Αφγανιστάν 1979-1989: Η εισβολή και εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης σε έναν μακροχρόνιο και αιματηρό πόλεμο
Τι οδήγησε στην εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν; Οι μουτζαχεντίν, οι εμφύλιες συγκρούσεις και η εμπλοκή ΗΠΑ, Κίνας και Μ. Βρετανίας στη χώρα – Η αποχώρηση των Σοβιετικών και μία αποτίμηση της δεκάχρονης εμπλοκής τους στον πόλεμο | Μιχάλης Στούκας
Σύντομη ιστορία του Αφγανιστάν ως τα τέλη του 19ου αιώνα
Το σημερινό Αφγανιστάν φαίνεται ότι κατοικείται από την 3η χιλιετία π.Χ. Ιστορικά στοιχεία όμως διαθέτουμε μόνο από το 500 π.Χ. περίπου, όταν η περιοχή αποτέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Το 327 π.Χ. οι επαρχίες της περιοχής (Βακτριανή, Αραχωσία, Παροπάμισος, Αρία και Γκανταρά) κατακτήθηκαν από τον Μέγα Αλέξανδρο. Τότε εμφανίστηκαν εκεί οι πρώτοι Έλληνες άποικοι. Μετά τον θάνατο του Μακεδόνα στρατηλάτη η αυτοκρατορία του διασπάστηκε κι ένα μεγάλο μέρος της στην Ασία περιήλθε στην κατοχή του Σέλευκου, ενός από τους στρατηγούς του.
Έλληνες άποικοι συνέχιζαν να φτάνουν στο Αφγανιστάν, όμως από το 321 π.Χ. τμήματά του περιήλθαν στην ινδική αυτοκρατορία των Μορία. Από τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ως τον 1ο π.Χ. αιώνα δημιουργήθηκε στη Βακτριανή ελληνοϊνδικό βασίλειο που κατέρρευσε από τις επιδρομές των Σκυθών και των Πάρθων. Από τον 1ο μ.Χ. αιώνα κατακτήθηκε από τους Κουσάνα, τους Ιρανούς Σασσανίδες και τους Λευκούς Ούννους. Η εισβολή των Μουσουλμάνων Αράβων τον 8ο αιώνα, οδήγησε τους τότε κατοίκους του σημερινού Αφγανιστάν να ασπαστούν το σουνιτικό Ισλάμ. Η χώρα, μετά από μια σειρά δυναστειών με Ιρανούς ηγεμόνες κυβερνήθηκε από τη δυναστεία των Γαζναβιδών ως το 1186. Τότε περιήλθε προσωρινά στην εξουσία των Τούρκων της Χωρεσμίας. Ακολούθησαν οι Μογγόλοι του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου και στη συνέχεια πολυετείς διαμάχες μεταξύ Ιρανών και Μογγόλων. Στις αρχές του 18ου κατέλαβε την εξουσία ο Ναδίρ Σαχ, ο οποίος δημιούργησε ένα ισχυρό κράτος που διαλύθηκε μετά τον θάνατό του, το 1747. Μόλις το 1826, μετά την άνοδο στην εξουσία του Ντοστ Μοχάμετ, το Αφγανιστάν βγήκε από την πολυετή κρίση. Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις Βρετανών και Ρώσων για τον έλεγχο του Αφγανιστάν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα δύο αγγλοαφγανικούς πολέμους (1838-42 ο Α’ και 1879-81 ο Β’). Στα τέλη του 19ου αιώνα Βρετανία και Ρωσία διευθέτησαν τις συνοριακές διαφορές τους, με τον τσάρο να αναγνωρίζει, απρόθυμα πάντως, τη βρετανική επιρροή στο Αφγανιστάν…
Το Αφγανιστάν κατά τον 20ο αιώνα
Το 1901 στον θρόνο του Αφγανιστάν ανέβηκε ο Χαμπιμπουλάχ που επέλεξε την ουδετερότητα κατά τον Α’ ΠΠ. Δολοφονήθηκε το 1919 και ο γιος και διάδοχός του Αμανουλάχ συγκρούστηκε με τους Βρετανούς τον Μάιο του ίδιου έτους (Γ’ αγγλοαφγανικός πόλεμος). Οι Βρετανοί επικράτησαν, ωστόσο με τη Συνθήκη του Ραβαλπίντι αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του Αφγανιστάν, στην εξωτερική πολιτική του. Το 1921 ο Αμανουλάχ υπέγραψε συνθήκη φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση και την ίδια χρονιά συγκροτήθηκε για πρώτη φορά η Αεροπορία του Αφγανιστάν, με μικρό αριθμό αεροσκαφών σοβιετικής κατασκευής. Το 1926 ο Αμανουλάχ υπέγραψε σύμφωνο ουδετερότητας και μη επίθεσης με την ΕΣΣΔ. Η μεταρρυθμιστική πολιτική του όμως τον έφερε σε αντίθεση με τους θρησκευτικούς ηγέτες της χώρας και το 1929 παραιτήθηκε. Μετά από μια περίοδο αναταραχής ανέβηκε στον θρόνο ο Στρατηγός Μοχάμετ Ναδίρ Χαν, ο οποίος το 1933 δολοφονήθηκε. Η εξουσία περιήλθε σε έναν από τους γιους του, τον 19χρονο Μοχάμετ Ζαχίρ, που ήταν και ο τελευταίος μονάρχης της χώρας. Ο Ζαχίρ ξεκίνησε μια σειρά προσεκτικών μεταρρυθμίσεων και διατήρησε το Αφγανιστάν ουδέτερο κατά τον Β’ ΠΠ.
Το 1946 η χώρα έγινε μέλος του Ο.Η.Ε, ωστόσο άρχισαν προστριβές με το γειτονικό Πακιστάν, που είχε την υποστήριξη των Η.Π.Α. Έτσι, το Αφγανιστάν ζήτησε και έλαβε στρατιωτική βοήθεια από την ΕΣΣΔ. Το 1957 έφτασε στην πρωτεύουσά του Καμπούλ σοβιετική στρατιωτική αποστολή με στόχο την αναδιοργάνωση, τον εκσυγχρονισμό και τον επανεξοπλισμό του αφγανικού Στρατού και της Αεροπορίας. Το 1960 η στρατιωτική σοβιετική αποστολή στο Αφγανιστάν (σύμβουλοι, τεχνικοί και εκπαιδευτές) είχε φτάσει τα 500 άτομα. Παράλληλα, νέοι Αφγανοί αξιωματικοί στάλθηκαν για εκπαίδευση στην ΕΣΣΔ και ήρθαν σε επαφή με το μαρξιστικό δόγμα. Την ίδια εποχή, ο Στρατός του Αφγανιστάν αποτελούνταν από 100.000 άνδρες και 30.000 εφέδρους και η Αεροπορία του από 100 αεροσκάφη, κυρίως MiG-15 και MiG-17 και έξι ελικόπτερα. Το 1965 το Σύμφωνο μη επίθεσης με την ΕΣΣΔ ανανεώθηκε για άλλα δέκα χρόνια. Οι Σοβιετικοί θέλοντας να έχουν μεγαλύτερη ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα του Αφγανιστάν ενθάρρυναν τη δημιουργία μαρξιστικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν (PDPA). Αυτό διαιρέθηκε το 1967 σε δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους ομάδες: το «Χαλκ» (ο λαός) υπό την ηγεσία του δημοσιογράφου και ποιητή Νουρ Μοχάμετ Ταράκι και του πρώην εκπαιδευτικού Χαφιζουλάχ Αμίν και το «Παρτσάμ» (λάβαρο) υπό την ηγεσία του Μπαμπράκ Καρμάλ.
Η αρχή του εμφυλίου στο Αφγανιστάν – Ποιοι αποφάσισαν την εισβολή του σοβιετικού στρατού;
Στις 30 Απριλίου 1978 η ΕΣΣΔ αναγνώρισε επίσημα τη Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν. Η διακυβέρνηση όμως του Ταράκι ήταν ταραχώδης. Ο Συνταγματάρχης Καντίρ, Υπουργός Άμυνας, προσκείμενος στην ομάδα Παρτσάμ, συνελήφθη, ενώ ο Καρμάλ παραγκωνίστηκε και στάλθηκε ως πρέσβης στην Τσεχοσλοβακία! Ο Ταράκι επιχείρησε να «περάσει» βεβιασμένα ένα μαρξιστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, όμως συνάντησε έντονες αντιδράσεις από τη μεγάλη πλειοψηφία των Αφγανών που ήταν προσκολλημένοι στις τοπικές παραδόσεις και το Ισλάμ. Το καθεστώς Ταράκι απάντησε με διώξεις και εκτελέσεις. Οι εκκαθαρίσεις όμως δεν έφεραν αποτέλεσμα. Στα μέσα του 1978 ξέσπασαν εξεγέρσεις στην περιοχή Νουριστάν και στην κοιλάδα Παντζσίρ του Ανατολικού Αφγανιστάν. Οι Μουσουλμάνοι Αφγανοί αντάρτες μουτζαχεντίν (μαχητές του ιερού πολέμου) ήταν αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν στο κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας να επιβληθεί. Για τους μουτζαχεντίν η προάσπιση της πίστης και των παραδόσεών τους επέβαλε τον δρόμο της «τζιχάντ», του ιερού πολέμου, τον οποίο σύντομα επέκτειναν και εναντίον των Σοβιετικών. Τα κυβερνητικά στρατεύματα απάντησαν με αεροπορικούς βομβαρδισμούς στις εξεγερμένες περιοχές, αλλά η κρίση εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Στις 15 Μαρτίου 1979 εκδηλώθηκε λαϊκή εξέγερση, αλλά και στάση στρατιωτικών μονάδων στη Χεράτ (δυτικό Αφγανιστάν), η οποία στράφηκε και εναντίον των Σοβιετικών συμβούλων και των οικογενειών τους. Στη διάρκειά τους σκοτώθηκε ο στρατιωτικός Σοβιετικός σύμβουλος Ταγματάρχης Νικολάι Μπιζιούκοφ, ο πρώτος Σοβιετικός στρατιωτικός που έχασε τη ζωή του στο Αφγανιστάν. Στις 20 Ιουλίου εκδηλώθηκε νέα εξέγερση στην επαρχία Πακτία, ενώ στις 5 Αυγούστου στασίασε το 26ο Αφγανικό Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών στην Καμπούλ. Αν και όλες οι εξεγέρσεις αντιμετωπίστηκαν βίαια, αλλά με επιτυχία (στη Χεράτ πιστεύεται ότι έχασαν τη ζωή τους 5.000 άτομα), η πολιτική Ταράκι οδήγησε σε νέο πραξικόπημα. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1979 ο Χαφιζουλάχ Αμίν κατέλαβε την εξουσία, με αποτέλεσμα την ανατροπή και τον θάνατο του Ταράκι.
Ο Αμίν συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του και συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των αντιφρονούντων. Ήταν όμως φανερό ότι δεν μπορούσε να ελέγξει το Αφγανιστάν, ούτε καν την Καμπούλ… Οι Σοβιετικοί όλο αυτό το διάστημα υποστήριζαν το αφγανικό καθεστώς. Το 1978 υπέγραψαν συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που προέβλεπε την αποστολή στο Αφγανιστάν 4.500 συμβούλων και επέτρεπε ακόμα και την επέμβαση σοβιετικών στρατευμάτων σε περίπτωση αφγανικού αιτήματος. Σταδιακά, το καθεστώς του PDPA γινόταν ολοένα και πιο εξαρτημένο από τον σοβιετικό εξοπλισμό και τους συμβούλους. Και μετά την ανατροπή Ταράκι η ΕΣΣΔ συνέχιζε να βοηθά το Αφγανιστάν, καθώς ήθελε να αποτρέψει το ενδεχόμενο της ανατροπής της αφγανικής κυβέρνησης και της εγκαθίδρυσης ισλαμικού κράτους στα νότια σύνορα της ΕΣΣΔ, όπου κατοικούσαν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Επιπλέον, η ΕΣΣΔ δεν ήθελε να καταρρεύσει ένα κομμουνιστικό καθεστώς, καθώς, ίσως, έδινε κακό παράδειγμα (ή έδειχνε τον δρόμο…) και σε άλλες χώρες συμμάχους της. Στα τέλη Οκτωβρίου 1979 οι Σοβιετικοί έλαβαν πληροφορίες από πράκτορες της KGB στην Καμπούλ, ότι ο Αμίν είχε ξεκινήσει διώξεις εναντίον των ανταγωνιστών του, ανάμεσά τους και φιλοσοβιετικών. Υπήρχαν μάλιστα υποψίες ότι ο Αμίν συνεργαζόταν με τους Αμερικανούς. Έτσι, στις 8 Δεκεμβρίου 1979 ο τότε Σοβιετικός ηγέτης Λεονίντ Μπρέζνιεφ και οι στενοί συνεργάτες του Αντρόποφ, Γκρομίκο, Ουστίνοφ και Πονομαρόφ έλαβαν την απόφαση να επέμβει ο σοβιετικός στρατός στο Αφγανιστάν για να ανατραπεί ο Αμίν και να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας φιλοσοβιετική κυβέρνηση.
Η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν – Το δηλητηριασμένο γεύμα στον Αμίν και η εξόντωσή του
Το Αφγανιστάν έχει έκταση 655.000 τ.χλμ. Το 1979 ο πληθυσμός του ήταν 15.540.000 άτομα από τα οποία μόνο το 11,7% κατοικούσε σε αστικά κέντρα. Η μεγαλύτερη εθνότητα του Αφγανιστάν ήταν οι Παστούν (περίπου 6.000.000), που χωρίζονταν σε δύο φυλετικές υποομάδες: τους Γκιλζάι και τους Καράζι. Δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα ήταν οι Τατζίκοι (3.300.000 το 1979), τρίτη οι Χάζαροι και υπήρχαν επίσης Τσαϊραμάκοι και Τουρκμένοι. Το 98% των Αφγανών είναι Μουσουλμάνοι (80% σουνίτες και 18% σιίτες), ενώ υπάρχουν Ισμαηλίτες, Εβραίοι κ.ά. Στη χώρα υπάρχουν 15.000 τζαμιά και περίπου 500 μαυσωλεία! Οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν νομάδες και ημινομάδες. Η ΕΣΣΔ όρισε ως μέρα επέμβασης την 25η Δεκεμβρίου 1979. Εκείνη την εποχή ο Σάχης στο Ιράν είχε ανατραπεί από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, ενώ στο γειτονικό Πακιστάν, που κυβερνούσε ο φιλοαμερικανός Ζία Ουλ Χακ από το 1977, η στρατιωτική βοήθεια από τις Η.Π.Α. είχε περιοριστεί. Έτσι ούτε οι Η.Π.Α. ούτε οι γειτονικές χώρες με το Αφγανιστάν υπήρχε περίπτωση να αντιδράσουν. Ο Αμίν είχε ζητήσει από τους Σοβιετικούς να επέμβουν για να εδραιωθεί το καθεστώς του. Δυτικές πηγές υποστηρίζουν ότι ποτέ ο Αμίν δεν «προσκάλεσε» επίσημα τους Σοβιετικούς και ότι είχε αρνηθεί να εφαρμοστούν οι όροι της Συνθήκης του 1978 πολλές φορές. Αν ισχύει αυτό, τότε επρόκειτο για καθαρή εισβολή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν και όχι επέμβαση για το «καλό του Αφγανιστάν», όπως έλεγαν οι Σοβιετικοί. Στην ΕΣΣΔ η ανακοίνωση της αποστολής σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν προκάλεσε ενθουσιασμό. Η παραμονή των στρατευμάτων θα ήταν βραχύβια και δεν θα υπήρχε εμπλοκή τους στις εσωτερικές διαμάχες. Υπήρχαν πάντως και επικριτές της επιχείρησης, όπως ο νομπελίστας φυσικός Ζαχάροφ, που λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου διαμαρτυρήθηκε έντονα με επιστολή του. Στις 23 Δεκεμβρίου ο Αμίν ενημερώθηκε ότι η Μόσχα είχε εγκρίνει το αίτημά του για την αποστολή στρατευμάτων και χάρηκε πολύ. Δεν φανταζόταν ότι προσκαλούσε τους δολοφόνους του στο Αφγανιστάν…
Στις 24 Δεκεμβρίου 1979 ο Υπουργός Άμυνας της ΕΣΣΔ Ουστίνοφ εξέδωσε το διάταγμα με το οποίο καθορίζονταν οι στόχοι της εισόδου και της εγκατάστασης των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις δεν προβλεπόταν. Η εντολή για επιχειρήσεις των σοβιετικών μονάδων σε περίπτωση που δέχονταν επίθεση από αντάρτες δόθηκε στις 27 Δεκεμβρίου. Η αποστολή για επέμβαση στο Αφγανιστάν ανατέθηκε στην πρόσφατα, τότε, συγκροτημένη 40η Σοβιετική Στρατιά που είχε έδρα της το Τερμέζ του σοβιετικού Ουζμπεκιστάν. Διοικητής της ήταν ο Αντιστράτηγος Τουχάρινοφ. Στις 25 Δεκεμβρίου 1979, στις 15.00, τα σοβιετικά στρατεύματα πέρασαν τον ποταμό Αμού Ντάρια με πλωτές γέφυρες. Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά στο Αφγανιστάν. Το χιόνι είχε καλύψει όλη την Καμπούλ και η θερμοκρασία στην πόλη ήταν -20 βαθμοί C. Πρώτη πέρασε τα σύνορα η αναγνωριστική μονάδα του αερομεταφερόμενου Τάγματος του Λοχαγού Χαμπάροφ. Ακολούθησαν τα υπόλοιπα τμήματα της 108ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας. Ταυτόχρονα ξεκίνησε και η αεροπορική μεταφορά των κύριων τμημάτων της 103ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας και του 345ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών προς την Καμπούλ και το Μπαγκράμ. Την ίδια μέρα όμως οι Σοβιετικοί είχαν και τις πρώτες απώλειες. Λίγο πριν τη δύση του ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου 1979 και ενώ ετοιμαζόταν να προσγειωθεί στην Καμπούλ, ένα μεταγωγικό αεροσκάφος II-76 προσέκρουσε σ’ ένα βουνό και συνετρίβη. Τα 7 μέλη του πληρώματος και οι 37 καταδρομείς που μετέφερε σκοτώθηκαν. Στα τέλη Δεκεμβρίου είχαν μπει στο αφγανικό έδαφος 50.000 Σοβιετικοί στρατιώτες. Μέσα στην Καμπούλ, βασικός τους στόχος ήταν η κατάληψη του προεδρικού μεγάρου Τατζ Μπεκ, που ήταν πραγματικό φρούριο και η εξόντωση του προέδρου Αμίν.
Τον Αμίν περιστοίχιζαν Σοβιετικοί σύμβουλοι, πράκτορες της KGB, Σοβιετικοί γιατροί, ακόμα και Σοβιετικοί μάγειροι! Το σοβιετικό σχέδιο για την ανατροπή του είχε την κωδική ονομασία «Storm 333». Την εκτέλεσή του ανέλαβαν 700 Σοβιετικοί αξιωματικοί και στρατιώτες, που φορούσαν αφγανικές στολές, ανάμεσά τους άνδρες των Ειδικών Δυνάμεων Spetsnaz που ανήκαν στο Υπουργείο Άμυνας και την KGB. Ο Αμίν όχι μόνο δεν είχε καταλάβει τι τον περίμενε, αλλά ήταν μάλλον πολύ χαρούμενος: «Οι σοβιετικές μεραρχίες έρχονται ήδη εδώ. Όλα βαίνουν θαυμάσια. Βρίσκομαι σε διαρκή επικοινωνία με τον σύντροφο Γκρομίκο (ο Αντρέι Γκρομίκο ήταν ΥΠΕΞ της ΕΣΣΔ) και μαζί εξετάζουμε το ζήτημα πώς θα πληροφορήσουμε καλύτερα τη διεθνή κοινή γνώμη για την παροχή της σοβιετικής βοήθειας». Το μεσημέρι της 27ης Δεκεμβρίου ο Αμίν παρέθεσε στους υπουργούς του, τα μέλη της κομματικής επιτροπής και την οικογένειά του. Το γεύμα είχαν ετοιμάσει Σοβιετικοί μάγειροι. Σύντομα, πολλοί καλεσμένοι παρουσίασαν αδιαθεσία. Κάποιοι, ανάμεσά τους κι ο Αμίν, λιποθύμησαν. Ο Αμίν έπεσε σε κώμα, αλλά οι Σοβιετικοί γιατροί, που δεν είχαν αντιληφθεί ποιοι ευθύνονταν για τη δηλητηρίαση, τον συνέφεραν. Όταν οι επικεφαλής της επιχείρησης αντιλήφθηκαν ότι ο Αμίν επιβίωσε (σήμερα κάποιοι χρησιμοποιούν πολώνιο και άλλα ραδιενεργά στοιχεία για ανάλογες «δουλειές», έτσι ώστε να μην υπάρχουν αστοχίες…) αποφάσισαν να επιτεθούν στο προεδρικό μέγαρο, το απόγευμα της 27ης Δεκεμβρίου. Οι 100-150 άνδρες της φρουράς του Αμίν αμύνθηκαν θαρραλέα. Ο Αμίν νόμιζε ότι οι επιτιθέμενοι είναι μουτζαχεντίν ή οπαδοί του δολοφονημένου Ταράκι. Κάλεσε τότε τον υπασπιστή του και ζήτησε να καλέσει τους Σοβιετικούς συμβούλους. «Μα είναι οι Σοβιετικοί αυτοί που πυροβολούν», του είπε ο υπασπιστής του. Έξαλλος ο Αμίν του πέταξε ένα τασάκι λέγοντας: «Δεν είναι δυνατόν». Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον διοικητή της 4ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας, αλλά ήταν αδύνατο. Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες είχαν κοπεί: «Το είχα υποψιαστεί, ήταν σίγουρο», είπε ήρεμα ο Αμίν. Σύντομα οι Spesnaz εισήλθαν μέσα στο κτίριο. Η επιχείρηση τους διήρκεσε 45’ περίπου. Ο στόχος τους όμως για ανατροπή του Αφγανού προέδρου είχε επιτευχθεί. Ο Αμίν και οι δύο μικρότεροι γιοι του σκοτώθηκαν, ενώ η κόρη του τραυματίστηκε. Οι Spesnaz που είχαν 10 νεκρούς και αρκετούς τραυματίες ανέλαβαν τη φύλαξη του προεδρικού μεγάρου. Οι Σοβιετικοί κατέλαβαν και άλλα στρατηγικά σημεία της Καμπούλ. Το πρωί της 28ης Δεκεμβρίου ο ραδιοφωνικός σταθμός της Καμπούλ ανακοίνωσε τον τερματισμό της εξουσίας του Αμίν, αναφέροντας ότι η εκτέλεσή του πραγματοποιήθηκε από την επαναστατική Κεντρική Επιτροπή του Αφγανιστάν. Την ίδια μέρα, ο αρχηγός της ομάδας «Παρτσάμ», Μπαμπράκ Καρμάλ (1929-1996), γιος Αφγανού Στρατηγού με καταγωγή από το ινδικό Κασμίρ, επέστρεψε στο Αφγανιστάν από την Ευρώπη και ανέλαβε πρωθυπουργός της χώρας.
Η κατάσταση στο Αφγανιστάν μετά τη σοβιετική εισβολή – Χρονολόγιο των γεγονότων 1980-1989
Στις αρχές Ιανουαρίου 1980 τα σοβιετικά στρατεύματα στο Αφγανιστάν αριθμούσαν 82.000 άνδρες. Η νέα κυβέρνηση της χώρας εξουσίαζε μόνο την Καμπούλ και το 80% του αφγανικού εδάφους ήταν εκτός του ελέγχου της. Πριν τη σοβιετική επέμβαση ο Λαϊκός Αφγανικός Στρατός είχε 90.000 άνδρες και 150.000 εφέδρους. Υπήρχε μια δύναμη Χωροφυλακής από 30.000 άνδρες, που είχε καθήκοντα εσωτερικής ασφάλειας. Η Αεροπορία είχε προσωπικό 10.000 ανδρών και ήταν εξοπλισμένη με 160 αεροσκάφη σοβιετικής κατασκευής. Σταδιακά άρχισαν οι λιποταξίες από τον Αφγανικό Στρατό. Πολλοί άνδρες του παραδόθηκαν ή προσχώρησαν στους αντάρτες. Έτσι, στα τέλη του 1980, η δύναμη του Αφγανικού Στρατού είχε μειωθεί στους 33.000 άνδρες! Μετά από μια λαϊκή εξέγερση στην Καμπούλ στις 20 Φεβρουαρίου την οποία κατέστειλαν οι Σοβιετικοί στις 24/2, αφού οι Αφγανοί είχαν αρνηθεί να επέμβουν, οι Σοβιετικοί αφαίρεσαν όλα τα βαρέα όπλα από τους Αφγανούς θέτοντάς τα υπό τον έλεγχό τους και παράλληλα διέλυσαν ή αφόπλισαν «ύποπτες» αφγανικές μονάδες. Την άνοιξη του 1980 η 40η Στρατιά αναδιοργανώθηκε. Είχε πλέον 81.000 άνδρες, 600 άρματα μάχης, 1.790 τεθωρακισμένα οχήματα, 900 πυροβόλα και 500 αεροσκάφη και ελικόπτερα. Από τον Μάρτιο του 1980 ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις Σοβιετικών και Αφγανών εναντίον των μουτζαχεντίν στις επαρχίες Κουνάρ, Νανγκαρχάν στο ανατολικό Αφγανιστάν, οι οποίες στέφθηκαν με επιτυχία. Τον Σεπτέμβριο του 1980 νέος Διοικητής της 40ης Στρατιάς ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Μπορίς Τκατς. Ως το τέλος του 1980 είχαν σκοτωθεί 1.484 άνδρες της 40ης Στρατιάς. Από τις αρχές του έτους αυτού έφταναν στην ΕΣΣΔ οι πρώτες «μαύρες τουλίπες». Έτσι ονομάστηκαν τα μεταγωγικά αεροσκάφη Antonov που μετέφεραν φέρετρα νεκρών Σοβιετικών στρατιωτών. Παρά τις επιτυχίες τους, οι Σοβιετικοί δέχονταν επιθέσεις των ανταρτών. Ένας από τους πλέον προβεβλημένους ηγέτες των ανταρτών ήταν ο Τατζίκος Μασούντ, που έγινε εφιάλτης των Σοβιετικών. Στη διάρκεια των επιχειρήσεων τον Ιούνιο του 1981 σκοτώθηκε ο Αντιστράτηγος Χαχάλοφ, μια τεράστια απώλεια για τους Σοβιετικούς, που τον Σεπτέμβριο του 1981 ξεκίνησαν επιθέσεις εναντίον της Κανταχάρ, που ήταν χτισμένη στη θέση της Αλεξάνδρειας εν Αραχωσία, μίας από τις πολλές Αλεξάνδρειες που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Το 1981 σκοτώθηκαν 20.000 μουτζαχεντίν και αιχμαλωτίστηκαν άλλοι 7.763, όμως οι Σοβιετικοί έβλεπαν ότι είχαν μπει σε λιμνάζοντα ύδατα, από τα οποία δεν μπορούσαν να βγουν…
Η ανάληψη της προεδρίας των Η.Π.Α. από τον Ρόναλντ Ρίγκαν άλλαξε τα δεδομένα. Εξέφρασε την στήριξή του στην αφγανική αντίσταση και υποσχέθηκε την προμήθεια όπλων και άλλου στρατιωτικού υλικού. Παράλληλα, οι Η.Π.Α. το 1982 παρέδωσαν μαχητικά αεροσκάφη F-16 στο Πακιστάν. Στις 3 Νοεμβρίου 1982 οι Σοβιετικοί υπέστησαν μια σημαντικά καταστροφή μέσα στη σήραγγα Σαλάνγκ μετά από σύγκρουση βυτιοφόρου με άλλο όχημα. Κατά τους Δυτικούς σκοτώθηκαν συνολικά 1.100 Σοβιετικοί και Αφγανοί. Οι Σοβιετικοί ανέφεραν ότι σκοτώθηκαν 112 Αφγανοί και 64 συμπατριώτες τους. Στις 10/11/1982 πέθανε ο Μπρέζνιεφ και τον διαδέχθηκε ο Γιούρι Αντρόποφ, πρώην επικεφαλής της KGB, που άφησε να εννοηθεί ότι το αφγανικό έπρεπε να λυθεί με διπλωματικά μέσα, αλλά δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο. Τον Ιανουάριο του 1983 ο Μασούντ πρότεινε κατάπαυση του πυρός στην κοιλάδα Παντζσίρ για ένα χρόνο, την οποία δέχθηκαν κι Σοβιετικοί. Τη διετία 1984-1985 ο πόλεμος έφτασε στο αποκορύφωμά του. Όμως τον Μάρτιο του 1985 πέθανε και ο διάδοχος του Γιούρι Αντρόποφ, που είχε φύγει απ’ τη ζωή στις 9/2/1984, Κονσταντίν Τσερνιένκο. Ο διάδοχός του, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εισηγητής της «Γκλάσνοστ» (διαφάνεια) και της «Περεστρόικα» (μεταρρύθμιση) ακολούθησε μια διαφορετική πολιτική στο Αφγανιστάν, καθώς έβλεπε ότι ο πόλεμος δεν οδηγούσε πουθενά. Τον Απρίλιο του 1986 Διοικητής της 40ης Στρατιάς ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Β. Ντουμπίνιν. Στην ΕΣΣΔ άρχισαν να μαθαίνουν την πραγματικότητα για όσα συνέβαιναν στο Αφγανιστάν. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες κατέφευγαν στο όπιο, την ηρωίνη και το χασίς για να ξεφύγουν από την παρατεταμένη πίεση. Το 1986 ο Καρμάλ έπεσε σε δυσμένεια των Σοβιετικών και τον διαδέχτηκε ο Μοχάμεντ Νατζιμπουλάχ ο οποίος στα τέλη του έτους ανακοίνωσε ότι από τα 35.000 χωριά του Αφγανιστάν, η κυβέρνηση είχε υπό τον έλεγχό της μόνο τα 8.000. Παράλληλα, οι μουτζαχεντίν εφοδιάζονταν με όπλα απ’ τις Η.Π.Α., την Κίνα , τη Μ. Βρετανία και άλλες χώρες κάνοντας ακόμα πιο δύσκολο το έργο των Σοβιετικών.
Σύντομα όμως, από τις αρχές του 1988 άρχισε να γίνεται συζήτηση για αποχώρηση των 100.300 Σοβιετικών στρατιωτικών που βρίσκονταν τότε στο Αφγανιστάν. Η έναρξη αυτής της διαδικασίας ξεκίνησε στις 14 Απριλίου 1988 με τις Συμφωνίες της Γενεύης που υπογράφηκαν από τους Υπουργούς Εξωτερικών του Πακιστάν και του Αφγανιστάν και εγγυητές, εκπροσώπους από την ΕΣΣΔ και τις Η.Π.Α. Η αποχώρηση θα ξεκινούσε στις 5 Μαΐου και θα ολοκληρωνόταν μέσα σε εννέα μήνες. Η πρώτη σοβιετική φάλαγγα αποχώρησε τελικά στις 15 Μαΐου. Την αποτελούσαν 12.000 άνδρες και 3.000 οχήματα. Οι μουτζαχεντίν του Μασούντ συνέχισαν τη δράση τους καταλαμβάνοντας περιοχές που εγκατέλειψαν οι Σοβιετικοί. Παράλληλα, προκαλούσαν σοβαρές απώλειες στα αφγανικά στρατεύματα. Ενδεικτικά, από τα μέσα Μαΐου 1988 ως τα μέσα Οκτωβρίου του ίδιου έτους καταρρίφθηκαν 14 αφγανικά αεροπλάνα και 36 ελικόπτερα. Ως τις 5/8/1988 οι μισοί Σοβιετικοί είχαν εγκαταλείψει το Αφγανιστάν. Από τις αρχές του 1989 οι Σοβιετικοί επιτάχυναν τους ρυθμούς αποχώρησής τους.
Όμως ο αποκλεισμός της σήραγγας Σαλάνγκ από μουτζαχεντίν, τους οδήγησε στην επιχείρηση «Τυφώνας» με την οποία οι Σοβιετικοί απελευθέρωσαν τη Σαλάνγκ. Στις 3 Φεβρουαρίου 1989 η τελευταία σοβιετική φάλαγγα έφυγε από την Καμπούλ, με ισχυρή αεροπορική κάλυψη. Πίσω έμειναν 1.500 άνδρες για τη φύλαξη του αεροδρομίου της Καμπούλ και άλλων ζωτικών στόχων.
Στις 8 Φεβρουαρίου οι άνδρες του Μασούντ επιχείρησαν πάλι να κλείσουν τη σήραγγα Σαλάνγκ, αλλά εκδιώχθηκαν από τα πυρά σοβιετικών αεροσκαφών. Το βράδυ της 14/2/1989 ξεκίνησε η αναχώρηση από τη βάση της στο Μαζάρ ι Σαρίφ, η τελευταία σοβιετική φάλαγγα με 450 τεθωρακισμένα οχήματα και 1.500 άνδρες. Την επόμενη μέρα πέρασε στο Τερμέζ, σε σοβιετικό έδαφος. Επικεφαλής της ήταν ο Στρατηγός Μπόρις Γκρομόφ που άφησε τελευταίος το έδαφος του Αφγανιστάν. Σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους είπε: “Εκπληρώσουμε το διεθνές μας καθήκον ως το τέλος… τα σοβιετικά στρατεύματα έδειξαν το μεγαλείο της διανόησης και της πολιτικής ωριμότητας του Σοβιετικού στρατιώτη και την αφοσίωσή του στον σοσιαλισμό”.
Επίλογος – Απολογισμός
Σύμφωνα με τις επίσημες σοβιετικές αναφορές το τίμημα για τον πόλεμο των 9 ετών, ενός μήνα και 18 ημερών ήταν 15.051 νεκροί. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται άνδρες της KGB, στρατιωτικοί σύμβουλοι και πολιτικό προσωπικό. 7.418 νεκροί ήταν Ρώσοι, 2.572 Ουκρανοί, 1.146 Ουζμπέκοι, 667 Λευκορώσοι, 512 Τάταροι, 387 Καζάχοι, 291 Τουρκμένοι, 280 Τατζίκοι, 207 Μολδαβοί, 203 Αζέροι, 125 Αρμένιοι, 124 Μπασκίροι, 122 Κιργίζιοι και 69 Γεωργιανοί. Οι υπόλοιποι νεκροί προέρχονταν από άλλες εθνότητες της ΕΣΣΔ, κυρίως ασιατικές.
417 Σοβιετικοί χαρακτηρίστηκαν αγνοούμενοι ή αιχμαλωτίστηκαν. 119 απ’ αυτούς απελευθερώθηκαν (97 επέστρεψαν στην ΕΣΣΔ και 22 σε άλλες χώρες). Ο αριθμός των τραυματιών ήταν 53.753 και των ασθενών 455.071. 11.654 από αυτούς δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στη μάχη. Ο μεγάλος αριθμός των ασθενών οφείλεται στις άσχημες κλιματικές συνθήκες που προκάλεσαν τη διάδοση τύφου, χολέρας, ηπατίτιδας και δυσεντερίας.
Ο αριθμός των Σοβιετικών που υπηρέτησαν στο Αφγανιστάν ανήλθε συνολικά στις 620.000, αλλά σε κανένα χρονικό σημείο του πολέμου δεν ξεπέρασε τους 108.000 άνδρες. Μεγάλες ήταν οι απώλειες σε όπλα και εξοπλισμό των Σοβιετικών: 118 αεροσκάφη, 333 ελικόπτερα, 147 άρματα μάχης, 1.314 τεθωρακισμένα οχήματα (ερπυστριοφόρα και τροχοφόρα), 433 πυροβόλα και όλμοι, 1.138 οχήματα διοικήσεως και ασυρμάτου, 510 οχήματα μηχανικού και 11.369 οχήματα διαφόρων τύπων.
Οι νεκροί Αφγανοί μεταξύ 1979-1989, άμαχοι πολίτες οι περισσότεροι, ήταν μεταξύ 1.000.000 και 1.200.000. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου 5.000.000 πρόσφυγες κατέφυγαν στο Ιράν και το Πακιστάν, ενώ γύρω στο 1.500.000 έγιναν εσωτερικοί πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές της χώρας.
Πηγή: ΞΕΝΟΦΩΝ ΧΑΛΑΤΣΗΣ, «ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ 1979-1989, ΤΟ ΑΙΜΑΤΗΡΟ ΤΕΛΜΑ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΗΣ» (ΟΙ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2007)