Αποχαιρετισμός σε έναν μεγάλο Ελληνα των ΗΠΑ
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια στη Λακωνία, η υποτροφία της AT&T και η δημιουργία της Mistras, ενός παγκόσμιου κολοσσού | Γιώργος Τσίρος
Ενας ξεχωριστός Έλληνας των ΗΠΑ, που ενσάρκωσε απόλυτα το αμερικανικό όνειρο και διακρίθηκε ως επιστήμονας, επιχειρηματίας, άνθρωπος και πατριώτης, ο Δρ. Σωτήριος Ι. Βαχαβιώλος, έφυγε πριν από λίγες μέρες από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών, στο σπίτι του στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ, έχοντας στο πλευρό του την οικογένειά του.
Η θλιβερή ανακοίνωση της εταιρείας Mistras Group, την οποία εκείνος ίδρυσε, οδήγησε στο Χρηματιστήριο της Wall Street και στα πέρατα του κόσμου και διοίκησε με δυναμισμό όσο το επέτρεπε η υγεία του, προκάλεσε συγκίνηση τόσο στην ομογένεια, όπου αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό, όσο και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Μυστρά Λακωνίας, όπου οι συντοπίτες του έχουν να λένε για τη μεγάλη του καρδιά και την πολύπλευρη προσφορά του.
Εκεί, στον Μυστρά και στο οικογενειακό αγρόκτημα – επίγειο παράδεισο όπου περνούσε τα καλοκαίρια με τα παιδιά και τα εγγόνια του, τα αμπέλια και τις ελιές του, είχα τη σπάνια τιμή να τον γνωρίσω το Μεγάλο Σάββατο του 2013, εν μέσω προετοιμασιών για το πασχαλινό γλέντι, για μια μεγάλη συνέντευξη που θυμάμαι σαν μάθημα ζωής. «Εδώ είναι οι ρίζες μου», μου είχε πει. «Τη βλέπεις την ελιά; Θέλει λίπασμα, φροντίδα. Οσο πιο βαθιές οι ρίζες, τόσο θα φουντώσει. Ετσι κι εμείς. Αυτή την επαφή θέλω να περάσω στα εγγόνια μου. Αυτή με συγκινεί καθώς βλέπω φίλους παιδικούς να γυρνάνε στο χωριό με τα δικά τους εγγόνια».
Γερές βάσεις
Γεννημένος στις 16 Απριλίου 1946, μεσαίο από τα τρία παιδιά του Ιωάννη και της Αθανασίας, ο Βαχαβιώλος γνώρισε από μικρός τις στερήσεις. «Δυο πράγματα αν σιχάθηκα στη ζωή μου ήταν το american cheese της επισιτιστικής βοήθειας και το γάλα σκόνη που μας βράζανε – όλο κόλπα σκαρφιζόμουν να το χύνω. Είχα φάει ξύλο απ’ τη μάνα μου επειδή πήρα ψωμί και τυρί και βγήκα έξω να το φάω – δεν ήταν σωστό να με βλέπουν άλλοι που πεινούσαν», μου είχε πει. Την ίδια στιγμή, όμως, είχε την τύχη να μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον υγιές, με πολλή αγάπη και αρχές. Επαιζε στη φύση, διάβαζε με το φως των κεριών και διδάχθηκε την αξία της εργασίας, στο κρεοπωλείο του πατέρα του. «Ποτέ δεν είδα άνθρωπο να πεθαίνει από σκληρή δουλειά», του έλεγε ο κυρ Γιάννης όταν ο μικρός δυσανασχετούσε. «“Γιατί, ρε πατέρα;” τον ρωτούσα. “Δεν ξέρεις τι θα γίνει αύριο”, απαντούσε. Και είχε δίκιο. Τα πρώτα χρόνια στην Αμερική, δούλεψα χασάπης σε σούπερ μάρκετ και έβγαλα πολύ καλά χρήματα. Ηταν, βλέπεις, μια δουλειά που δεν την κάνει ο καθένας».

Νωρίς έμαθε και τη σημασία της αλληλεγγύης. «Δεν υπήρχε περίπτωση να σου λείψει κάτι και να μη χτυπήσεις την πόρτα του γείτονα. Μία σοκολάτα είχαμε και τη μοιραζόμασταν δέκα παιδιά. Κάθε Πάσχα, ο πατέρας μου και ο παπάς, φίλοι αδελφικοί, κόβανε μερίδες τα αρνιά και με έστελναν να τα μοιράζω πόρτα πόρτα. Αυτό έγινε βασική φιλοσοφία μου. Αν δεν είσαι team player, δεν μπορείς να πετύχεις».
Στην Αμερική
Τα χρόνια πέρασαν, ο τόπος άρχισε να μοιάζει μικρός, το όνειρο μιας καλύτερης ζωής οδήγησε στην Αμερική. Ηταν και θέμα νοοτροπίας. «Τον έχουμε οι Λάκωνες τον εγωισμό, την επιθυμία να καταφέρουμε το κάτι παραπάνω και να γυρίσουμε με το κεφάλι ψηλά». Ο Σωτήρης, που από πιτσιρικάς πειραματιζόταν με τα ηλεκτρονικά, έβαλε πλώρη το 1966 για Νιου Τζέρσεϊ, όπου ήδη ζούσε η αδερφή του, η Βούλα, παντρεμένη με Ελληνα ιερέα, για να σπουδάσει με υποτροφία Ηλεκτρολόγος – Μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Fairleigh – Dickinson. Λίγο το καταπράσινο Garden State, που του θύμιζε πατρίδα, λίγο οι δεσμοί της ελληνικής κοινότητας όπου γρήγορα ένιωσε οικεία, τον βοήθησαν να κάνει φίλους, να προσαρμοστεί. Επαιξε ρόλο και η Εκκλησία, επίκεντρο της κοινωνικής ζωής για τους ξενιτεμένους. Εκεί γνώρισε την Ασπασία, κόρη γουνέμπορου από την Κλεισούρα Καστοριάς. Παντρεύτηκαν πριν καν πάρει το πρώτο του πτυχίο. «Ως γυναίκα χωρίς μόρφωση, η μάνα μου είχε ως πρώτο μέλημα να προκόψουμε εμείς. Φαρμακώθηκε όταν παντρεύτηκα στα 23 μου, γιατί φοβήθηκε ότι θα παρατούσα τις σπουδές. Ημουν και τυχερός όμως. Απ’ το Δημοτικό είχα δάσκαλο τον θείο Ντίνο, δεύτερο ξάδερφο του πατέρα μου, που με έκανε να αγαπήσω τα Μαθηματικά. Πολλά παιδιά που διακριθήκαμε σ’ αυτόν το χρωστούσαμε». Αλλες εποχές… και αλλιώς αντιλαμβάνονταν οι εκπαιδευτικοί το λειτούργημά τους. «Εμείς δεν χρειαστήκαμε φροντιστήρια. Αν υστερούσες σε μάθημα, πήγαινες το απόγευμα και η πόρτα του δασκάλου ήταν ανοιχτή. Ετσι όμως προχωρήσαμε. Αργότερα στην Αμερική, ό,τι μας μάθαιναν στη Φυσική και την Παραστατική Γεωμετρία ήδη το ήξερα».

Θαυμαστός νέος κόσμος
Το άστρο του Βαχαβιώλου έλαμψε στο πανεπιστήμιο, όπου αποφοίτησε πρώτος, και η τότε «μητέρα της τεχνολογίας» στην Αμερική, η AT&T, τον υποδέχτηκε με πλήρη υποτροφία για να εργαστεί ως ερευνητής στα περίφημα Bell Laboratories, ένα «χωριό» καινοτομίας που είχε βγάλει Νομπελίστες και χιλιάδες εφευρέσεις που άλλαζαν τον κόσμο, ενώ παράλληλα θα συνέχιζε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Columbia, όπου απέκτησε δύο μεταπτυχιακά, στη Ηλεκτρολογία και στη Φιλοσοφία, προτού ολοκληρώσει το διδακτορικό του στην Ηλεκτρολογία.
Ο Σωτήριος ευτύχησε να έχει καθηγητή και μέντορα τον Ουόρεν Π. Μέισον, πρωτοπόρο της Φυσικής Ακουστικής, που είχε αναπτύξει τη θεωρία ότι η «κόπωση» της ύλης παράγει υπέρηχους που προμηνύουν τη θραύση. Τότε δεν υπήρχε εξοπλισμός αρκετά ευαίσθητος για να «συλλάβει» αυτά τα σήματα. Και ο δαιμόνιος Ελληνας βάλθηκε να να δημιουργήσει, ουσιαστικά, έναν νέο κλάδο.
Μέσα σε μια οκταετία έφτασε να είναι επικεφαλής τμήματος, έχοντας από κάτω του 60 διδακτορικούς ερευνητές και να αναπτύξει 15 πατέντες πάνω στην επεξεργασία σημάτων και στις εφαρμογές προληπτικής συντήρησης υποδομών. Με λόγια απλά, ήταν σαν ένας «γιατρός» κατασκευών, που με υπέρηχους, ακτινογραφίες και νευρωνικά δίκτυα διαγιγνώσει ανεπαίσθητες αποκολλήσεις και υποδεικνύει την έγκαιρη «θεραπεία» τους, προτού συμβεί ένα γεγονός που θα στοίχιζε ανθρώπινες ζωές και πολλά εκατομμύρια. Ο επιστημονικός ενθουσιασμός του βρήκε διέξοδο σε δεκάδες συγγράμματα, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο επιχειρηματίας μέσα του άρχισε να ξυπνά. Ετσι, ζήτησε και πήρε δικαιώματα των εφευρέσεών του. «Ηταν η φιλοσοφία της παλιάς AT&T να ανοίγει το δρόμο για νέες εταιρείες, γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν την “έσπαζε” σε κομμάτια. Δεν ξέρω αν σήμερα θα γινόταν κάτι τέτοιο».
Επιθετικός παίκτης
Το 1978, ο Βαχαβιώλος ίδρυσε τη Physical Acoustics Corporation, πρόδρομο του ομίλου Mistras, με χρηματοδότες τους venture capitalists Μίλτον Πάπας και Φρεντ Αντλερ και κεφάλαιο 1,5 εκατ. δολάρια. Η δουλειά άρχισε να μεγαλώνει – και ο ανταγωνισμός επίσης. Τη δεκαετία του ’80 δραστηριοποιούνταν στον κλάδο 48 εταιρείες (!) τις οποίες ο Βαχαβιώλος άρχισε να «χτυπά» μία προς μία, με την αυτοπεποίθηση του τεχνολογικού του προβαδίσματος («πάντα φροντίζω να είμαι δύο-τρία χρόνια μπροστά από τους άλλους») και τη νοοτροπία “killer” στις εξαγορές. «Στις μπίζνες δεν παίζω παιχνίδια. Τις πωλήσεις ή τις κερδίζεις ή τις χάνεις. Είναι μηδέν ή ένα – δεν υπάρχει λίγο. Πρέπει να είσαι επιθετικός».

Το 2009 η Mistras μπήκε στη Wall Street, έχοντας επιτύχει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 20 – 30%. Εκτοτε δεν σταμάτησε να αναπτύσσεται, φθάνοντας το 2023 τα 705 εκατ. δολάρια τζίρο και κατέχοντας ηγετικό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά Ακουστικής Εκπομπής ως μεθόδου Μη Καταστροφικού Ελέγχου. Εχει 4.800 εργαζομένους ανά τον κόσμο, 110 παραρτήματα από την Ιαπωνία μέχρι τη Βραζιλία και από την Ινδία μέχρι τον Καναδά, και πελάτες-κολοσσούς.
Η ιστορία θα γράψει ότι ο Βαχαβιώλος υπήρξε πρωτοπόρος στον επιστημονικό του τομέα, μετατρέποντας θεωρητικές έννοιες σε πρακτικές λύσεις και καινοτόμο εξοπλισμό για τη βιομηχανία του πετρελαίου και φυσικού αερίου, την αεροδιαστημική, τις μεταφορές και τις υποδομές. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, συμμετείχε ενεργά σε επιστημονικές και βιομηχανικές οργανώσεις, όπως το IEEE, το ASNT, το AEWG και το NDT Academia International. «Περισσότερο από τις πατέντες και τις βραβεύσεις, είμαι υπερήφανος για τις χιλιάδες θέσεις εργασίας που δημιούργησα», μου είχε πει. Και κάτι άλλο, ενδεικτικό της φιλοσοφίας του: «Τον εργαζόμενο, τον συνεργάτη σου, πρέπει να τον έχεις στην ομάδα σου, συμπαίκτη, όχι να νιώθει «από κάτω». Οταν μπήκαμε στο χρηματιστήριο, έκανα παροχές σε μετοχές αφορολόγητες. 25 στελέχη μου έγιναν εκατομμυριούχοι. Είναι ένας τρόπος οι μικρές εταιρείες να «αναπνέουν», να μη χάνουν τα καλύτερα στελέχη τους».
Μια ελληνική καρδιά
Ο Βαχαβιώλος ήταν από σπάνια στόφα πατριώτη. Για πολλά χρόνια, στις 28 Οκτωβρίου, τοποθετούσε ολοσέλιδη καταχώρηση στον Εθνικό Κήρυκα, αφιερωμένη στη μνήμη «του πατρός μου Ιωάννου, αγωνιστή του Αλβανικού Μετώπου». Στο χωριό τον λέγαν «πυροσβέστη»: στο ετήσιο μνημόσυνο για θύματα ανταρτών του Εμφυλίου οξύνονταν τα πνεύματα κι εκείνος ανέκαθεν προσπαθούσε να συμβιβάσει, κατά το αμερικανικό σκεπτικό, ότι «με τα μέτρα του χθες δεν μπορείς να εξηγήσεις το σήμερα».
Ανησυχούσε τότε που μιλούσαμε, το ’13, για τα όσα αρνητικά γράφονταν για την Ελλάδα καθώς τα σύννεφα της κρίσης πύκνωναν, θύμωνε για την αναξιοκρατία και την ατιμωρησία που πλήγωναν τη χώρα, πίστευε ακράδαντα ότι νέοι άνθρωποι που διέπρεπαν επαγγελματικά στην Αμερική δεν θα το σκέφτονταν στιγμή να επιστρέψουν αν έβρισκαν στην πατρίδα ένα περιβάλλον αξιοκρατίας και ευκαιριών. Από την άλλη… «Δεν είμαι εγώ που θα αποτρέψω ένα παιδί με σπουδαίο μυαλό από το να φύγει για να προοδεύσει», είχε πει.
Υπήρξε αφοσιωμένος στην ελληνική κοινότητα και τους ομογενείς. Παρέμεινε πάντα συνδεδεμένος με την πατρίδα του και υποστήριξε έμπρακτα τους Έλληνες και τους Ελληνοαμερικανούς, όπως είχαν κάνει και άλλοι για εκείνον. Υπηρέτησε ως Πρόεδρος της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας του Αγίου Γεωργίου στο Hamilton του Νιου Τζέρσεϊ, όπου αγαπούσε να ψάλλει. Επιπλέον, είχε τη μεγάλη τιμή να λάβει τον τίτλο του Άρχοντα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Παράλληλα, διατηρούσε στενή σχέση με την ελληνική πολιτική, και το 2012 συμπεριλήφθηκε τιμητικά στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας.
Ο Σωτήριος εκτιμούσε τις απλές χαρές της ζωής, όπως τις οικογενειακές μαζώξεις, γεμάτες φαγητό, γέλια και αγάπη. Ήταν περήφανος πατέρας και θείος, και η χαρά του μεγάλωσε όταν απέκτησε γαμπρούς και έγινε παππούς. Με αφοσίωση, ενέπνευσε την οικογένειά του να εργάζεται σκληρά και να τιμά τις ελληνικές ρίζες της. Πάνω απ’ όλα, θαύμαζε την καλοσύνη και την αφοσίωση της συζύγου του, με την οποία μοιράστηκε 55 χρόνια γάμου, αποδίδοντάς της τα εύσημα για την όμορφη ζωή που έχτισαν μαζί. Θα τον θυμούνται με αγάπη η Ασπασία, οι κόρες του, Αθανασία (Τία), Στέφανι, Κρίστι, οι γαμπροί του, τα πολυαγαπημένα του εγγόνια, Αλέξανδρος, Μάγια, Αλάνα, Μελίνα, Πέτρος, Νικόλαος-Σωτήρης και Γεώργιος-Παναγιώτης, οι συγγενείς, οι φίλοι και οι συνεργάτες, και όλοι όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Αφήνω για τελευταία μια άλλη του κουβέντα, που δεν ξέχασα ποτέ: «Βαθιά στην καρδιά μου, είμαι μηχανικός. Νιώθω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που δεν λύνεται – και ο πατέρας μου, και η μάνα μου αυτό μου είχαν εμφυσήσει. Δεν φοβάμαι ποτέ να κάνω κάτι. Είναι και κάτι άλλο όμως. Από μικρός πιστεύω στον Θεό. Πάντα θα κάνω την ευχή μου. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» λέμε, αλλά βοηθάει και η Αθηνά…»