Τα θλιβερά γεγονότα των καιρών μας έφεραν στον νου μου το ποίημα «Ένα ταξίδι στα Κύθηρα» του Σαρλ Μπωντλαίρ (1821 – 1867) που περιλαμβάνεται στη μοναδική ποιητική του συλλογή «Τα άνθη του κακού» και που παλιότερα με είχε προβληματίσει. Η αυτοκριτική και η κραυγή του κορυφαίου Γάλλου λογοτέχνη για τα κακώς κείμενα της ανθρώπινης κοινωνίας εκείνης της εποχής, συμπυκνώνονται σε αυτό το ποίημα. Ένα ποίημα που, δυστυχώς, μάλλον πιο επίκαιρο είναι σήμερα από την εποχή που γράφτηκε. Συγκεκριμένα με προβλημάτισε η αιτία που ο Μπωντλαίρ συνέλαβε την εικόνα μιας απεχθούς αγχόνης, που τον κρεμασμένο της κατασπάραζαν όρνεα, με φόντο ένα φανταστικό ταξίδι του ποιητή στα Κύθηρα. Δεδομένου ότι ο ίδιος δεν είχε ταξιδέψει, με παραξένεψε γιατί επέλεξε τα Κύθηρα, που έχουν υμνηθεί από την αναγεννησιακή κοσμογονία όσο κανένας άλλος τόπος, ως γενέθλιος γη της Ουράνιας Αφροδίτης και νησί του Έρωτος, για να δομήσει το ποίημά του. Ενώ αρχικά υμνεί τα Κύθηρα με τον λυρισμό που τους αρμόζει, στη συνέχεια «εφευρίσκει» και εμπλέκει μία αγχόνη ορατή από το πλοίο που τον ταξίδευε, με σκοπό να αναδείξει ακραίες κοινωνικές αντιθέσεις. Τούτη η «εφεύρεση» κέντρισε τον προβληματισμό μου, που δεν μου απαντήθηκε από ειδικευμένους αναλυτές. Έψαξα το θέμα και ως Κυθήριος οδηγήθηκα σε ιστορικά στοιχεία που θεωρώ πως «ξεδιαλύνουν» το θέμα, γι’ αυτό τα παραθέτω. Την εποχή του Μπωντλαίρ η Επτάνησος τελούσε υπό Αγγλική κυριαρχία και οι απαγχονισμοί, ως μέσον τιμωρίας και καταστολής, ιδίως ατόμων που συμμετείχαν σε απελευθερωτικά κινήματα, ήταν συνήθεις. Οι κρεμασμένοι μετά τον θάνατο τους επαλείφονταν με πίσσα και τους ξανακρέμαγαν σε υψώματα, ώστε επί έτη, «άλιωτοι», να υπενθυμίζουν στους ανυπότακτους, τη μοίρα που τους ανέμενε. Τούτη την προειδοποίηση θεωρούσαν καλό να τη λαμβάνουν και όσοι ταξίδευαν πλησίον των ακτών. Στο αριστούργημα, «Ο άνθρωπος που Γελά», ο Βίκτωρας Ουγκώ περιγράφει παρόμοια σκηνή κρεμασμένου σε ακτή της Αγγλίας, προς αποτροπή του λαθρεμπορίου. Και στα Κύθηρα υπήρξαν απαγχονισμοί και μέχρι σήμερα ύψωμα στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού, πλησίον της πρωτεύουσας Χώρας, φέρει την ονομασία: «Στους κρεμασμένους». Αν και ο Μπωντλαίρ δεν είχε ταξιδέψει στα Κύθηρα το θέμα διαφωτίζεται από το γεγονός πως ταξιδεμένος υπήρξε ο φίλος του Ζεράρ ντε Νερβάλ (1808 – 1855) ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, μα και δημοσιογράφος. Αυτός ταξίδεψε και στην Ανατολή και το 1851 συνόψισε τα άρθρα του στο βιβλίο του: «Ταξίδι στην Ανατολή». Ο Νερβάλ, περιπλέοντα τα Κύθηρα, είδε την αγχόνη και έτσι μεταφέρθηκε η εικόνα της στον Μπωντλαίρ και εκείνος εμπνεύστηκε το συμβολικό και διαχρονικό έργο του. Το άρρωστο πνεύμα του Νερβάλ φαίνεται πως «στοιχειώθηκε» από εκείνη την αγχόνη. Βρέθηκε κρεμασμένος στο Παρίσι, από τα κάγκελα παραθύρου στο πιο σκοτεινό σοκάκι μου μπορούσε να βρει, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Μπωντλαίρ. Σημειώνω και τούτο. Οι Δημοκρατικοί Γάλλοι ήταν αυτοί που κατέλυσαν την Ενετοκρατία και κατέκτησαν την Επτάνησο. Με σύνθημα: «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη», ήταν αδύνατον να διατηρήσουν τη κτήση τους. Αντίθετα οι έμπειροι Άγγλοι, που τους διαδέχτηκαν, μακροημέρευσαν με την αρωγή της αγχόνης. Αυτή την αντίθεση την πρόβαλε η Γαλλική διανόηση και φυσικά ο Μπωντλαίρ.
Παρόλο που το έργο του Μπωντλαίρ μελετήθηκε, μεταφράστηκε και αποδόθηκε ποιητικά από κορυφαίους Έλληνες λογοτέχνες και πρόσφατα και από τον συμπατριώτη μας Γεώργιο Κεντρωτή, Καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα ξένων γλωσσών, μετάφρασης και διερμηνείας με σπουδαίο μεταφραστικό, ερευνητικό και λογοτεχνικό έργο, αποτόλμησα και δική μου απόδοση, του ποιήματος: «Ένα ταξίδι στα Κύθηρα», προσδοκώντας να συμβάλω στην κατανόησή του και να δικαιολογήσω την έμπνευση του μεγάλου ποιητή, να συνδέσει το νησί μας με απεχθή εικόνα. Διατήρησα τους ίδιους στίχους σε κάθε μια από τις δεκαπέντε στροφές του Γάλλου ποιητή και δίχως να ξεφεύγω νοηματικά ή να τον παρερμηνεύω, παρέδωσα λόγο ελεύθερο στον ελληνικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, διανθισμένο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία και Κυθηραϊκή κουλτούρα, επιδιώκοντας να πετύχω ροή και απλότητα, ώστε ο Μπωντλαίρ να αγγίξει περισσότερους από εμάς. Τούτο συμπίπτει χρονικά με την εισδοχή μου στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, ως τακτικό μέλος, μετά από αξιολόγηση του μέχρι τώρα έργου μου. Δράττοντας τη συγκυρία σκέφτηκα να σας απασχολήσω με θέμα ποιητικής υφής σε τούτο το φύλλο των ΚΥΘΗΡΑΪΚΩΝ και παράλληλα να εκφράσω και τις ευχαριστίες μου στο νησάκι μας, στους ανθρώπους του, μα και στην εφημερίδα μας, εκεί, δηλαδή, από όπου κατά κύριο λόγο αντλώ τις εμπνεύσεις μου.
ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ
Του Σαρλ Μπωντλαίρ (Διασκευή: Κοσμάς Μεγαλοκονόμος)
Χορεύοντας χαρούμενα γεμίζει η ψυχή μου
τα γοργοτάξιδα πανιά του πλοίου της ζωής μου
κι η πλώρη του, ελεύθερη, αναζητά δελφίνια
λουσμένη στο ηλιόφωτο και τ’ αφρισμένο κύμα.
Μα ξάφνου φανερώθηκαν τα Κύθηρα στην άκρη
να τα σκεπάζει καταχνιά, να αναβλύζουν δάκρυ
γιατί μια Χώρα ξακουστή, χιλιοτραγουδημένη
κατάντησε μια στέρφα γη, απ’ όλους ξεχασμένη.
Των ηδονών τα μυστικά στου Έρωτος τα μέρη
αναπολώ κι αναριγώ που νιώθω το αγέρι
την Αφροδίτη να κρατεί, τ’ αρχαίο φάντασμά της
στον αφρογάλανο γιαλό να τη θωπεύει ο Μπάτης.
Θυμάρι, ρόδα και μυρτιές, νησί μου, σε μυρώνουν
τα Έθνη σε δοξολογούν καιρούς που δεν τελειώνουν
γιατί οι καρδιές που αγαπούν τον αναστεναγμό τους
σε σένα αναπέμπουνε, θυμίαμα δικό τους
να σμίγει με περιστερές του έρωτος τους βόγγους
σε σκιερά περάσματα και σ’ ανθισμένους λόγγους.
Μα τώρα τ’ άγια Κύθηρα μια σκλαβωμένη Χώρα
που στεναγμούς αντιλαλεί του δειλινού η ώρα.
Μα κάτι αχνοφάνηκε μ’ αντήλιο τ’ άδειο χέρι.
Ναός να είναι τάχατες που Ιέρεια προσφέρει
το πυρωμένο της κορμί σε άξιο παλληκάρι
σαν την Ελένη που ‘σμιξε στα Κύθηρα τον Πάρη;
Τρομάζαν τα γλαρόπουλα στον βόμβο των πανιών μας
και όσο πλησιάζαμε οι κόγχες των ματιών μας
κρεμάλα ξεχωρίζανε, ορθή σαν κυπαρίσσι
καθώς αχνά τη φώτιζε ο ήλιος πριν να δύσει.
Τα όρνια γυροφέρνανε και μες στη δυσωδία
στον κρεμασμένο χώνανε τα νύχια με κακία.
Τη σάπια σάρκα γεύονταν με τα γαμψά τους ράμφη
γιατί ο αιωρούμενος μηδέ νεκρός ετάφη.
Στα μάτια τρύπες άνοιγαν, ξεσχίζαν την κοιλιά του
στα γόνατα κρεμόντουσαν τα μαύρα σωθικά του.
Ραμφίζοντας μ’ αρπακτική κι ακραία βουλιμία
τα αχαμνά ξερίζωναν με βδελυρή αηδία.
Πιο κάτω απ’ τα πόδια του, στα φρύγανα, γυρνούσαν
αγρίμια που ουρλιάζανε κι ανήμπορα κοιτούσαν.
Απ’ όλα τους ξεχώριζε μια ύαινα στη μέση
που καρτερούσε μερτικό απ’ τον νεκρό να πέσει.
Ω! Κρεμασμένε, δύστυχε, βλαστάρι των Κυθήρων!
Αμίλητος ανέχεσαι την τύχη των μαρτύρων.
Για πράξεις και για πάθη σου που σ’ άλλους δεν αρέσουν
σε κρέμασαν κι αρνήθηκαν σε μνήμα να σε θέσουν.
Ταπεινωμένο σ’ ένιωσα κι η συμφορά ενώνει.
Σαν είδα πώς σκορπίζεσαι απάνω στην αγχόνη
ο εμετός ανέβηκε, μου στάθηκε στο στόμα
τα βάσανά μου ζωντανά… με τυραννούν ακόμα.
Βουβός, με δέος σε θωρώ φτωχέ μου Κρεμασμένε!
Τα ίδια ράμφη δέχομαι κι εγώ, αγαπημένε.
Οι ματωμένες σάρκες μου ταΐζουν τα κοράκια
και τα σαγόνια των θεριών με κόβουνε κομμάτια.
Ο ουρανός αστραφτερός κι η θάλασσα πλανεύτρα
μα μαύρα τα κατάντησε η μοίρα μου η ψεύτρα
και την καρδία μου τύλιξε με σάβανο ο Χάρος
γιατί εκεί στο ψήλωμα δεν εκρεμόταν άλλος.
Κυθέρεια! να δω Ναό… δεν μου ‘λαχε γραμμένο.
Κρεμάλα μ’ υποδέχεται με μένα κρεμασμένο.
Δως μου, ψυχή μου, δύναμη να πάψω να σπαράζω
και τον καθρέφτη να κοιτώ… χωρίς να αηδιάζω.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΜΑΡΤΙΟΥ 2024