Ανήμερα τω Φώτονε!
Πολύ καιρό μου ξέφευγε κι έλεγα: πού θα μου πάει πλέα;
Θα τήνε φάει ο αρμεγός στο τέλος την κλωτσέα!
Πρόκειται για ‘να εκλεκτό φίλο και πατριώτη,
Βασίλη τόνε βγάλανε, γιορτάζει κάθε πρώτη,
του νέου χρόνου που θα ‘ρθει,
κι όλοι αλληλοεύχονται, «καλώς να μας εμπεί!»
Όλοι γνωστοί δα είμαστε σε τούτα δω τα μέρη,
του Λιβαδιού το φούρναρη και ποιος δε τόνε ξέρει!
Σαράντα χρόνια φούρναρης κοντεύει να τα κλείσει,
φτιάχνει τον επιούσιο σ΄ άνθρωπο να μη λείψει.
Κουλούρια φρέσκα βλασερά με ή και χωρίς λάδι,
άρτους , ψωμία και γλυκά κι ωραίο παξιμάδι!
Όμως να μπω στο θέμα μας, η ώρα μη μας πάρει
και να σας πω στον Τρίβολο τώρα πως φιγουράρει .
Ανήμερα τω Φώτονε, ήτανε μαύρη μέρα,
άστραφτε βρόντα κι έβρεχε μέχρι τη Χύτρα πέρα!
Πρωί πρωί εξύπνησε κι είχε ανησυχία,
η βάρκα του στη Φελωτή μην κόψει τα σκοινία!
Γιατί, εκτός των άλλονε, είναι ψαράς με νότες,
οργώνει όλες τσι θάλασσες, παίρνει μεγάλες ρότες!
Μία και δύο κίνησε στη Φελωτή κατέβη,
και το σταυρό του έκανε, τη βάρκα πως θα εύρει!
Όλα καλά επήγανε, δε του την είχε πάρει,
η βάρκα ήτανε εκεί, κουνιόταν όλο χάρη!
Ευτύς αρπάζει το σκοινί όξω να τήνε βγάλει,
όμως το κύμα τούφερνε αντίσταση μεγάλη!
Κι εκεί που ζοριζότανε τρώει ένα γλισταρίδι,
κι ο δύστυχος στη θάλασσα τρώει σκοντιμπανίδι!
Φαρδύς πλατύς εβρόντηξε, μες στο ..υγρό στοιχείο,
Άγιε Νικόλα βόηθα με φώναζε μες το κρύο!
Όμως θα πρέπει να σας πω, ο Μπίλης δε μασάει,
είναι και ψαροντουφεκάς συχνά και πάλι πάει!
Δυό απλωτές ετράβηξε και εις το μώλο βγήκε,
σουρώνοντας ολόκληρος, κακό που τόνε βρήκε!
Στη βάρκα που …κουνιότανε, τση λέει: -«δε θα σκάσω,
άντε και πνίξου άμα θες, εγώ πάω ν΄ αλλάξω!»
Δυό στρούγγια αφού τσή δωσε, μέσα στ΄ αμάξι μπαίνει,
για το Λιβάδι ξεκινά, να ζεσταθεί πααίνει!
Σαν έφτασε στο σπίτι του, τον είδε η Ειρήνη,
σταυρούς μεγάλους έκανε, τι τάχατες εγίνη!
Σου λέει, Φώτα ήτανε, θα πήγε στο Καψάλι,
και βούτηξε για το σταυρό, όξω να τόνε βγάλει!
– Βοήθειά σου Βασίλη μου, η δύστυχη του λέει,
το ήξερε μάνα σου; Ανέ σε δει θα κλαίει!
-Μα δεν ευρέθη πιο μικρός ΄πο σένα να βουτήξει;
Πες μου, αν δε σε σπρώξανε τι άλλο σου ΄χει τύχει;
– Γυναίκα…έχεις όροξη! Μα ΄γω θα ξεπαγιάσω,
τρέχα να φέρεις σώβρακα – φανέλες για ν΄ αλλάξω!
Έτσι λοιπόν ετέλειωσε κι αυτή η ιστορία,
κι έγιν΄ αιτία για να μπει στα Τρίβολοβιβλία!
Θα λέτε, ποίος «σατανάς» μου τάσωσε στο…. γράμμα;
Καλύτερα να μη σας πω, γιατί θα πέσει κλάμα!
Είναι άγιος άνθρωπος κι ο κόσμος το γνωρίζει,
μόνο τ΄ αρέσει που και που τους φίλους του ν΄ αγκρίζει!
Ανδρέας Λουράντος – Κονταράτος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020