Advertisement

Χρύσα Μαλτέζου – Ἡ ζωὴ στὰ Κύθηρα τὸν 15ο αἰώνα

Ἡ παρούσα μελέτη  ἀνακοινώθηκε στὸ ἐπιστημονικὸ συνέδριο μὲ θέμα : «Ἱστορία καὶ πολιτισμὸς τῶν Κυθήρων», Κύθηρα 20- 21 Σεπτεμβρίου 2019  (ὀργάνωση: Υπουργεῖο Πολιτισμοῦ καὶ Ἀθλητισμοῦ, Γενικὴ Διεύθυνση Ἀρχαιοτήτων καὶ Πολιτιστικῆς Κληρονομιᾶς, Ἐφορεία Ἀρχαιοτήτων Πειραιῶς καὶ Νήσων, Δῆμος Κυθήρων).

710

Μιὰ χειμωνιάτικη μέρα τοῦ 1462, ὁ καστελλάνος Κυθήρων Marino Pasqualigo ἐκδίκασε τὴν ἀκόλουθη διαφορὰ ποὺ εἶχε ἀνακύψει μεταξὺ τοῦ Δημήτρη Πατρολόγου καὶ τοῦ Σγουρομάλλη ἀπὸ τὸν Μοριά: ὁ Πατρολόγος, γιὸς τοῦ Καρύδα, εἶχε πολλὲς φορὲς παρουσιαστεῖ ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν, καταγγέλλοντας τὴ ζημιὰ ποὺ εἶχε ὑποστεῖ ἀπὸ τὸν Σγουρομάλλη καὶ ζητώντας νὰ ἀποδοθεῖ δικαιοσύνη. Σύμφωνα μὲ τὴν καταγγελία τοῦ Πατρολόγου, ὁ Σγουρομάλλης, καπετάνιος μιᾶς fusta, δηλαδὴ γρήγορου σκάφους μὲ κουπιὰ καὶ πανιά, μαζὶ μὲ τοὺς ναυτικοὺς καὶ τοὺς συντρόφους του εἶχαν ἁρπάξει τὸ βόδι ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ χωρικὸς στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες του (un bo da lavoro), τὸ εἶχαν σφάξει καὶ τὸ εἶχαν φάει. Εἶχε ἐπίσης μὲ ὅρκο βεβαιώσει ὁ Πατρολόγος πὼς εἶχε ἀγοράσει τὸ βόδι, λίγους μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν κλοπή, ἀντὶ 20 ὑπερπύρων. Ὁ καστελλάνος διέταξε νὰ διερευνηθεῖ τὸ θέμα καὶ ἀφοῦ ἀνακρίθηκαν τέσσερις μάρτυρες καὶ ἔγινε ἡ σχετικὴ πραγματογνωμοσύνη, ἀποφασίστηκε νὰ κατασχεθοῦν ἀγαθὰ τοῦ Σγουρομάλλη ἕως τὴν ἀξία τῶν 20 ὑπερπύρων, προκειμένου νὰ ἱκανοποιηθεῖ ὁ Πατρολόγος γιὰ τὴ ζημιὰ ποὺ εἶχε ὑποστεῖ ἀπὸ τὴν κλοπὴ τοῦ ζώου του. Στὸ κείμενο τῆς ἀπόφασης ἐπισημαίνεται ὅτι ὁ Σγουρομάλλης εἶχε δράσει κατὰ τὴ συνήθεια τῶν κουρσάρων καὶ ὅτι ὁ καστελλάνος ἐφάρμοζε τὴν πολιτικὴ τῆς Βενετίας, ἡ ὁποία ὡς κυρίαρχη τοῦ νησιοῦ ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν προστασία τῶν ὑπηκόων της καὶ τῶν ζώων τους ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν κουρσάρων καὶ γενικὰ τῶν ἐχθρῶν της.

 

Ἀπόφαση τοῦ καστελλάνου Κυθήρων Marino Pasqualigo (1462)

 

Οἱ πληροφορίες ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐκδίκαση ἀπὸ τὸν βενετὸ ἀξιωματοῦχο τῶν Κυθήρων τῆς ὑπόθεσης μὲ ἐνάγοντα ἕναν ἀγρότη ποὺ ζητοῦσε ἀποζημίωση γιὰ τὸ κλεμμένο βόδι του ἀγγίζουν μιὰν ὄψη τῆς ζωῆς τοῦ ἀγροτικοῦ πληθυσμοῦ. Τὰ ἀρχειακὰ τεκμήρια γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ νησιοῦ στὴ διάρκεια τῆς πρώτης περιόδου τῆς λατινοκρατίας εἶναι γνωστὸ πὼς εἶναι λιγοστά, ἐνῶ οἱ μαρτυρίες γιὰ τὴ γνώση τῆς κυθηραϊκῆς κοινωνίας αὐξάνονται  καθὼς προχωροῦμε στοὺς ὕστερους αἰῶνες τῆς βενετικῆς κατοχῆς. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ εἶναι συνεπῶς εὐπρόσδεκτα ὅσα ἄγνωστα ἔγγραφα τῆς πρωτολατινικῆς ἐποχῆς ἔρχονται στὸ φῶς, προσθέτοντας νέες ψηφίδες στὴν παλίμψηστη στρωματογραφία τῆς κυθηραϊκῆς ἱστορίας. Μὲ ἰδιαίτερη λοιπὸν εὐχαρίστηση παρουσιάζω δύο νέα ἀρχειακὰ εὑρήματα ἀπὸ τὸ κρατικὸ ἀρχεῖο τῆς Βενετίας (Procuratori di San Marco. Misti.Miscellanea Pergamene, b.46), τὰ ὁποῖα μὲ τὶς εἰδήσεις ποὺ προσφέρουν ἐπιτρέπουν νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὰ προβλήματα ποὺ βίωναν οἱ Κυθήριοι τὸν 15ο αἰώνα.

Τὸ πρῶτο ἔγγραφο κάνει λόγο, ὅπως ἤδη σημειώθηκε, γιὰ κουρσαρικὴ ἐπιδρομὴ ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ χάσει ἕνας χωρικὸς τὸ βόδι του, ζῶο ἀπαραίτητο στοὺς ἀγρότες γιὰ τὶς δουλειὲς στὰ χωράφια τους. Ἡ πειρατικὴ δραστηριότητα στὰ θαλάσσια νερὰ κυρίως ἀνάμεσα στὰ κυθηραϊκὰ παράλια καὶ τὸν Κάβο Μαλιὰ εἶναι φαινόμενο ποὺ παρατηρεῖται διαχρονικὰ στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν Κυθήρων. Γιὰ τὴν περίοδο ποὺ ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἀρκεῖ νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τὸ νησὶ ἀπὸ τὸν 13ο ἤδη αἰώνα ἦταν ἐκτεθειμένο σὲ ἐπιδρομὲς ἰταλῶν καὶ τούρκων πειρατῶν καὶ κουρσάρων, οἱ ὁποῖοι λυμαίνονταν τὴν περιοχή. Ἀκόμη καὶ οἱ πρῶτοι λατίνοι ἠγεμόνες τῶν Κυθήρων, οἱ Βενιέρ, ἀσκοῦσαν πειρατεία, ὅπως μαρτυροῦν ἔγγραφα τοῦ 14ου αἰώνα. Ἀπὸ τὸν φόβο ἄλλωστε τῶν πειρατῶν οἱ ντόπιοι συνήθιζαν τοὺς καλοκαιρινοὺς μῆνες νὰ κοιμοῦνται σὲ δασώδεις τόπους, γιὰ νὰ προφυλάγονται ἀπὸ τὶς ἐχθρικὲς ἐπιδρομές.Τὴν ἀνασφάλεια τῶν κατοίκων, λόγω τῶν πειρατικῶν ἐπιθέσεων, δηλώνει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ μόνιμο αἴτημα τῶν ἀσθενέστερων κοινωνικὰ κατοίκων πρὸς τὶς βενετικὲς ἀρχὲς νὰ τειχιστεῖ ὁ βοῦργος, γιὰ νὰ προστατεύονται ἀπὸ τοὺς κινδύνους τῶν πειρατικῶν καὶ τουρκικῶν λεηλασιῶν καὶ αὐτοί, ὅπως οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἐξουσίας καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ νησιοῦ ποὺ ζοῦσαν στὸ φρούριο καὶ στὶς ὀχυρωμένες περιοχές. Ἄς θυμηθοῦμε ἐπίσης τοὺς στίχους δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ποὺ ἀντανακλᾶ τὸν φόβο τῶν κατοίκων, οἱ ὁποῖοι συμβούλευαν τὶς γυναῖκες νὰ ἀποφεύγουν νὰ πηγαίνουν στὶς παραλίες, γιὰ νὰ μὴ τὶς ἁρπάξουν οἱ κουρσάροι: Δὲ σοῦ τό᾽πα γὼ Ἑλένη/ στὸ γιαλὸ μὴ κατεβαίνεις;/ Καὶ σ᾽ ἁρπάξουνε οἱ κουρσάροι/ γιά᾽να γιλο για᾽ να ψάρι. Εὔκολα λοιπὸν καταλαβαίνει κανείς, ἂν ἐντάξει τὰ πράγματα στὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς, τὴν ἀγωνία τοῦ ἀγρότη ποὺ εἶχε ζητήσει, τὸ 1462, ἀπὸ τὸν καστελλάνο νὰ παρέμβει, ὥστε νὰ ἀποζημιωθεῖ γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ ζώου του.Καταλαβαίνει ἐπίσης τὴ σημασία ποὺ εἶχε ἕνα βόδι γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀγροτικοῦ πληθυσμοῦ, ἐξαρτημένου καθὼς ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὴν καλλιέργεια της.

Μετατοπίζοντας τώρα τὴν προσοχή μας ἀπὸ τὶς ἐπιπτώσεις ποὺ εἶχε στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν κατοίκων ἡ δράση τῶν πειρατῶν στὶς πληροφορίες τοῦ ἐγγράφου ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἀπονομὴ τῆς δικαιοσύνης, παρατηροῦμε τὰ ἑξῆς: Ἡ καταγγελία τοῦ Πατρολόγου ἐκδικάστηκε ἀπὸ τὸν καστελλάνο Κυθήρων στὸν καθορισμένο τόπο καὶ χρόνο, ὅπως δηλώνεται στὸ γραμμένο στὴ βενετικὴ διάλεκτο κείμενο (al logo et tempo consueti). Ὡς πρὸς τὸν τόπο ἐκδίκασης τῶν διαφορῶν, αὐτὸς θὰ πρέπει νὰ βρισκόταν στὸ φρούριο, ὅπου ἦταν ἐγκαταστημένες οἱ διοικητικὲς ἀρχές, ἐνῶ ὡς πρὸς τὸν χρόνο διαθέτουμε μεταγενέστερη χρονολογικὰ μαρτυρία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ 1572 τρεῖς δικαστές, ἐκλεγμένοι ἀπὸ τοὺς cittadini, ἐκδίκαζαν ἀστικὲς ὑποθέσεις κάθε Δευτέρα καὶ Πέμπτη. Μὲ βάση τὴν πρακτικὴ τῆς ἐποχῆς, ὁ δημόσιος κήρυκας κοινοποιοῦσε τὶς ἀγγελίες στὸν barbacan, λέξη μὲ τὴν ὁποία δηλώνεται στὸ βενετικὸ ἰδίωμα τὸ ὀχύρωμα, ἡ ὀχυρὴ θέση, τοποθεσία προφανῶς στὸ φρούριο. Χαρακτηριστικὸ τῆς μνήμης τοῦ συγκεκριμένου τόπου εἶναι ἔκφραση στὴν κυθηραϊκὴ ντοπιολαλιά:τὰ ἔβγαλε στὸ μπαρμ(π)ακὰ ποὺ σημαίνει κοινοποίηση, δημοσιότητα. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἐγγράφου, ὣς τὰ τέλη τουλάχιστον τοῦ 15ου αἰώνα χρέη δικαστῆ ἐκτελοῦσε ὁ καστελλάνος καὶ ἀργότερα ὁ προνοητής-καστελλάνος, ὁ ὁποῖος εἶχε ὁριστεῖ ἀπὸ τὸ 1502 ὣς τὸ τέλος τῆς βενετοκρατίας ἀνώτερος διοικητὴς τοῦ νησιοῦ. Ὅσο γιὰ τὶς περιπτώσεις σοβαρῶν ποινικῶν ὑποθέσεων αὐτὲς ἐκδικάζονταν στὴν Κρήτη. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὀνόματα τοῦ καστελλάνου, ὁ ὁποῖος ἐκτελοῦσε χρέη δικαστῆ καὶ τοῦ καγκελλαρίου του ποὺ εἶχε συντάξει τὸ κείμενο, μνημονεύονται στὸ ἔγγραφο τὰ ὀνόματα δύο βενετῶν πατρικίων, τοῦ Bartolomeo Contarini καὶ τοῦ Hieronimo Venier. Ἡ πληροφορία ἀναφέρεται σὲ μέλη τῆς ἄρχουσας κοινωνικῆς τάξης τῶν Κυθήρων ποὺ ὅμως δὲν ἦταν αὐτὴ τῶν εὐγενῶν: ὁ ἕνας ἀνῆκε στὴν κατηγορία τῶν βενετῶν ἀστῶν ποὺ εἶχαν μὲ τὴ βενετικὴ κατάκτηση ἐγκατασταθεῖ στὸ νησὶ καὶ ὁ ἄλλος ἦταν μέλος τῆς οἰκογένειας τῶν Venier, τῶν πρώτων δηλαδὴ λατίνων κυριάρχων τοῦ νησιοῦ ποὺ ἐκδιώχθηκαν στὴ συνέχεια ἀπὸ τοὺς Βενετούς, ἀλλὰ ποὺ ἐξακολουθοῦσαν καὶ μετὰ τὴν ἐκδίωξή τους νὰ διατηροῦν ἐκεῖ ἐδαφικὰ δικαιώματα. Σὲ ἀντίθεση δηλαδὴ μὲ ἄλλες βενετοκρατούμενες περιοχές, ὅπου στὴν ἀνώτερη βαθμίδα τῆς κοινωνικῆς πυραμίδας εἶχαν ἐνταχθεῖ βενετοὶ εὐγενεῖς, ὁ Contarini καὶ ὁ Venier δὲν ἀνῆκαν σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία, δὲν εἶχαν δηλαδὴ τὴν ἰδιότητα τῆς nobiltà ἀλλὰ τῆς urbanità. Ἀλλὰ θὰ ἐπανέλθουμε στὸ θέμα πιὸ κάτω.

Τὸ δεύτερο ἔγγραφο ποὺ παρουσιάζω χρονολογείται τὸ 1474.Εἶναι δουκικὸ ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο περιέχει νομοθετικὲς διατάξεις ποὺ ρυθμίζουν τὶς ὑποχρεώσεις τῶν παροίκων. Πρόκειται γιὰ τὸ παλαιότερο χρονολογικὰ γνωστὸ ὣς σήμερα σῶμα διατάξεων ποὺ ἀναφέρονται  στὸ καθεστὼς τῶν παροίκων στὰ Κύθηρα. Διατάξεις ποὺ ρύθμιζαν γενικὰ ποικίλα θέματα τοῦ ντόπιου πληθυσμοῦ χρονολογοῦνται στοὺς ἑπόμενους 16ο καὶ 17ο αἰῶνες. Μὲ τὸ δουκικὸ ἔγγραφο τοῦ 1474, ὁ δόγης τῆς Βενετίας, Nicolao Marcello, ἐνημερώνει τὸν ρέκτορα Κυθήρων, Giovanni Contarini, ὅτι ὁ Νικολὸς Στάθης καὶ ὁ Δημήτρης Στρατηγός, ἐκπρόσωποι τῶν πιστῶν ὑπηκόων τῆς Βενετίας στὸ νησί, εἶχαν ἐκθέσει ἐνώπιόν του αἰτήματα τῶν νησιωτῶν, στὰ ὁποῖα εἶχαν παρασχεθεῖ ἀπὸ τὰ ἁρμόδια διοικητικὰ ὄργανα τῆς μητρόπολης οἱ δέουσες ἀπαντήσεις ποὺ συγκροτοῦσαν πλέον κανονισμοὺς μὲ νομικὴ ἰσχύ. Ὁ ρέκτορας ὄφειλε νὰ καταχωρίσει τὶς νομοθετικὲς αὐτὲς διατάξεις στὸ ἀρχεῖο τῆς διοίκησής του καὶ ἐφεξῆς νὰ φροντίζει γιὰ τὴν πιστὴ ἐφαρμογή τους. Διευθετήθηκαν ἔτσι  ζητήματα σχετικὰ μὲ τὴν ἐκτίμηση τῆς ἀγροτικῆς παραγωγῆς καὶ μὲ τὶς ἀντίστοιχες οἰκονομικὲς ὑποχρεώσεις τῶν παροίκων, ὅπως τὸν καθορισμὸ καταβολῆς τῆς δεκατίας, τὴν προσφορὰ τοῦ κανισκίου, τὶς προσωπικὲς ἀγγαρεῖες τῶν παροίκων κ.ἄ. Ἡ ὅλη διατύπωση τοῦ κειμένου, ἰδιαίτερα ἡ μνεία τῶν capitoli  (κανονισμών) παραπέμπουν στὰ ἔγγραφα τῶν γνωστῶν πρεσβειῶν ποὺ ἔστελναν στὴ Βενετία οι κοινότητες τῶν βενετικῶν κτήσεων (Κέρκυρα, Μεθώνη, Ναύπλιο κ.ἄ.), ζητώντας τὴν ἐπίλυση διαφόρων προβλημάτων, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦσαν τον πληθυσμό. Ἀπουσιάζει στὸ ἔγγραφό μας ὁ ὅρος comunità. Ἡ ἀναφορὰ ὡστόσο στοὺς ἐκπροσώπους τῶν «πιστῶν ὑπηκόων τῆς Βενετίας» ὑποδηλώνει ὅτι ὁ κοινοτικὸς θεσμὸς εἶχε ἤδη ἐγκαθιδρυθεῖ ἀπὸ τὸν 15ο αἰώνα καὶ ὅτι ὁ ντόπιος πληθυσμὸς εἶχε ἀπὸ τότε, ἂν ὄχι ἐνωρίτερα, συσσωματωθεῖ σὲ κοινότητα, ἡ ὁποία μέσω τῶν ἐκπροσώπων της  ὑπέβαλλε κατὰ καιροὺς διάφορα αἰτήματα στὶς βενετικὲς ἀρχές.

Τὸ ἐνδιαφέρον ὅμως τοῦ ἐγγράφου δὲν ἐπικεντρώνεται μόνο στὸ περιεχόμενο τῶν διατάξεων ποὺ ἀσφαλῶς βοηθᾶ στὴν περαιτέρω διερεύνηση τοῦ γαιοκτητικοῦ καθεστῶτος, τῆς σχέσης ἀγρότη καὶ γῆς, τῆς νομικῆς κατάστασης τῶν χωρικῶν καὶ τῶν οἰκονομικῶν ὑποχρεώσεων τῶν χωρικῶν ἀπέναντι στοὺς Venier. Μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ περιέχει, τὸ δουκικὸ  ἔγγραφο ἀποτυπώνει τὴν πολιτικὴ ποὺ ἀκολούθησε ἡ Βενετία στὰ Κύθηρα καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ μητρόπολη ἀντιμετώπισε τὶς κτήσεις της. Γιὰ νὰ γίνει καλύτερα ἀντιληπτὴ ἡ βενετικὴ τακτική, χρήσιμος εἶναι ὁ σχολιασμὸς ὁρισμένων μαρτυριῶν. Ἂς ὑπογραμμιστεῖ λοιπὸν ὅτι στὸ γράμμα τοῦ δόγη εἶναι συχνὲς οἱ παραπομπὲς σὲ πρόσωπα καὶ χρόνους τοῦ παρελθόντος, συγκεκριμένα τοῦ 14ου αἰώνα. Ἀναφέρονται οἱ δοῦκες τῆς Κρήτης, Pietro Corner καὶ  Donato Tron, καθὼς καὶ ὁ ρέκτορας Κυθήρων, Luca Barisan, οἱ ὁποῖοι εἶχαν παλαιότερα θεσπίσει μέτρα πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς θεραπείας ἀνωμαλιῶν ποὺ ὑπῆρχαν στὸ νησί. Ἀναφέρονται ἐπίσης οἱ συνήθειες τοῦ τόπου, καλὲς ἢ ἀκόμη καὶ κακές, ποὺ κανόνιζαν σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὶς συναλλαγὲς χωρικῶν καὶ φεουδαρχῶν: per antiga usança, secondo lantiga consuetudine, tal deshonesta consuetudine.

Οἱ ἀγρότες τοῦ νησιοῦ διακρίνονται, μὲ βάση τὸ ἔγγραφο, σὲ βιλλάνους (villani parichi de la ditta isola) καὶ σὲ ἐλεύθερους (villani franchi de ditta isola). Τὸ καθεστὼς τόσο τῶν πρώτων (αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἦταν δεμένοι μὲ  τὴ γῆ καὶ ἦταν ἐξαρτημένοι ἀπὸ τὸν φεουδάρχη) ὅσο καὶ τῶν δεύτερων (αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἦταν ἐλεύθεροι θεσμικὰ καὶ δὲν ἦταν ἐξαρτημένοι ἀπὸ τὸν ἰδιοκτήτη τῆς γῆς, τὴν ὁποία καλλιεργοῦσαν), μὲ διάταξη ποὺ καταχωρίστηκε στὸ δουκικὸ ἔγγραφο ὁρίστηκε πὼς θὰ ἦταν τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ τῶν βιλλάνων καὶ τῶν ἐλεύθερων τῆς Κρήτης. Ὅμως, ἡ σχέση μὲ τὴν Κρήτη δὲν περιορίζεται στὴν ἐξομοίωση τῆς θέσης τῶν βιλλάνων ποὺ ζοῦσαν στὰ Κύθηρα μὲ αὐτὴν τῶν βιλλάνων τῆς μεγαλονήσου, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ στὴν ἐξομοίωση τῆς θέσης τῶν Venier μὲ αὐτὴν τῶν κρητικῶν μεγαλοφεουδαρχῶν. Πράγματι, τελευταῖο στὸν κατάλογο τῶν αἰτημάτων ποὺ εἶχαν παρουσιάσει στὸν δόγη οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Κυθηρίων εἶναι γραμμένο καὶ ἕνα ποὺ ἀφορᾶ τοὺς Venier. Τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας εἶχαν ζητήσει ἀπὸ τὴ Βενετία νὰ λάβει μέτρα, ὥστε νὰ μὴν ἐκδιωχθοῦν ποτὲ ἀπὸ τὶς γαῖες ποὺ κατεῖχαν στὰ Κύθηρα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ δόγη ἦταν ἀρνητική. Τὸ αἴτημα τῆς οἰκογένειας Venier δὲν μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ ἱκανοποιηθεῖ, γιατὶ ἦταν ἀντίθετο (domanda al tutto contra) πρὸς τὴ χάρη ποὺ τὸ Μεγάλο Συμβούλιο τῆς εἶχε ἀπονείμει. Σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ προνομιακοῦ ἐγγράφου, οἱ Venier ἐξομοιώνονταν μὲ τοὺς φεουδάρχες τῆς Κρήτης καὶ εἶχαν τὰ ἴδια μὲ αὐτοὺς δικαιώματα ὡς πρὸς τὴ σχέση τους μὲ τὴ γῆ καὶ τὴ χρήση της ἀπὸ τοὺς βιλλάνους. Οἱ ἀναφορὲς στὸ καθεστὼς ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τῶν βιλλάνων καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τῶν γαιοκτημόνων στὰ Κύθηρα ποὺ ἐξομοιωνόταν μὲ τὸ ἀντίστοιχο στὴν Κρήτη ὁδηγεῖ στὴ διαπίστωση ὅτι οἱ Βενετοί, ἔχοντας ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ σύστημα ἐκμετάλλευσης τῆς γῆς ποὺ εἶχε ἐγκαθιδρυθεῖ στὴ μεγαλόνησο, εἶχαν σπεύσει, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν διάφορες ἀκαταστασίες στὸ μικρὸ καὶ ἄγονο νησὶ τῶν Κυθήρων, νὰ  μεταφυτεύσουν ἐκεῖ τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει ἀπὸ τὴν κρητικὴ πραγματικότητα. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ κυθηραϊκὴ κοινωνία ὀργανώθηκε στὰ χνάρια τῆς Κρήτης. Τὸ νησὶ ἦταν ἄλλωστε ἀπὸ διοικητικὴ ἄποψη προσκολλημένο στὴν κρητικὴ τροχιά. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ καστελλάνος ἐκλεγόταν ἀπὸ τὸν δούκα τῆς Κρήτης καὶ πληρωνόταν ἀπὸ τὸ κρητικὸ δημόσιο ταμεῖο. Μὲ τὶς διατάξεις ἑπομένως ποὺ περιέχονται στὸ δουκικὸ ἔγγραφο τοῦ 1474, μὲ τὶς ὁποῖες μεταφυτεύτηκε στὸ νησὶ  ἡ πρακτικὴ ποὺ ἐφαρμοζόταν στὴν Κρήτη στὸν τομέα τῆς νομικῆς θέσης καὶ τῶν οἰκονομικῶν ὑποχρεώσεων τῶν ἀγροτῶν, ὁλοκληρώθηκε  ἡ ἐξάρτηση τῶν Κυθήρων ἀπὸ τὴν κοντινὴ μεγαλόνησο.

Οἱ Venier χαρακτηρίζονται στὸ δουκικὸ ἔγγραφο ὡς nobel citadini nostri, nostri zentilhomini. Γνωρίζουμε ὅτι στὴν πρώτη βαθμίδα τῆς κοινωνικῆς διαστρωμάτωσης στὰ Κύθηρα δὲν βρίσκονταν οἱ nobili, ὅπως στὶς ἄλλες βενετικὲς κτήσεις τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου, ἀλλὰ οἱ cittadini ποὺ σταδιακὰ ἐξελίχθηκαν στὴν ἰσχυρότερη κοινωνικὴ δύναμη τοῦ νησιοῦ. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σχῆμα, οἱ Venier εἶχαν ἀστικὴ εὐγένεια (nobiltà civica) καὶ ὡς ἀστοὶ συγκαταλέγονταν στούς «δυνατούς» (potenti) τῶν Κυθήρων. Ὅμως, στὴν ἀντίληψη τῶν βενετικῶν ἀρχῶν δὲν ἦταν παρὰ φεουδάρχες ποὺ κατεῖχαν μεγάλες ἐκτάσεις γῆς καὶ ἀντιμετωπίζονταν ὅπως οἱ φεουδάρχες τῆς Κρήτης.

Μὲ τὴ θέσπιση στὰ Κύθηρα διοικητικῶν, κοινωνικῶν καὶ οἰκονομικῶν κανόνων ποὺ εἶχαν ἐφαρμοστεῖ καὶ ἴσχυαν στὴν Κρήτη, ἡ Βενετία θεώρησε ὅτι θὰ ἐπιλύονταν τὰ προβλήματα ποὺ ἡ οἰκονομικὴ ἀνέχεια δημιουργοῦσε στήν «πετρώδη καὶ διψώδη» κτήση της,  γιὰ νὰ ἐπαναλάβω τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ χρησιμοποίησε τὸ 1540 γιὰ τὸ νησὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μονεμβασίας Μητροφάνης. Ἡ κατάσταση ἐντούτοις, ὅπως αὐτὴ εἶχε διαμορφωθεῖ στὸ ἄνοιγμα τοῦ χρόνου, δὲν δικαίωσε τὴν πολιτικὴ ποὺ ἀκολούθησε ἡ Βενετία στὸ νησί. Οἱ πειρατικὲς ἐπιδρομὲς καὶ οἱ ἐκκλήσεις τοῦ ντόπιου πληθυσμοῦ γιὰ βελτίωση τῶν συνθηκῶν διαβίωσης, ζητήματα γιὰ τὰ ὁποῖα κάνουν λόγο τὰ δύο ἔγγραφα ποὺ παρουσίασα, συνιστοῦν διαχρονικὰ φαινόμενα στὴν ἱστορία των Κυθήρων σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς βενετοκρατίας. Οἱ Κυθήριοι συχνὰ κινδύνευαν ἀπὸ λιμοκτονία, ἦταν « ντεσπεράδοι» σὲ βαθμὸ ποὺ ἦταν ἕτοιμοι νά «μισέψουν» καὶ νά «ντεζαμπιτάρουν», καὶ βρίσκονταν «ης ενα κηνδηνο ανεπηστευτο, διατη πολη καμουσι …να φασι ψομή τεσερες και έξε μέρες», ὅπως οἱ ἴδιοι γράφουν τὸν 17ο αἰώνα σὲ ἀναφορές τους ποὺ ἀπηύθυναν ἀντίστοιχα πρὸς τὸν προνοητὴ τοῦ νησιοῦ καὶ στὸν δόγη τῆς Βενετίας. Ὅμως, παρὰ τὸ ζοφερὸ κλίμα ἀνασφάλειας καὶ οἰκονομικῆς δυσπραγίας, μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦσε ὁ ντόπιος πληθυσμός, «τὸ φιδελίσιμο πόπολο τοῦ νησιοῦ» ὑπῆρξε ἀνθεκτικὸ στὶς κακουχίες ποὺ τοῦ ἐπέβαλε ἡ ἱστορικὴ συγκυρία καὶ ἐπέτυχε νὰ ἐπιβιώσει, διατηρώντας ὡς συνεκτικὰ στοιχεῖα τὴν ντοπιολαλιὰ καὶ τὴ θρησκευτική του πίστη. Οἱ πανέμορφες κατάγραφες ἐκκλησίες ποὺ διασώζονται πολυάριθμες στὴν κυθηραϊκὴ γῆ  καὶ τὸ ζωντανό, ἀκόμη καὶ σήμερα, γλωσσικὸ ἰδίωμα ἀποτελοῦν τοὺς μάρτυρες τῆς ἀντοχῆς καὶ γενικότερα τῆς συλλογικῆς ἰδεολογικῆς συμπεριφορᾶς τῶν Κυθηρίων στὰ χρόνια ποὺ κυριαρχοῦσαν οἱ Βενετοί.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Χ. Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη 13ος -14ος αι., Ἀθήνα 1997.

Eμμ. Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Ἀθήνα 2006.

Eμμ., Καλλίγερος, Συμπληρωματικά στοιχεία για τα κυθηραϊκά επώνυμα, Ἀθήνα 2016.

Μαρίνα Κουμανούδη, «Αγροτικά νοικοκυριά στα Κύθηρα τον 15ο αιώνα. Η συμβολή των οικονομικών καταστίχων», Θ´Πανιόνιο Συνέδριο, Παξοί, 26-30 Μαΐου 2010, Πρακτικά, τ, 1, επιμ. Aλίκη Δ.Νικηφόρου, Παξοί, 2014, σ. 227-248.

Χρύσα Μαλτέζου, «Ἄγνωστοι εἰδήσεις (1539-1540) περὶ Μητροφάνους Μονεμβασίας ἐκ τοῦ Ἀρχείου τοῦ Δούκα τῆς Κρήτης», Θησαυρίσματα 5 (1968), 32-45.

Χρύσα Μαλτέζου, «Λατινοκρατούμενες ἑλληνικὲς χῶρες: Ἑπτάνησα», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ.10, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν 1974, σ. 215-229.

Χρύσα Μαλτέζου, «Κρητοκυθηραϊκά. Ἡ κρητικὴ οἰκογένεια Κλαδούρη καὶ τὸ Συμβούλιο τῶν εὐγενῶν στὰ Κύθηρα, Θησαυρίσματα 12 (1975), 257-291.

Χρύσα Μαλτέζου, «Εἰδήσεις γιὰ ναοὺς καὶ μονὲς στὰ Κύθηρα ἀπὸ ἀρχειακὲς πηγές», Πρακτικὰ τοῦ Ε´ Διεθνοῦς Πανιονίου Συνεδρίου, τ.1, Ἀργοστόλι 1989,σ. 269-288

Χρύσα Α. Μαλτέζου, Βενετικὴ παρουσία στὰ Κύθηρα.Ἀρχειακὲς μαρτυρίες, Ἀθήνα 1991.

Χρύσα Μαλτέζου, «Ο χώρος και οι άνθρωποι: Συγκρότηση του πληθυσμού στα Κύθηρα της βενετικής περιόδου», Πρακτικά Ζ´ Πανιονίου Συνεδρίου, Λευκάδα, 26-30 Μαΐου 2002, τ.2, Δεύτερο Τμήμα: Ο χώρος και τα δημογραφικά μορφώματα. Οι κύριοι συντελεστές της οικονομίας, Αθήνα 2004, σ.289-299.

Χρύσα Μαλτέζου, Τὰ Κύθηρα τὸν καιρὸ ποὺ κυριαρχοῦσαν οἱ Βενετοί, Βενετία 2008.

Φάνη Δ. Μαυροειδή, «Κοινωνία καὶ διοίκηση στὰ Κύθηρα στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα», Δωδώνη 7(1978), 141-169.

Nόστος τ. 2 (2003).

Ἀσπασία Παπαδάκη, «Κατάλογος τῶν δουκῶν τῆς Κρήτης (μὲ διορθώσεις καὶ συμπληρώσεις)», Ροδωνιά. Τιμὴ στὸν Μ.Ι.Μανούσακα, τ. 2, Ρέθυμνο 1994, σ.389-396.

Ἀναστασία Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.). Μια συνθετική προσέγγιση, Βενετία 2004.

Ι. Ψαρὰς, Πείνα στα Κύθηρα (1666-1673), Ἑλληνικὰ 38(1987), 67-81.

Marina Koumanoudi, «Illi de CaVenier: Τhe First Venetian Lords of Kythera», Venezia e Cerigo, 2003, σ.87- 106 (καὶ ἑλλ.μετ.: Νόστος 2003, 119-153).

Marina Κoumanoudi, «Fragments of an Island Economy: The Venier Κytheran Estate Records (15th c.)», Ι Greci durante la venetocrazia: Uomini, spazio, idee (XIII- XVIII sec.), Atti del Convegno Internazionale di Studi, Venezia, 3-7 dicembre 2007, a cura di Chryssa Maltezou-Angeliki Tzavara- Despina Vlassi, Venezia 2009, σ.497-514.

Élisabeth Malamut, «En passant par Cythère, de l’ antiquité à la fin du XVIe siècle», Venezia e Cerigo 2003, σ.31-49.

Chryssa, Maltezou, «A Contribution to the Historical Geography of the Island of Kythira during the Venetian Occupation», Charanis Sudies.Essays in Honor of Peter Charanis, Rutgers University Press 1980, σ.151-175.

Angeliki Panopoulou, «Episodi di pirateria nello spazio marittimo di Cerigo tra il XIII e il XVIII secolo», Venezia e Cerigo 2003, σ. 133-145 (καὶ ἑλλ. μετ.: Νόστος 2003, 201-223).

Pojago G., Le leggi municipali delle isole ionie dall’anno 1386 fino alla caduta della repubblica veneta, τ. 3: Leggi municipali di Cerigo, Corfu 1848.

Sopracasa Α., Costantinopoli e il Levante negli atti del notaio veneziano Giacomo della Torre (1414-1416), Venezia 2025.

Trapp Ε., Prosopographisches Lexicon der Palaiologenzeit, τεῦχ. 10, Wien 1990.

Venezia e Cerigo, Αtti del Simposio Internazionale,Venezia, 6-7 dicembre 2002, a cura di Marina Koumanoudi-Chryssa Maltezou, Venezia 2003.

 


ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο