Advertisement

Αλληλομου(ν)τζώματα, αυτοφασκελώματα

Κώστας Λεονταρίδης

246

«Τι μαστόροι ήταν όλοι στο βρισίδι, το είχαν αναγάγει σ’ επιστήμη. Προσπαθούσαν να πληγώσουν όχι τόσο με τις λέξεις, όσο με το νόημα· αυτό είναι λεπτότερο μα πληγώνει βαθύτερα». Το έγραψε ο Ντοστογιέφσκι (Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων) για τους κατεργίτες της Σιβηρίας που πάσχιζαν να θυμηθούν κανονικότητα ελεύθερων ανθρώπων.

Σαν τη δική μας, όπου συνήθεις, ρυπαρές λέξεις που εκβάλλουν από παράθυρα αυτοκινήτων, από γειτονικά τραπέζια διασκέδασης, από στόματα γειτόνων γίνονται σκιώδη χτυπήματα. Μέχρι νεωτέρας, καθώς η παροξυστική αναβάθμιση της λογομαχίας σε κλωτσοπατινάδα καραδοκεί. Και το αθάνατο πρωτόγονο ένστικτο τηρεί αυστηρή ουδετερότητα στους πολέμους που ξεσπούν μεταξύ πολιτισμένων γνωστών, αγνώστων, ανάμεσα σε συγγενείς και πρώην φίλους ακόμα και για κουραφέξαλα ή μπαϊλντισμένες εκκρεμείς διαφορές.

Advertisement

«Η βρισιά θέλει παραφορά, οργή και ξεφρένιασμα, φουσκωμένες φλέβες, μάτια διεσταλμένα […] Οποιος βρίζει δεν ασκεί κριτική, σκοπό έχει ν’ αρπάξει κάποιον από τα μούτρα», σημειώνει ο Κωστής Παπαγιώργης (Η κόκκινη αλεπού – Οι ξυλοδαρμοί). Τότε που οι λέξεις λογχίζουν, οι φράσεις μεταμορφώνονται σε θηλιές, οι σκληροί υπαινιγμοί δρουν σαν όργανα βασανιστηρίων. Διόλου τυχαίο ότι πολλές συμπλοκές εκκινούν από μια ασήκωτη βρισιά συχνά με ζητούμενο την απόσυρσή της μπας και επέλθει ειρήνη. Κι ένας φύσει οξύχολος μπορεί ανά πάσα στιγμή να υπερβεί τα εσκαμμένα προάγοντας το λέγειν σε πράττειν, επικαλούμενος κατόπιν ως ελαφρυντικό την κακιά την ώρα.

Ομογάλακτη στο μαιευτήριο κάθε μορφής βίας και η μού(ν)τζα με τις βυζαντινές ρίζες· «μούζα» σήμαινε καπνιά και στάχτη. Στο μαρτύριο της ανοιχτής παλάμης υποβάλλονταν οι διαπομπευόμενοι από τους περιφερόμενους τιμωρούς οι οποίοι αφού πασπάλιζαν τις χούφτες τους με μούζα άφηναν γελώντας τα αποτυπώματά τους στα πρόσωπα παραβατών νόμου και ηθικής. Ας θυμόμαστε λοιπόν πως όταν προτάσσουμε την παλάμη μας φωτογραφίζοντας κάποιον ή πολλούς (όχι μόνον σε γήπεδα, πλατείες κ.λπ.) με τεντωμένα δάχτυλα, τηρώντας την ενδεδειγμένη ανάμεσά τους απόσταση, τιμάμε τρόπον τινά μια μακραίωνη παράδοση. Μάλιστα, κατά μυστηριώδη λόγο οι μού(ν)τζες σπανιότατα οδηγούν σε «πυξ λαξ» ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Αντιθέτως, η μού(ν)τζα μπορεί να χρησιμεύσει και σαν καθρέφτης ενδοσκόπησης. Αρκεί να στρέψουμε την (ει δυνατόν καθαρή) παλάμη –αριστερού ή δεξιού χεριού, όποια βολεύει τον καθένα– προς το δικό μας πρόσωπο, μονολογώντας σε ένδειξη μεταμέλειας (όρσε ρε… ή πάρε πέντε…) για ατοπήματά μας, ψεύδη βαριά, ντροπιάσματα, χορηγώντας «εις εαυτόν» άυλο συγχωροχάρτι. Αυστηρώς κατά μόνας βεβαίως.

Δημοσίως, το αυτοφασκέλωμα θα ήταν πράξη εκκωφαντικά γενναιόφρονη, αλλά πολύ υψηλού προσωπικού ρίσκου.

 

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο