Advertisement

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ)

Αφιερωμένο στον Γ. Δρυμωνιάτη

1.677

Βρε Φασουλή καϋμένε, δεν κάθεσαι στ’ αυγά σου,

τους ψωροφιλοσόφους  στον διάβολο δεν στέλλεις;

Advertisement

δεν σε αρκεί να χάσκης ‘στην ράχη του Πηγάσου,

μα και φιλοσοφίαις αρχίζεις να μου θέλης;

Όπως κι’ αν διεπλάσθη το Σύμπαν τι σε μέλει;

κι’ αν εξ αυτής παρήχθη της μάζης ή εκείνης,

κι’ αν ήτο πρώτα χάος ή μια φωτονεφέλη,

εσύ ‘μπορείς με τούτο καλλίτερος να γίνης;

Και αν ‘στών συστημάτων εγκύψης την σωρείαν,

και αν του Δημοκρίτου δεχθής την θεωρίαν,

καθ’ ην εκ των ατόμων συνίσταται η φύσις,

κι’ επί της θεωρίας αυτής φιλοσοφήσης,

Θαρρείς το άτομόν σου δεν θάναι όπως είναι,

πως ασθενές σαρκίον ως τώρα δεν θα μένη,

πως δεν θα το μαραίνουν οι πόθοι κι’ αι οδύναι

κι’ ουδέ θα παίζη λόρδα και η παραδαρμένη;

Κι’ αν του Θαλή το ύδωρ αρχήν αναγνωρίσης

κι’ υδραυλικής σπουδάσης μεθόδους περισσάς,

πιστεύεις πως καμμία δεν θα στειρεύη βρύσις

και συ από την δίψα ποτέ δεν θα λυσσάς;

Και αν του Ηρακλείτου το σύστημα σ’ εξαίρη

κι’ ειπής αρχήν των όλων το πυρ το αδηφάγον,

νομίζεις ότι πάντα θα είναι καλοκαίρι

και δεν θα τουρτουρίζης την εποχήν των πάγων;

Κι’ αν ως ο Πυθαγόρας και συ ανακηρύξης

πως είναι αρμονία τα πάντα και ρυθμός,

κι’ αν αριθμούς αγνώστους ενώσης κι’ αναμίξης

κι’ ειπής πως άρχει πάντων το έν κι’ ο αριθμός,

Νομίζεις πως τ’ αυτιά σου ποτέ δεν θα ταράξη

βαρύτονος, τενόρος, ή άλλος φουκαράς,

που με βρυγμούς οδόντων ελπίζει να μαλάξη

την άμουσον καρδίαν σκορδόπιστης κυράς;

Ή μήπως των πλουσίων τα πλούτη θα σαρώσης;

ή μήπως το πουγγί σου θα ‘βρίσκεται γεμάτο;

ή τάχα θα ‘μπορέσης το σπήτι να πληρώσης,

που έκτισες με χρέος ‘στόν Φαληρέα κάτω;

Και αν δεχθής ακόμη σαν τον Αναξιμένη

πως ο αήρ το Σύμπαν και άπειρον σημαίνει,

θαρρείς πως θα περάση και μόνον μια ημέρα,

που δεν θα καβουρδίσης κοπανιστόν αέρα;

Και αν τας πολιτείας τας ουρανογενείς

του Πλάτωνος ποθήσης, ευγενεστάτου θρέμματος,

μη τάχα ζωοκλέπτης δεν θα ‘μπορή κανείς

να γίνη Ταξιάρχης και Σύμβουλος του Στέμματος;

Και αν τον έρωτά του δεχθής τον ιδεώδη

μήπως δεν θα σηκώνουν τον κόσμον εις το πόδι

προικοθηρών πεινώντων τοσαύται συμμορίαι,

οπόταν ξεμυτίζουν πολύφερνοι κυρίαι;

Νομίζεις οι ερώντες πως θα πετούν ‘στά νέφη

και πως ποτέ δεν θάχουν για τίποτ’ άλλο κέφι;

ή μη κι’ ο έρως θάναι καπνός, ατμός και σκόνη,

και γυναικός κοιλία ποτέ δεν θα φουσκώνη;

Και αν του Σωφρονίσκου ακούσης τον υιόν,

που έν’ ανακηρύττει του Σύμπαντος Θεόν,

ασύλληπτον καθ’ όλα και άυλον κι’ αιώνιον

κι’ εις τούτον αποβλέπων ερρόφησε το κώνειον.

Και αν, ‘στήν Χαναναίαν πετάξας νοερώς,

εις τον Θεόν εκείνον πιστεύσης του Σινά,

θαρρείς πως δεν θα φθάση ουδέποτε καιρός,

οπού θα προσκυνήσης και συ τον Μαμμωνά;

Θαρρείς τον εαυτόν σου διττώς αν διαιρέσης,

εις νουν και εις αισθήσεις, πως δεν θα μείνης βλαξ;

θαρρείς πως ασφαλίζεις τας μεταξύ των σχέσεις

κι’ αυτό δεν θάναι δούλον του άλλου εναλλάξ;

Και αν του Επικούρου την Ηδονήν δεχθής

και τύχη καμμιάν ώρα και συ να ορεχθής

να φας μονάχος ένα μουλκέικο πεπόνι

θαρρείς πως τ’άντερά σου δεν θα θερίσουν πόνοι;

Κι’ αν την αχρείαν σάρκα εξ ηδονών κορέσης

νομίζεις πως με άλγος ποτέ σου δεν θα κλαύσης;

κι’ αν τον βαρύν χιτώνα της αρετής φορέσης

θαρρείς πως δεν θα θέλης εκείνας ν’ απολαύσης;

Νομίζεις πως δεν είναι κι’ αυτό κι’ εκείνο χίμαιρα;

πιστεύεις και εις όρκους κι’ εις λόγους της τιμής;

νομίζεις ότι τούτο, που θα ποθήσης σήμερα,

και αύριον επίσης θα το επιθυμής;

Κι’ αν είσαι ανθρωπίσκος εκ της κοινής αγέλης

θα μακαρίζης κλαίων σκηπτούχους Βασιλείς,

κι’ αν Βασιλεύς καλήσαι, θαλθή στιγμή να θέλης

ν’ αδειάζης ανωνύμους θαλάμους της Αυλής.

Βρε Φασουλή καϋμένε, ως εδώ πέρα μείνε,

πολλή φιλοσοφία και σκέψις ας σου λείπη…

δι’ ό,τι πράγμα χαίρεις αυτό χαρά δεν είναι,

δι’ ό,τι πράγμα πάσχεις αυτό δεν είναι λύπη.

Δεν είσαι ούτ’ ευδαίμων, αλλ’ ούτε δυστυχής,

ευκόλως μην πιστεύης ‘στόν ένα και ‘στόν άλλον,

ουδ’ εις αθανασίαν ουδ’ εις θνητόν ψυχής,

και δι’ αυτό κι’ εκείνο να στέκης αμφιβάλλων.

Ο κόσμος ας κινείται και τούτο το Βασίλειον,

ας στρέφετ’ αιωνίως η γη περί τον ήλιον,

κι’ εκείνος περί ταύτην ας κινηθή αν θέλη…

δι’ όλας τας κινήσεις πεντάρα μη σε μέλη.

Ατάραχος θεώρει του κεραυνού το βέλος,

του κόσμου τα βιβλία εις τα σκουπίδια όλα,

κι’ ενόσω την αρχήν του δεν βλέπεις και το τέλος

 

υπόμενε, ανέχου, ανθρώπους γεννοβόλα.

Γ.  ΣΟΥΡΗΣ

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο