Advertisement

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού

O Σερ Αρθουρ Τζον Εβανς, γεννηµένος τον Ιούλιο του 1851 στο Hertfordshire της Αγγλίας, υπήρξε επιµελητής του Μουσείου Ashmolean του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης και καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήµιο

417

Ο Σερ Άρθουρ Τζον Έβανς, γεννηµένος τον Ιούλιο του 1851 στο Hertfordshire της Αγγλίας, υπήρξε επιµελητής του Μουσείου Ashmolean του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης και καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήµιο. Το 1911 χρίστηκε ιππότης, χάρη στις µεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του. Το ενδιαφέρον του για τα αρχαία νοµίσµατα και τη γραφή σε πέτρινες σφραγίδες από την Κρήτη τον παρέσυρε στο νησί για πρώτη φορά το 1894. Λίγα χρόνια αργότερα θα αγόραζε µια έκταση γης που περιλάµβανε την τοποθεσία της Κνωσού και θα ξεκινούσε ανασκαφές, οι οποίες θα συνεχίζονταν για 25 έτη. Η Κνωσός αποκάλυψε στοιχεία ενός εκλεπτυσµένου πολιτισµού της Εποχής του Χαλκού, του μινωικού, όπως ονοµάστηκε από τον ίδιο τον Έβανς, λόγω της περίπλοκης κάτοψης του παλατιού, που θύµιζε τον Λαβύρινθο που σχετιζόταν µε τον θρυλικό βασιλιά Μίνωα. Παρά το γεγονός ότι αργότερα υπήρξαν αµφισβητήσεις για τις χρονολογίες του, οι ανακαλύψεις αυτές αποτέλεσαν τα σηµαντικότερα επιτεύγµατα της αρχαιολογίας και προώθησαν σηµαντικά τη µελέτη της προϊστορίας της ανατολικής Μεσογείου. Η Καθηµερινή παρακολούθησε τόσο τα επιτεύγµατα αυτά όσο και τη ζωή του Άγγλου αρχαιολόγου. Στην παρούσα έκδοση ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει εκ νέου τον «πρωτοπόρο», όπως επισηµαίνεται και στην εισαγωγή, της αρχαιολογικής έρευνας µέσα από τη µατιά επιλεγµένων άρθρων.

Ένας «πρωτοπόρος» της αρχαιολογικής έρευνας

Η βιογραφία και η προσωπικότητα του Βρετανού ανασκαφέα της Κνωσού Σερ Άρθουρ Έβανς έχουν απασχολήσει την πένα πολλών, πράγµα που αποδεικνύει ότι το έργο του, τόσο το καθαρά ερευνητικό όσο και εκείνο που συνδέεται αµεσότερα µε την κοινωνία, µας έχει αφήσει βαθύ το στίγµα του. Εξαιτίας της διαφορετικής θέσης και οπτικής γωνίας των βιογράφων του, οι πληροφορίες για την προσωπικότητα και τις προθέσεις του είναι από παραπληρωµατικές έως και αντιφατικές, δηµιουργώντας εντυπώσεις ποικίλες και εικόνες γι’ αυτόν συχνά διαφοροποιηµένες µεταξύ τους. Σε εκείνο, ωστόσο, που όλοι φαίνεται να συγκλίνουν είναι ότι επρόκειτο για άνθρωπο µε ευρύτατη κλασική παιδεία, υπέρµετρη διορατικότητα, αλλά και χαρακτήρα ευαίσθητο και –πιθανώς γι’ αυτό– κλειστό και απόµακρο. Τα χαρακτηριστικά του αυτά ευνόησαν συχνά συµπεριφορές που διακρίνονταν από ισχυρογνωµοσύνη και απολυτότητα, στοιχεία που του πρόσφεραν το απαραίτητο για την επιβολή του κύρος, ταυτόχρονα όµως υποκινούσαν τον φθόνο και την αντιπάθεια κάποιων, που τον έβλεπαν ως ανταγωνιστή ή και αντίπαλο.

Ωστόσο, τα κίνητρα, οι προθέσεις και οι απώτεροι στόχοι των πρωτοπόρων αποτελούν πεδία δυσπροσπέλαστα, που σε τελική ανάλυση ελάχιστα πρέπει να απασχολούν τους αποδέκτες του προσφερόµενου στην ανθρωπότητα έργου τους. Και είναι το έργο τους αυτό στο οποίο θα έπρεπε αποκλειστικά να ανατρέχουµε, αν θέλουµε να αποτιµήσουµε τη συµβολή τους στην πορεία του πολιτισµού. Επάνω σε αυτή τη βάση θα επιχειρήσουµε παρακάτω µια σύντοµη αποτίµηση της προσφοράς του Έβανς, εξετάζοντας παράλληλα συνοπτικά τις παντός είδους κριτικές που έχουν ασκηθεί στο έργο του από συναδέλφους του αλλά και το ευρύτερο κοινό.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-1
Ο Άρθουρ Έβανς ανάμεσα στα ερείπια του ανακτόρου της Κνωσού. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Richmond William Blake (1907, Ashmolean Museum, Oxford – Alamy/Visual Hellas.gr).

Και θα ξεκινήσουµε από τις µεγάλης έκτασης αναστηλώσεις των ερειπίων στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού. Επάνω στο ζήτηµα αυτό οι παρεµβάσεις του Έβανς έχουν επανειληµµένα δεχθεί δριµεία κριτική, θεωρούµενες ως και αντι-αισθητικές, επιθετικές, ατεκµηρίωτες αλλά και επιβλαβείς για τα αρχαία κατάλοιπα.

Ωστόσο, κανένας από τους παραπάνω χαρακτηρισµούς δεν είναι, στην πραγµατικότητα, εύστοχος. Είναι αποδεκτό πλέον ότι η αισθητική καθορίζεται, ανά εποχή και γεωγραφική περιοχή, από κριτήρια που οφείλουν την ύπαρξή τους σε πρότυπα προσδιοριζόµενα από αισθητηριακές και γνωσιολογικές «πείρες» εκείνων που κάθε φορά τη δηµιουργούν. Αν η πολύχρωµη εµφάνιση των µινωικών αρχιτεκτονηµάτων παρουσιάζεται σήµερα κραυγαλέα, βαριά ή και υπερβολικά επιθετική, αυτό δεν σηµαίνει πως δηµιουργούσε ανάλογες αισθητικές εµπειρίες στους προϊστορικούς κατοίκους της Κρήτης. Τα µινωικά ανακτορικά οικοδοµήµατα –όπως και τα αρχαία ελληνικά αγάλµατα– είχαν χρώµατα και µάλιστα έντονα (κόκκινο, µαύρο, κίτρινο, λευκό), όπως βεβαιώνουν οι ίδιες οι τοιχογραφίες που κοσµούσαν την Κνωσό. Συνεπώς, οι εβανσικές αποκαταστάσεις αποδίδουν, κατά προσέγγιση, το πραγµατικό µινωικό αρχιτεκτονικό περιβάλλον.

Σχετικά µε το υλικό που χρησιµοποιήθηκε στις αναστηλώσεις, λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν ότι αρχικά ο Έβανς προχώρησε σε µια τµηµατική αποκατάσταση του ανακτόρου µε βάση φιλικότερα προς το περιβάλλον υλικά, όπως το ξύλο. Η τελευταία όµως γρήγορα αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευάλωτη στις χειµερινές καιρικές συνθήκες. Έτσι, επιλέχθηκε πλέον το οπλισµένο σκυρόδεµα, οικοδοµικό υλικό πρωτοποριακό για την εποχή του, µε µεγαλύτερη αντοχή στον χρόνο αλλά και στα σεισµικά φαινόµενα που συχνά, και τα χρόνια εκείνα, ταλαιπωρούσαν την Κρήτη. ∆εν µπορούσε βέβαια να ξέρει ο Έβανς ότι η µέση διάρκεια αντοχής του σκυροδέµατος θα προσδιοριζόταν στο µέλλον σε (πάνω-κάτω) εκατό χρόνια. Ωστόσο, οι εβανσικές αναστηλώσεις –που σήµερα θεωρούνται και οι ίδιες «µνηµεία»– έχουν ήδη επιτελέσει τον διττό σκοπό τους: να διασώσουν τα πραγµατικά αρχαιολογικά κατάλοιπα, προσφέροντας παράλληλα στο ευρύ κοινό µια πολλαπλή αισθητηριακή εµπειρία της µινωικής αρχιτεκτονικής, κάτι που κανένας άλλος αρχαιολογικός χώρος της Κρήτης δεν µας έχει µέχρι σήµερα δώσει.

Τέλος, ως προς το ζήτηµα της τεκµηρίωσης να τονιστεί ότι, σε ένα µεγάλο ποσοστό τους, οι παρεµβάσεις του Έβανς βασίστηκαν στα ανασκαφικά δεδοµένα, αλλά και σε σχέδια και µετρήσεις έµπειρων αρχιτεκτόνων συνεργατών του, όπως ο P. De Yong, o Th. Fyfe και o Chr. Doll. Πολλά από τα στοιχεία αυτά παρουσιάστηκαν συνοπτικά, είτε σε προκαταρκτικές εκθέσεις εργασιών είτε στο τετράτοµο µνηµειώδες έργο του µε τίτλο The Palace of Minos at Knossos. Είναι αλήθεια ότι οι πληροφορίες στα συγγράµµατά του αυτά πολύ απέχουν σε λεπτοµέρεια από εκείνες που θα επιζητούσε η σύγχρονη έρευνα, ωστόσο αποδεικνύουν ότι οι αναστηλώσεις στην Κνωσό κάθε άλλο παρά επιστηµονικά «αυθαίρετες» ήταν.

***

Μεγάλη συµβολή του Έβανς στην κατανόηση της εξέλιξης του μινωικού πολιτισµού αποτελεί η δηµιουργία ενός χρονολογικού συστήµατος, βασισµένου στη µελέτη των αρχαιολογικών επιστρώσεων και στην τυπολογική εξέλιξη της κεραµικής της Κνωσού. ∆ιαίρεσε, συµβατικά, ο Βρετανός ερευνητής ολόκληρη την Εποχή του Χαλκού στην Κρήτη (περ. από το 3000 έως το 1100 π.Χ.) σε εννέα συνολικά περιόδους, κατανεµηµένες σε τρεις µεγαλύτερες, τις οποίες χαρακτήρισε ως Πρώιµη, Μέση και Ύστερη Μινωική αντίστοιχα. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι στήριξε τη δηµιουργία του συστήµατός του στη δαρβινική «θεωρία της εξέλιξης», ωστόσο ο ίδιος διευκρινίζει ότι η εννεαδική διαίρεση αποτελεί «ερµηνεία» του οµηρικού επιθέτου του Μίνωος «εννέωρος» (εννέα «ώρες» = εννέα εποχές). Ο συσχετισµός, τέλος, των µεγαλύτερων τριών εβανσικών περιόδων µε τις αντίστοιχες περιόδους του αιγυπτιακού συστήµατος χρονολόγησης (δυναστείες Φαραώ σε Αρχαίο, Μέσο και Νέο Βασίλειο) επιβεβαιώνεται από τη συχνή αναφορά του στις τελευταίες σε όλες τις δηµοσιεύσεις του.

Και γι’ αυτή καθαυτή τη χρήση του όρου «µινωικός» ο Βρετανός ερευνητής έχει δεχθεί κριτικές. Κάποιοι θεωρούν τον όρο ακατάλληλο, αφού, κατ’ αυτούς, προσδιορίζει µια εθνοτική οµάδα, για την ύπαρξη της οποίας η σύγχρονη έρευνα προβάλλει λόγους να αµφιβάλλει. Ωστόσο, τα βασικά πολιτισµικά στοιχεία, εκείνα που συνδέονται µε τη γλώσσα και τη γραφή, τη θρησκεία και τις τέχνες, παρουσιάζουν για την Κρήτη της Εποχής του Χαλκού µια αξιοθαύµαστη ενότητα, τέτοια µάλιστα που επιτρέπει την αναγνώριση –άµεση ή έµµεση– της µινωικής παρουσίας και εκτός Κρήτης. Άλλοι πάλι επιχειρούν να µειώσουν τη συµβολή του Βρετανού στη χρήση και διάδοση στην έρευνα του ίδιου όρου («µινωικός» πολιτισµός, «µινωική» τέχνη, γραφή κ.λπ.), επισηµαίνοντας ότι αυτός είχε χρησιµοποιηθεί για πρώτη φορά από Γερµανούς κλασικιστές του 19ου αιώνα. Αυτό δεν µειώνει βέβαια τη συµβολή του Έβανς στην ευρύτερη διάδοση και καθιέρωσή του, που, παρά τις όποιες συµβάσεις που επιβάλλει η χρήση του, χαρακτηρίζει µέχρι σήµερα τον µεγάλο προϊστορικό πολιτισµό της Κρήτης.

***

Στο προαναφερόµενο τετράτοµο έργο του, ο Έβανς παρουσιάζει τη µινωική Κρήτη ως µια «αυτοκρατορία» της εποχής, που υπό την ηγεσία πανίσχυρων βασιλιάδων µε διοικητικά, οικονοµικά και θρησκευτικά καθήκοντα είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει στον αιγαιακό χώρο, από τη µία επιβάλλοντας την pax minoica («µινωική ειρήνη», κατ’ αναλογίαν της λατινικής «pax romana») και, από την άλλη, µεταφυτεύοντας τον κρητικό πολιτισµό στα γειτονικά νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η «επεκτατική» αυτή τάση των «Μινωιτών» σε γεωγραφικά και ερευνητικά πεδία εκτός Κρήτης ήταν, για ευνόητους λόγους, και η πρώτη από τις απόψεις του Έβανς που αµφισβητήθηκαν έντονα. Οι επιστήµονες που εργάστηκαν στον ελλαδικό χώρο δεν δέχθηκαν ποτέ την –είναι αλήθεια κάπως µονολιθική– θεωρία του, που απέδιδε τη γένεση του μυκηναϊκού πολιτισµού σε µια αποφασιστικής σηµασίας µεταφύτευση του µινωικού στοιχείου στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-2
Το Μεγάλο Κλιμακοστάσιο του ανακτόρου της Κνωσού. Διακρίνεται η βεράντα της Μεγάλης Φρουράς και αντίγραφο της τοιχογραφίας με τις ασπίδες σε σχήμα οκτώ (Alamy/Visual Hellas.gr).

Έκτοτε ξεκίνησε ο χορός αµφισβήτησης και άλλων εβανσικών απόψεων. Αρχικά, µε αφορµή τη χρονολόγηση των κνωσιακών ενεπίγραφων πινακίδων της Γραµµικής Β, εξαπολύθηκε εναντίον του σφοδρότατη επίθεση από οµάδα επιστηµόνων που, µε επικεφαλής τον φιλόλογο L. Palmer, υποστήριξε ότι η τελική καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού συνέβη περί το 1200 π.Χ., δηλαδή 200 ολόκληρα χρόνια αργότερα από την προτεινόµενη από εκείνον χρονολόγηση. Ωστόσο, οι περισσότεροι συνάδελφοί του έσπευσαν αρχικά να υποστηρίξουν τη δική του θέση. Αρκετά αργότερα, ο αρχαιολόγος E. Hallager επανέφερε το ζήτηµα, συνδέοντάς το µάλιστα και µε τη µετά την καταστροφή παρουσία Μυκηναίων στην Κρήτη. Αξίζει, πάντως, να σηµειωθεί πως µέχρι σήµερα η επιστηµονική κοινότητα παραµένει ως προς το ζήτηµα αυτό διχασµένη.

Για το χρονολογικό σύστηµα που είχε καθιερώσει ο Έβανς µε βάση τις παρατηρήσεις του για τη διαδοχή των κεραµικών τύπων και ρυθµών στα επάλληλα στρώµατα της Κνωσού, έχουν κατά καιρούς εκφραστεί επιφυλάξεις, είτε γενικότερα για τον τρόπο και την έκταση της χρήσης του είτε ειδικότερα για τη διάρκεια –ή ακόµα και την ύπαρξη– συγκεκριµένων χρονολογικών φάσεων. Τέλος, πιο πρόσφατα έχουν αµφισβητηθεί και άλλες από τις βασικές θέσεις του, ανάµεσα στις οποίες η «µινωική ειρήνη», η πολιτική κυριαρχία της Κρήτης στο Αιγαίο αλλά και η ύπαρξη ενός Μινωίτη ηγεµόνα, στον οποίο ανήκε, κατά τον Βρετανό ερευνητή, ο γνωστός γυψολιθικός θρόνος που ο ίδιος έφερε στο φως στο ανάκτορο της Κνωσού.

Ωστόσο, η κατά τα τελευταία χρόνια ανασκαφική ανακάλυψη περαιτέρω «µινωικού τύπου» πολιτισµικών στοιχείων σε όλο το Αιγαίο, η διαπίστωση ουσιαστικής ανυπαρξίας πραγµατικών αµυντικών έργων ή άλλων ενδείξεων χερσαίων πολεµικών συγκρούσεων στην ανακτορική Κρήτη, αλλά και η βεβαία ανάγνωση του ηγεµονικού τίτλου wa-na-ka («άναξ» = βασιλιάς) στις επιγραφές των κνωσιακών πινακίδων της Γραµµικής Β, µάλλον έρχονται να υποστηρίξουν τον πρωτοπόρο ερευνητή, αναδεικνύοντας, για µία ακόµα φορά, την επιστηµονικότητα, τη διορατικότητα αλλά και την –απόλυτα επιστηµονική– συνθετική του ικανότητα.
Λευτέρης Πλάτων, αναπληρωτής καθηγητής του Τµήµατος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών

Ο Σερ Άρθουρ Έβανς […] εφοδιάζει την ευρωπαϊκή κουλτούρα του σήμερα με τίτλους ιδιοκτησίας που χρονολογούνται από την τέταρτη χιλιετία π.Χ. […] [Το βιβλίο του έχει] ένα σπουδαίο θέμα και με δυσκολία, αλλά ο συγγραφέας έχει χαρίσματα που του ταιριάζουν να λειτουργήσει ως οδηγός σε αυτόν τον λαβύρινθο. Τα νήματα που έχει βάλει η αρχαιολογία στα χέρια του Σερ Άρθουρ Έβανς είναι αναγκαστικά μπλεγμένα, ξεθωριασμένα και σπασμένα. Ωστόσο, η μάθηση και η διαίσθησή του του επέτρεψαν να τα πλέξει σε ένα συνεκτικό σύνολο, που είναι σχεδόν ιστορία.
Robert Carr Bosanquet, 1922

Γυναίκες ταυρομάχοι επί της εποχής του Μίνωος!

Μόλις προ ολίγων ηµερών εκυκλοφόρησεν ο τρίτος τόµος των αρχαιολογικών µελετών του κ. Άρθουρ Έβανς, του ανακαλύψαντος τα περίφηµα ανάκτορα της Κνωσσού εις την Κρήτην, τιτλοφορούµενος «Τα ανάκτορα του Μίνωος εις την Κνωσσόν». Εις τα βιβλία του αυτά ο κ. Έβανς κάµνει απολογισµόν της συντελεσθείσης εργασίας η οποία ήρχισεν από του 1910 εις την Κρήτην. Άγγλος συνεργάτης του περιοδικού «Σφαίρα» απασχολών τέσσαρας µεγάλας σελίδας του περιοδικού κάµνει µίαν σύντοµον ανασκόπησιν του µεγάλου αυτού έργου το οποίον χαρακτηρίζει ως µίαν από τας εξαιρετικάς σελίδας της ιστορίας της αρχαιολογίας. Αξίζει να µεταφράσωµεν διά τους αναγνώστας της «Καθηµερινής» τας κυριωτέρας παραγράφους της ωραιοτάτης πράγµατι µελέτης του Άγγλου ειδικού:

Ο αιών αυτός υπήρξε πλούσιος εις αποκαλύψεις – γράφει. Έχοµεν εν πρώτοις τας εργασίας του κ. Λεόναρντ Γούλλεϋ εις Ουρ της Χαλδαίας. Αι ανασκαφαί αυταί προσείλκυσαν ευθύς αµέσως µέγα ενδιαφέρον λόγω της συγγενείας των µε τους πρώτους βιβλικούς χρόνους. Η εκσκαφή της «Οδού της Αφθονίας» (Βία ντελλ Αµποντάντσα) εις την αρχαίαν Ποµπηίαν µάς ανακάλυψε πλούτον αρχαιολογικών θησαυρών και η ιταλική κυβέρνησις ηµοίφθη γενναίως διά τας εργασίας της εις Λέπτις Μάγκνα. Αλλά καµία από τας ανασκαφάς αυτάς δεν υπήρξε τόσον επίπονος και ταυτοχρόνως τόσον γόνιµος όσον αι µετά τόσου θάρρους αναληφθείσαι υπό του κ. Άρθουρ Έβανς εις την Κρήτην.

∆εν ανεσκάφησαν µόνον τα θεµέλια του ανακτόρου των Βασιλέων της Κνωσσού, και δεν εγνωρίσαµεν µόνον το γενικόν σχέδιον, αλλά παριστάµεθα σήµερον µάρτυρες ενός θαυµασίου οικοδοµήµατος µε τα ανώτερα και τα κατώτερα διαµερίσµατά του, τους τοίχους του, τα υδραυλικά και υγειονοµικά συστήµατά του. Με ποίαν συγκίνησιν οι ενεργούντες τας ανασκαφάς δεν θα είδαν την κλειστήν από πλίνθους και λίθους καταπακτήν του δαπέδου να υποχωρή υπό την σκαπάνην των ανασκαφέων διά να οδηγήση τους εξερευνητάς του αρχαίου πολιτισµού εις τας υπογείους στοάς του Μεγάλου Ανακτόρου.

Εχρειάσθη οκτώ ηµερών επικίνδυνος υπόγειος εργασίας διά να φθάσουν οι ανασκαφές εις την µεγάλην εσωτερικήν αυλήν των ανακτόρων, περιεζωσµένην από θαυµασίους κίονας. Αλλά µεγαλείτεραι εκπλήξεις επεφυλάσσοντο εις τον κ. Έβανς και τους συνεργάτας του. Ο κόσµος όλος έµεινε κατάπληκτος από την ανακάλυψιν του τάφου του Τουταγχαµών, εν τούτοις η ανακάλυψις του κ. Έβανς εις την Κνωσσόν δεν είνε µικροτέρας σηµασίας.

Η επιστηµονική δεξιοτεχνία και η αρµονική διαρρύθµισις την οποίαν ανέπτυξαν οι κατασκευασταί του διαµερίσµατος αυτού –γράφει εις το βιβλίον του ο κ. Έβανς– το οποίον περιζώνει την εσωτερικήν µεγάλην κλίµακα του ανακτόρου, εµφανίζει την ανάπτυξιν µιας ιδιωτικής οικιακής αρχιτεκτονικής, παράλληλον της οποίας δεν συναντώµεν ούτε εις την Αίγυπτον, ούτε εις την Χαλδαίαν, ούτε εις άλλην τινά χώρα της Ανατολής. Από πολλών απόψεων η διαρρύθµισις αύτη είνε σπουδαιοτάτη και επέδρασεν εις την µετέπειτα ανάδειξιν της αρχιτεκτονικής.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-3
Η Αίθουσα του Θρόνου στο ανάκτορο της Κνωσού (Shutterstock).

Μεγάλης σηµασίας είνε επίσης η ανακάλυψις των παλαιών και των νέων Προπυλαίων. Εις τα νεώτερα Προπύλαια ανεκαλύφθη µία θαυµασία τοιχογραφία εκ χρωµάτων, διατηρουµένη κατά το πλείστον µέρος, η οποία εµφανίζει ένα νέον κρατούντα κύπελλον. ∆ύο αργυρά βραχιόλια φαίνονται να περιζώνουν το άνω µέρος του βραχίονος του νέου, ο οποίος είνε ενδεδυµένος µε την κλασικήν µινωικήν αµφίεσιν δεµένην σφικτά εις τους γόφους.

Τίποτε δεν συγκινεί περισσότερον τον αναγνώστην των σελίδων των βιβλίων του κ. Έβανς, όσον η επιµεληµένη εργασία διά της οποίας από θραύσµατα αγγείων, από φρίζες και µικρά κοσµήµατα, ανεγεννήθη η ζωή του απολεσθέντος αυτού λαού. Ενίοτε µάλιστα κατωρθώσαµεν να συναγάγωµεν συµπεράσµατα και περί των πολιτικών και θρησκευτικών συστηµάτων των. Εν πρώτοις µανθάνοµεν ότι κατά πάσαν πιθανότητα υφίστατο και κατά τους χρόνους εκείνους η δουλεία των µαύρων. Ούτοι εχρησιµοποιούντο προσέτι και ως φρουροί των ανακτόρων.

Οι αξιωµατικοί της Μινωικής εποχής δεν διέφερον και πολύ από τους ιδικούς µας. Ίσταντο µε τας πτέρνας ηνωµένας, όπως και σήµερον, προ του αυθέντου των. Εφορούσαν ένα είδος πανοπλίας και εις την δεξιάν χείραν κρατούν συνήθως ξίφος.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-4
Ο «Ρυτοφόρος». Λεπτομέρεια τοιχογραφίας που κοσμούσε διάδρομο του ανακτόρου της Κνωσού. Απεικονίζεται νέος που κρατάει ρυτό (είδος αγγείου), συμμετέχοντας σε θρησκευτική πομπή (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου – Photo by PHAS/Universal Images Group via Getty Images).

Ο τελευταίος εκ των τόµων ασχολείται µε τα βόρεια και ανατολικά διαµερίσµατα των ανακτόρων. Μας αναλύει τας περιφήµους τοιχογραφίας του κυρίως ανακτόρου. Ολόκληρος η καθηµερινή ζωή του λαού αυτού παρελαύνει ενώπιόν µας. Ευρισκόµεθα µεταξύ των γυναικών της µινωικής εποχής, αι οποίαι ήσκησαν τα αθλήµατά των εις τον στίβον. Πόσον εύθυµοι φαίνονται αι γυναίκες αι οποίαι παρακολουθούν το θέαµα από των θεωρείων των. Φλυαρούν, σχολιάζουν, ακριβώς όπως κάµνουν αι σηµεριναί γυναίκες εις την όπεραν.

Και τι άραγε παρακολουθούν. Ένα άθληµα καταπληκτικόν και πρωτοφανές. Μοναδικόν εξ όσων αναφέρει η ιστορία. Αι γυναίκες της εποχής του Μίνωος έτρεφαν φαίνεται ιδιαιτέραν αγάπην προς τας ταυροµαχίας. Και, πράγµατι, ο ταύρος παίζει σπουδαίον ρόλον εις την τέχνην και εις την θρησκείαν της Μινωικής φυλής. Όταν η γη εσείετο, εφαντάζοντο ότι κάποιος γιγαντιαίος ταύρος την εταλάντευε επί των ώµων του, ενώ εξέπεµπε φοβερούς µυκηθµούς. ∆ιά τούτο και εις τον στίβον ήτο µοιραίον να κάµη την εµφάνισίν του. Οι Ισπανοί ταυροµάχοι θα εζήλευον ασφαλώς τα «κάου µπόυς» και τας ταυροµαχίας του Μίνωος. Επίσης, ως µας εµφανίζει µία τοιχογραφία, υπήρχον τότε και γυναίκες ταυροµάχοι. Αλλά το έργον των ήταν πολύ περισσότερον επικίνδυνον από τους σηµερινούς ταυροµάχους της Ισπανίας. Ήσαν ακροβάτιδες αι οποίαι ηυχαριστούντο να δέχωνται τας επιθέσεις του ταύρου και να του διαφεύγουν πηδώσαι επί της ράχεώς του.

Τα συµπεράσµατα αυτά συνάγονται από τας περιφήµους τοιχογραφίας των ταυροµαχιών. Μαζύ µε τον άνδρα ταυροµάχον ο οποίος εκτελεί ένα επικινδυνωδέστατον πήδηµα επί της ράχεως ενός ταύρου, υπάρχουν και δύο γυναίκες ταυροµάχοι διακρινόµεναι από την λευκότητα της επιδερµίδος των και την όλην εµφάνισίν των. Και εδώ φθάνοµεν εις ένα πραγµατικόν µυστήριον. Οι ειδήµονες υποστηρίζουν ότι παρόµοια ακροβατικά πηδήµατα είνε αδύνατα, αλλά η συχνή επανάληψίς των επί των τοιχογραφιών µάς υποχρεώνουν να πιστεύσωµεν ότι πραγµατικώς συνέβαινον. Ήρπαζαν τα κέρατα του επιτιθεμένου ταύρου και εξετέλουν το πήδηµα. Φαίνεται δε ότι το πήδηµα αυτό, που ηµπορούσε να ήτο και θανάσιµον, εξετελείτο διπλούν, τουτέστι µετά την ράχιν του ταύρου ο πηδών έπρεπε να ευρεθή εις τον στίβον µε ανάλογον πήδηµα προς την ουράν. Ασφαλώς σήµερον κανείς ταυροµάχος δεν θα ηµπορούσε να επιχειρήση παρόµοιον άθλον.

Περαιτέρω ο αρθρογράφος δίδει µίαν σύντοµον περίληψην των εργασιών του κ. Έβανς τας οποίας δικαίως εκθειάζει.
Η Καθηµερινή, 17 Φεβρουαρίου 1931

Αμφισβητούνται αι χρονολογήσεις επί μινωικών ευρημάτων του Έβανς

Το Κρητολογικόν Συνέδριον, που συνήλθε κατά την παρελθούσαν εβδοµάδα εις την Κρήτην και εις το οποίον έλαβαν µέρος αντιπρόσωποι 15 χωρών, συνεζήτησε κυρίως επί των χρονολογιών της Μινωικής εποχής, την οποίαν προσδιώρισεν ο σερ Άρθουρ Έβανς µετά την ανακάλυψιν του προϊστορικού ανακτόρου της Κνωσού.

Κατόπιν σειράς ολοκλήρου προσφωνήσεων και αντιφωνήσεων, αι οποίαι εδηµιούργησαν αµφιβολίας περί του ισχυρισµού ότι η κοιτίς του δυτικού πολιτισµού υπήρξεν όντως η Κρήτη, κατέστη προφανές ότι όχι µόνον αι απόψεις των αρχαιολόγων και των φιλολόγων ευρέθησαν διιστάµεναι, αλλ’ ότι και µεταξύ αυτών των αρχαιολόγων είχαν διατυπωθή αντιφατικαί απόψεις.

Εάν επιλέξωµεν τα σαφή γεγονότα από τας διαφόρους αντιφατικάς θεωρίας, προκύπτουν ωρισµένα σαφή δεδοµένα:

Ο σερ Άρθουρ Έβανς, ο οποίος διέθεσε το µεγαλύτερον µέρος της ζωής του και ολόκληρον την περιουσίαν του διά να ανασκάψη και αναστηλώση εν µέρει το «ανάκτορον του Μίνωος», εξακολουθεί να παραµένη µία από τας εξεχούσας φυσιογνωµίας της αρχαιολογικής επιστήµης, εις τον οποίον οι µεταγενέστεροι οφείλοµεν µίαν σηµαντικήν συµβολήν εις τας γνώσεις µας διά τους αρχαίους πολιτισµούς.

Αι υπό του καθηγητού Πάλµερ διατυπωθείσαι αντιρρήσεις, ως προς τας µεθόδους που εχρησιµοποίησεν ο Έβανς διά την χρονολόγησιν των ευρηµάτων της Κνωσού, είναι δικαιολογηµέναι. Ακόµη και ο ανίδεος παρατηρεί κενά και διαφοράς, όταν εξετάζη τας διαπιστώσεις του Έβανς υπό το φως των ερευνών του Πάλµερ.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-5
Ο Έβανς κρατώντας ρυτό σε σχήμα κεφαλής ταύρου, ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της Κνωσού (Ashmolean Museum, Oxford – Photo by © Hulton-Deutsch Collection/CORBIS/Corbis via Getty Images).

Το µέχρι τούδε υιοθετούμενον σύστηµα χρονολογήσεως θα πρέπει να µετατεθή προς τα εµπρός και τούτο θα επέφερε την τροποποίησιν όλων των χρονολογιών, που απεδόθησαν εις τους προϊστορικούς πολιτισµούς, προτού να υπάρξη µία πραγµατική, βάσει ιστορικών αποδείξεων, διαπίστωσις.

Ο καθηγητής Πάλµερ εδηµοσίευσε πέρυσιν εις τον «Παρατηρητήν» τα αποτελέσµατα εκ της µελέτης του των σηµειωµαταρίων του Έβανς, διά των οποίων ετηρείτο ένα είδος «ηµερολογίου» των ανασκαφών της Κνωσού. Ο Πάλµερ δεικνύει ποίαι ήσαν αι αντιφάσεις, τας οποίας διεπίστωσεν εις τας χρονολογίας εις το µνηµειώδες βιβλίον του Έβανς «Το ανάκτορον του Μίνωος», το οποίον εδηµοσιεύθη µετά τριακονταετίαν και αυτό απετέλεσε το κύριον θέµα των ανακοινώσεών του προς το Συνέδριον. Εις µίαν πειστικήν οµιλίαν του, υποστηριζοµένην µε πολλά σχεδιαγράµµατα από τας σηµειώσεις που εκράτησεν ο Έβανς κατά την διάρκειαν των ανασκαφών, ο Πάλµερ υπέδειξε ποίαι ήσαν αι εσφαλµέναι διαπιστώσεις, επί των οποίων εστηρίχθησαν εσφαλµένα συµπεράσµατα. Ο καθηγητής Πάλµερ εδήλωσεν ότι δεν πρόκειται να διατυπώση ιδίας θεωρίας, αλλά θα άφινε τα πράγµατα να οµιλήσουν αφ’ εαυτών, εις το τέλος όμως της ομιλίας του προέβη εις την εντυπωσιακήν αυτήν δήλωσιν: «Θα έλεγα ότι το 1900 ο σερ Άρθουρ Έβανς δεν ευρήκε το ανάκτορον του Μίνωος, αλλά το ανάκτορον του Ιδοµενέως της Μυκηναϊκής Εποχής».

Ο προγενέστερος οµιλητής, ο κ. Σίνκλαιρ Χουδ, διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, εδήλωσεν ότι εκ των ανασκαφών, τας οποίας διενήργησεν εις την Κνωσόν από του 1957 και εντεύθεν, φαίνεται ότι τα συµπεράσµατα εις τα οποία κατέληξεν ο Έβανς, βάσει της αντιπαραβολής των αγγείων, ήσαν, εν γενικαίς γραµµαίς, ορθά, παρ’ όλον ότι ο ίδιος διετήρησεν ορισµένας επιφυλάξεις επί µιας ή δύο εκ των διατυπώσεων του Έβανς. (Ο ίδιος ο κ. Χουδ, εις προγενεστέραν συνέντευξίν του, είχε δηλώσει ότι έµεινε πράγµατι κατάπληκτος από την ακρίβειαν των εργασιών του Έβανς, έστω και αν αύται διεξήχθησαν µε τας πληµµελείς µεθόδους, που διέθετεν η αρχαιολογική επιστήµη προς µιας εξηκονταετίας).

Ο κ. Τζων Μπόρντµαν, του Μουσείου Άσµολ της Οξφόρδης, διετύπωσε την άποψιν ότι η βάσει εγγράφων διαπιστώσεων µαρτυρία θα ηµπορούσε να χρησιµοποιηθή είτε διά την διευκρίνησιν περισσοτέρων πληροφοριών ή διά να απεικονίσουν µίαν νέαν πλευράν, διάφορον εκείνης, την οποίαν υπεστήριζαν οι ερευνηταί που διεξήγαγον τας αρχικάς ανασκαφάς.

Υφίστατο ένα πρόβληµα, προκειµένου περί της χρονολογήσεως των πινακίδων µε την «Γραµµικήν Γραφήν Β» που ανευρέθησαν εις την Κνωσόν, δεδοµένου ότι ήτο δυνατόν να καταλήξη κανείς εις νέας διαπιστώσεις µετά τα δηµοσιευθέντα πορίσµατα και βάσει της «στρωµατογραφήσεως» των πλουσίων ευρηµάτων, που ευρίσκονται εις το Μουσείον του Ηρακλείου.

∆ιάφοροι άλλοι οµιληταί διετύπωσαν τας γνώµας των, είτε υπέρ των απόψεων του σερ Άρθουρ Έβανς διά την χρονολόγησιν των ευρηµάτων ή αµφισβητούντες αυτάς. Όµως ο διευθυντής της εν Αθήναις Σουηδικής Αρχαιολογικής Σχολής ∆ρ Πωλ Άστροµ προέβη εις την πλέον «επαναστατικήν» ανακοίνωσιν.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-6
Ο αναστηλωμένος προμαχώνας στη βόρεια είσοδο του ανακτόρου της Κνωσού με την τοιχογραφία του ταύρου σε ελαιώνα (Shutterstock).

Ο διακεκριµένος Σουηδός αρχαιολόγος είπεν ότι κατόπιν µακρών ερευνών και µελετών κατέστη δυνατόν να διαπιστωθή ότι ολόκληρον το µέχρι τούδε εν χρήσει σύστηµα χρονολογήσεως των προϊστορικών ευρηµάτων απεδείχθη εσφαλµένον, δεδοµένου ότι εξεκίνει από µίαν εσφαλµένην χρονολογίαν και ότι η χρονολογία, κατά την οποίαν ήκµασεν η Αιγυπτιακή ∆υναστεία, που λαµβάνεται ως βάσις διά την θεμελίωσιν του χρονολογικού αυτού συστήµατος, πρέπει να µετατοπισθή προς τους µεταγενεστέρους χρόνους κατά 200 περίπου έτη, πράγµα που θα επηρεάση τα συµπεράσµατα επί των χρονολογιών όλων των προϊστορικών πολιτισµών.

Εν τω µεταξύ, εις το βασιλικόν ανάκτορον του Μίνωος της Κνωσού, που κείται εις απόστασιν δεκάδος χιλιοµέτρων από της θέσεως όπου διεξήχθησαν αι συζητήσεις εκείναι, η σκιά του Μίνωος θα κάθηται µάλλον επισφαλώς επάνω εις τον γύψινον θρόνον της…
Tης Μάρτζορη ΧάκκεττΗ Καθηµερινή, 5 Οκτωβρίου 1961

Ο πορφυρογέννητος της Αρχαιολογίας

Ο σερ Άρθουρ Έβανς, ο παγκόσµια γνωστός Βρεταννός αρχαιολόγος, είχε γενεαλογικό δέντρο, που αν δεν έφθανε κατ’ ευθείαν στον βασιλιά Μίνωα της Κνωσού, είναι γνωστό τουλάχιστον µέχρι τον ύστερο δέκατο έβδοµο αιώνα.

Ο αιδεσιµότατος Άρθουρ Μπενόνι Έβανς (1781-1854), που σπούδασε στο κολλέγιο του Αγίου Ιωάννου στην Οξφόρδη, παρά τις κάποιες φιλολογικές του τάσεις, είχε περιπετειώδη χαρακτήρα. Εκτός από πολλές δηµοσιεύσεις κηρυγµάτων και λόγων, έγραψε και µερικά µυθιστορήµατα, ακόµη ένα βιβλίο µε τίτλο «Αντίγραφα για το γράψιµο της ελληνικής γλώσσας στο σχολείο» κι ένα άλλο «Λέξεις, φράσεις και Παροιµίες του Λαιτσεστερσάιρ», όπου και αναφέρει διάφορες χρήσεις διαλέκτων. Είχε τεράστιο ενδιαφέρον για τη νοµισµατική αλλά και για τα απολιθώµατα, κι ήρχισε µια νοµισµατική συλλογή, ειδικευόµενος στα κλασσικά νοµίσµατα. Ενδιαφερόταν για τα αρχαία µάρµαρα και του άρεσε να βλέπει συχνά τα γλυπτά από τη Λυκία και τη Νινευή στο Βρεταννικό Μουσείο. Με τη γυναίκα του την Ανν Ντίκινσον (1791-1883) ασχολήθηκαν µε την ανατροφή των παιδιών τους, που νόµιζαν ότι ήταν το κύριο καθήκον τους.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-7
Προτομή του Έβανς στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο σερ Τζων Έβανς (1823-1908), ο πατέρας του Άρθουρ Έβανς, ήταν ο τρίτος γιος τους. Όταν ήταν 16 χρονών, έστειλαν τον Τζων Έβανς στον θείο του τον Τζων Ντίκινσον, έναν πολύ πλούσιο βιοµήχανο χαρτιού στο Νας Μιλλς, Χερτφορντσάιρ. Ο Τζων Έβανς, αν κι εργαζόταν πολύ σκληρά στο Μιλλς, από νωρίς έδειξε το µεγάλο του ενδιαφέρον στη νοµισµατική, ειδικά για τα βρεταννικά νοµίσµατα. Ήταν ο πρώτος που διατύπωσε την θεωρία για την καταγωγή των αρχαίων βρεταννικών νοµισµάτων από µακεδονικά πρότυπα. Το 1863 εµφανίστηκε το βιβλίο του «Τα νοµίσµατα των αρχαίων Βρεταννών», που πήρε το νοµισµατικό βραβείο της Γαλλικής Ακαδηµίας. Και δεν έχασε ποτέ το ενδιαφέρον του για τη νοµισµατική. Έλαβε ακόµη µέρος και στην έκδοση των Νοµισµατικών Χρονικών, το περιοδικό στο οποίο δηµοσίευσε συνολικά ούτε λίγο ούτε πολύ 47 άρθρα.

Ο Τζων Έβανς ερωτεύτηκε την εξαδέλφη του την Χάρριετ Ανν Ντίκινσον, που παντρεύθηκε. Ήταν ένας ευτυχισµένος γάµος. Η Χάρριετ Ανν Ντίκινσον τον αγάπησε µε πάθος και του έµεινε µέχρι το πρόωρο τέλος της πιστή. Έδωσε στον Τζων Έβανς πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, κι ο Άρθουρ Έβανς ήταν το πρώτο αγόρι. Η Χάρριετ Ανν Έβανς πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 32 χρονών, όταν ο Άρθουρ Έβανς ήταν µόλις 7 χρονών. Λίγους µήνες µετά το θάνατό της ο Τζων Έβανς έγραφε στο ηµερολόγιο της γυναίκας του ότι τα παιδιά δεν φαίνονταν να αισθάνονται την απώλειά της. Περισσότερο από εβδοµήντα χρόνια αργότερα ο Άρθουρ Έβανς επρόκειτο να γράψει ένα αγανακτισµένο «Όχι» στο περιθώριο.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-8
Η Μάργκαρετ και ο Άρθουρ Έβανς το 1888 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο Τζων Ντίκινσον, θείος και πεθερός του Τζων Έβανς, τον είχε προσλάβει ήδη πολύ καιρό σαν νεώτερο συνέταιρο στην επιχείρησή του. Ενεργητικότατος ο Τζων Έβανς αύξησε ουσιαστικά την περιουσία του. ∆ούλευε ακατάπαυστα και πολύ. Και στις ώρες που ακολουθούσαν την µακρά ηµερήσια εργασία στο Μιλλς, δεν εργαζόταν µόνο για τη νοµισµατική, αλλά και για το κύριο ενδιαφέρον του, την προϊστορία. Ο σερ Τζων Έβανς ήταν ένας από τους σηµαντικότερους προϊστοριολόγους της εποχής του. Ανέσκαψε πολλές προϊστορικές θέσεις. ∆ηµοσίευσε ένα βιβλίο για «Τα αρχαία λίθινα εργαλεία, όπλα και κοσµήµατα της Μεγάλης Βρεταννίας» κι ένα άλλο για τα χάλκινα όπλα και εργαλεία της Μεγάλης Βρεταννίας και της Ιρλανδίας. Σιγά-σιγά απέκτησε έναν αξιοζήλευτο αριθµό ύστερων νεολιθικών όπλων, κι άλλων της εποχής του χαλκού, που προστέθηκαν στην ήδη σηµαντική παλαιολιθική συλλογή του. Το έργο του είχε µεγάλη αναγνώριση και η φήµη του, όπως συµβαίνει ακόµη και στην Αγγλία, ήταν πολύ µεγαλύτερη στο εξωτερικό παρά στην ίδια του τη χώρα.

Έτσι ο σερ Άρθουρ Έβανς, που γεννήθηκε το 1851 στο Νας Μιλλς, ήταν πραγµατικά πορφυρογέννητος στην αρχαιολογία. Όταν ήταν επτά χρονών ανακοίνωνε την πρόθεσή του, όταν µεγαλώσει, να γίνει ποιητής ή αστρονόµος σαν τον προπαππού του. «Γίνεται αριστοκρατικός στις προτιµήσεις και τις τάσεις του», γράφει η µητέρα του. «Ο Άρθουρ ήταν κοντός και µάλλον ασήµαντος», γράφει η αδελφή του. Σαν µικρό παιδί ο Άρθουρ Έβανς δεν ξεχώριζε σε τίποτε κι ούτε ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Όταν µεγάλωσε, δεν έγινε ψηλός, ήταν όµως γεροδεµένος. Μπορούσε να περπατάει πολλά χιλιόµετρα και ν’ ανεβαίνει οποιοδήποτε λόφο, χωρίς καµιά προσπάθεια.

Ο Άρθουρ Έβανς µαθήτευσε στο Χάρροου. Οι σπουδές ήταν βασικά κλασσικές. ∆ιακρίθηκε ειδικά στην σύνθεση ελληνικών επιγραµµάτων. Κέρδισε ακόµη κι ένα βραβείο για µια σύνθεση στο «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» του Θουκυδίδη, αν και ριψοκινδύνευσε την τύχη του, στέλνοντας τους στίχους του άτονους, µε κεφαλαία γράµµατα, έτσι για την τυραννία των ελληνικών τόνων. Και στο σηµείο αυτό στάθηκε πρωτοπόρος, αφού εκατό χρόνια αργότερα καταργήθηκαν οι τόνοι και στην ίδια την Ελλάδα. Έτσι για τον Άρθουρ Έβανς η µελέτη των λειψάνων του παρελθόντος ήταν κάτι φυσικό και οικείο. Σαν µαθητής ήδη στο Χάρροου έκανε µια διάλεξη για την «αρχαιότητα του ανθρώπου στη γη».

Ο Άρθουρ Έβανς αρνήθηκε µε αγανάκτηση την προσφορά του πατέρα του για µια θέση και ενδεχόµενα µια οικονοµική συµµετοχή στο Μιλλς κι αποφάσισε να πάει στο κολλέγιο «BRASENOSE» στην Οξφόρδη. Εκεί προσπάθησε να αφοσιωθεί σε ιστορικά έργα. Σαν θέµα διάλεξε την καταγωγή του ιπποτισµού. Το 1875 πήγε στην Γερµανία, στο Γκέττινγκεν, όπου έµεινε µελετώντας αρκετούς µήνες. Μ’ ένα ολόκληρο κληροδότηµα που είχε από τον παππού του κι ένα επίδοµα από τον πατέρα του, µπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Κι αποφάσισε να ταξιδέψει.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-9
Ο Έβανς επιβλέπει την αναστήλωση του Μεγάλου Κλιμακοστασίου στο ανάκτορο της Κνωσού (Ashmolean Museum, Oxford – Photo by DEA PICTURE LIBRARY/De Agostini via Getty Images).

Ο Άρθουρ Έβανς αγαπούσε τα ταξίδια, µάλλον αγαπούσε την εξερεύνηση άγνωστων περιοχών, κι αυτό από τότε που ήταν παιδί. Πολύ συχνά είχε συνοδεύσει τον πατέρα του σε διάφορες εκδροµές. Ήδη το 1871 ταξίδεψε στην Γερµανία, λίγο αργότερο στην Φινλανδία και τη Σουηδία. Η περιοχή όµως που αγαπούσε πιο πολύ ήταν τα Βαλκάνια. Είχε ήδη ταξιδέψει στη Ρουµανία και τη Βουλγαρία. Προτιµούσε ειδικά την Αδριατική, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Για τον Έβανς το ταξίδι δεν ήταν κάποιες τυχαίες διακοπές. Σχεδίαζε να γράψει ένα βιβλίο, µια µελέτη µάλλον για τον τρόπο ζωής των κατοίκων στα Βαλκάνια. Οι ευκαιρίες για ταξίδια στην περιοχή αυτή είχαν συνδυαστθεί µε τις πολιτικές του πεποιθήσεις για τις καταπιεσµένες µειονότητες της Ευρώπης. Για τον Άρθουρ Έβανς η πολιτική ήταν θέµα ιδανικών. Γιατί βέβαια είχε ξεφύγει από τον συντηρητισµό της οικογένειας κι είχε γίνει ένας φλογερός φιλελεύθερος.

Με το ξέσπασµα της επανάστασης στην Ερζεγοβίνη ενάντια στις καταπιέσεις των Τούρκων το ταξίδι ήταν µια περιπέτεια. Ο Άρθουρ Έβανς συνελήφθη αρχικά από την αυστριακή αστυνοµία σαν Ρώσος κατάσκοπος. Αργότερα χαρακτηρίστηκε από έναν Αυστριακό πρόξενο σαν πληρωµένος πράκτορας που είχε σταλεί από την Αγγλία να ξεσηκώσει ταραχές, γιατί φυσικά συνέχιζε πάντοτε να υποβάλλει ερωτήσεις και βέβαια να εξερευνά τα πιο πρωτόγονα τµήµατα της πόλης. Στο µεταξύ το 1876 εµφανίστηκε στο Λονδίνο το βιβλίο που είχε σχεδιάσει, το πρώτο του βιβλίο µε τίτλο «Στην Βοσνία και την Ερζεγοβίνη µε τα πόδια».

Έτσι ο Άρθουρ Έβανς έγινε ξαφνικά αυθεντία για τη Βοσνία. Ήταν πραγµατικά ευτυχής γιατί η εφηµερίδα «MANCHESTER GUARDIAN» που ήταν τότε υπέρµαχη για τον Γλάδστωνα και αντιτουρκική –µέχρι σήµερα η φιλελεύθερη εφηµερίδα των διανοούµενων της Αγγλίας– τον έστειλε σαν ειδικό ανταποκριτή στην Ράγουσα, το σηµερινό Ντουµπρόβνικ, µια πόλη που του φάνηκε σαν παράδεισος. Αν και εργαζόταν στην Ιλλυρία σαν ανταποκριτής. ο Έβανς ενδιαφερόταν πάντα για την ιστορία και την αρχαιολογία. Έκανε πολλές ανασκαφές και δηµοσίευσε ένα ακόµη άρθρο στο περιοδικό «ARCHAEOLOGIA». Νόµιζε ότι για την προϊστορική αρχαιολογία κανένας ευρωπαϊκός χώρος δεν ήταν πιο σηµαντικός από την άγνωστη Ιλλυρία, όπου πραγµατικά η προϊστορική περίοδος σε πολλά σηµεία συνεχίζεται σχεδόν µέχρι τις µέρες µας.

Όταν ήταν στην Ράγουσα, ο Άρθουρ Έβανς ερωτεύθηκε την Μάργκαρετ Φρήµαν, την κόρη του Έντουαρτ Φρήµαν του ιστορικού, που παντρεύτηκε το 1878. Η Μάργκαρετ δεν ήταν καλλονή, αλλά κάθε τι επάνω της είχε καλές αναλογίες και αρµονία. Ήταν πολύ έξυπνη κι είχε σηµαντικές ιστορικές γνώσεις. Μετά τον γάµο το ζευγάρι µπόρεσε να πάει στο Λονδίνο, να δουν την έκθεση του Σλήµαν για την Τροία.

Ο Άρθουρ Έβανς εξαρτήθηκε στενά από τη βοήθεια και την συντροφιά της γυναίκας του που είχε πραγµατικά ανάγκη. Γιατί αν και ήταν ένας ευτυχισµένος γάµος, οι συνθήκες ζωής στην Ράγουσα, που κι οι δύο αγαπούσαν αφάνταστα, ήταν πολύ δύσκολες. Η Βοσνία είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους αλλά ήταν κάτω από αυστριακή προστασία. Οι ανταποκρίσεις του Έβανς στην «MANCHESTER GUARDIAN» ήταν φαρµακερά αντιαυστριακές. Βρισκόταν φυσικά σε δύσκολη θέση. Ένας φίλος του τον είχε προειδοποιήσει ότι επέκειτο η σύλληψή του. Του έστειλε µάλιστα µια προειδοποίηση µε τη µορφή µιας πλαστής ελληνικής επιγραφής. «Προφυλάξου…» ήταν γραµµένο µε ελληνικά γράµµατα στο µήνυµα. Ο Έβανς πραγµατικά συνελήφθη και κλείσθηκε στη φυλακή στην Ράγουσα, µε την κατηγορία ότι βρισκόταν σε επαφή µε συνωµότες και άλλα ύποπτα πρόσωπα. Ότι τους χρηµατοδοτούσε κι ότι εξέφραζε ελεύθερα και δηµόσια τις σκέψεις του χωρίς να προσέχει την παρούσα έκρυθµη κατάσταση ή την τήρηση της δηµόσιας τάξης. Ήταν οι χειρότερες στιγµές στη ζωή του Άρθουρ Έβανς. Στη φυλακή δεν υπήρχε ούτε καντήλι, από τον φόβο ότι µπορούσε να χρησιµοποιήσει το φως σαν σύνθηµα. Βρήκε όµως ένα κοµµατάκι χαρτί στην τσέπη του, τσίµπησε το µπράτσο του για να βγει λίγο αίµα και µ’ ένα δόντι που έσπασε από τη χτένα του, έγραψε µερικές λέξεις στη γυναίκα του. Έξη βδοµάδες αργότερα υπογράφτηκε µια απόφαση για την απόλυσή του από τη φυλακή, αλλά και για την απέλασή του από την Αυστρία. Ο Έβανς έπρεπε να εγκαταλείψει αµέσως την Ράγουσα, που ήταν γι’ αυτόν ο χαµένος παράδεισος.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-10
12 Οκτωβρίου 1936. Ο Έβανς ανάμεσα σε ευρήματα από την Κνωσό, στην Έκθεση Ελληνικών Αρχαιοτήτων της Βασιλικής Ακαδημίας. Δεξιά του στην εικόνα, ομοίωμα του θρόνου του Μίνωα (Photo by David Savill/Topical Press Agency/Getty Images).

Ήταν µια νεκρή περίοδος στη ζωή του Άρθουρ Έβανς. Ο ίδιος δεν είχε µεγάλο ενδιαφέρον για την Ελλάδα ή την Ιταλία κι ήταν σχεδόν έτοιµος να δεχθεί την παραµονή του στην Αγγλία, που προτιµούσε από καιρό η γυναίκα του. Η Οξφόρδη έµοιαζε να είναι ο τόπος που του πήγαινε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Κι αποφάσισαν να ζήσουν εκεί. Τόσο η επιστηµονική του εργασία όσο κι οι πρώιµες σπουδές του τον είχαν κάνει κατάλληλο υποψήφιο, στην ηλικία των 33 χρονών, για την θέση του διευθυντή του Μουσείου «ASHMOLEAN», όπου και τοποθετήθηκε ο Έβανς το 1884, µια θέση που κράτησε για 24 χρόνια, µέχρι το 1908. Το Μουσείο «ASHMOLEAN» χρειαζόταν τότε µια δυνατή προσωπικότητα για να γίνει ένα αξιόλογο ίδρυµα. Ο εναρκτήριος λόγος του Έβανς είχε τον τίτλο «ASHMOLEAN, το σπίτι της αρχαιολογίας στην Οξφόρδη», πράγµα που πέτυχε, µετατρέποντας τις συλλογές από απλές οµάδες µουσειακών αντικειµένων σε πρώτης τάξης µέσον για διδασκαλία και έρευνα. Γι’ αυτό κι έµεινε στην ιστορία του µουσείου σαν ο σηµαντικότερος διευθυντής του.

Ανάµεσα στα χρόνια 1884-1894 το αρχαιολογικό έργο του Έβανς συγκεντρώθηκε κυρίως στη νοµισµατική και στις βρεταννικές αρχαιότητες. ∆ηµοσίευσε ανάµεσα σε άλλα δύο µελέτες για σικελικά νοµίσµατα, άρθρα για το STONERANGE, για ιρλανδικά χρυσά κοσµήµατα και για µια ρωµαϊκή έπαυλη που ανέσκαψε. Ο ταξιδιώτης όµως δεν ήταν ευτυχισµένος. Οποιοδήποτε σπίτι στην Αγγλία αυτά τα χρόνια του έµοιαζε µόνο σαν σταθµός αναχώρησης, κι ο Έβανς σχεδίασε το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα το 1883. Ταξίδεψε στους ∆ελφούς, στη Λειβαδιά, ειδικά στον Ορχοµενό, όπου ο Σλήµαν είχε ανασκάψει τον γνωστότατο θολωτό τάφο δύο χρόνια πριν, στην Τίρυνθα, την Αίγινα, το Ναύπλιο και τον Βόλο. Στην Αθήνα είδε το ζεύγος Σλήµαν και φυσικά εντυπωσιάσθηκε από εκείνον. Ο Σλήµαν είχε αποκαλύψει έναν λαµπρό νέο κόσµο µε τις ανασκαφές του, αλλά δεν πρόσφερε παρά µόνο σχέσεις µε τον Όµηρο. Για τον Έβανς δεν είχαν ενδιαφέρον οι οµηρικές εικονογραφίες, αλλά οι θέσεις της εποχής του χαλκού, που παρουσίαζαν, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, προβλήµατα πολύ σύνθετα από οτιδήποτε είχε ανακαλύψει ο Σλήµαν.

Ο  Έβανς τιμήθηκε όσο κανένας αρχαιολόγος πριν ή μετά από εκείνον. Πλήθος βρεταννικών πανεπιστημίων τού επέδωσαν τιμητικά διπλώματα.

Στα συρτάρια των αρχαιοπωλείων της οδού Πανδρόσου στην Αθήνα ο Άρθουρ Έβανς βρήκε κάτι µικρές πέτρες µε χαραγµένα σύµβολα, που φαντάσθηκε πως ανήκαν σ’ ένα ιερογλυφικό σύστηµα. Οι αρχαιοπώλες τον εβέβαιωναν ότι οι πέτρες αυτές προέρχονταν από την Κρήτη. Ο Έβανς ενδιαφερόταν πάντοτε για όλα τα προβλήµατα της γραφής. Η σκέψη του στράφηκε στην Κρήτη, που λόγω της θέσης της ανάµεσα στην Αίγυπτο και την Ευρώπη θα µπορούσε άριστα να έχει χρησιµεύσει σ’ ένα στάδιο της διασποράς της ιερογλυφικής γραφής. Ένα νέο όραµα άρχιζε να τον συναρπάζει: Η Κρήτη. Κι αποφάσισε να ταξιδέψει στο νησί, που για όλη την υπόλοιπη ζωή του θα κυρίευε τη σκέψη του.

Ένα χρόνο πριν το ταξίδι στην Κρήτη η Μάργκαρετ Φρήµαν, η γυναίκα του, πέθανε µετά από σύντοµη ασθένεια. Ο Άρθουρ Έβανς που αγαπούσε τα παιδιά, υιοθέτησε αργότερα τον Λάνσελοτ Φρήµαν, ανηψιό από τη γυναίκα του, που πέθανε όµως το 1925. αφήνοντάς τον χωρίς απογόνους.

Την άνοιξη του 1894 ο Έβανς ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κρήτη. Μόλις έφθασε στο Ηράκλειο ένοιωσε να βρίσκεται σ’ έναν οικείο τόπο κι όχι µόνο γιατί αναγνώριζε τα γνωστά του από την Ράγουσα βενετσιάνικα τείχη, που είχε σχεδιάσει ο διασηµότερος στρατιωτικός µηχανικός της Βενετία, ο MICHELE SAMMICHELI, όπως στη Ράγουσα.

Όταν κοιτούσε από το παράθυρο του πρώτου πανδοχείου κι απ’ το Χάνι του Περτσελή αργότερα, πάνω από το λιµάνι και τα βουνά, µπορούσε να αναγνωρίσει τα χρώµατα της θάλασσας και της στεριάς, οικεία του από την Ιλλυρία. Αυτός ήταν ένας κόσµος που γνώριζε, που ακόµη και τα πενιχρά του, σπασµένα ελληνικά, δεν µπορούσαν να τον κάνουν να νοιώσει σαν ξένος. Στις 19 Μαρτίου 1894 είδε για πρώτη φορά την Κνωσό κι εντυπωσιάσθηκε από τη θέση της και το τοπίο. Ταξίδεψε σ’ ολόκληρο το νησί σηµειώνοντας αρχαιότητες. Ερευνούσε παντού για σφραγίδες, κι η ανατολική Κρήτη ήταν τότε η πιο παραγωγική σε αρχαιότητες. Το µοναδικό του πρόβληµα ήταν οι χωρικές, που ονόµαζαν τις τότε σφραγίδες «γαλόπετρες» και δεν ήθελαν να τις αποχωρισθούν. Γιατί υποστήριζαν πως αν αποχωρίζονταν τις πέτρες θα µπορούσαν και να πεθάνουν από την έλλειψη του γάλακτος στον θηλασµό. Ο Έβανς όµως απέκτησε αρκετές από αυτές, πολλές πραγµατικά άριστης ποιότητας, αφού φυσικά είχε πολλά περιθώρια επιλογής. Πρόκειται για τις µινωικές σφραγίδες της συλλογής του, που χάρισε αργότερα στο Μουσείο «ASHMOLEAN» της Οξφόρδης. Παράλληλα όµως πέτυχε τον σκοπό του ταξιδιού του. Γύρισε πίσω στην Αγγλία µε την απόδειξη δύο πρώιµων συστηµάτων γραφής στην Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο δηµοσίευσε το πρώτο του κρητικό βιβλίο, το πρώτο ορόσηµό του στην προϊστορία του Αιγαίου.

***

Ο επόµενος χρόνος, το 1895, τον βρήκε πίσω στην Κρήτη, µε την απόφαση να ανασκάψει την Κνωσό. ∆εν ήταν εύκολο να αγοράσει την γη, γιατί ανήκε από κοινού σε δύο Τούρκους. Από τότε που ο Ηρακλειώτης Μίνως Καλοκαιρινός, Μίνως όπως και ο µυθικός βασιλιάς της Κνωσού, λίγα χρόνια προηγουµένως είχε πρώτος ανακαλύψει το ανάκτορο της Κνωσού φέρνοντας στο φως µερικές από τις αποθήκες του, µε τα τεράστια πιθάρια, αυτό ακριβώς το σηµείο του λόφου Κεφάλα της Κνωσού, που λεγόταν Πιθάρια, είχε αποκτήσει πολλούς υποψήφιους ανασκαφείς. Ανάµεσά τους ήταν ο Ζουµπέν της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και ο Χαµδή-Μπέης, ο Τούρκος διευθυντής του Μουσείου της Κωνσταντινούπολης. Ο Στίλλµαν, ένας Αµερικανός δηµοσιογράφος, είχε αρχίσει δοκιµαστική ανασκαφή στην Κνωσό, που σταµάτησαν ευτυχώς έγκαιρα οι τουρκικές αρχές. Ακόµη κι ο Σλήµαν είχε την πρόθεση να σκάψει εκεί, οι απαιτήσεις όµως των ιδιοκτητών του χώρου ήταν τόσο µεγάλες, που αρνήθηκε να αγοράσει τη γη σ’ οποιαδήποτε τιµή. Ο Έβανς εγκατέλειψε λοιπόν την Κρήτη, χωρίς να πετύχει να αγοράσει την Κνωσό, έχοντας όµως αποκτήσει έναν καλό φίλο στο πρόσωπο του Ιωσήφ Χατζηδάκη, Ηρακλειώτη γιατρού, τότε προέδρου του περίφηµου Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου στο Ηράκλειο για τη διάσωση των αρχαιοτήτων από τους Τούρκους και µετέπειτα πρώτου διευθυντή του Μουσείου Ηρακλείου.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-11
Σαρκοφάγος από την Κνωσό (περ. 1400-1300 π.Χ., Photo by Ashmolean Museum/Heritage Images/Getty Images).

∆εν ήταν ο κατάλληλος χρόνος για ανασκαφές στην Κρήτη. Η πολιτική κατάσταση στο νησί άλλαζε κάθε µέρα. Για άλλη µια φορά, ο Έβανς βρέθηκε στη γνωστή του πολιτική κατάσταση µιας χώρας, που προσπαθούσε να τινάξει τον τουρκικό ζυγό. Για άλλη µια φορά ανέπνεε τον βαρύ αέρα της επανάστασης. Τα γράµµατα που έστελνε ο Χατζηδάκης στην Αγγλία δεν αναφέρονταν πια στην απόκτηση γης στην Κνωσό αλλά µιλούσαν για ένα σύνταγµα της ελεύθερης Κρήτης. Ο Έβανς µάζευε στην Αγγλία χρήµατα για τα θύµατα της Κρητικής εξέγερσης. Μια νέα επανάσταση ξέσπασε στην Κρήτη, γιατί η Πύλη κωλυσιεργούσε στην εκτέλεση των υπεσχηµένων µεταρρυθµίσεων. Η Ελλάδα άρχισε να παίζει κύριο ρόλο στο Κρητικό δράµα. Ο Έβανς, που ξαναγύρισε για άλλη µια φορά το 1898, βρέθηκε πάλι στο γνωστό του µίγµα της αρχαιολογίας και της δηµοσιογραφίας. Προσπάθησε να βοηθήσει τους κατοίκους, διανέµοντας βοηθήµατα στις Αρχάνες. Είχε ήδη αποκτήσει τη γη της Κνωσού αλλά δεν µπορούσε να αρχίσει ανασκαφές. Τέλος, το 1899 τα πράγµατα στην Κρήτη άρχισαν να παίρνουν µια πιο ευνοϊκή τροπή. Οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες είχαν φύγει από το νησί και ο πρίγκιψ Γεώργιος της Ελλάδος είχε ονοµασθεί υψηλός εντεταλµένος των δυνάµεων. Ο Άρθουρ Έβανς µπορούσε να αρχίσει να αποκαλύπτει τον µινωικό πολιτισµό.

***

∆εν είναι αξιοπερίεργο ότι ο Έβανς τιµήθηκε όσο κανένας αρχαιολόγος πριν ή µετά από εκείνον. Πλήθος βρεταννικών πανεπιστηµίων του επέδωσαν τιµητικά διπλώµατα. Τιµήθηκε µε πολλές διακρίσεις και σε διάφορες ευκαιρίες. Έγινε έκτακτος καθηγητής της προϊστορικής αρχαιολογίας της Οξφόρδης. Ήδη το 1911 έγινε ιππότης στις γιορτές στέψης στην Αγγλία. Το 1927 εµφανίστηκε ένας τόµος που περιέχει όλα τα τιµητικά διπλώµατα που του δόθηκαν. Η εργασία του στην Κνωσό τιµήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση µε τον µεγάλο Σταυρό του Τάγµατος του Φοίνικα. Στο τελευταίο του ταξίδι στην Κρήτη το 1935, όταν ήταν 84 χρονών, αποκαλύφθηκε µια χάλκινη προτοµή του, αυτή που στέκεται πάντοτε στην είσοδο της Κνωσού, όχι µόνο για τις ανασκαφές του που άφησαν εποχή, αλλά και γιατί χάρισε τη γη της Κνωσού και τη Βίλλα Αριάδνη στην Βρεταννική Σχολή και το ελληνικό κράτος. Κι ήταν τότε που τιµήθηκε από το Ηράκλειο όχι µόνο µε την ονοµασία του επίτιµου δηµότη αλλά και στεφανώθηκε µε δάφνη.

Ο χρόνος τον είχε κάνει να φαίνεται πιο µικρός. Το 1938, όταν ήταν 87 ετών, η υγεία του άρχισε να εξασθενίζει. Ειδικά µετά από δύο εγχειρήσεις που έκανε, η µνήµη του άρχισε να σβήνει σιγά-σιγά. Η µινωική Κρήτη έµοιαζε για κάποιο διάστηµα να φεύγει από το προσκήνιο της σκέψης του, που άρχισαν να καταλαµβάνουν παλαιότερα ενδιαφέροντα. Ήταν απαισιόδοξος για τον ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο. Όταν οι Γερµανοί εισέβαλαν στην Κρήτη, ο Έβανς θύµωσε για τελευταία φορά πολύ. Στην τελευταία του επίσκεψη στο Λονδίνο πήγε ειδικά στα γραφεία της HELLENIC SOCIETY να ζητήσει πληροφορίες για την Κρήτη. Πέθανε τρεις µέρες µετά την ενενηκοστή επέτειο των γενεθλίων του, στις 11 Ιουλίου 1941.

∆υστυχώς είµαι πολύ νέος για να έχω συναντήσει τον Έβανς. Ό,τι σας είπα δεν είναι προσωπικές µνήµες αλλά απλά γεγονότα που αναφέρονται στην ιστορία µιας ζωής και µιας επιστήµης. ∆εν µπορώ να κάνω χρήση ανεκδότων που έχω ακούσει. ∆εν µπορώ να µιλήσω για τον αµφιλεγόµενο χαρακτήρα του. Ίσως είναι καλύτερα να αφήσω την ετεροθαλή αδελφή του να µιλήσει για εκείνον.

«Ο Άρθουρ ήταν επιδεικτικός και παράδοξα µετριόφρων. Απόµακρα αξιοπρεπής και αγαπητά γελοίος. Αυτοκρατορικός και εκπληκτικά ευγενής. Μέχρι παραλογισµό σπάταλος και παράλληλα µετρηµένος, κι ακόµα για µερικά πράγµατα αυστηρός. Μπορούσε να είναι ευαίσθητος ω ανατολίτης κι απλός ως παιδί. Μπορούσε να είναι φανταστικά ευγενής και βασικά αδιάφορος για την ζωή των άλλων. Μπορούσε να είναι φανταστικά γενναιόδωρος κι εξαιρετικά εγωκεντρικός. Μπορούσε να φιλοξενεί βασιλικά και να ζει για µήνες σαν ερηµίτης. Μπορούσε να είναι, κι ήταν, ένας αφοσιωµένος εργάτης και παράλληλα µαταιόδοξος. Ο Άρθουρ ήταν ένας παράδοξος άνθρωπος».

Φοβούµαι ότι συµφωνώ, όταν σκέπτοµαι τον δηµιουργό των µινωικών σπουδών. ∆εν νοµίζω ότι ο Έβανς ήταν µια µεγαλοφυΐα, όπως φαντάζεται ο κόσµος. Ό,τι βλέπω στο επιστηµονικό του έργο δεν είναι τίποτε άλλο από το παράδοξο. Ο Έβανς θα πρέπει να είχε ζήσει δύο ζωές. Θα πρέπει να είχε ζήσει και στα µινωικά χρόνια, και θα µπορούσε να ήταν ένας σφραγιδογλύφος ή ένας βασιλεύς-ιερεύς της Κνωσού. ∆εν µπορούσε διαφορετικά να φέρει στο φως τις ιδέες του για την µινωική Κρήτη, τόσο πρώιµα, τόσο ζωηρά και το κυριότερο τόσο σωστά, όπως φαίνεται µε κάθε νέα εργασία, θεωρίες που στις µέρες του δεν ήταν παρά απλές φαντασίες.
Tου Γιάννη Σακελλαράκη, Η Καθηµερινή, 27 Ιουλίου και 3 Αυγούστου 1986

Πηγή kathimerini
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο