Από τους Ραπτάκηδες μέχρι τον Αττίκ
Γράφει ο Ε.Π. Καλλίγερος - το εντυπωσιακό χρονικό μιας μεγάλης οικογένειας από τα Κύθηρα
1. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΑΜΙΟΥΣ (ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΒΙΑΡΟΥΣ;) ΣΤΟ ΔΗΜ.ΡΑΠΤΑΚΗ
Ο ΔΗΜ. ΡΑΠΤΑΚΗΣ ιατροφιλόσοφος και πολλάκις βουλευτής Κυθήρων ήταν μεταξύ των ανδρών εκείνων που η παρουσία του μόνον απαρατήρητος δε μπορούσε να περάσει σε μία κοινωνία σχετικά πολυπληθή. Την εποχή αυτή οι κάτοικοι του νησιού εκυμαίνοντο από 8-10.000 (στο 2ο ήμισυ του 19ου αιώνα).
Οι Ραπτάκηδες είναι παλαιότατη οικογένεια των Κυθήρων και από διάφορες απογραφές προκύπτει, ότι το Ραπτάκης ήταν παρωνύμιο χρησιμοποιούμενο για να ξεχωρίζει κανείς τους κλάδους κάποια μεγαλύτερης οικογένειας με το ίδιο επώνυμο. Aυτό ήταν παλαιότατη συνήθεια στα Κύθηρα που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Το Ραπτάκης λοιπόν, προφανώς επαγγελματικό παρωνύμιο, εδόθη σε κάποιο κλάδο της οικογενείας Βιάρων, που με τη σειρά της αποτελεί την πρώτη, μαζί με τους Βενιέρους, οικογένεια Ενετών στα Κύθηρα. Ο Ιάκωβος Βιάρος ήταν τοποτηρητής Κυθήρων τοποθετηθείς από τους Βενιέρους, ο οίκος των οποίων καταλαμβάνει τα Κύθηρα το 1206. Οι Βιάροι κατοικούν ως φαίνεται εις την εύφορη κοιλάδα μεταξύ Βιαραδίκων Μητάτων και δίνουν το όνομά τους εις τον πρώτο των οικισμών αυτών (τα Μητάτα είναι παλαιότερος ακόμη οικισμός, γνωστός από τον 11ο αιώνα). Είναι άγνωστο πότε εγκαταλείπουν το αρχικό επώνυμο Βιάρος και μένουν με το παρωνύμιο με το οποίο έχουν γίνει γνωστοί οι Ραπτάκηδες, πάντως σε απογραφές του 18ου αι. τους ανευρίσκουμε και με το επώνυμο και με το παρωνύμιο [1].
Ο Παναγιώτης Ραπτάκης πάντως, ιερέας και πατέρας του Δημ. Ραπτάκη κατέχει σημαντικές εκτάσεις γης Βόρεια. της περιοχής Φρατσίων (κοντά στα σημερινά Παντελιάνικα), που από το όνομά του μένουν γνωστά ως «Ραφτακιάνικα». Σ’ αυτή την περιοχή ανεγείρεται κι ένα μεγάλο, διώροφο σπίτι, άγνωστο πότε, το οποίο από την κατασκευή του κι από το χώρο που κτίστηκε δείχνει να ανήκε σε εύπορη οικογένεια και εξυπηρετούσε τουλάχιστον δύο οικογένειες, αφού χωρίζεται σε δύο παρόμοιες κατοικίες.
Ο Δημ. Ραπτάκης γεννιέται το 1810 και ο πατέρας του, παπα-Παναγιώτης φαίνεται ότι δεν είχε μόνον τα μέσα, αλλά και τη θέληση και τις γνώσεις για να δώσει στο γιο του ανάλογη μόρφωση. Μην ξεχνούμε ότι έχει εδραιωθεί η Αγγλική Κυριαρχία όταν γεννιέται ο Δημήτριος Ρ. κι έχει αρχίσει η κατασκευή σχολείων στο νησί. Τα πρώτα του γράμματα λοιπόν τα παίρνει ο Δημήτριος Ρ. στη Χώρα δίπλα σε πολύ γνωστούς δασκάλους, μεταξύ των οποίων εξέχουσα μορφή είναι ο εκ Χίου Iω. Οικονομίδης, ο οποίος συνδιδάσκει με τον Ρ. Σε ηλικία μόλις 18 ετών τον βρίσκουμε να διδάσκει εις το δημόσιο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο των Φρατσίων (χτισμένο από τους Άγγλους στη σημερινή πλατεία του χωριού).
Το 1832 ο Δ. Ρ. αναχωρεί για τη Σμύρνη στην οποία διδάσκει ελληνική γλώσσα σε διάφορα σχολεία. Το 1838 τον βρίσκουμε στο Παρίσι να σπουδάζει Ιατρική ενώ τον Ιανουάριο του 1842 πεθαίνει η μητέρα του. («Ιανουαρίου ιθ΄/31. Ετελεύτησεν η ποθητή μου μήτηρ», θα σημειώσει στο ημερολόγιο του). Αφού περατώνει με επιτυχία τις σπουδές του στο Παρίσι επιστρέφει στη Σμύρνη, όπου συνδέεται με το ισχυρό ελληνικό στοιχείο εκεί και ιδίως με τους Κυθηρίους, οι οποίοι κυριαρχούν σε πολλούς τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Στις 13 Μαρτίου 1849 πεθαίνει ο πατέρας του κι αξίζει ν’ αναφερθεί η εγγραφή του γεγονότος εις το ημερολόγιο του Δημ. Ραπτάκη.
«Περί μεσημβρίαν εξέπνευσεν ο επί γης θεός μου ο πατήρ μου, υπό πνευμονίας δι’ οκτώ ημερών καταβληθείς, δυνάμει των ηθικών αυτού θλίψεων και της εν οίνω αμετρίας. Έζησε 75 (έτη)».
Το πόσο συνδεδεμένος ήταν και πόσο αγαπούσε τον πατέρα του ο Δ. Ρ. γίνεται γνωστό και από άλλη εγγραφή στο ημερολόγιο, του 1845 (χρονιά που μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της χριστιανικής συνοικίας της Σμύρνης). Το Νοέμβριο του χρόνου αυτού πληροφορείται ότι ασθενεί βαριά ο πατέρας του κι αναχωρεί αμέσως από τη Σμύρνη για τα Κύθηρα στις 3 Νοεμβρίου. Με τα μέσα της εποχής φθάνει στο νησί μόλις στις 17 Δεκεμβρίου, και βρίσκει τον πατέρα του εν αναρρώσει.
Μία άλλη εγγραφή στο ημερολόγιο δημιουργεί ερωτηματικά για το κατά πόσον και ένας τουλάχιστον από τ’ αδέλφια του ήταν εξ ίσου φιλικός προς τον πατέρα τους. Γράφει: «Την ημέραν καθ’ ην εξέπνευσε ο πατήρ μου, ο αδελφός μου Νικόλαος μαθών παρ’ εμού τούτο υπήγε και ενήργησε τα κατ’ εκείνου καντάδα!!!». Tα θαυμαστικά μάλλον οδηγούν σε αποδοκιμασία της πράξεως του αδελφού του. (Ο Δ.Ρ. γνωρίζουμε ότι είχε 4 αδέλφια την Ανδριάννα (που είχε πανδρευθεί το 1814 στον Ποταμό τον Mιχ. Γ. Mεγαλοκονόμο), το Νικολάκη, το Μανώλη και τον Ιωάννη).
ΑΛΛΗ μία εγγραφή του ημερολογίου του δημιουργεί ερωτηματικά, καθώς εκτός των άλλων αναφέρεται σ’ ένα παράξενο θέμα: «Ο πατήρ μου με είπεν εις τ’ αλώνι περί τον Νοέμβρ. 1849 ότι συνελήφθην τα Φώτα του 1810».
Εκτός από το παράξενο της πληροφορίας, η οποία, απ’ ότι γνωρίζω, είναι μοναδική σ’ αναλόγου είδους ημερολόγια, αφού αναφέρεται στην ημερομηνία σύλληψης, η εγγραφή πρέπει να είναι λανθασμένη καθώς αναφέρει, ότι του το είπε ο πατήρ του περί τον Νοέμβρ. του 1849, όταν έχει ήδη πεθάνει στις 13 Μαρτίου του ίδιου έτους. Αν δεν πρόκειται περί λάθους του ίδιου του συγγραφέα ίσως να είναι λάθος του αντιγραφέα (το πρωτότυπο κείμενο του ημερολογίου του Δημ. Ραπτάκη πρέπει να βρίσκεται μεταξύ των εγγράφων του αρχείου του αείμνηστου γιατρού Μικέ Παϊδούση).
Η πληροφορία πάντως του ημερολογίου για την ενημέρωση του Δ.Ρ. από τον πατέρα του για την ημερομηνία της συλλήψεως του, δείχνει και κάτι ακόμη. Tη στενή σχέση πατέρα και γιου. Το γεγονός δε ότι ήταν ο μόνος από την οικογένεια που σπούδασε, κάτι σύνηθες για τις δύσκολες συνθήκες της εποχής συνηγορεί στο ότι πρέπει να ήταν κι αγαπημένος γιος του Παπα-Παναγιώτη. Ίσως βέβαια η πληροφόρηση αυτή του πατέρα προς το γιο και μάλιστα όταν ο πρώτος πλησιάζει προς το τέλος του, να έχει και κάποιο άλλο νόημα. Είναι γνωστότατη η αυστηρή θρησκευτική πρόληψη, που φθάνει ως τις μέρες μας, για την αποφυγή σεξουαλικών σχέσεων τις παραμονές ή κατ’ άλλους ανήμερα, μεγάλων γιορτών. Ισως λοιπόν ο πατέρας του Δ.Ρ. να το θεωρούσε αμαρτία, παπάς ων και να ήθελε να ενημερώσει τον αγαπημένο του γιο φοβούμενος κάποιες θείες συνέπειες προς αυτόν. Παρακινδυνευμένη αυτή η υπόθεση, αλλά το παράξενο της πληροφορίας αυτής οδηγεί υποχρεωτικά σε σχολιασμό της.
2. ΔΗΜ. ΡΑΠΤΑΚΗΣ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΟ 1850 ο Δημ. Ραπτάκης είναι ήδη 40 χρόνων (πολύ μεγάλος για την εποχή του) κι ακόμη δεν έχει κάνει οικογένεια, ούτε έχει αναμιχθεί ενεργά στην πολιτική.
Οι σπουδές του στο Παρίσι κι οι συνεχείς μετακινήσεις του στη Σμύρνη και την Ελλάδα φαίνεται του παίρνουν πολύ χρόνο. Όμως φαίνεται ότι ήδη έχει αντιληφθεί ότι καθυστέρησε και στις 24 Σεπτεμβρίου του 1850 (ημέρα της εορτής της Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης) παντρεύεται στην Κωνσταντινούπολη μία πολύ όμορφη 20άχρονη Κυθηρία, γόνο γνωστής Κυθηραϊκής οικογενείας. Την Κλεοπάτρα Κορωναίου αδελφή του γνωστότατου αργότερα από την Κρητική Επανάσταση του 1866 στρατηγού Πάνου Κορωναίου. Γι’ αυτήν γράφει ο Δ. Βικέλας «Η χαρίεσσα Κυθηρία ήτο ξανθή, ήτο εκφραστικώτατον το ευηδές της πρόσωπον και γλυκύτατον το βλέμμα των γαλανών οφθαλμών της». Ο ίδιος ο Δ.Ρ. γράφει στο ημερολόγιό του «1850 24 Σεπτ. Έγημα την πεφιλημένην μοι Κλεοπάτραν εικοσαετή, αγνήν, εν Κωνσταντινουπόλει».
ΤΟ 1851 επιστρέφοντας στη Σμύρνη ανοίγει φαρμακοπωλείο μαζί με τους Χ. Βερνάρδο και Ευστ. Μιχαλακόπουλο. (Ο πρώτος δεν αποκλείεται να είναι ο γνωστός μαθηματικός και ιατροφιλόσοφος στη Σμύρνη, από τον Καραβά, Χαρ. Βερνάρδος, εξαίρετη προσωπικότητα της εποχής του και ανθρωπιστής, που πεθαίνει πάμπτωχος αργότερα).
Τον ίδιο χρόνο γεννιέται το πρώτο του παιδί, το οποίο ονομάζεται από τον ίδιο Εριθέλγη. Εδώ διαπιστώνουμε τον ελληνοκεντρικό χαρακτήρα του Δ. Ραπτάκη, που δε διαλέγει για την κόρη του κάποιο γνωστό χριστιανικό ή αρχαίο όνομα, αλλά συνθέτει ένα καινούργιο (το ίδιο κάνει σ’ όλα σχεδόν τα παιδιά του). Αυτό βέβαια δείχνει τη βαθειά ελληνολατρεία του, τη μόρφωσή του και έναν αθεράπευτο ίσως ρομαντισμό, πιθανώς αυτόν που κληρονομεί η Εριθέλγη στο γιο της Κλέωνα, τον πασίγνωστο Αττίκ.
Εριθέλγη λοιπόν η πρώτη κόρη, πιθανώς υπό το έρις + θέλγω όπως υποστηρίζεται από την οικογένεια, που βέβαια κάτι παραπάνω θα ξέρει γι’ αυτό το ζήτημα (φιλολογικά πάντως δε στερείται βάσεως η υπόθεση να διάλεξε το όνομα ο Δ.Ρ. συνθέτοντας το αρχαίο επιτατικό μόριο ερι με το θέλγω, δηλ. αυτός που θέλγει υπερβολικά. Αυτό θα ήταν πιο κοντά στο ρομαντικό του χαρακτήρα, αλλά και στην προσωπικότητα της κόρης του…).
ΤΟ 1852 φαίνεται αποφασίζει να εγκατασταθεί οριστικά στα Κύθηρα και εγκαταλείπει οικογενειακώς τη Σμύρνη, νοικιάζοντας το σπίτι του Παναγιώτη Καλούτση (Μαλινκονία) στη Χώρα κάτω από το κάστρο (Αγ. Πάντες). Τον επόμενο χρόνο έρχεται σε σφοδρή σύγκρουση με μία από τις ισχυρότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Χώρας, του Μ. Στάη. Οι λόγοι δεν είναι γνωστοί, φαίνεται όμως ότι περιέχουν τα πρώτα σπέρματα της πολιτικής αναμείξεως του Ραπτάκη εις τα πράγματα, έχουν όμως σαφώς και οικονομικό περιεχόμενο όπως φαίνεται από το ημερολόγιο του «1853, 28 Φεβρουαρίου, ο Αγνώμων και κακεντρεχέστατος Μ. Στάης και ο πατήρ του λυσσωδώς κατ’ εμέ επετέθησαν διάμεσεγγυήσεων, σφραγίσεων και παντοίου είδους καταδιωγμών, δικαστικών τε και κοινωνικών, ουδέν άλλο πράξαντες ή την ενδόμυχον αυτών σατανικήν φύσιν καταδείξαντες εκ περισσού».
Το έντονο της γραφής δείχνει τη μεγάλη αγανάκτηση του ήρεμου συνήθως Δ.Ρ., που αποκαλεί το Στάη «Αγνώμονα», άγνωστο για ποίο λόγο. Γεγονός είναι ότι η οικογένεια Στάη ανήκε ανέκαθεν στη συντηρητικότερη πλευρά του πολιτικού κατεστημένου των Κυθήρων, ένας μάλιστα από αυτούς, ο Εμμ. Στάης, συγκαταλέγεται μεταξύ των αγρίως δολοφονηθέντων κατά την εξέγερση των χωρικών το 1800, ενώ αντιθέτως ο Ραπτάκης είναι ενεργό μέλος του Ριζοσπαστικού Κόμματος, που αντιμάχεται σφόδρα το παλαιό φεουδαρχικό καθεστώς και μάχεται για την Ένωση με την Ελλάδα.
ΤΟ 1854 η οικογένεια μετεγκαθίσταται στο Λειβάδι, στο σπίτι του Τζ. Λαζαρέτη (σημερινά Βρανάδικα) και λίγο αργότερα νοικιάζει στη Xώρα το σπίτι του Ν. Γρυπάρη. Από την οικογένεια του ίδιου αυτού θ’ αγορασθεί και το γνωστό αργότερα σπίτι των Ραφτάδηκων στο Λειβάδι, κάτω από την Παναγία Κοντελετού, στην περιοχή που τότε αποκαλείται Γρυπαριάνικα.
Το 1855 γεννιέται το δεύτερο παιδί του (είχε προηγηθεί μία αποβολή το 1853 που ολίγο έλειψε να στείλει στον τάφο την Κλεοπάτρα) και παίρνει τρία ονόματα, Νικόλαος, Παναγιώτης, Ελπίδημος. Κι εδώ η αρχαιολατρεία προσθέτει το τελευταίο όνομα πάνω στα οικογενειακά (του πατέρα και του αδελφού του προφανώς).
Στις 17 Ιανουαρίου 1857 έχουμε εκλογές όπου δοκιμάζει για πρώτη φορά την τύχη του ο Δ.Ρ. και χάνει για 4 μόνον ψήφους. Στις 27 Μαρτίου όμως του ίδιου χρόνου θα του χρειασθούν 3 μόνον ψήφοι για να εκλεγεί στην Ιόνιο Βουλή, το 1858 διορίζεται γιατρός στην ελληνοεμπορική σχολή της Χάλκης κι ένα χρόνο αργότερα αποκτά το δεύτερο γιο του τον οποίο ονομάζει Πολύβουλο. Το 1861 γεννιέται ο τρίτος του γιος, ο γνωστός αργότερα γιατρός στα Κύθηρα Τηλέκλειτος, που σπουδάζει ιατρική στο Μοntpellier της Γαλλίας και σκοτώνεται το 1931 σε τροχαίο ατύχημα στην Αθήνα. (Ο Τηλέκλειτος Ραπτάκης γίνεται ιδιαίτερα γνωστός ως γιατρός στα Κύθηρα, αρκετά ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, κρατούσε ημερολόγιο για το κυνήγι, μέρη του οποίου έχουν δημοσιευθεί στα «Κ»).
Το 1865 γεννιέται και άλλος γιος του 55ετούς πλέον Δ.Ρ., ο οποίος ονομάζεται Βασίλειος-Δάμανδρος και θα πεθάνει νέος σε ηλικία 19 μόλις ετών. Ο τάφος του βρίσκεται στον περίβολο της Παναγίας της Κοντελετούς, όπου και οι τάφοι του Δ.Ρ. και της Κλεοπάτρας. Τα οστά των περισσοτέρων αυτών τάφων έχουν μεταφερθεί παλαιότερα, πιθανώς στην Αθήνα.
Τελευταίο παιδί του Δ. Ρ. γεννιέται το 1870 η Πέλεια, (το όνομα της σημαίνει αγριοπεριστέρα στα Ομηρικά ελληνικά) η οποία παντρεύεται το γνωστό Ρώσσο στρατηγό Ιζαηλώφ και σε δωρεά της οποίας οφείλεται το ήμισυ περίπου της σημερινής παλαιάς αγοράς της οδού Αιόλου, προς το Άσυλο Ανιάτων).
ΤΟ 1862 παραιτείται από τη Σχολή της Χάλκης και επιστρέφει στα Κύθηρα, συμμετέχει δε ενεργά ως βουλευτής Κυθήρων στην προσπάθεια για την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. (Οι άλλοι δύο βουλευτές της νήσου την εποχή αυτή είναι οι Δ. Αρώνης -Παναγιωτόπουλος και Κ. Πανάρετος). Ανείπωτη είναι η χαρά του Δ. Ραπτάκη όταν επιτέλους η Αγγλική κυβέρνηση παραχωρεί τα Επτάνησα στην Eλλάδα. Γράφει στο ημερολόγιό του: «1864 τη 21 Μαΐου ώρα 10η κ.μ. υψώθη η Ελληνική σημαια εις τα Κύθηρα και την λοιπήν Επτάνησον. Ημέρα μεγάλης χαράς!».
Πράγματι μετά τόσους αγώνες, το όνειρο γίνεται πραγματικότητα και ο 54χρονος ριζοσπάστης γράφει απλά «Ημέρα μεγάλης χαράς».
Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου εκλέγεται πληρεξούσιος στη 2η Ελληνική Εθνοσυνέλευση στην Αθήνα. Τον επόμενο χρόνο αποτυγχάνει μόλις για 16 ψήφους να εκλεγεί βουλευτής. Το 1868 όμως εκλέγεται, αλλά η εκλογή ακυρώθηκε όταν ο αντίπαλός του Θ. Αλοΐζος κατόρθωσε να πείσει τον Σπυρ. Μασσέλο να ρίξει ένα δαχτυλίδι στην κάλπη (τότε ψήφιζαν με σφαιρίδια, άσπρα για το ναι στο βουλευτή και μαύρα για το όχι. Από κει και το «μαύρισμα» στις εκλογές που σήμαινε ότι τα μαύρα σφαιρίδια στην κάλπη του συγκεκριμένου υποψήφιου υπερτερούσαν των άσπρων. Το σύστημα είχε και την πρακτική του αξία καθώς δεν είχαν πρόβλημα να ξεχωρίσουν το τι ψηφίζουν οι, πολλοί τότε, αναλφάβητοι). Για το εγχείρημα του Αλοΐζου βγήκε τότε και ρίμα, γνωστή από ανακοίνωση του Ιουλ. Βαρυπάτη:
Βρε τι κακό που τόκαμε
ένα δαχτυλιδάκι
και έρριξεν απίστομα
ένα κοτζά Ραπτάκη.
Στην επανάληψη των εκλογών υπερίσχυσε ο Αλοΐζος, αλλά τον επόμενο χρόνο 1869 εκλέγεται πάλι ο Δ.Ρ. με 1.213 ψήφους παρά τη σφοδρή αντίδραση εναντίον του. Ήδη γράψαμε για το μένος της αριστοκρατικής πτέρυγας εναντίον του. Σημειώνει στο ημερολόγιό του για την πρώτη του» υποψηφιότητα:
«Τη δε 27 Μαρτίου ανεδείχθην βουλευτής, πλειονοψηψείσας κατά τρεις ψήφους, δεινώς καταπολεμηθείς από πάσης της Κυθηρείου αριστοκρατίας και του χρήματος αυτής και της ραδιουργίας».
Στην τελευταία δε και επιτυχημένη εκλογή του, το 1869, σημειώνει:
«1869, 20 Μαΐου. Εξελέχθην βουλευτής διά 1213 ψήφων ελευθέρως δοθέντων μοι και ανεπηρεάστως, καίτοι καταπολεμηθείς μανιωδώς διά παντοειδών και αισχρών μέσων, και τη 14 νύκτωρ ενεδρευθέντι…».
Ο Δημ. Ραπτάκης πεθαίνει τελικά το 1878 και ενταφιάζεται στην Παναγία Κοντελετού, κοντά στο σπίτι στα Γρυπαριάνικα.
3. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ Η ΚΟΡΗ
(Δημήτριος Ραπτάκης και Εριθέλγη Τριανταφύλλου)
Όπως είδαμε ο Δημ. Ραπτάκης είχε μια βαθύτατη μόρφωση, την οποία συνεδύαζε με εξ ίσου βαθύτατη ελληνολατρεία. Γι’ αυτό εξ άλλου ανεμίχθη στην πολιτική με το Ριζοσπαστικό Κόμμα των Ιονίων Νήσων, γι’ αυτό έδωσε τα ονόματα που είδαμε στα παιδιά του. Όμως και η μητέρα των παιδιών του η όμορφη και εξ ίσου καλλιεργημένη Κλεοπάτρα Κορωναίου, δεν υστερεί σε τίποτα εκείνου. Η παροιμία λέει, ότι «το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει». Έτσι, ήταν αδύνατον να μην κάνουν απογόνους, οι οποίοι θα αγαπούσαν τις τέχνες και τα γράμματα.
Πρώτο παιδί του Δ. Ραπτάκη, ήταν όπως είδαμε, η Εριθέλγη. Από τους γονείς της κληρονομεί την αγάπη για τα γράμματα και θέλει και τα παιδιά της να μορφωθούν και να γαλουχηθούν με τα δικά της πιστεύω. Εκρηκτική προσωπικότητα, η Εριθέλγη παντρεύεται τον εκ Βόλου βαμβακέμπορο και πολυεκατομμυριούχο στην Αίγυπτο Δημ. Τριανταφυλλου και ζει στην χώρα του Νείλου. (Εκεί πάει αργότερα και ο αδερφός της Νικόλαος, ο οποίος γίνεται γνωστός δικηγόρος, αλλά χάνεται μετά από αυτοκτονία).
Η Εριθέλγη Ραπτάκη-Τριανταφύλλου, εκτός από το χαρακτήρα της, που όπως θα δούμε είχε ιδιορρυθμίες (τις ιδιορρυθμίες των μεγάλων, όπως θα λέγαμε) είχε και βαθύτατη μόρφωση. Ήταν εκπληκτικό το φαινόμενο για γυναίκα της εποχής της να μιλάει άπταιστα Ελληνικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Αραβικά, να γνωρίζει καλά κινέζικα και θαυμάσια Εσπεράντο, ενώ εργαζόταν για να τελειοποιήσει μια δική της γλώσσα! Σημαντικό ρόλο στις σπουδές της κόρης του παίζει βέβαια ο Δημ. Ραπτάκης, ο οποίος με θαυμαστή για την εποχή του οξυδέρκεια και μ’ ένα πηγαία φιλελεύθερο πνεύμα παροτρύνει την κόρη του στις σπουδές της, την ίδια εποχή που στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα κορίτσια τα ξεχωρίζουν από τα παιδιά και τις γυναίκες τις έχουν μόνο για τις δουλειές του σπιτιού.
Αξίζει ν’ αναφερθεί ένα γράμμα που στέλνει ο βουλευτής Ραπτάκης στην Εριθέλγη στις 18 Φεβρουαρίου 1870, το οποίο σώζεται από την υπέροχη εγγονή της Πέλεια Τριανταφύλλου-Τζαρτίλη (κόρη του Κίμωνα) και δημοσιεύεται στο βιβλίο ΑΤΤΙΚ της Δανάης Στρατηγοπούλου. (Το γράμμα αυτό δε συστήνουμε μόνο να διαβαστεί από τον καθένα, αλλά όσοι έχουν παιδιά θα μπορούσαν να τους το δώσουν σαν μια αιώνια διαθήκη, και φωνή ορθοφροσύνης και σπουδαίου λόγου. Το γράμμα έχει ως εξής, στα κύρια σημεία του:
Κύθηρα τη 18η Φεβρουαρίου 1870
«Αγαπητή μου κόρη.
Ήθελον να σου απαντήσω γαλλιστί εις τας τελευταίας τέσσερας επιστολάς σου, ων αι δυο γαλλιστί, αλλ’ επειδή πρόκειται να διαπραγματευθώμεν σπουδαιότατον δι’ αμφοτέρους ημάς αλλ’ εξόχως διά σε αντικείμενον, σου γράφω εις την γλώσσα μας, όπως και εγώ σου εκφραστώ καθαρά και συ με εννοήσεις εντελώς.
Τα πάντα εν τω κόσμω τούτω είναι βέβαια, άστατα. Ουδ’ ο σοφώτερος των ανθρώπων δύναται να γνωρίζει οποία συμβηβεκότα επιφυλλάσσονται εις έκάστον ημών από την τυφλήν, μωράν και παράφορον τύχην, καθ’ όλον τον βίον ημών.
Μικρά τινα μόνον νησίδια διασκορπισμένα εις το αχανές του βίου πέλαγος, φαίνονται ένθεν κακείθεν, όπου ο κλυδωνιζόμενος δύναται κολυμβών να σώσει την ύπαρξή του, εν ώρα ναυαγίου και καταστροφής. Τοιούτων τινές σκόπελοι είναι η αρετή, η παιδεία, η ικανότης, η φιλοπονία, η εγκράτεια κ.τ.λ. Αυτά υπ’ ουδεμίας τρικυμίας ανατρέπονται ή καταποντίζονται. Παρόμοιον τι έσται και διά σε εν ώρα ναυαγίου (μετά την αρετήν εννοείται πάντοτε) και το δίπλωμα.
Ενόσω το ακάτιόν σου ουριοδρομεί εν τω πελάγει του βίου, το πτωχόν αυτό δίπλωμα, σιωπηλόν, εντός του κιβωτίου σου, τοις πάσιν άγνωστον, ουδεμίαν φροντίδα ή έξοδον απαιτούν, κείται ήσυχον και αβλαβές. Αλλ’ όταν, ως λέγει ο Θεόκριτος, ηχήσει πολιός βυθός, η δε θάλασσα μικρόν επαφρίσει, (…) Ω! τότε ο περίφημος ούτος ασκός πόσον καταντά πολύτιμος! Αξίζει μίαν έντιμον ζωήν ολόκληρον! Τον φουσκώνεις τότε, τον αγκαλιάζεις και σώζεσαι. Αλλά μόνον συ; (…) ίσως ίσως τότε σώσεις και άλλα όντα πολύτιμα και φίλτατα! (…) Όταν ο άνθρωπος περιπέσει εις περιστάσεις, ώστε να επιχειρεί έργα αλλότρια της θελήσεως και ευχαριστήσεώς του, τότε δεν είναι πλέον κύριος του εαυτού του. (…) Το δίπλωμα λοιπόν είναι εκείνο, κόρη αγαπητή, το οποίον εις πάσαν περίστασιν και διά πάντα τόπον και θέσιν, θα σου είναι χρήσιμον εν ώρα ανάγκης.
Την παρούσα μου (…) απαιτώ να την φυλάξεις ως δώρον πατρικόν (…) ο υπεραγαπών
σε πατήρ σου
Δ. Ραπτάκης»
Το ήθος όμως κι η οξυδέρκεια του πατέρα φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα.
(…) «Σε άφησα να μακρυνθείς της πατρικής σου οικίας προς βελτίωσιν ηθών, αύξησιν γνώσεων, κτήσιν πράξεως του βίου και διατήρησιν τιμής και υπολήψεως: παν ότι συντελεί προς τα ασμένως παραδέχομαι (…)επιθυμώ όμως τόσον, καλά να σκέπτεσαι πριν πράξεις, ώστε πικρά μεταμέλεια να μη σε επισκέπτεται συχνά (…) σου εύχομαι εκ ψυχής(…)
Ο πατήρ σου
Δ. Ραπτάκης»
Αυτά το 1870 κι ας τα αντιπαραβάλουμε με το σήμερα, όταν οικογένειες ολόκληρες Κυθηρίων εκπατρίζονται για να «προσέχουν τα παιδιά …».
4. Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Ο Δημ. Τριανταφυλλου και η Εριθέλγη ζουν στην Αίγυπτο μια πολύ πλούσια ζωή, σε μια εποχή που η χώρα αυτή φιλοξενεί μεγάλο αριθμό Κυθηρίων και φυσικά Ελλήνων. Εκεί, στο τεράστιο σπίτι παλάτι του μεγαλέμπορου, στο οποίο απασχολούνται και ζουν σ’ αυτό 13 υπηρέτες και προσλαμβάνεται και… εσωτερική μοδίστρα για να μην είναι γρουσούζικος ο αριθμός, γεννιώνται και τα παιδιά της οικογένειας. Ο Κίμων, ο Κλέων, η Κορίνα και η Νόρα. Ο Κίμων είναι 10,5 χρόνων και η Νόρα στην κοιλιά της Εριθέλγης, όταν πεθαίνει ξαφνικά ο πατέρας Δημ. Τριανταφύλλου, αφήνοντας την οικογένεια χωρίς το φυσικό της προστάτη. Τώρα το βάρος πέφτει στις πλάτες της Εριθέλγης, που μπορεί να είχε πάρει τις καλύτερες πατρικές συμβουλές, μπορεί να είχε λάβει πλουσιοπάροχα τα χαρίσματα αυτά από τις μούσες και την μόρφωση, όμως είχε και δύο φοβερά ελαττώματα. Ήταν υπέρ του δέοντος σπάταλη κι ουδέποτε κατόρθωνε να είναι στην ώρα της στα ραντεβού της.
Μπροστά στην κατάσταση που δημιουργείται, η Εριθέλγη παίρνει τα παιδιά της, εκποιεί την τεράστια περιουσία του συζύγου και έρχεται για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα, όπου διάσημοι αρχιτέκτονες, ζωγράφοι και άλλοι ειδικοί έρχονται για να σχεδιάσουν το αρχοντικό της οικογένειας στο κέντρο της Αθήνας.
Η οικογένεια διαθέτει δύο αρχοντικά, τεράστιες εκτάσεις στο Ν. Φάληρο, όπου μένουν τα καλοκαίρια, όταν δεν κατεβαίνουν στα ιδιόκτητα σπίτια της Χώρας, του Λειβαδίου και σε φιλικά στο Καψάλι.
Η Εριθέλγη, μόλις τακτοποιείται αρχίζει μία σπάταλη ζωή γεμάτη κοσμικότητα στα σαλόνια της εποχής, αλλά θέτει ως πρώτο μέλημα την μόρφωση των παιδιών.
Θέτει στη διάθεσή τους τούς καλύτερους δασκάλους της Μουσικής, τους μαθαίνει όλα τα όργανα, ενώ συγχρόνως παίρνουν το πτυχίο της Νομικής, τ’ αγόρια, μια και προορίζονται για το διπλωματικό στάδιο.
Η περιουσία του Δ. Τριανταφύλλου σιγά -σιγά σπαταλείται, αφού η Εριθέλγη δεν έχει μέτρο στις σπατάλες της. Να σκεφτεί κανείς, ότι ψάχνει να βρεί ιδιαίτερο βαγόνι στο τραίνο για να πάει στο Παρίσι ν’ ακούσει το βαρύτονο Καρούζο και όταν δεν βρίσκει, ναυλώνει ολόκληρη αμαξοστοιχία και πάει στο Παρίσι με ολόκληρη την οικογένεια. Οι «τρέλες» αυτές της Εριθέλγης κάνουν το Σπύρο Στάη, στενό φίλο της οικογενείας και γνωστό πολιτικό να πει: «χρειάστηκε το ταλέντο μιας Εριθέλγης για να κατασπαταληθεί τέτοια τεράστια περιουσία».
Έτσι δεν αργεί να έλθει η καταστροφή. Το 1911, ξυπνούν ένα πρωί και η τεράστια περιουσία δεν υπάρχει πια. Αγώνας τώρα για την επιβίωση και μεγάλες προσπάθειες. Εν τω μεταξύ τα παιδιά, που έφυγαν για το Παρίσι να σπουδάσουν Πολιτικές Επιστήμες, αρχίζουν σπουδές στη Μουσική.
Απ’ αυτήν σιγά-σιγά θα κερδίζουν αρκετά, ώστε να στέλνουν και στη μαμά Εριθέλγη. Μάταια ο μεγάλος, ο Κίμων, είχε καταβάλει κάποιες προσπάθειες για να σωθεί ένα μέρος της περιουσίας. Η Εριθέλγη είχε άλλη άποψη πάνω στο πώς πρέπει να ξοδεύονται τα χρήματα. Παράξενες ήταν κι οι απόψεις της πάνω στην παιδαγωγική των παιδιών. Ενώ διέθετε τα πάντα για να μορφωθούν και να μην τους λείψει το παραμικρό δεν παρέλειπε να χρησιμοποιεί και την… ράβδο.
Φαίνεται μάλιστα, ότι τόσο συχνή χρήση του παιδαγωγικού αυτού μέσου έκανε, ώστε κάποια στιγμή της λέει ο Κλέων «μαμά, αν θέλεις να χαρείς τα παιδιά σου, σταμάτα πια».
Κι η πεισματάρα Τσιριγώτισσα όντως σταμάτησε.
Η οικονομική κατάσταση όμως της Εριθέλγης γίνεται, όσο περνά ο καιρός και χειρότερη, έτσι ώστε γύρω στα 1930, αναγκάζεται, σε μεγάλη πια ηλικία, σχεδόν 80 χρονών, να πουλήσει και το πατρικό σπίτι στα Γρυπαριάνικα (Κοντελετού) στον εξ Αμερικής Λειβαδίτη Εμμ. Λ. Λευθέρη, ο οποίος αργότερα αγοράζει και την υπόλοιπη περιουσία.
Η οικονομική δυσκολία της οικογένειας φαίνεται και σε γράμμα της Εριθέλγης προς τον Εμμ. Λευθέρη, της 10ης Μαρτίου 1933, το οποίο αναφέρεται στις δύο υπηρέτριες της οικογένειας, Κυθήριες, την Ουρανία και την Κατερίνα, για τις οποίες λέει ότι λυπάται και τις αγαπά «αλλά η τύχη ήταν κακή και δι’ αυτάς και δι’ ημάς». Δεν παραλείπει όμως να διαβεβαιώνει ότι θα στέλνει τακτικά «χαρτζιλίκι» και ότι δεν πρέπει να έχουν παράπονον διότι τους απέστειλε χρήματα (προφανώς οφειλές από την εργασία τους). Ακόμα στο ίδιο γράμμα αναφέρεται στο λάδι που έχουν μαζέψει (προφανώς από τις ελιές που ήταν ακόμη στην ιδιοκτησία της οικογένειας) και το οποίο παρακαλεί να το διατηρήσουν σε καθαρό δοχείο μέχρι ν’ αρχίσουν τακτικές προσεγγίσεις πλοίων εφ’ όσον βελτιωθεί ο καιρός.
Παρά όμως τα οικονομικά προβλήματα και τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει και για τις οποίες μάλλον αποκλειστικά υπεύθυνη ήταν η ίδια, η Εριθέλγη δεν ξεχνά ποτέ τις πατρικές συμβουλές και την αγωγή που έλαβαν και στη διαθήκη της, που συντάσσει στις 31/12/1932 προβλέπει την κατάθεση 60.000 δρχ. στην Εθνική Τράπεζα «ες αεί δια την σύστασιν Βραβείου Αρετής». Και επειδή αντιλαμβάνεται ότι το ποσόν είναι ελάχιστο, αφήνει εντολή να ανατοκίζεται μέχρι να γίνουν 100.000 και να επαρκούν καθορίζει δε, ότι «αι αρεταί διά τας οποίας προσδιορίζω το Βραβείον είναι πρωτίστως η αρετή της προς τους γονείς στοργής και φροντίδας και κατόπιν εκείνη της αυτοθυσίας και τιμιότητος…»
Σε βαθύτατα γεράματα πεθαίνει στην Αθήνα η Εριθέλγη Τριανταφυλλου το 1940. Προηγουμένως, το 1914 έχει αφήσει την τελευταία της πνοή η μικρή της κόρη, η Νόρα, σε ηλικία 23 χρονών, αφού ταλαιπωρήθηκε από 4 χρονών από παράλυση.
Σ’ αυτής τη μνήμη, η θεία της, κι αδερφή της Εριθέλγης, η Πέλεια Ραπτάκη-Ιζαηλώφ, αφήνει κληρονομιά στο Άσυλο Ανιάτων, ολόκληρο τετράγωνο στις οδούς Αιόλου, Ευριπίδου και Σοφοκλέους με την αγορά (εκεί που ήταν μέχρι πρότινος το Κρυστάλ).
5. ΚΛΕΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ – ΑΤΤΙΚ (Ι)
Όπως είδαμε, πρωτότοκος γιος της οικογένειας Τριανταφυλλου είναι ο Κίμων, που ασχολείται με τη μουσική κι αυτός τελικά και γίνεται καθηγητής, διδάσκοντας μελόδραμα.
Μεταξύ των μαθητών του κι η διάσημη αργότερα Mαρία Kάλλας! O δευτερότοκος της οικογένειας, ο Kλέων, μεσουρανεί και αυτός στο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Γεννημένος το 1888, σπουδάζει μουσική στο Παρίσι για να καταλήξει συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής, θα χρειάζονταν τόμοι ίσως για να περιγραφεί η εκρηκτική σταδιοδρομία του Κλέωνος Τριανταφύλλου, ο οποίος γίνεται γνωστός με το ψευδώνυμο ΑΤΤΙΚ.
Εκατοντάδες τραγούδια του γίνονται επιτυχίες που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Η ζωή του, οι καλές και κακές στιγμές της, το μεσουράνημα κι οι ατυχίες του, γίνονται θρύλλος και περιγράφονται θαυμάσια σ’ ένα βιβλίο που έγραψε γι’ αυτόν με υπέροχο τρόπο η συνεργάτις του τραγουδίστρια Δανάη Στρατηγοπούλου, χρησιμοποιώντας όλο το πολύτιμο υλικό που είχε διατηρήσει με θρησκευτική ευλάβεια η ζωντανή μνήμη της οικογένειας η Πέλεια Τριανταφυλλου -Τζαρντίλη, κόρη του Κίμωνα,. Εδώ θα γράψουμε λίγα πράγματα μόνο για να δείξουμε τον άνθρωπο, που ήταν πέρα για πέρα Τσιριγώτης, αφού για μακρά σειρά ετών ερχόταν κάθε χρόνο στο νησί για τις διακοπές του και μάλιστα σε ταραγμένες και δύσκολες εποχές με πενιχρά συγκοινωνιακά μέσα.
Ένα γεγονός που έδειχνε το χαρακτήρα του Κλέωνα, περιγράφεται στο βιογραφικό βιβλίο που προαναφέραμε.
Κάποτε, σε πολύ μικρή ηλικία, τον έχασαν από το σπίτι του Ν. Φαλήρου και τον ανακάλυψαν στη θάλασσα σ’ ένα βράχο ν’ ατενίζει το πέλαγος και να λέει στην ερώτηση, τι κάνει εκεί:
«Τσιτάω τη θάλασσα, τα βουνά. Τι ωαία που είναι!»
Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι και τη σύντομη, αλλά εντυπωσιακή καλλιτεχνική παρουσία του εκεί, γυρίζει με τον Κίμωνα στην Αθήνα, αφού τα οικονομικά της οικογενείας από το 1911 δεν είναι καθόλου καλά, όπως είδαμε. Αναγκάζονταν πλέον να εργάζονται όλοι για να τα συνεισφέρουν εις το ταμείο της οικογενείας. Όμως ο Κλέων ειναι σαν την Εριθέλγη. Δεν ενδιαφέρεται για το χρήμα. Δεν τον συγκινεί. Ξοδεύει, χωρίς να λογαριάζει και ζει πάντα στο δικό του ρυθμό, στο δικό του κόσμο. Είναι ένα εύθυμο πειραχτήρι με την πιο ευαίσθητη ψυχή. Το χαρακτηριστικό των τραγουδιών του και του στίχου και της μουσικής είναι η ευαισθησία, ο λυρισμός και ότι όλα έχουν σχέση με τα ανθρώπινα αισθήματα. Βαθύς γνώστης της γλώσσας και έχοντας τις καλύτερες προγονικές αρετές, είναι βαθύτατα Έλληνας. Ποτέ δε βαρβαρίζει, ποτέ δε γράφει ένα στίχο που να προκαλεί ή για να δημιουργεί εντυπώσεις.
Στο Τσιρίγο, όπως είπαμε έρχεται σχεδόν κάθε χρόνο. Η οικογένεια διατηρεί το πατρικό στα Γρυπαριάνικα (Παναγία Κοντελετού) καθώς και το σπίτι της Χώρας.
Μένουν όμως και στο Καψάλι (Πίσω Γυαλό), σε μια εποχή που η Χώρα είναι γεμάτη ανθρώπους, σφύζει από ζωή καθώς ο πληθυσμός της ξεπερνά τα 1000 άτομα κι οι περίπατοι το βράδυ από το Μπελβεντέρε στο Καψάλι, είναι σκέτη μαγεία (τώρα και να θέλεις να περπατήσεις σ’ αυτή την πανέμορφη περιοχή δε μπορείς, αφού η κίνηση των αυτοκινήτων εκεί σε κάνει να προσέχεις τη σωματική σου ακεραιότητα περισσότερο από το τοπίο!)
Στη Χώρα λοιπόν, σε μια μεγάλη παρέα που σχηματίζουν οι συνομήλικοί του και οι φίλοι του από την Αθήνα, περνά ώρες ατέλειωτες ξεγνοιασιάς και σκαρώνει τις πάντα προσφιλείς του πλάκες. Εκεί κάνει τον κόκορα καταμεσήμερο ή δίνει δεκάρες στη μαρίδα των πιτσιρικάδων κρυμμένος πίσω από τις γρύλλιες των παραθύρων και σπάει πλάκα, όταν από το θόρυβο ξυπνά όλη η γειτονιά. Εκεί κάνει και το φίδι για να ξιπάσει τους βραδινούς περιπατητές και να γεμίσει το κεφάλι του καρούμπαλα από τις ξυλιές που έριχναν στο σκίνο που είχε κρυφτεί για να σκοτώσουν το… ερπετό.
Στη γαλήνη, τού ελάχιστα κατοικημένου τότε Καψαλιού, παίρνει ιδέες και γράφει ένα από τα καλύτερα τραγούδια του το «Τρεχαντήρι».
Στο σπίτι στο Λειβάδι, που κατοικεί μόνιμα ο θείος Τηλέκλειτος που οι παλιότεροι τον θυμούνται με τη φοράδα του και οπλισμένο πάντα με περίστροφο. μένει αρκετό χρόνο ο Κλέων. Με τον Τηλέκλειτο, μανιώδη κυνηγό, του οποίου το κυνηγετικό ημερολόγιο έχουμε δημοσιεύσει, πηγαίνουν τακτικά κυνήγι. Ένα σπορ για όλους τότε, από το οποίο δεν έλειπε ποτέ ο Κλέων, αλλά δεν αναφέρει ποτέ κυνηγετικές επιτυχίες του ανιψιού στο ημερολόγιό του ο θείος Τηλέκλειτος. Συνήθως πήγαινε στη βόλτα να ευχαριστηθεί τη φύση, αλλά μάλλον τα πουλιά και οι λαγοί δεν έπαθαν τίποτα από τις κυνηγετικές ικανότητες του ΑΤΤΙΚ! Στο Λειβάδι πηγαίνει τακτικά στο καφενείο της Φραντζέσκαινας, νεότευκτο τότε και εντυπωσιακό κτίριο με κεραμίδια που είχε και μπιλιάρδο. Αρκετές φορές πηγαίνει κι ο Κίμων, αν και στα Κύθηρα δεν τον θυμούνται τόσο τακτικά όσο τον Κλέωνα. Στο καφενείο παίζει μπιλιάρδο και κάνει πάντα το περίφημο διπλό σφύριγμα για το οποίο βέβαια γίνεται γνωστός όπου πηγαίνει (από τη Ρωσσία, τη Γαλλία, την Αίγυπτο κλπ.), αφού είναι ανεπανάληπτο μια και κανείς δεν το πέτυχε μετά απ’ αυτόν. Προσπαθούν οι νέοι της εποχής να τον μιμηθούν αλλά, φυσικά είναι αδύνατον. Οι νέοι όμως της εποχής, όσοι γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1900 τον θυμούνται καλά. Μερικοί έχουν και φιλικές σχέσεις μαζί του κι επισκέπτονται, όταν βρεθούν στην Aθήνα, αργότερα, την περίφημη «Mάντρα» του.
6. ΚΛΕΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ-ΑΤΤΙΚ (IΙ)
Όπως είδαμε, ο Κλέων στην Αθήνα, γράφει, συνθέτει, τραγουδά, κάνει μικρά επιθεωρησιακά νούμερα και γίνεται αναπόσπαστο μέρος της Αθηναϊκής Κοινωνίας της εποχής. Συνήθως τα θέματά του τα παίρνει από τη ζωή και συνηθέστερα από τη δική του ζωή, τις λύπες του και τις χαρές του. Είναι τελειομανής, στο ρυθμό και στο στίχο. Φαίνεται, ότι ο Θεός σ’ αυτούς που έδωσε απλόχερα τη χάρη των Μουσών, θέλησε να στερήσει άλλα πράγματα. Από τον Αττίκ, στέρησε αυτό που λάτρεψε περισσότερο. Ένα παιδί.
Το 1910 παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τη Μαρί Ελέν Ρουφ με την οποία αποκτά ένα παιδί, που πεθαίνει γρήγορα. Σε έξι μήνες από το θάνατό του, πικραμένη για το χαμό του παιδιού, πεθαίνει και η Μαρί Ελέν γεμίζοντας πίκρα τον Αττίκ. Ξαναπαντρεύεται λίγα χρόνια αργότερα την ηθοποιό Μαρία Φιλιππίδη, (η οποία τον εγκαταλείπει λίγο αργότερα) για να παντρευτεί σε τρίτο γάμο τη Ρωσσίδα καλλιτέχνιδα Σούρα, η οποία μένει η πιστή σύντροφος της ζωής του μέχρι το θάνατό του.
Τον Αύγουστο του 1930, ανοίγει στην οδό Μηθύμνης το πρώτο του στέκι, τη «Μάντρα», η οποία το 1935 μετακομίζει στην οδό Αχαρνών. Εκεί μαζεύει ένα σημαντικό μέρος από το καλλιτεχνικό δυναμικό της εποχής του, δημιουργεί ο ίδιος καλλιτέχνες και φυσικά αποτελεί και την ψυχή της κάθε παράστασης.
Από το τεράστιο έργο του δύσκολα μπορεί κανείς να κάνει επιλογή καθώς η τελειομανία του τον οδηγούσε να φτιάχνει όλα του τα έργα όσο το δυνατόν πιο κοντά στο τέλειο. Μερικά όμως τραγούδια του σίγουρα ξεχώρισαν για το στίχο και τη μουσική τους.
Στην εφημερίδα θα γράψουμε μόνο ένα. Ίσως γιατί αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τα Κύθηρα, αφού το εμπνεύστηκε σ’ ένα απ’ τα καλοκαίρια που κατέβαινε στο νησί.
Εκεί, στον Πίσω Γιαλό Καψαλίου σκέφτηκε να γράψει το «ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ» και μόλις γύρισε στο Παρίσι έγραψε ένα από τα ωραιότερα νοσταλγικά τραγούδια του. Έτσι το «Τρεχαντήρι» του φαίνεται να μπαίνει ακόμα και τώρα στο μικρό λιμανάκι.
Το 1940, όπως είδαμε πεθαίνει σε μεγάλη ηλικία η μαμά Εριθέλγη, την οποία ο Κλέων υπεραγαπούσε. Έρχεται κι η Κατοχή, κατά την οποία, παρά τις στερήσεις και τις δυσκολίες ο Κλέων, δουλεύοντας συνεχώς σε δύο δουλειές, τα βγάζει πέρα σχετικά δύσκολα, όπως όλοι, ποτέ όμως δεν έφτασε σε πραγματική οικονομική δυσπραγία. Παρ’ όλ’ αυτά η ζωή τον έχει τσακίσει. Όλα όσα πέρασε δημιουργούν ένα βάρος κι έρχεται κι ένας ξυλοδαρμός του από άξεστους Γερμανούς φαντάρους να ξεχειλίσουν το ποτήρι. Εξαντλημένος κι από τις συνεχείς αιμοδοσίες (αυτός ο υπέροχος καλλιτέχνης ήταν ένας επίσης υπέροχος άνθρωπος. Σήμερα ακόμα δεν έχουμε εθελοντές αιμοδότες όσους χρειάζεται ο τόπος. Σκεφθείτε το 1940. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Αττίκ), σκέπτεται πλέον την αυτοκτονία. Πραγματοποιεί την απειλή του και στις 29 Αυγούστου 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση, ένας μεγάλος αριθμός υπνωτικών, γράφει τον επίλογο της ιστορίας ενός μεγάλου καλλιτέχνη και δημιουργού. Κατ’ ουσίαν όμως, επίλογος για τους μεγάλους ανθρώπους δε γράφεται ποτέ. Γιατί απλούστατα δεν υπάρχει επίλογος στην αιωνιότητα, που αξίζουν. Ο Αττίκ ήταν ένας απ’ αυτούς. Και τα Κύθηρα, που τα αγάπησε σαν τον γενέθλιο τόπο της πολυαγαπημένης του μητέρας Εριθέλγης Ραπτάκη, του οφείλουν κι αυτά κάτι. Δυστυχώς, ούτε ένας δρόμος* δε θυμίζει τον άνθρωπο αυτό, ούτε βέβαια και τον επίσης μεγάλο παππού του Δ. Ραπτάκη. Μήπως ήρθε η ώρα κάποιοι να ρίξουν ένα βλέφαρο στην Ιστορία και να τιμήσουν τα τέκνα του τόπου τους, αυτά που δυστυχώς οι περισσότεροι ούτε καν ξέρουν και για ένα από τα οποία γράφτηκε η σειρά αυτών των άρθρων; Ας γράψουμε και μεις ένα τιμητικό επίλογο σε κάποιους μεγάλους και κυρίως ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ.
* Έπρεπε να φθάσουμε στο 2006 για να ονομασθεί η οδός που οδηγεί στην Παναγία Kοντελετού, οδός KΛEΩNOΣ TPIANTAΦYΛΛOY – ATTIK.
ΤΟ ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ
Κάτω από το έρημο το χωριουδάκι
τρεχαντήρι όμορφο τ’ άλλο πρωί,
άραξε χαρούμενα στο λιμανάκι
και το περιγιάλι ήταν όλο ζωή.
Εγώ, που του κόσμου η απονιά
μ’ έκανε να χάσω
τόσα όνειρά μου παλιά
κι ήρθα να ρεμβάσω
μέσα στου χωριού μου τη μοναξιά,
ίσως και ξεχάσω,
στάθηκα ο φτωχός
κι είπα μοναχός.
Άσπρο πουλί, τρεχαντήρι
πούθε μας ήρθες γοργό;
Ποιόν έχεις καραβοκύρη;
Πού πας στερνά ‘πο ’δω;
Ποιος ξέρει τι σε περιμένει
στου κόσμου κάποια γωνιά.
Έχεις κι εσύ μοίρα γραμμένη
επάνω στα πανιά.
Τρεχαντήρι έχε γεια!
Μια βδομάδα ακούγονταν γέλια τραγούδια,
περ’ απ’ του γιαλού το μικρό καπηλειό
Φόραγαν οι νιες στα μαλλιά τους λουλούδια
έλεγες πως είχε γιορτή στο χωριό.
Μ’ έβγαζε κι εμένα απ’ τη συλλογή
μπρος στο παραθύρι
αραγμένο δίπλα στη γη
τ’ άσπρο τρεχαντήρι.
Ως που χθες το είδα με την αυγή
άγκυρα να σύρει
κι έμειν’ ό γιαλός,
πάλι σιωπηλός.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση σε συνέχειες στα φ. 72-77, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1994 και σε ειδικό ένθετο στο φ. 219, Νοέμβριος 2007.
[1] Σύμφωνα με νεότερες έρευνες του γράφοντος, το παρωνύμιο Ραπτάκης αναφέρεται σε παλαιότερες εποχές να σχετίζεται με το επώνυμο Σάμιος, το οποίος γνωρίζουμε ότι έχει δημιουργήσει σειρά επωνύμων στο νησί και ειδικά στα Φράτσια. (Βλ. Ε.Π.Καλλίγερου, Συμπλήρωμα στα Κυθηραϊκά Επώνυμα, Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα 2016, σελ. 66). Άρα το Βιάρος, το οποίο υποθέταμε ως αρχικό επώνυμο των Ραπτάκηδων είναι μάλλον προσδιοριστικό κατοικίας ή καταγωγής (Βιαράδικα), όπου πιθανόν βρίσκονταν κατά τις απογραφές ένας κλάδος των Ραπτάκη. Έτσι το Σάμιος πρέπει να ήταν το αρχικό επώνυμο του Ραπτάκης και όχι το Βιάρος που αναφέρεται εδώ.