«Ηλεκτροσόκ!» Αυτή ήταν η αγαπημένη λέξη των εφημερίδων κάθε φορά που η ΔΕΗ αύξανε την τιμή του ρεύματος. Το κρατικό μονοπώλιο τότε εθεωρείτο κάτι σαν το ελληνικό κράτος: λεφτόδενδρο. Οι αντιπολιτεύσεις, διαχρονικώς, μάχονταν για κάθε τι που διόγκωνε το κόστος παραγωγής και εναντίον της αύξησης στις τιμές πώλησης. Ηταν (ορθώς) υπέρ των φίλτρων στα ρυπογόνα εργοστάσια, αλλά επίσης υπέρ των «δίκαιων αγώνων» για μαζικές προσλήψεις, για επέκταση των επιδομάτων (που δικαίως έπαιρναν οι λιγνιτωρύχοι) στους γραφιάδες της εταιρείας κ.λπ.
Η ΔΕΗ επίσης είχε φορτωθεί και αναπτυξιακούς στόχους. Δεν εννοούμε μόνο τη διασύνδεση των απομακρυσμένων περιοχών, ούτε τη λειτουργία των κοστοβόρων εργοστασίων που καίνε μαζούτ στα νησιά. Η ΔΕΗ υποχρεώθηκε να πουλάει με ζημία στην Πεσινέ, ώστε η τελευταία να επενδύσει στην Ελλάδα.
Κάπως έτσι, με αυτά τα φανερά και κρυφά κόστη, συν τις λαθροχειρίες (το λέμε ευγενικά) διοικήσεων και πολιτικών παραγόντων, αποκτήσαμε το ακριβότερο ρεύμα της Ευρώπης. Και αυτό δεν είναι καν το χειρότερο. Το πολυτιμότερο πράγμα, το δίκτυο είναι σε μαύρα χάλια, με αποτέλεσμα να παιανίζουμε στόχους περί «πράσινης οικονομίας» και ο ΔΕΔΔΗΕ να μην μπορεί να συνδέσει μικρά ή μεγαλύτερα έργα ανανεώσιμων πηγών. Ετσι, ενώ σε ολόκληρη την Ευρώπη προχωράει η αποκέντρωση της παραγωγής ακόμη και σε επίπεδο οικιακών καταναλωτών, στην Ελλάδα όλα μένουν πίσω μέχρι να εκσυγχρονιστεί το δίκτυο. Το αποτέλεσμα είναι μία από τις πιο ηλιόλουστες χώρες της Ευρώπης να έχει τη μικρότερη αυτάρκεια σε πράσινη ενέργεια και τις περισσότερες εντάσεις, αφού η μετάβαση έγινε αποκλειστικό προνόμιο των γιγαντιαίων και άσχημων ανεμογεννητριών, όπου γης και σε λίγο θάλασσας.
Γι’ αυτό η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει πιο πέρα από τις κραυγές περί «ηλεκτροσόκ» και «ξεπουλημάτων». Δεν είδαμε δα και καμιά προκοπή από αυτές…