Χριστούγεννα στην Αθήνα των Δεκεμβριανών
Τα Χριστούγεννα του Τσώρτσιλ στην Αθήνα του 1944, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, είναι το διεθνές γεγονός της εποχής που διαδραματίζεται στη συγκλονισμένη ελληνική πρωτεύουσα | Νίκος Βατόπουλος
Τα Χριστούγεννα του Τσώρτσιλ στην Αθήνα του 1944, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, είναι το διεθνές γεγονός της εποχής που διαδραματίζεται στη συγκλονισμένη ελληνική πρωτεύουσα.
Ογδόντα χρόνια πίσω, η Αθήνα ήταν σε ένα φοβερό μεταίχμιο και όπως γράφει η εφημερίδα «Ελευθερία» –ακριβώς στις 27 Δεκεμβρίου 1944– «χιλιάδες αθηναϊκού λαού απεθέωσαν χθες τους κ.κ. Τσώρτσιλ και Ηντεν». Η σκηνή συνέβη έξω από το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας» το οποίο είχε κινδυνεύσει να ανατιναχθεί. Εκείνες τις ημέρες, οι συμμαχικές δυνάμεις φροντίζουν για τον επισιτισμό των κατοίκων των «εκκαθαριζόμενων» (από τους Ελασίτες) συνοικιών και τα δέματα του Ερυθρού Σταυρού διανέμονται στους «απελευθερωθέντες»: κονσέρβες κρέατος ενός κιλού κατ’ άτομον, ζάχαρη, αλεύρι και άλλα τρόφιμα.
Στον αντίποδα της ειδησεογραφίας, ο Γιώργος Σεφέρης είναι άρρωστος στο σπίτι με ρίγη και πόνους. Η Πλάκα, όπου διαμένει, είναι ήσυχη, «αλλά τριγύρω ατελείωτα, ο θόρυβος της μάχης. Οι δρόμοι γεμάτοι πρόσφυγες. Διηγούνται φρικιαστικές σκηνές: ομήρους, εκτελέσεις». Εκείνον τον Δεκέμβρη, κάτοικοι των εαμοκρατούμενων συνοικιών, φοβούμενοι μην απαχθούν όμηροι, έρχονταν στους κεντρικούς δρόμους που ήλεγχε η κυβέρνηση.
Γράφει ο Σεφέρης στις 29 Δεκεμβρίου 1944: «Ενας Αγγλος αξιωματικός κι ένας Ελληνας στη γραμμή της μάχης. Απέναντί τους ένας μικρόσωμος εαμίτης πυροβολούσε και σταυροκοπιούνταν πριν από κάθε ριξιά. – Τι κάνει αυτός; ρώτησε ο Αγγλος. – Κάνει το σταυρό του και μας πυροβολεί. – Μα, δεν μπορεί, θα είναι κατά λάθος μ’ αυτούς. Ο Ελληνας τον σάρωσε με μια ριπή. – Κρίμα, είπε ο Αγγλος, στερήσατε την πατρίδα σας από κάποιον που θα γίνουνταν καλός πολίτης».
«Οταν έσβησαν οι φωτιές», έγραφε η Ελένη Βλάχου, «και σταμάτησαν τα πολυβόλα και οι όλμοι, ξαναβγήκαμε στους δρόμους και κοιτάξαμε να ξαναβρούμε ό,τι είχε απομείνει από την παλιά ζωή».
Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν ήταν «Χριστούγεννα». «Πώς να είναι ήρεμοι οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες;» γράφει ο Γιάννης Καιροφύλας στο «Η Αθήνα μετά τον πόλεμο» (εκδ. Φιλιππότη). «Τα θύματα της βίαιης αναμέτρησης είναι χιλιάδες. Εκατοντάδες οι νεκροί, αναρίθμητοι οι τραυματίες, αμέτρητοι οι αγνοούμενοι και πλήθος οι όμηροι, που πήρε μαζί τους ο ΕΛΑΣ κατά την αποχώρησή του. Οι εφημερίδες που κυκλοφορούν δεν είναι αυτές που διάβαζαν πριν απ’ τον πόλεμο οι Αθηναίοι. Οι περισσότερες είχαν κλείσει στο διάστημα της Κατοχής και άρχισαν να ξανακυκλοφορούν, αλλάζοντας μερικές και τον τίτλο τους».
Η Ελένη Βλάχου γράφει πως «η έκδοση της “Καθημερινής” είχε διακοπεί με όλες τις άλλες αθηναϊκές εφημερίδες και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ποιο θα ήταν το μέλλον τους». Εγκλωβισμένη στην οδό Μιμνέρμου, περιοχή περικυκλωμένη από οπλισμένες ομάδες του ΕΑΜ, η Ελένη Βλάχου ένα ξημέρωμα προχώρησε στη Ρηγίλλης («στόχο ευτυχώς των πιο ανίκανων πυροβολητών») και έφθασε «σώα και αβλαβής στο ελεύθερο Κολωνάκι». Την Πρωτοχρονιά του 1945, στην οδό Κυδαθηναίων 9, ο Γιώργος Σεφέρης γράφει: «Νομίζω κανένας χρόνος σαν αυτόν που πέρασε: τίποτε πιο φριχτό από τους δύο τελευταίους μήνες». Ο Γιάννης Καιροφύλας θυμάται πως όταν ήρθε η Πρωτοχρονιά του 1945 «κανείς δεν χαίρεται τη σημαντική αυτή ημέρα».
Στις 30 Δεκεμβρίου 1944 είχε ανακοινωθεί ότι στο «απελευθερωθέν» τμήμα της πόλης οι πολίτες μπορούν να κυκλοφορούν από τις 6 το πρωί ώς τις 6 το απόγευμα.
Ο ηλεκτροφωτισμός στην Αθήνα αποκαταστάθηκε το τρίτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1945. Στις 20 Ιανουαρίου ξανάρχισε η γραμμή τραμ Σύνταγμα – Καλλιθέα, ενώ την προηγουμένη είχε τεθεί σε λειτουργία και πάλι η λεωφορειακή γραμμή Ομόνοια – Πλατεία Αμερικής. Το «Μινιόν» ανακοίνωσε πως οι αποθήκες του, Σολωμού 27, είχαν λεηλατηθεί από τον ΕΛΑΣ αλλά σταδιακά θα ξανάρχιζε τη λειτουργία του.
«Οταν έσβησαν οι φωτιές», γράφει η Ελένη Βλάχου, «και σταμάτησαν τα πολυβόλα και οι όλμοι, και όταν όλη η εκκωφαντική παραφωνία που κρατούσε τις ημέρες μας σε αγωνία και τις νύχτες μας άγρυπνες πέρασε, ξαναβγήκαμε στους δρόμους και κοιτάξαμε να ξαναβρούμε ό,τι είχε απομείνει από την παλιά ζωή».