Advertisement

Το τσουνάμι των μεταναστών προς την Αυστραλία, «ευλογία ή κατάρα» για τα Κύθηρα;

Νικόλαος Π. Γλυτσός, Ph.D.(USA), Ερευνητής Οικονομολόγος

152

Το ερώτημα ευλογία ή κατάρα είχε τεθεί με επίταση στην δεκαετία του 1960, με αφορμή την μαζική μετανάστευση των Ελλήνων προς την Γερμανία, αλλά και τις υπερπόντιες χώρες, και την εξ’ αιτίας της πληθυσμιακή αποψίλωση πολλών περιοχών της χώρας. Η εκτεταμένη συζήτηση της εποχής δεν κατέληξε, αλλά ούτε ήταν αναμενόμενο να καταλήξει, σε μια ενιαία απάντηση προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση, ίσως γιατί το θέμα είναι πολύπλοκο και πολύπλευρο και δεν επιδέχεται μιας μονοσήμαντης απάντησης.

Η περίπτωση πάντως ενός μικρού και απομονωμένου τότε νησιού, όπως τα Κύθηρα, αποτελεί αντικείμενο μιας συζήτησης διαφορετικής από εκείνη για ολόκληρη την χώρα ή ενός ηπειρωτικού τμήματος αυτής. Αντίθετα με τις ευρύτερες περιοχές, οι οποίες προσφέρουν εναλλακτικές διεξόδους αντί της μετανάστευσης, τα μικρά περίκλειστα νησιά, με κατ’ εξοχήν αγροτικές δραστηριότητες, στερούνται αυτών των δυνατοτήτων.

Αναχώρηση για µετανάστευση από την Καρβουνάδα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, μια ερώτηση τόσο κοφτή και μονοσήμαντη έχει περιορισμένη αξία, της οποίας η απάντηση προαπαιτεί την ενασχόληση με άλλα ενδιάμεσα ερωτήματα και εξελίξεις, που αφορούν ολόκληρο τον κύκλο της μετανάστευσης. Με άλλα λόγια, απαιτείται η εξέταση  όλου του φάσματος και των διαστάσεων της εξόδου του πληθυσμού:  η μελλοντική πορεία των μεταναστών στην Αυστραλία, η σθεναρή ή χαλαρή διατήρηση των δεσμών με την πατρίδα, η εισροή των εμβασμάτων, ακόμη και η επιστροφή ή οι συχνές επισκέψεις στο νησί.

Σε πρώτη φάση, πρέπει να  δοθούν εξηγήσεις στο τι οδήγησε τους Κυθήριους στην μαζική μετανάστευση, και αν υπήρχε δυνατότητα να μην είχε συμβεί. Μόνο σε 3 χρόνια μεταξύ 1946-1950, έφυγαν σχεδόν  3.000 άτομα για την Αυστραλία[1] (το 41% του πληθυσμού). Για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της εξόδου, στην φανταστική περίπτωση που αυτό συνέβαινε σήμερα, θα ισοδυναμούσε χονδρικά με πλήρη εκκένωση του νησιού από τους Κυθήριους, θα έμεναν μόνο οι αλλοδαποί!  Για να μάθουμε γιατί έφυγαν τόσοι πολλοί, σε ένα ιστορικά σύντομο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να δούμε πια ήταν η οικονομία του νησιού και τι περαιτέρω δυνατότητες ανάπτυξης και βελτίωσης της ζωής των κατοίκων είχε, υπό τις επικρατούσες τότε συνθήκες τεχνολογίας, επάρκειας κεφαλαίου και φυσικών πόρων.

Στην περίοδο της μεγάλης εξόδου, η οικονομία του νησιού ήταν κατ’ εξοχήν γεωργική, με μικρό, ως επί το πλείστον, άγονο οικογενειακό κλήρο (ο οποίος μέσω κληρονομιών στις πολύτεκνες οικογένειες της εποχής, γινόταν όλο και μικρότερος), με πρωτόγονα τεχνικά μέσα καλλιέργειας και σχεδόν ανύπαρκτη χρηματοδότηση. Ήταν βασικά μια οικονομία πού όλα γίνονταν  «με το χέρι» και με περιορισμένο ζωικό κεφάλαιο, μια παραγωγική διαδικασία  που απαιτούσε πολύωρη και κοπιώδη εργασία, για την κάλυψη, ουσιαστικά, μόνο των βασικών αναγκών επιβίωσης της οικογένειας.

Άλλες  ευοίωνες προοπτικές ή εναλλακτικές δυνατότητες απασχόλησης, εκτός από μια περιορισμένη οικοτεχνία, πάλι για τις ανάγκες της οικογένειας,  ήταν ανύπαρκτες. Συνεπώς,  η γεωργία αποτελούσε ουσιαστικά «μονοκαλλιέργεια», μια μονοκαλλιέργεια όμως στάσιμη, σε αντίθεση με την σημερινή μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, που έχει μια δυναμικότητα και παρασύρει πολλές άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

Σε αυτή την κατάσταση, δεν υπήρχε διέξοδος από την φτώχεια για τις   πολυμελείς οικογένειες, με την ανάπτυξη άλλων παραγωγικών κλάδων εντός των τειχών. Η οικονομική αυτή στασιμότητα χωρίς προοπτική,  δημιούργησε έντονες απωθητικές δυνάμεις εξόδου από το νησί, όπως άλλωστε σε πολλά μέρη της χώρας, τις οποίες κανείς δεν μπορούσε να αναστείλει ή να τιθασεύσει, καθιστώντας  την εκροή του πληθυσμού αναπόφευκτη, σχεδόν νομοτελειακή.

Για τον λόγο αυτό, οι εκάστοτε ευνοϊκές συνθήκες που παρουσιάζονταν στο εξωτερικό, παλαιότερα στην Σμύρνη και την Αίγυπτο, αργότερα στην Αμερική και τέλος στην Αυστραλία, λειτουργούσαν ως βαλβίδες «αποσυμπίεσης» της  μιζέριας και της οικονομικής στέρησης  των Κυθηρίων. Αναφερόμαστε ιδιαιτέρως στην Αυστραλία, γιατί είναι ο προορισμός της πιο πρόσφατης και πιο μαζικής μετανάστευσης στην σύγχρονη εποχή, με έντονες τις επιπτώσεις της, θετικές και αρνητικές, όπως θα δούμε, στην οικονομία και στην κοινωνία των Κυθήρων.

Η μαζική μετανάστευση προς την Αυστραλία άρχισε από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1940 και συνεχίστηκε  στην δεκαετία του 1950 και του 1960 (στην εικοσαετία 1951-1971 η καθαρή έξοδος από το νησί – έξοδος μείον είσοδος – ήταν 40%, πληθυσμού, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε προορισμό την Αυστραλία).

Το τσουνάμι αυτό της μετανάστευσης άφησε, πρώτον, ένα μεγάλο κενό στην οικονομία του νοικοκυριού και, κατά συνέπεια, στην οικονομία του νησιού, και δεύτερον, προκάλεσε την βαθμιαία δημογραφική  επιδείνωση και την πληθυσμιακή αποψίλωσή  του. Παρότι τα αρνητικά αυτά επακόλουθα της «απότομης» αποσυμπίεσης και της χρόνιας δημογραφικής κατάπτωσης και ερήμωσης μπορούν να δικαιολογήσουν τον όρο «κατάρα», πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό ήταν το αποτέλεσμα της πρώτης μόνο φάσης του κύκλου της μετανάστευσης, από τον οποίο και μόνο δεν μπορεί να αξιολογηθεί η συνολική επίδραση της εξόδου του πληθυσμού.

Με καθαρά ρεαλιστικούς οικονομικούς όρους και χωρίς συναισθηματισμούς – παρότι όπως έχω γράψει αλλού  υπάρχει και ο «δημιουργικός συναισθηματισμός», ο οποίος παράγει πρακτικά αποτελέσματα – η απάντηση στο αρχικό ερώτημα θα προκύψει, μέσω μιας ανάλυσης, η οποία στην βάση της περιλαμβάνει μια «σιωπηρή συμφωνία κατανόησης», αφ’ ενός μεταξύ Κυθήρων και Αυστραλίας, με αντικείμενο την ανταλλαγή ανθρώπινου κεφαλαίου πού ήταν σε «περίσσεια» στο νησί με χρηματικό κεφάλαιο (τα εμβάσματα) που ήταν σε «ανεπάρκεια». Παράλληλα, υπήρχε και μια δεύτερη «σιωπηρή» ή και φανερή συμφωνία στο οικογενειακό επίπεδο, μεταξύ των αποδημούντων  μελών και εκείνων που έμεναν στο νησί, η οποία αφορούσε την οικονομική βοήθεια της οικογένειας από τους ξενιτεμένους.

Οι «συμφωνίες» αυτές τηρήθηκαν, με την συνεχή εισροή των εμβασμάτων, τα οποία αποτέλεσαν  το «αντίβαρο» στην απώλεια του ανθρώπινου δυναμικού που δημιουργήθηκε με την μετανάστευση, ή διαφορετικά, την «αντιπαροχή» για το κόστος της αποδημίας, την οποία αντιπαροχή ανταπέδωσαν, μέχρις ενός σημείου, οι ίδιοι άνθρωποι που έκαναν το «κακό» στο νησί όταν έφυγαν. Με άλλα λόγια, το κακό έγινε μια φορά, με μακροχρόνιες όμως προεκτάσεις, ενώ το καλό είναι διαρκείας και επιταχυνόμενο μέσω των διαδοχικών γενεών.

Σε όλες τις εποχές, τα εμβάσματα αυτά προώθησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και δημιούργησαν τις σημαντικές υποδομές των κοινωνικών υπηρεσιών του. Μαρτυρίες και θετικές αξιολογικές αναφορές υπάρχουν πάμπολες, ήδη από  το 1925, αλλά και προγενέστερα, συνεχίστηκαν στον μεσοπόλεμο και στην μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερον, εξαίροντας τον καταλυτικό ρόλο των εμβασμάτων στην διαμόρφωση της οικονομίας νησιού και την ευημερία των Κυθηρίων[2].

Πρόσθετη απτή ένδειξη του ειδικού βάρους των χρημάτων των ομογενών στην ανάπτυξη του νησιού, αποτελεί και ο όγκος των καταθέσεών τους στις Κυθηραϊκές τράπεζες, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας στα Κύθηρα, οι καταθέσεις των Κυθηρίων του εξωτερικού ανέρχονταν, το 1912, σε 1.000.000 δρχ., οι οποίες σε 10 χρόνια (1922) αυξήθηκαν σε 3.000.000 δρχ. και αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος των συνολικών τραπεζικών καταθέσεων.

Από την ανάλυση αυτή προκύπτει, ότι, σε μια εποχή που ακόμη η βιομηχανία του τουρισμού ήταν στα σπάργανα, η «βιομηχανία» των εμβασμάτων απετέλεσε τον αποτελεσματικό μοχλό ανάπτυξης του νησιού. Ειδικότερα, τα εμβάσματα είχαν μεγάλο μερίδιο στην άνοδο και αναδιάταξη της ιδιωτικής οικονομίας, με την αντικατάσταση των παραδοσιακών μέσων καλλιέργειας με σύγχρονο υψηλής παραγωγικότητας τεχνικό εξοπλισμό. Επιπροσθέτως, οι δωρεές και χορηγίες για κοινωφελή ιδρύματα μακράς πνοής (το Γυμνάσιο, το νοσοκομείο, το γηροκομείο), αλλά και άλλα μικρότερου βεληνεκούς έργα και υποδομές, δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει, τουλάχιστον έγκαιρα, αν ποτέ!, χωρίς την καταλυτική αρωγή των Κυθηρίων του εξωτερικού.

Μέσα από την προηγηθείσα ανάλυση, αναφύεται νομίζω η απορία,  αν  η ανταλλαγή ανθρωπίνων πόρων με κεφάλαια, που ετέθη ως η πεμπτουσία της οικονομικής μετανάστευσης, είναι τελικά «επικερδής» για τα Κύθηρα, συγκρίνοντάς την  με την φανταστική περίπτωση που η μετανάστευση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί.

Κατά την άποψή μου,  η πολύπλευρη συζήτηση που προηγήθηκε, οδηγεί ανενδοίαστα στο συμπέρασμα ότι η έξοδος του πληθυσμού δεν μπορούσε να είχε αποφευχθεί, γιατί η οικονομική ανέχεια ήταν έντονη και οι μελλοντικές προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή στο νησί αποθαρρυντικές. Από την άλλη, η πραγματοποίησή της μετανάστευσης παρήγαγε διαρκή ευεργετικά αποτελέσματα για το νησί, ώστε το συνολικό τελικό αποτέλεσμα του μεταναστευτικού κύκλου, συμψηφίζοντας τα αρνητικά και θετικά τού φαινομένου,  ήταν εξόχως ωφέλιμο για το νησί. Όπως γράφω στο βιβλίο μου που αναφέρεται στην υποσημείωση, «μπορούμε να πούμε αδίστακτα ότι στην διάρκεια του χρόνου και μέσω των διαδοχικών γενεών, η αρχική κατάρα μετετράπη σε ευλογία, για τα Κύθηρα, για αυτούς που έμειναν, για εκείνους που έφυγαν και για τους απογόνους τους».


[1]Βλέπε, Καλλίγερος Εμμανουήλ, Εδώ γεννήθηκε η Αφροδίτη: Συνοπτική ιστορία των Κυθήρων. Εκδόσεις Κυθηραϊκά, Γ’ Έκδοση, Αθήνα, 2001,σ. 188

[2] Βλέπε Νικόλαος Π. Γλυτσός, Οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των Κυθήρων κατά τον 20ο αιώνα: Ιστορική Διερεύνηση,  Έκδοση Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα 2022

 


ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024

 

 

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο