Advertisement

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»

Περίοπτη θέση στο τρίτο μέρος της έκδοσης κατέχουν η προκήρυξη απελευθέρωσης της Κορυτσάς και το υλικό που αφορά τους Έλληνες Ίκαρους που έχασαν τη ζωή τους σε αερομαχίες με ιταλικά αεροσκάφη

283

Φωτογραφίες, επιστολικά δελτάρια, ημερολόγια, έγγραφα, μαρτυρίες κ.ά., που φωτίζουν γνωστές και άγνωστες πτυχές του Έπους του ’40, αποτέλεσαν «πρώτη ύλη» και της τρίτης μας έκδοσης.

Ανάμεσα σε αυτά περίοπτη θέση κατέχουν η προκήρυξη απελευθέρωσης της Κορυτσάς, υπογεγραμμένη από τον αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Θεοδωράκη, και το υλικό που αφορά τους Έλληνες Ίκαρους που έχασαν τη ζωή τους σε αερομαχίες με ιταλικά αεροσκάφη.

Advertisement

Πολύτιμο είναι και το υλικό –κείμενα και φωτογραφίες– για τα φυλαχτά που είχαν οι Έλληνες στρατιώτες, ενώ μοναδικό ντοκουμέντο –ύμνος στη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα– είναι η ιστορία του ημιονηγού Ηλία Νικολακόπουλου.

Μια ξεχωριστή διάσταση δίνουν οι φωτογραφίες που αφηγούνται τη ζωή του δημοσιογράφου Γεράσιμου Κασόλα από το αλβανικό μέτωπο, απ’ όπου έστελνε ανταποκρίσεις στην εφημερίδα Ασύρματος, έως το ερευνητικό ταξίδι του από τον Πειραιά μέχρι το Ρότερνταμ.

Άλλες σελίδες μάς υπενθυμίζουν ότι η ιστορία του ’40 γράφτηκε και εκεί όπου οι Ελληνίδες έπλεκαν κάλτσες για τους στρατιώτες, ενώ νεαρές επιστολογράφοι τούς εμψύχωναν με τα κείμενά τους.

Η κατάληψη της Κορυτσάς

Είχαν περάσει 25 ημέρες από την έναρξη του πολέμου. Δεν γνωρίζαμε λεπτομέρειες για την εξέλιξή του, ειδικά στα απομονωμένα από συγκοινωνία και κέντρα χωριά, όπως ήταν το δικό μας, όπου δεν είχαμε και ραδιόφωνο.

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-1
Ο Δημήτριος Π. Θεοδωράκης, από την Άμπλιανη Ευρυτανίας, αντισυνταγματάρχης Πεζικού κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, πρωτοστάτησε στην κατάληψη της Κορυτσάς, στις 22 Νοεμβρίου 1940. Υπέγραψε ως αντιπρόσωπος του ελληνικού στρατού το πρακτικό παράδοσής της από τους εκπροσώπους των Αρχών της, καθώς και την ιστορική προκήρυξη της απελευθέρωσής της. Αυτοδιορίστηκε φρούραρχος, όρισε νέα δημοτική αρχή και διοίκησε την περιοχή έως το τέλος Νοεμβρίου [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Θεοδωράκης].

Ώσπου, ένα απόγευμα, στις 22 Νοεμβρίου 1940, ημέρα Παρασκευή, ακούστηκαν θριαμβευτικά οι ήχοι και από τις δυο καμπάνες της εκκλησιάς, στη «Ράχη». Στη μια, τη μεγαλύτερη, ήταν σκαρφαλωμένος ο μακαρίτης μπαρμπα-Γιάννης Δ. Βασιλόπουλος (Μπουζιώτης) –άτυπος ντελάλης του χωριού– και στην άλλη κάποιο 15χρονο παιδί του χωριού. Δεν θυμάμαι ποιο.

Γιατί, όμως, αχολογούσαν τόσο θριαμβευτικά οι καμπάνες; Τι είχε συμβεί;

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-2
Η προκήρυξη της απελευθέρωσης της Κορυτσάς με την υπογραφή του Δ. Π. Θεοδωράκη [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Θεοδωράκης].

Το φώναζαν οι αστράτευτοι και «απόστρατοι» άνδρες του χωριού. Το φώναζαν οι γυναίκες κλαίγοντας. Το φώναζαν δυνατά και διαπεραστικά τα παιδιά: Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Την πήρε ο στρατός μας! Τι ενθουσιασμός, Θεέ μου!

Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Μπουζιώτης χτυπούσε τη μεγάλη καμπάνα και φώναζε με διακοπές: Ε… Ε… Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Έτσι θα πέσουν και οι άλλες πόλεις, και οι Ιταλοί θα τσακιστούν και θα πέσουν στη θάλασσα!

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-3
Το πρώτο κύμα επίθεσης για την κατάληψη υψώματος [Αποστολέας: Γεράσιμος Καββαδάς – Αρχείο Οικογένειας Κασόλα].

Εκείνη την ώρα ήταν στη «Ράχη» και ο μακαρίτης ο μπαρμπα-Πανάγος ο Χαντζής (είχε φτάσει ως τον Σαγγάριο κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία), ο οποίος, βλέποντας και τον δικό μας ενθουσιασμό (των παιδιών), δάκρυσε και με πνιγμένη από συγκίνηση φωνή μάς είπε:

—Βρε, τι καθόσαστε εδώ; Πηγαίνετε πέρα εκεί στην «Παναγιά», στη «Γράνα», στον «Κάμπο» (όπου οι χωρικοί έσπερναν τα χωράφια) και φωνάξτε δυνατά: Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά!

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-4
Έλληνες στρατιώτες πάνω σε ιταλική μοτοσικλέτα, φορώντας καπέλα καραμπινιέρων [Αποστολέας: Γεράσιμος Καββαδάς – Αρχείο Οικογένειας Κασόλα].

Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Όλα τα παιδιά που βρισκόμασταν εκεί (το σχολείο αργούσε, γιατί ο δάσκαλος είχε επιστρατευθεί) ξαμολυθήκαμε, άλλα ξυπόλυτα και άλλα ποδεμένα, μέχρι τη «Γράνα», όπου άλλα παιδιά έβοσκαν τις κατσίκες τους (μαρτίνες= οικόσιτες), και φωνάζαμε το παραπάνω σύνθημα:
Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά!

Στο δεξί χέρι κρατούσαμε ένα ξύλο (πρόχειρο) μήκους 0,40-0,50 μ., εν είδει πυρσού, και τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το:
Αέρα! Αέρα! Ιταλοί! […]
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Ιωάννη Ηλ. Νικολακόπουλου, πεντέμισι ετών την εποχή του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, από την αναγγελία της κατάληψης της Κορυτσάς. [Αποστολέας: Ι. Νικολακόπουλος]

«Σειρές από ψείρες, σαν ένας σκόρπιος στρατός»

[…] Τον θυμάμαι την ημέρα που γύρισε, όπως μπήκε στο χωλ του σπιτιού μας, με άρπαξε και με έσφιγγε στην αγκαλιά του, ενώ η γιαγιά μου και η μητέρα μου φώναζαν «Άστο κάτω το παιδί θα το γεμίσεις ψείρες».
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις της Μαίρης Αγγέλου, κόρης του Ηλία Λαμπρόπουλου, επιλοχία κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο.[Αποστολέας: Μαίρη Αγγέλου]

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-5
Υπαίθριο κουρείο. Από αριστερά προς δεξιά, όρθιος, με το ξυράφι στο χέρι, ο κουρέας Δ. Κουμπούλης και δίπλα του οι Κ. Γρατσανίτης και Τ. Γαζέλης [Αποστολέας: Ιωάννης Γρατσανίτης].

[…] Εκοιμηθήκαμε καλά και την επομένη ξυπνήσαμε κατά τις 9 η ώρα. Ήταν 18η Δεκεμβρίου. Μόλις ανοίξαμε τα μάτια μας, είδαμε στα σεντόνια και στις ωραίες κουβέρτες αρκετές ψείρες να κάνουν περίπατο· αμέσως πεταχτήκαμε επάνω και γδυτοί αρχίσαμε να ψειρίζουμε τα ρούχα μας· οι δύο άλλοι είχαν και δικές τους, που είχαν όμως σκούρο χρώμα, ενώ οι καινούργιες ήταν κάτι στρογγυλές άσπρες· αυτές τις εβγάλαμε ότι ήταν ράτσα “Royal” [σ.σ. ξενοδοχείο του Αργυροκάστρου όπου διανυκτέρευαν].
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Δημήτρη Ταραντίνου, έφεδρου ανθυπολοχαγού στο αλβανικό μέτωπο. [Αποστολέας: Νικόλας Ταραντίνος]

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-6
Λουτρό σε πηγή [Αποστολέας: Δ. Μιχαλιτσιάνος].

[…] Κοιτάω, τι να δω. Κάτω στο πάτωμα στρωματσάδα είχε στρώσει άσπρα και καθαρά σεντόνια. Τι έκανες εδώ, δεσποινίς, εμείς είμαστε γεμάτοι ψείρα, θα γεμίσομε τα σεντόνια σου. Γι’ αυτό τα έστρωσα άσπρα και καθαρά, να φύγει η ψείρα, να ’ρθει στα σεντόνια, να αλαφρώσετε γιατί δεν έχω ρούχα να σας δώσω ν’ αλλάξετε. Έτσι κι έγινε. Το πρωί είχε φύγει όλη η ψείρα από πάνω μας και στα σεντόνια ήταν ολόκληρες σειρές από ψείρες σαν ένας σκόρπιος στρατός. […]
Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Παναγιώτη Δρόλαπα, από την Αγία Ευθυμία Φωκίδας, ο οποίος πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. [Αποστολέας: Παναγιώτης Κατσανάκης]

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-7
Ξεψείρισμα [Αποστολέας: Δ. Μιχαλιτσιάνος].

Ο Αραπάκος του Μετώπου

Με την έναρξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου του ’40-’41, χιλιάδες Έλληνες επιστρατεύτηκαν για να υπερασπισθούν, μαζί με τον τακτικό μας στρατό, την ελευθερία και την τιμή της πατρίδας μας, την οποία τόσο ιταμά και βάναυσα επεχείρησαν να προσβάλουν οι ιταλικές στρατιές του μελανοχίτωνα Μουσολίνι.

Την ίδια περίοδο επιτάχτηκαν, λόγω πολέμου, και χιλιάδες μουλάρια, τα οποία προστέθηκαν σε αυτά που συντηρούσε ο εθνικός μας στρατός για τις ανάγκες του.

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-8
Ο Γεράσιμος Κασόλας στο πλοίο «Σαλαμινία» με τον αντιπλοίαρχο και έναν Άγγλο αξιωματικό του Ναυτικού [Αποστολέας: Γεράσιμος Καββαδάς – Αρχείο Οικογένειας Κασόλα].

Υπολογίζουν ότι συνολικά εκείνη την περίοδο ο ελληνικός στρατός διέθετε παραπάνω από 100.000 μουλάρια, ενώ, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, ο ιταλικός δεν διέθετε ούτε τα μισά. Αυτή η διαφορά συνέβαλε ώστε οι μονάδες του Μετώπου να εφοδιάζονται γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα σε πολεμικό υλικό, έναντι των ιταλικών, μια και τα ελληνικά μουλάρια ήσαν εξοικειωμένα με τα κακοτράχαλα βουνά της πατρίδας μας, και εν προκειμένω και της Ηπείρου, αφού και τα περισσότερα προέρχονταν από ορεινές περιοχές με τις γνωστές κακοτοπιές τους.

Την ευθύνη των όπλων, ως γνωστόν, είχαν αναλάβει κυρίως αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ την ευθύνη των μεταφορών, εκεί που δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι, και τότε ελάχιστοι υπήρχαν, είχαν αναλάβει οι ημιονηγοί με τα μουλάρια τους και οι ηρωίδες γυναίκες της Ηπείρου.

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-9
Φωτογραφία του Γεράσιμου Κασόλα (δεξιά), με φόντο το όρος Ιβάν, δημοσιευμένη στην εφημερίδα Ασύρματος. Στο μέσον της φωτογραφίας διακρίνεται ο Σπύρος Μελάς. Ο Γερ. Κασόλας ήταν πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Ασύρματος στο αλβανικό μέτωπο. Στο βιβλίο του Ταξιδεύοντας με τον θάνατο εξιστόρησε τις εμπειρίες του από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο ταξίδι του από τον Πειραιά μέχρι το Ρότερνταμ με το ελληνικό εμπορικό πλοίο «Σαλαμινία», που μετέφερε μεταλλεύματα. Η αποκάλυψή του ότι το φορτίο είχε τελικό προορισμό τη ναζιστική Γερμανία και όχι την Ολλανδία κατέδειξε τις σχέσεις επιχειρήσεων δυτικών χωρών με τη γερμανική πολεμική βιομηχανία. Οι αδελφοί του, Ιωάννης και Άγγελος, πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο [Αποστολέας: Γεράσιμος Καββαδάς – Αρχείο Οικογένειας Κασόλα].

Οι ημιονηγοί ήσαν γνωστοί και με την προσωνυμία μουλαράδες. Η προσωνυμία όμως αυτή δεν σήμαινε καμιά υποτίμηση της ειδικότητάς τους και της εθνικής προσφοράς τους.

Ίσα ίσα, όπως καταγράφηκε μετά τη λήξη του πολέμου από αξιωματικούς και στρατιώτες των «πρόσω», από πολεμικούς ανταποκριτές και ιστορικούς εκείνης της περιόδου, αλλά και μεταγενέστερους, η «σύνθεση και εγγραφή» του αθάνατου έπους ’40-’41 στις λαμπρές σελίδες της Ιστορίας μας συντελέστηκε και με τη συμβολή των μουλαριών.

Τα μουλάρια είχαν τους ημιονηγούς τους, που προέρχονταν κυρίως από γεωργο-κτηνοτροφικές περιοχές και ήξεραν να δια­χειρίζονται φιλικά τους «συναγωνιστές» τους στο Μέτωπο.

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-10
Γυναίκες από την Κρήτη πλέκουν κάλτσες για τους Έλληνες στρατιώτες. Ανάμεσά τους η Χρ. Λιαπάκη
(όρθια, τέταρτη από αριστερά) και η μητέρα της Μαρία, όρθια, αριστερά από τον στρατιώτη [Αποστολέας: Μαρία Χναράκη].

Ανάμεσα στους ημιονηγούς ήταν και ο μακαρίτης ο πατέρας­ μας, ο οποίος είχε αποκτήσει τόσο φιλική σχέση με το μουλάρι που του εμπιστεύτηκαν, τον Αράπη, με μαύρο και στιλπνό τρίχωμα, που τον αποκαλούσε χαϊδευτικά Aραπάκο! Με αυτό το όνομα τον γνωρίσαμε νοερά, ο αδελφός μου και εγώ, και τον αγαπήσαμε σαν πρόσωπο της οικογένειάς μας, με βάση τη διήγηση του επανακάμψαντος από το Μέτωπο πατέρα μας.

Εκείνο που δεν θα ξεχάσουμε από τη διήγηση του πατέρα μας, σχετικά με τον Αραπάκο, είναι η στάση, η συμπεριφορά του Αραπάκου, όταν σε μια αποστολή τους, ημέρα που χιόνιζε ελαφρά, βρέθηκαν δίπλα στο πτώμα ενός σκοτωμένου μουλαριού. Εχθρική οβίδα τού είχε κόψει σχεδόν πέρα για πέρα τον λαιμό και το χιόνι ξεδίπλωνε σιγά σιγά το νεκροσάβανό του για να σκεπάσει το άψυχο σώμα του.

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-11
Ο Αθανάσιος Γκουντάρας ήταν λοχίας Ιππικού στο αλβανικό μέτωπο. Εδώ τον βλέπουμε στο Τεπελένι,
στις 20 Μαρτίου 1941, να διαβάζει εφημερίδα [Αποστολέας: Κώστας Γκουντάρας].

Εκείνη τη στιγμή, έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μας, συγκλονίστηκε από την αντίδραση του Αραπάκου, ο οποίος στύλωσε τα πόδια κάτω και κοιτάζοντας τον νεκρό συνάδελφό του χλιμίντρισε 2-3 φορές τόσο γοερά –έβγαλε μια κραυγή πόνου– που σου σπάραζε την καρδιά. Ο πατέρας μας, που πάντα τον χάιδευε και τον περιποιόταν, τούτη τη φορά κατάλαβε τον ιδιαίτερο πόνο του και, ανοίγοντας τα χέρια του, αγκάλιασε το κεφάλι του Αραπάκου και το κρατούσε στοργικά ανάμεσά τους. Ο Αραπάκος στήριξε το κεφαλάκι του και «φώλιασε» στο στήθος του πατέρα μας, στο μέρος της καρδιάς. Μια καρδιά άκουγε τους χτύπους μιας άλλης καρδιάς!

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-12
Δεκέμβριος 1940. Ο Γ. Μιχαλιτσιάνος (αριστερά), έφιππος, μαζί με συμπολεμιστές του. Εκλήθη στο στράτευμα το 1939 και μετά από εξάμηνη εκπαίδευση πήρε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Μηχανικού. Συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο αμέσως μετά την έναρξή του [Αποστολέας: Δ. Μιχαλιτσιάνος].

Συγκινήθηκε ο πατέρας μας και μετέδωσε τη συγκίνησή του και σ’ εμάς.

Συνέχισε να κρατάει προστατευτικά το κεφάλι του Αραπάκου, χαϊδεύοντάς το, ενώ ο Αραπάκος παρέμενε ακουμπισμένος στο στήθος του βυθισμένος στις δικές του σκέψεις… Σε μια στιγμή απομάκρυνε το κεφάλι του από το στήθος του πατέρα μας, τον κοίταξε κατάματα, και δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα μεγάλα μάτια του Αραπάκου. Δάκρυσε και ο πατέρας μας, όπως μας διηγήθηκε, και έσκυψε και ξαναφίλησε τον Αραπάκο στο μέτωπο. Κάποιος γραμματιζούμενος ίσως παρομοίαζε τα δάκρυα και των δύο ως χοή-σπονδή στον νεκρό.

Ο Αραπάκος ξαναχλιμίντρισε 2-3 φορές λυπητερά και πονεμένα –ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον νεκρό συνάδελφό του– και ξεκίνησε και πάλι, χωρίς καμιά παρότρυνση του πατέρα μας, για την εκτέλεση της ιερής προς την πατρίδα αποστολής τους.

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-13
Δεκέμβρης του 1940. Ιωάννης Ηλ. Νικολακόπουλος (αριστερά) και Βασίλειος Ηλ. Νικολακόπουλος (δεξιά). Η φωτογραφία τραβήχθηκε μετά την κατάληψη της Κορυτσάς και στάλθηκε στο μέτωπο, στον πατέρα των δύο παιδιών. Ο Ι. Νικολακόπουλος, ο οποίος κατάγεται από την Αετορράχη Αρκαδίας, ήταν 5,5 ετών κατά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ο πατέρας του Ηλίας υπηρέτησε ως ημιονηγός στο αλβανικό μέτωπο [Αποστολέας: Ι. Νικολακόπουλος].

Τον αγάπησε πολύ τον Αραπάκο ο πατέρας μας. Το έδειχνε η συγκινητική αναφορά του στο όνομά του. Πολλές φορές μοιραζόταν μαζί του τις τριμμένες «γαλέτες» και την κουραμάνα του. Ήταν ο Αραπάκος ένα μουλάρι καλόγνωμο, φιλότιμο, μουλάρι με αισθήματα, έλεγε.

Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, εξαιτίας της εισβολής στη χώρα μας ενός άλλου παράφρονα (του Χίτλερ), ο πατέρας μας παρέδωσε τον Αραπάκο σε κάποιο στρατόπεδο των Ιωαννίνων, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι και άλλοι «αραπάκοι». Τον χάιδεψε, του έξυσε το κεφάλι ανάμεσα στ’ αυτιά του –ένα ξύσιμο που τόσο αρέσει σε όλα τα οικόσιτα ζώα– και τον φίλησε στο μέτωπο, λέγοντάς του: «Γεια σου, Αραπάκο». Και τα μάτια του βούρκωσαν…

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-14
Ο Ιωάννης Δημοκωστούλας ήταν συνταγματάρχης Πεζικού, διοικητής του 36ου Συντάγματος Λαμίας. Με το απόσπασμά του πήρε μέρος στην απελευθέρωση της Πρεμετής (3 Δεκεμβρίου 1940). Πήρε επίσης μέρος, μαζί με μονάδες της Ι Μεραρχίας, στην κατάληψη της Κλεισούρας, τον Ιανουάριο του 1941 [Αποστολέας: Εύη Ανδρονοπούλου].

Ο Αραπάκος, λες και κατάλαβε ότι αυτός θα ήταν ο μεταξύ τους τελικός αποχαιρετισμός, τον κοίταξε κατάματα και ξύστηκε χαϊδευτικά στο στήθος του. Ήταν σαν να του έλεγε: «Ηλία, σε ευχαριστώ για την αγάπη και την κατανόηση που μου έδειξες στο διάστημα που συνυπηρετήσαμε την πατρίδα. Πήγαινε στο καλό!» […]
[Αποστολέας: Ι. Νικολακόπουλος]

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-15
Φυλακτό του Ιωάννη Πρίφτη, ακροβολιστή στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού της V Μεραρχίας, φτιαγμένο
από τη μητέρα του [Κωνσταντίνος Ι. Πρίφτης].

Όταν ξεκίνησα για το αλβανικό μέτωπο, η θεία μου Ειρήνη Τσιανάκα μού έδωσε ένα τριγωνικό φυλαχτό, ραμμένο με βελούδινο ύφασμα, που το είχα πάντα μαζί μου στον πόλεμο και πιστεύω ότι με φύλαξε από κάθε κακό. Έχει επάνω χαραγμένο με κλωστή το γράμμα Α (Αλέκος) και το φυλάω ακόμη ως κειμήλιο. […]
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Αλέξανδρου Χάιδου, από τα Κανάλια Καρδίτσας. [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης]

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-16
Ιωάννης Πρίφτης, ακροβολιστή στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού της V Μεραρχίας [Κωνσταντίνος Ι. Πρίφτης].

[…] Κείνο το πρωί που χιόνισε, φόρεσα μ’ ευχαρίστηση το κλειστό πουλόβερ κι αγκίστρωσα και το σταυρό με το τίμιο ξύλο που μου ’δωσε η γυναίκα μου, σαν έφευγα. Σα γίνει κανείς στρατιώτης, γίνεται και προληπτικός και πιστεύει αόριστα σε όλα τα πράματα. […]
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Σωτήριου Μαρσέλου, υπολοχαγού του Ορεινού Πυροβολικού στο αλβανικό μέτωπο. [Αποστολέας: Μάριος Μαρσέλος]

«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-17
Επιστολή που έστειλε η Θάλεια Καλλιάφα από τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου στην Ανθίππη Δημητροπούλου, στις 26 Μαρτίου 1941. Η Καλλιάφα και η Δημητροπούλου φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο. Η Ανθ. Δημητροπούλου ήταν 15 ετών κατά την έναρξη του πολέμου, εσωτερική στο Αρσάκειο Ψυχικού. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, επέστρεψε στην Πάτρα, διότι το σχολείο της μετατράπηκε σε νοσοκομείο [Αποστολέας: Κώστας Γκουντάρας].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-18
Επιστολή που έστειλε η Θάλεια Καλλιάφα από τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου στην Ανθίππη Δημητροπούλου, στις 26 Μαρτίου 1941. [Αποστολέας: Κώστας Γκουντάρας].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-19
Επιστολή που έστειλε η Θάλεια Καλλιάφα από τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου στην Ανθίππη Δημητροπούλου, στις 26 Μαρτίου 1941. [Αποστολέας: Κώστας Γκουντάρας].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-20
Επιστολή που έστειλε η Θάλεια Καλλιάφα από τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου στην Ανθίππη Δημητροπούλου, στις 26 Μαρτίου 1941. [Αποστολέας: Κώστας Γκουντάρας].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-21
Ο Ι. Δημοκωστούλας (κέντρο) μαζί με αξιωματικούς, στρατιώτες και πολίτες έξω από ναό στην Πρεμετή, μετά την τέλεση δοξολογίας για την κατάληψή της (4/12/1940) [Αποστολέας: Εύη Ανδρονοπούλου].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-22
Ο σμηνίας Χρ. Παπαδόπουλος. Υπηρετούσε στην 21η Μοίρα Διώξεως, με έδρα το αεροδρόμιο Ιωαννίνων, και σκοτώθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1940, επιβαίνοντας σε αεροπλάνου τύπου PZL, που καταρρίφθηκε κατά τη διάρκεια αερομαχίας μεταξύ 3 ελληνικών και 15 ιταλικών καταδιωκτικών και βομβαρδιστικών πάνω από τα Ιωάννινα [Αποστολέας: Σταυρούλα ΠαπαδόπουλουΠροβατά].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-23
Ο υποσμηναγός Λ. Παπαμιχαήλ (αριστερά) και ο επισμηνίας Κ. Γεμενετζής (δεξιά) εξαφανίστηκαν την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 1940, επιβαίνοντας σε αεροπλάνο Henschel 126, κατά την εκτέλεση αποστολής αναγνώρισης στην περιοχή του Σμόλικα, ύστερα από αερομαχία με ιταλικά καταδιωκτικά. Στις 19 Αυγούστου 2019 εντοπίστηκε σε χαράδρα του Σμόλικα ο βραχίονας του συστήματος προσγείωσης
του αεροσκάφους τους. Ήταν από τα πρώτα θύματα για τον ελληνικό στρατό στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο [Αποστολέας: Αντώνης Παπαβασιλείου, Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-24
Φύλλο της εφημερίδας Η Νίκη, που αναφέρεται στα κατορθώματα των Ελλήνων αεροπόρων και
ιδιαίτερα σε εκείνα του σμηνία Παπαδόπουλου. «Αλλά δεν ήταν δυνατόν να φαντασθώ μια τέτοια
περίπτωσι», γράφει. «Να αερομαχή κανείς και σκοτωμένος! —Κι εδώ που τα λέμε, είπε
κάποιος, μου φαίνεται πως ο πεθαμένος Παπαδόπουλος υπήρξε η αρχή του πανικού των ιταλικών
αεροπλάνων» [Αποστολέας: Σταυρούλα ΠαπαδόπουλουΠροβατά].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-25
Ο ανθυπολοχαγός Αλέξανδρος Μολφέτας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο ήταν διμοιρίτης τυφεκιοφόρων του 9ου Λόχου, του 3ου Τάγματος, της ΙV Μεραρχίας Πεζικού Πελοποννήσου και εν συνεχεία διοικητής αντιαρματικής μονάδας [Αποστολέας: Παύλος Ι. Αλεξιάδης].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-26
Ξύλινη εικόνα της Παναγίας, που ο Αλ. Μολφέτας είχε πάντα μαζί του κατά τη διάρκεια του πολέμου
[Αρχείο Παύλου Ι. Αλεξιάδη].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-27
7 Απριλίου 1941. Φύλλο πορείας του Δ. Ζέπου [Αποστολέας: Δημήτριος Ζέπος].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-28
H στρατιωτική ταυτότητα του Δημήτριου Ζέπου, ο οποίος πολέμησε ως υπίλαρχος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο [Αποστολέας: Δημήτριος Ζέπος].
«Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»-29
Ο Δ. Ζέπος (τρίτος από δεξιά) με συμπολεμιστές του στο αλβανικό μέτωπο [Αποστολέας: Δημήτριος Ζέπος].
Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο