Πέντε ετερόκλητα κείμενα σπουδαίων συγγραφέων-στοχαστών, με μαρτυρίες – αναφορές στα Κύθηρα. Όλα με απροσδόκητο και κυρίως όχι τετριμμένο τουριστικό ενδιαφέρον.
Ένα μείγμα, που αβίαστα παραπέμπει στην ήδη κατακτημένη-εγνωσμένη ταυτότητα των Κυθήρων ως μιας ζηλευτής πολιτιστικής κοιτίδας, με μοναδικά χαρακτηριστικά. Ακόμα μια έξοχη, πρεσβευτική υποστήριξη του τοπικού ποιοτικού brand name του νησιού.
Σήμερα το δεύτερο κείμενο:
- Ο Παπαδιαμάντης και το καφενείο των Κυθήριων αδελφών Μπαβέα
Στο τεύχος Νο 162 (Μάρτης-Απρίλης 2001) της Νέας Εστίας, αφιερωμένο στον Παπαδιαμάντη, υπάρχει ένα κείμενο του Γιώργου Ζεβελάκη, με τίτλο «Συναντήσεις με τον Παπαδιαμάντη στην Αθήνα», όπου αναφέρονται, ακροθιγώς, τα στέκια όπου σύχναζε ο μεγάλος διηγηματογράφος μας.
Παραθέτω τα κυθηριακού ενδιαφέροντος αποσπάσματα:
«[…] Από τις υπώρειες του Λυκαβηττού, περνώντας από το Κολωνάκι και το Σύνταγμα, φτάνουμε στο κέντρο της Αθήνας, στη μικρή πλατεία, την οποία σχηματίζουν οι οδοί Αγίου Μάρκου και Πραξιτέλους καταλήγοντας στην Ευριπίδου. Εκεί βρισκόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, ένα μικρό διώροφο οικοδόμημα, παλαιού αθηναϊκού τύπου, που στέγαζε το περίφημο καφενείο των Κυθήριων αδελφών Μπαβέα. Είχε καταστεί περίφημον, γράφει ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος Νίκος Α. Βέης, το καφενείο στο οποίο έγινε η πρώτη του συνάντηση με τον Παπαδιαμάντη, ‘ούτε δια την πολυτέλειάν του, ούτε δια την τυχόν καθαριότητά του, -το άλλως τε σκοτεινόν και ιδίως από αμαξηλατών και ανθρώπων της αγοράς συχναζόμενον, -αλλά μόνον ως κέντρον φοιτήσεως ορισμένου κύκλου λογίων’[…]
[…] Ο Νίκος Α. Βέης θυμάται την πρώτη του εκείνη γνωριμία με τον συγγραφέα, την οποία τοποθετεί χρονικά, γύρω στα 1900. Μια εαρινή εσπέραν, μαθητήν του Βαρβακείου, με ναυτική στολή, τον προσκαλεί ‘ο έφηβος τότε και αληθώς απολλώνιος, Σωτήρης Σκίπης’, να πάνε στο καφενείο Μπαβέα, του οποίου ήταν τακτικός θαμώνας και προσκολλημένος στη φιλολογική ομήγυρη του Μαρτζώκη, που επωφελούμενη της ωραίας εσπέρας, συνεδρίαζε και όπου, καθώς φαίνεται, ο Παπαδιαμάντης έπρεπεν απαραιτήτως να συναντήσει κατά την εσπέραν εκείνην μέλος του φιλολογικού κύκλου του καφενείου Μπαβέα.[…]»
Σκέπτομαι, πόσα και τί θα είδαν και θα άκουσαν τα μάτια και τα αυτιά των αδελφών Μπαβέα, και τί ευτύχημα θα ήταν αν είχαν συναισθανθεί τη συγκυριακή σπουδαιότητα της συναναστροφής τους με εκείνη την πρώτη μαζική άνθηση της ελληνικής διανόησης. Άραγε, με ενδεχομένως άλλα περιουσιακά στοιχεία, να κατέλειπαν στους κατιόντες τους και τίποτα χειροπιαστό ή άυλο θυμητάρι εκείνης της χαρισάμενης εποχής;