Ετσι άρπαξε τα Γλυπτά του Παρθενώνα ο Ελγιν
Επί δύο αιώνες, ο διπλωμάτης Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Ελγιν, θεωρείται ένας ξεδιάντροπος αρχαιοκάπηλος. Ωστόσο, η πραγματική ιστορία είναι πιο περίπλοκη, υποστηρίζει ο συγγραφέας ενός νέου βιβλίου, που θα ήθελε να δει τα Γλυπτά του Παρθενώνα να επιστρέφουν στην Αθήνα
Ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Ελγιν, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο του 1799, και είχε κάθε λόγο να ελπίζει ότι η αποστολή του ως πρεσβευτής της Βρετανίας στον Οθωμανό σουλτάνο θα είχε θεαματική επιτυχία. Εναν χρόνο νωρίτερα, ο Ναπολέων είχε εισβάλει στην Οθωμανική Αίγυπτο και η Βρετανία ήλπιζε να γίνει ο κύριος σύμμαχος του σουλτάνου στην ανατροπή της γαλλικής κατάκτησης. Η αποστολή, λοιπόν, ενός διπλωμάτη με πολύ καλές διασυνδέσεις, που καταγόταν από τους βασιλείς της Σκωτίας, ήταν από μόνη της μια χειρονομία φιλίας προς τους Τούρκους.
Ο τότε 33χρονος Ελγιν ήταν ένας έμπειρος πολιτικός, ο οποίος στο παρελθόν είχε υπηρετήσει ως απεσταλμένος της Βρετανίας στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, γράφει στο περιοδικό Smithsonian, ο γνωστός βορειϊρλανδός ελληνιστής Μπρους Κλαρκ, διπλωματικός συντάκτης και αρθρογράφος των The Economist, Financial Times, The Times, Reuters, συγγραφέας του βιβλίου «Athens: City of Wisdom», που μόλις κυκλοφόρησε.
Εκτός από τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό, οι Βρετανοί ανταγωνίζονταν τους Γάλλους για πρόσβαση σε ό,τι είχε απομείνει από τους μεγάλους πολιτισμούς της αρχαιότητας. Και σε αυτό το μέτωπο, ο Ελγιν ήταν σίγουρος ότι θα τα πήγαινε επίσης καλά. Ο γάμος του, τον Μάρτιο του 1799, με την πλούσια κληρονόμο Μαίρη Νίσμπετ του είχε δώσει τα οικονομικά μέσα για να χρηματοδοτήσει φιλόδοξα πολιτιστικά έργα. Καθ΄οδόν προς την Κωνσταντινούπολη, λοιπόν, στρατολόγησε μια ομάδα κυρίως ιταλών καλλιτεχνών με επικεφαλής τον ναπολιτάνο ζωγράφο Τζιοβάνι-Μπατίστα Λουζιέρι.
Το καθήκον τους ήταν να κάνουν σχέδια και εκμαγεία, και να τεκμηριώσουν αρχαιότητες στα ελεγχόμενα από τους Οθωμανούς ελληνικά εδάφη, διατηρώντας τους αρχαίους θησαυρούς σε χαρτί και σε καμβά, εν μέρει για την διαπαιδαγώγηση των συμπατριωτών του Ελγιν, οι περισσότεροι από τους οποίους διαφορετικά δεν θα έβλεπαν ποτέ τα αγάλματα, τους ναούς και τις ζωφόρους της Αθήνας.
Από την αρχή, ωστόσο, σημειώνει ο Μπρους Κλαρκ στο άρθρο του στο Smithsonian, η εντολή προς τους καλλιτέχνες περιβαλλόταν από προσεκτική αμφιθυμία. Ο Ελγιν δήλωνε ότι η αποτύπωση των θησαυρών θα ήταν «ωφέλιμη για την πρόοδο των καλών τεχνών» στην πατρίδα του. Αλλά σε πιο ιδιωτικές στιγμές, όπως αναφέρει δημοσίευμα του Guardian, δεν έκρυβε την αποφασιστικότητά του να διακοσμήσει το σπίτι του στη Σκωτία με αντικείμενα από την Ελλάδα: «Αυτό… μου προσφέρει τα μέσα να τοποθετήσω με χρήσιμο, διακριτικό και ευχάριστο τρόπο, τα διάφορα πράγματα, που ίσως μπορέσετε να προμηθευτείτε για μένα», έγραψε στον Λουσιέρι, που βρισκόταν στην Αθήνα.
Η κορύφωση της αρχικά συσκοτισμένης αποστολής της καλλιτεχνικής ομάδας του Ελγιν ήταν μια τεράστια εκστρατεία για την αποξήλωση έργων τέχνης από τους ναούς της Ακρόπολης και τη μεταφορά τους στη Βρετανία. Τα έργα που πήρε ο Ελγιν —πάνω από τα μισά σωζόμενα γλυπτά της Ακρόπολης των Αθηνών— περιλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος των γλυπτών που κοσμούσαν τον Παρθενώνα, τον μεγαλύτερο από τους ναούς της Ακρόπολης, και μία από τις έξι Καρυάτιδες, που κοσμούσαν τον μικρότερο ναό του Ερεχθείου. Μεγάλα τμήματα της ζωφόρου του Παρθενώνα, μια εξαιρετική σειρά ανάγλυφων που απεικονίζουν μια πομπή από άρματα, ζώα και ανθρώπους, αριθμούνται ανάμεσα στα κλοπιμαία.
Η απομάκρυνση των λεγόμενων «Ελγίνειων Μαρμάρων» («Γλυπτών του Παρθενώνα», για εμάς) έχει από καιρό χαρακτηριστεί ως μια κραυγαλέα πράξη ιμπεριαλιστικής λεηλασίας. Οι Ελληνες βρίσκουν ιδιαίτερα θλιβερό το γεγονός ότι ο Ελγιν διαπραγματεύτηκε την απομάκρυνση τέτοιων θησαυρών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια ξένη δύναμη που ελάχιστα νοιαζόταν για την ελληνική κληρονομιά, γράφει ο Μπρους Κλαρκ στο Smithsonian. Οι εκκλήσεις για επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα ξεκίνησαν την εποχή του Ελγιν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα: ενώ βρισκόταν στο Λονδίνο, τον Νοέμβριο του 2021, ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι ο Ελγιν «έκλεψε» τα αρχαία έργα τέχνης. (Το Βρετανικό Μουσείο, από την πλευρά του, επέμενε πάντα ότι η εντολή που έχει, να εκθέτει τις συλλογές του για λόγους δημόσιας εκπαίδευσης, δεν του επιτρέπει να παραχωρεί αντικείμενα.)
Αξίζει, άραγε, στον Ελγιν αυτή η τρομερά κακή φήμη; Σίγουρα, αντλούσε προσωπική ευτυχία από τα αρχαία αποκτήματά του. Ενώ επέστρεφε στη Βρετανία το 1803, κρατήθηκε στη Γαλλία από την κυβέρνηση. Ωστόσο, φθάνοντας στην πατρίδα του τρία χρόνια αργότερα, το 1806, διαπίστωσε ότι πολλά από τα έργα, που είχε συλλέξει, ήταν ακόμα κολλημένα στην Ελλάδα. Η μεταφορά τους στην Αγγλία θα απαιτούσε άλλα έξι χρόνια. Αλλά από τον επόμενο χρόνο, το 1807, ο κόμης ενεπλάκη σε επίπονες διαδικασίες διαζυγίου, που κατέστρεψαν τα οικονομικά του, και έπρεπε να εκλιπαρήσει το κράτος να αγοράσει τα αντικείμενα, των οποίων είχε χρηματοδοτήσει την αποξήλωση και την εξαγωγή.
Στο τέλος, η κυβέρνηση απέκτησε τον θησαυρό για 35.000 λίρες -ποσό λιγότερο από τα μισά από όσα ισχυρίστηκε ο Ελγιν ότι ξόδεψε για τις αμοιβές του Λουσιέρι και της ομάδας του, για να κανονίσει τις μεταφορές δια θαλάσσης και για να δωροδοκήσει αξιωματούχους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και εκείνος καταγγέλθηκε ως βάνδαλος σε στίχους του ποιητή λόρδου Μπάιρον -μέλος επίσης της αγγλοσκωτσέζικης αριστοκρατίας- αλλά και από το ευρύτερο βρετανικό κοινό. Αν ο Ελγιν άξιζε την τιμωρία, εισέπραξε μπόλικη στη ζωή του. Αλλά στα μάτια των μεταγενέστερων, τα πήγε ακόμα χειρότερα.
Θολώνοντας τη γραμμή μεταξύ της τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων της Ελλάδας και της αφαίρεσής τους, ο Ελγιν ακολουθούσε ένα πρότυπο, που είχε δημιουργηθεί δύο δεκαετίες νωρίτερα από τους Γάλλους. Ενας πολλά υποσχόμενος γάλλος καλλιτέχνης, ο Λουί-Φρανσουά-Σεμπαστιάν Φοβέλ, ανέλαβε το 1784 μια αποστολή από τον πρεσβευτή της χώρας του στον Οθωμανό σουλτάνο, να κάνει ακριβή σχέδια και εκμαγεία ελληνικών αρχαιοτήτων.
Το 1788, ο γάλλος διπλωμάτης παρότρυνε τον νεαρό προστατευόμενο του, που τότε δούλευε στην Ακρόπολη, να προχωρήσει πολύ περισσότερο: «Αφαιρέστε ό,τι μπορείτε, αγαπητέ μου Φοβέλ, μην αμελήσετε κανένα μέσο για λεηλασία στην Αθήνα και στην επικράτειά της, όλα αυτά πρόκειται να λεηλατηθούν». Οταν το αφεντικό του έχασε τη θέση του εν μέσω της Γαλλικής Επανάστασης, ο Φοβέλ έγινε αρχαιοκάπηλος για το δικό του συμφέρον. Και όταν ο Ελγιν τοποθετήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1799, αυτός και οι συμπατριώτες του θεώρησαν πατριωτικό τους καθήκον να ξεπεράσουν τους Γάλλους σε αυτόν τον αγώνα αρπαγής ιστορικών μνημείων, γράφει ο Μπρους Κλαρκ.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι ο Ελγιν περιβαλλόταν από ανθρώπους των οποίων ο ζήλος για την αφαίρεση ελληνικών αρχαιοτήτων ξεπερνούσε τον δικό του. Μεταξύ αυτών ήταν τα εξαιρετικά πλούσια πεθερικά του, με τα χρήματα των οποίων κατέστη δυνατή η επιχείρηση, και ο πανούργος άγγλος κληρικός Φίλιπ Χαντ, ο οποίος εργαζόταν ως προσωπικός βοηθός του Ελγιν. Οταν έμαθε για το διορισμό του στο προσωπικό του Ελγιν, ο Χαντ εξήγησε στον πατέρα του ότι η δουλειά ήταν μια «λαμπρή ευκαιρία να βελτιώσω το πνεύμα μου και να βάλω τα θεμέλια μιας υπέροχης περιουσίας».
Την άνοιξη του 1801, ο Χαντ πήγε στην Αθήνα για να αξιολογήσει την πρόοδο που είχε σημειώσει ο Λουσιέρι και η ομάδα του. Και συνειδητοποίησε ότι η πρόσβαση στην Ακρόπολη, στην οποία είχε εγκατασταθεί οθωμανική φρουρά, θα απαιτούσε μια δυσβάστακτη σειρά από δωροδοκίες σε τοπικούς αξιωματούχους. Η μόνη λύση, κατέληξε, ήταν η εξασφάλιση άδειας για όλες τις χρήσεις από κάποιο υψηλόβαθμο άτομο της ακολουθίας του σουλτάνου. Στις αρχές Ιουλίου, ο Χαντ προέτρεψε τον αναπληρωτή του Μεγάλου Βεζύρη να εκδώσει ένα έγγραφο, που θα επέτρεπε στην ομάδα του Ελγιν να εργαστεί ανεμπόδιστα στην Ακρόπολη: να σχεδιάσει, να ανασκάψει, να στήσει σκαλωσιές και να «πάρει μερικά κομμάτια πέτρας με παλιές μορφές ή επιγραφές», όπως το έθετε η άδεια.
Τον επόμενο μήνα, η κατάσταση εξελίχθηκε γρήγορα. Με τον Ναπολέοντα προφανώς έτοιμο να εισβάλει στην Ελλάδα, ο Χαντ στάλθηκε και πάλι στην Αθήνα με την αποστολή να καθησυχάσει τους οθωμανούς αξιωματούχους για τη βρετανική υποστήριξη και να αποκρούσει κάθε πειρασμό να συνεργαστούν με τους Γάλλους. Βλέποντας πόσο πολύ εκτιμούσαν οι Οθωμανοί τη συμμαχία τους με τους Βρετανούς, ο Χαντ διέκρινε μια ευκαιρία για περαιτέρω, αποφασιστική επέκταση του σχεδίου της Ακρόπολης.
Με ένα νεύμα του αντιπροσώπου του σουλτάνου στην Αθήνα -ο οποίος τότε φοβόταν να αρνηθεί οτιδήποτε σε έναν Βρετανό- ο Χαντ άρχισε να αφαιρεί τα Γλυπτά, που εξακολουθούσαν να κοσμούν το πάνω μέρος του Παρθενώνα. Η αποξήλωση προχώρησε πολύ περισσότερο από ό,τι φανταζόταν κανείς ότι είναι δυνατό λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Στις 31 Ιουλίου, το πρώτο από τα υψηλής ποιότητας Γλυπτά απομακρύνθηκε, εγκαινιάζοντας ένα πρόγραμμα συστηματικών απογυμνώσεων, με πολλούς ντόπιους να εργάζονται υπό την ενθουσιώδη επίβλεψη του Λουσιέρι.
Αναφίβολα , όποιος κι αν ήταν ο ρόλος του Χαντ και του Λουσιέρι, ο Ελγιν δεν μπορεί να αποφύγει την τελική ευθύνη για την διάλυση της Ακρόπολης. Κάποια στιγμή ο Χαντ πρότεινε την απομάκρυνση και των έξι Καρυάτιδων, αν βρισκόταν πλοίο για να τις πάρει. Ο Ελγιν προσπάθησε βεβαίως να βρει ένα σκάφος, αλλά κανένα δεν ήταν διαθέσιμο.
Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ο βρετανός διπλωμάτης ισχυρίστηκε κατηγορηματικά ότι απλώς εξασφάλισε την επιβίωση πολύτιμων αντικειμένων, που διαφορετικά θα είχαν εξαφανιστεί. Σε αποδεικτικά στοιχεία, που δόθηκαν σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή, ο Ελγιν επέμεινε ότι «συγκεντρώνοντας αυτά τα αρχαία λείψανα προς όφελος της χώρας μου και διασώζοντάς τα από την επικείμενη και αναπόφευκτη καταστροφή με την οποία απειλούνταν, … κινητοποιήθηκα χωρίς κανένα κίνητρο ιδιωτικού πλουτισμού».
Προδίδοντας την μεγαλομανία της εποχής, ο Ελγιν υποστήριξε ότι αν τα Γλυπτά είχαν παραμείνει στην Αθήνα, θα ήταν «λεία στα χέρια κακών Τούρκων που τα ακρωτηρίαζαν για άσκοπη διασκέδαση ή για να τα πουλήσουν τμηματικά σε περιστασιακούς ταξιδιώτες». Περιέγραψε, επίσης, παραδείγματα πολυάριθμων σημαντικών ελληνικών μνημείων που είχαν εξαφανιστεί ή καταστραφεί κατά τον προηγούμενο μισό αιώνα. Με αυτές τις δικαιολογίες, προσπάθησε να πείσει την επιτροπή ότι είχε διευρύνει τον στόχο του -από το να κάνει απλά σχέδια ή εκμαγεία των αρχαίων γλυπτών στο να τα απομακρύνει- μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι αυτοί οι μοναδικοί θησαυροί κινδύνευαν.
Υπάρχουν, όμως, πολλοί λόγοι για να είμαστε δύσπιστοι στους ισχυρισμούς του, γράφει ο Μπρους Κλαρκ στο Smithsonian. Κατά την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, ο κόμης είχε δηλώσει ενδιαφέρον να διακοσμήσει την κατοικία του με αρχαίους θησαυρούς. Αλλά ακόμα κι αν το επιχείρημα του Ελγιν ήταν ανέντιμο, η άποψή του για την πιθανή μοίρα των αντικειμένων, δεδομένης της γεωπολιτικής κατάστασης στην αυγή του 19ου αιώνα, είναι σοβαρή. Μπορούμε να την αξιολογήσουμε με δεδομένο το τι συνέβη στην πραγματικότητα με τα Γλυπτά που έμειναν στην Ακρόπολη (επειδή οι άνθρωποι του Ελγιν δεν κατάφεραν να τα αφαιρέσουν όλα) σε σχέση με αυτά που στάλθηκαν στην Αγγλία.
Σε αντίθεση με τους δηλωμένους φόβους του Ελγιν, τα Γλυπτά που παρέμειναν στην Αθήνα δεν εξαφανίστηκαν. Μετά το 1833, όταν οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν την Ακρόπολη και την παρέδωσαν στο νέο ελληνικό κράτος, η Ακρόπολη και τα μνημεία της έγιναν επίκεντρο εθνικής υπερηφάνειας. Η προστασία, η αποκατάσταση και η ανάδειξη της κληρονομιάς της Αθηναϊκής Χρυσής Εποχής ήταν ύψιστη προτεραιότητα για κάθε ελληνική κυβέρνηση έκτοτε.
Φυσικά, τα μνημεία και τα τεχνουργήματα του Ιερού Βράχου δεν έχουν γλιτώσει εντελώς από ζημιές, σημειώνει ο Κλαρκ. Σημάδια από πυρκαγιά κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1820, κατά την οποία η Ακρόπολη άλλαξε χέρια πολλές φορές, παραμένουν ορατά μέχρι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια, τα περιγράμματα ορισμένων Γλυπτών έχουν φθαρεί από την ατμοσφαιρική ρύπανση, ένα πρόβλημα ιδιαίτερα οξύ τη δεκαετία του 1980.
Αλλά οι άνθρωποι του Ελγιν προκάλεσαν επίσης ζημιές, τόσο στα Γλυπτά που αφαίρεσαν όσο και στην υποκείμενη δομή του Παρθενώνα. («Ημουν υποχρεωμένος να είμαι λίγο βάρβαρος», έγραψε κάποτε ο Λουζιέρι στον Ελγιν). Στη συνέχεια, το 1802, ένα από τα πλοία του Ελγιν ναυάγησε έξω από τη Μάλτα και τα Γλυπτά που μετέφερε βυθίστηκαν μαζί του, ανελκύστηκαν όμως τρία χρόνια αργότερα μετά από προσπάθειες του διπλωμάτη. Ωστόσο, ακόμη και μετά την άφιξή τους στο Βρετανικό Μουσείο, έτυχαν ατελούς φροντίδας. Το 1938, για παράδειγμα, «καθαρίστηκαν» με διάλυμα οξέος.
Σήμερα, με το πλεονέκτημα της απόστασης των δύο αιώνων, ο ισχυρισμός του Ελγιν ότι η απομάκρυνση των θησαυρών από την Ακρόπολη ήταν μια ευγενής πράξη, είτε ως προς την πρόθεσή της είτε ως αποτέλεσμα, είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφίβολος. Ωστόσο, η δηλωμένη ανησυχία του για τη διατήρηση της δόξας της αρχαίας Αθήνας εγείρει μια ενδιαφέρουσα γραμμή σκέψης. Ας υποθέσουμε ότι ανάμεσα στα κίνητρά του -προσωπική εξύψωση, ανταγωνισμός με τους Γάλλους και ούτω καθεξής- η ευημερία των γλυπτών ήταν στην πραγματικότητα το πρωταρχικό μέλημα του Ελγιν.
Πώς θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί καλύτερα αυτός ο σκοπός σήμερα; Μήπως με την τοποθέτηση των Γλυπτών του Παρθενώνα σε ένα μέρος όπου θα είναι απολύτως ασφαλή, εξαιρετικά καλά συντηρημένα και θα εκτίθενται το ίδιο εξαιρετικά για την απόλαυση όλων; Το Μουσείο της Ακρόπολης, που άνοιξε το 2009 στους πρόποδες του Παρθενώνα, είναι ιδανικός υποψήφιος. Χτίστηκε με στόχο να στεγάσει τελικά όλα τα σωζόμενα στοιχεία της ζωφόρου του Παρθενώνα, τονίζει ο Μπρους Κλαρκ, και κλείνει το άρθρο του στο Smithsonian λέγοντας ότι αν ο Ελγιν νοιαζόταν πραγματικά για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, και αν ήταν σήμερα μαζί μας, θα ήθελε τώρα να τα δει στην Αθήνα…