τι είχε συμβεί; Ο παπά Μηνάς παρακινημένος από τις ραδιουργίες του αδελφού του, εγκατέλειψε το νησί και άφησε απροστάτευτη τη γυναίκα του. Πήγε στην Ανατολή αποφασισμένος να μην ξαναγυρίσει πια. Από εκεί κατέβαινε στη Σμύρνη, όμως καθ’ οδόν τον ληστέψανε και αντί για τη Σμύρνη βρέθηκε στη Βλαχία. Από τη Βλαχία κατέβηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εν τω μεταξύ φαίνεται πήρε σιγά- σιγά και το μεγαλύτερο γιο του Μανόλη και κατόπιν το Νικόλαο και τον Πιέρο.
Κατά την απουσία του Μηνά από τα Κύθηρα, ο Καβόγιαννης που έγινε αιτία να φύγει ο Μηνάς από τα Κύθηρα, ανέλαβε δήθεν το ρόλο του «προστάτη» με σκοπό να ολοκληρώσει το έργο της διάλυσης της οικογένειας του αδελφού του. Κακοπάντρεψε τις κόρες του Μηνά και προσπάθησε με κάθε τρόπο να απομακρύνει από το νησί τους 3 γιους του για να οικειοποιηθεί την περιουσία του. Στο σατανικό σχέδιό του βρήκε συνένοχο τη διαβόητη Δρακούλα Κασιμάτη, η οποία κατόρθωσε να εξαποστείλει τους 3 γιους του Μηνά σε διαφορετική εποχή τον καθένα, χωρίς λεφτά, χωρίς συστατική επιστολή, χωρίς καμιά βοήθεια και προστασία. Από την άλλη μεριά η Δρακούλα δάνεισε ένα ποσόν τη γυναίκα του Μηνά, το οποίο κατόπιν διογκώθηκε με τόκους και άλλα φανταστικά έξοδα και έτσι σιγά σιγά ο Καβόγιαννος με τη Δρακούλα πήραν τα κτήματα του παπά Μηνά. Η γυναίκα του παπα Μηνά, ζωντοχήρα παπαδιά, βρέθηκε εγκαταλελειμμένη και απροστάτευτη πριν κλείσει τα 35 χρόνια της. Φαίνεται ότι κατέφυγε πολλές φορές στους στίχους για να εκφράσει τον πόνο της για την κακή μοίρα και την αγανάκτησή της για τη συμπεριφορά του Καβόγιαννη και της Δρακούλας απέναντί της.
«Το πράγμα μου το πήρανε τους γιους μου τους πουλούνε και μένα τη βαρυόμοιρη πολλά με τυραννούνε.
(Η Δρακούλα)
Έγδυσεν όλη τη φτωχή έφυγε το μυαλό της δεν ημπορούσε να βαστά η μαύρη τον καημό της.»
Ο παπα-Μηνάς Κορωναίος πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1835 σε ηλικία 90 χρονών. Ήταν ο παππούς του στρατηγού Πάνου Κορωναίου. Ο γιος του παπα Μηνά, Νικόλαος, που τον γηροκόμησε, πέρασε πολλές περιπέτειες και τελικά αποκατεστάθη στην Κωνσταντινούπολη εργαζόμενος αρχικά σ’ ένα εργαστήρι βαρελοποιού. Αυτός ο Νικόλαος ήταν ο πατέρας του στρατηγού, του οποίου παιδί ήταν εκτός από τον Πάνο Κορωναίο και η ωραιοτάτη Κλεοπάτρα κατόπιν σύζυγος του βουλευτή Δημητρίου Ραπτάκη και γιαγιά του Κλέωνος Τριανταφύλλου (Αττίκ).
Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ φαίνεται ότι με την εργατικότητά του και την εξυπνάδα του απέκτησε μεγάλη περιουσία στην Κωνσταντινούπολη και έγινε σημαντικός παράγων του Ελληνικού στοιχείου, το οποίο είδε λαμπρές ημέρες στα χρόνια της βασιλείας του Αβδούλ Χαμίτ τον περασμένο αιώνα. Η οικονομική ευρωστία του πατέρα επέτρεψε στον Πάνο Κορωναίο να κάνει λαμπρές σπουδές στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιόνιο Ακαδημία και στη Σχολή Ευελπίδων που ίδρυσε ο Καποδίστριας στο Ναύπλιο. Αφού διέγραψε μια εκπληκτική πορεία στο στρατιωτικό και στον πολιτικό στίβο, πέθανε στην Αθήνα το 1899 σε ηλικία 90 ετών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ.132 – Δεκέμβριος 1999