Advertisement

Γιατί δεν πέφτει ο πληθωρισμός στην Ελλάδα

Το κοινό μυστικό για τις αιτίες. Η πράσινη μετάβαση, ο πόλεμος του Πούτιν, ο πληθωρισμός της απληστίας και η τουριστική έκρηξη στην Ελλάδα. Η πληθωριστική ψυχολογία, το πάρτυ της κερδοσκοπίας και η «ασυλία» των σουπερμάρκετ | Ζώης Τσώλης

306

Αν υπήρχαν δύο συγκεκριμένοι λόγοι –η έκρηξη των τιμών ενέργειας το 2021 και ο πόλεμος του Πούτιν– που εκτόξευσαν τον πληθωρισμό στα ύψη μετά το τέλος της πανδημίας σε όλη την Ευρώπη, αυτοί σήμερα τείνουν να εκλείψουν παντού· εκτός από την Ελλάδα.

Πράγματι, τον Οκτώβριο ο μέσος πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 2%, αλλά στην Ελλάδα εμφανίστηκε το εξής παράδοξο: Η μεν Eurostat να υπολογίζει την ετήσια άνοδο (Οκτώβριος 2024 με Οκτώβριο 2023) του δείκτη τιμών καταναλωτή στο 3,2%, η δε ΕΛΣΤΑΤ να τον ρίχνει στο 2,4%!

Συγκεκριμένα, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι ο γενικός ΔΤΚ τον Οκτώβριο του 2024 σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο 2024 παρέμεινε αμετάβλητος, ενώ ο μέσος πληθωρισμός του τελευταίου δωδεκαμήνου (Νοέμβριος 2023-Οκτώβριος 2024), σε σύγκριση με τον αντίστοιχη περίοδο 2022-2023, αυξήθηκε κατά 2,9%.

Ειδικά για τον Οκτώβριο η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε ανατιμήσεις στα τρόφιμα και στο κόστος στέγασης, οι οποίες καλύφθηκαν εν μέρει από τις μειώσεις στο κόστος μεταφορών, καθώς υποχώρησε η τιμή της βενζίνης, και στη μείωση των τιμών των διαρκών αγαθών για το σπίτι.

Αυτό που έχει σημασία για τα νοικοκυριά που διαμαρτύρονται για την ακρίβεια είναι ότι πρωταθλητές των ανατιμήσεων παραμένουν τα τρόφιμα, καθώς από την αρχή της πληθωριστικής κρίσης ο σχετικός δείκτης έχει αυξηθεί κατά 30%.

Τι μπορεί να φταίει γι’ αυτό; ο πληθωρισμός έπαψε προ πολλού να είναι «εισαγόμενος», αλλά παραμένει «επίμονος» στην Ελλάδα, όπου επικρατεί η πληθωριστική ψυχολογία παντού, από το περίπτερο μέχρι τα σουπερμάρκετ και τα ενοίκια.

Η εύκολη απάντηση είναι ότι η ελληνική αγορά αποδεικνύεται ρηχή, χωρίς καμμιά ένταση ανταγωνισμού και χωρίς κανένα φόβο ελέγχου για τους “παίκτες” οι οποίοι λειτουργούν σε όλα τα στάδια της αλυσίδας – από την παραγωγή μέχρι την τελικό καταναλωτή – σαν να έχουν συνάψει μια ΄μυστική “συμφωνία κυρίων” για να αυξήσουν τα κέρδη τους ως εκεί που αντέχουν οι τσέπες των νοικοκυριών και των τουριστών.

Είναι κοινό μυστικό, τη βόμβα του πληθωρισμού πυροδότησε η έκρηξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας το καλοκαίρι του 2021 (πρίν από τον πόλεμο στην Ουκρανία).

Οπως λένε οι μελέτες “η ιδιαίτερη συμβολή των τιμών της ενέργειας στην αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα φαίνεται από τον εξαπλασιασμό των τιμών του 2022 σε σχέση με το 2020 (307 ευρώ έναντι 59 ευρώ η μεγαβατώρα). Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει το γεγονός ότι οι τιμές της ενέργειας στην Ελλάδα -όπως και σε όλη την Ευρώπη- ξεκίνησαν να αυξάνονται τον Ιούλιο του 2021, λόγω της αυξημένης ζήτησης φυσικού αερίου που προκάλεσαν οι ανακοινώσεις της δέσμης μέτρων επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης Fit for 55”.

Ακολούθησε ο πόλεμος…

Η έκρηξη αυτή των τιμών αποτέλεσε τη βάση – τον κύριο λόγο – αύξησης του κόστους παραγωγής όχι μόνο για τη βιομηχανία, αλλά για τη βιοτεχνία, τις μεταφορές και ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα.

Πάνω σ΄ αυτή τη νέα πραγματικότητα ήρθε να προστεθεί και η νέα άνοδος των τιμών τόσο στην ενέργεια όσο και στα βασικά τρόφιμα (σιτάρι, ηλιέλαιο κά) και η κερδοσκοπία που πυροδότησε η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και η διακοπή προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου από ολόκληρη την Ευρώπη.

Σε αυτές τις συνθήκες για την ευρωπαική οικονομία η οποία έβγαινε από την καραντίνα της πανδημίας, αυξήθηκε θεαματικά η ζήτηση προιόντων, η ανάγκη των ανθρώπων για διασκέδαση και ταξίδια.

Ολα συνέτειναν στην άνοδο των τιμών αφ΄ενός λόγω αυξημένου κόστους κι αφ΄ετέρου λόγω αυξημένης ζήτησης.

…και η απληστία

Αποτέλεσμα ήταν, όπως διαπίστωσαν εκ των υστέρων η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος από το 2021 και μετά να εκδηλωθεί το φαινόμενο του πληθωρισμού της απληστίας, όπως ονομάστηκε η αύξηση των ποσοστών κέρδους στην οποία προχώρησαν οι επιχειρήσεις προκειμένου να «ρεφάρουν» τις ζημιές της πανδημίας.

Το φαινόμενο πήρε μεγάλες διαστάσεις ειδικά στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τις μελέτες της Τραπέζης της Ελλάδος, ο ρυθμός μεταβολής του δείκτη περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων στο σύνολο της οικονομίας, από μηδενικός που ήταν το 2019, και τις ζημιές που είχαν οι επιχειρήσεις την πρώτη χρόνια της πανδημίας το 2020, ανέβηκε στο 4% το 2021, στο 9% το 2022 και σε διψήφιο ποσοστό το 2023 όπως διαπιστώνουμε από τους ισολογισμούς ειδικά των μεγάλων επιχειρηματικών Ομίλων.

Τη διετία 2023 – 2024 παρά το γεγονός ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας πέραν του ότι υποχώρησαν σε (μέσο) επίπεδο κάτω από 200 ευρώ η μεγαβατώρα και επιδοτήθηκαν οι λογαριασμοί νοικοκυριών και επιχειρήσεων από την κυβέρνηση και παρά τις επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις των υπουργών Ανάπτυξης ειδικά προς τα σουπερμάρκετ και τους λιανοπωλητές για συγκράτηση ή και μείωση των τιμών βασικών προϊόντων που μπαίνουν στο καλάθι του νοικοκυριού, τα υψηλά ποσοστά κέρδους παγιώθηκαν. Το λιανεμπόριο και τα σουπερμάρκετ ως τελευταίος κρίκος της αλυσίδας περιορίστηκαν να μεταφέρουν στον καταναλωτή τις επιβαρύνσεις, δηλαδή τις αυξημένες τιμές που ξεκίνησαν από τους παραγωγούς και τη βιομηχανία και στη συνέχεια φούσκωσαν ακόμη περισσότερο στο χονδρεμπόριο.

Πληθωριστική ψυχολογία και νέες ανατιμήσεις

Το δυστύχημα είναι ότι το φαινόμενο αυτό έχει δημιουργήσει μια πληθωριστική ψυχολογία, συνολικά στην ελληνική αγορά, με αποτέλεσμα σχεδόν δύο χρόνια μετά να ανεβαίνουν οι τιμές αντίθετα στην τάση συγκράτησης του πληθωρισμού που επικρατεί στην Ευρώπη.

Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η τιμή του ελαιολάδου η οποία σύμφωνα με τους έλληνες ελαιοπαραγωγούς θα κινηθεί και εφέτος σε υψηλά επίπεδα, παρά τη σχετική αύξηση της παραγωγής. Η τιμή του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου κινείται στα επτά ευρώ το λίτρο στη Μεσσηνία και είναι ελαφρώς χαμηλότερη συγκριτικά με άλλες παραγωγούς χώρες. Στην Ισπανία, η μέση τιμή στην έναρξη της ελαιοκομικής περιόδου φτάνει τα 7,2 ευρώ, στην Τυνησία ξεπερνά τα 7,5 ευρώ, ενώ στην Ιταλία η τιμή είναι αρκετά υψηλότερη, στα 9,1 ευρώ.

Ενα ακόμη παράδειγμα συντήρησης του πληθωρισμού της απληστίας είναι η απόφαση μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας αναψυκτικών να προχωρήσει από την 1η Νοεμβρίου σε σειρά ανατιμήσεων σε όλους τους χυμούς και τα αναψυκτικά της.

Οι ανατιμήσεις στα προιόντα που έχουν ως βάση το πορτοκάλι φθάνουν το 11,5% και 3,3% το λεμόνι. Ο λόγος που επικαλείται η εταιρεία για τις ανατιμήσεις, όπως αναφέρει στην επιστολή που έχει στείλει στους χονδρεμπόρους της, «οι αυξήσεις κόστους πρώτων υλών και υλικών παραγωγής των προϊόντων και κυρίως των χυμών φρούτων»

Οι ανατιμήσεις έπληξαν βέβαια και το τσίπουρο όπου σημειώνονται αυξήσεις 11% σε όλες τις συσκευασίες.

«Φωτιά» οι υπηρεσίες λόγω τουρισμού

Βέβαια, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος ανέδειξε και μια άλλη πτυχή του πληθωριστικού φαινομένου. Πρωταγωνιστής στα διαδοχικά κύματα αύξησης των περιθωρίων κέρδους τους και των τελικών τιμών όλα τα χρόνια μετά τη λήξη του συναγερμού της πανδημίας, ήταν ο τομέας των υπηρεσιών, ο οποίος έφτασε το 30%, ενώ η βιομηχανία ξεπέρασε το 25%. Στον κλάδο των υπηρεσιών, οι επιχειρήσεις εκμεταλεύτηκαν την ανάγκη των πολιτών για διασκέδαση μετά την απομόνωση της πανδημίας και την έκρηξη της τουριστικής κίνησης που σημειώθηκε (και) στη χώρα μας με αλλεπάλληλα ρεκόρ αφίξεων τα τελευταία τρία χρόνια.

Ακολούθησαν οι κατασκευές κατοικιών, κλάδος που αναπτύσσεται ραγδαία την τελευταία διετία, με τις αυξήσεις των περιθωρίων κέρδους να ξεπρνούν πλέον το 15% και τις τιμές των νεόκτιστων κατοικιών να αυξάνονται πάνω από 30% την τελευταία διετία.

Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη αύξηση κερδών

Τη μεγαλύτερη αύξηση περιθωρίων κέρδους, εμφάνισαν οι εξής κλάδοι:

  • Οι υπηρεσίες, δηλαδή εμπόριο, ξενοδοχεία, εστιατόρια, μεταφορές και αποθήκευση, με ρυθμό 11,1% το 2021 και 17% το 2022.
  • Η βιομηχανία με ρυθμό 6,5% το 2021 και 19,5% το 2022.
  • Οι κατασκευές με ρυθμό 3,6% το 2021 και 10,4% το 2022.
  • Οι τέχνες και διασκέδαση με ρυθμούς 7,9% το 2021 και 7,2% το 2022.
  • Οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες με ρυθμούς 2,4% το 2021 και 5,1% το 2022.

Οι επιχειρηματίες και ο τουρισμός

Το 2023 και σε μικρότερο βαθμό το 2024 την αυξημένη ζήτηση και την άνοδο των τιμών σε σούπερ – μάρκετ, εστιατόρια, κέντρα διασκέδασης συντήρησαν οι ξένοι επισκέπτες στη χώρας που κάθε χρόνο ξεπερνούν τα 30 εκατομμύρια.

Ομως τα πρώτα σημάδια κάμψης της κατανάλωσης (ειδικά σε εστιατόρια) ήρθαν λόγω της ακρίβειας και (σε πολλές περιπτώσεις) των εξωφρενικών τιμών. Η τάση αυτή καταγράφηκε τον περασμένο Ιούλιο και Αύγουστο ειδικά στα νησιά όπου οι τιμές είχαν εκτοξευθεί στα ύψη συντηρώντας τον πληθωρισμό στην Ελλάδα σταθερά πάνω από το 3 % τους καλοκαιρινούς μήνες όταν στην ευρωζώνη είχε υποχωρήσει στο 1,8%.

Στη συνέχεια Σεπτέμβριο και Οκτώβριο η άνοδος του πληθωρισμού συνεχίστηκε στη χώρα μας τροφοδoτούμενος από τις αυξήσεις τιμολογίων ενέργειας, αλλά και τις νέες ανατιμήσεις σε τρόφιμα με πρώτα τα γαλακτοκομικά, φτάνοντας σύμφωνα με τη Eurostat στο 3,2% όταν στην ευρωζώνη συγκρατήθηκε στο 2%.

Τι έκανε η κυβέρνηση

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση θυμίζουμε ότι δυό φορές (μία πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου και η δεύτερη τον Σεπτέμβριο) ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε την παρέμβαση και τη βοήθεια της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προκειμένου:

  1. Να συμμορφωθούν οι πολυεθνικές εταιρίες και να μην πουλάνε σε υψηλότερες τιμές τα προιόντα τους στην Ελλάδα, και
  2. Να επανεξεταστούν οι κανόνες στη χρηματιστηριακή αγοράς ενέργειας που οδηγούν στο φαινόμενο η Ελλάδα κι ο ευρωπαϊκός Νότος να έχουν την ίδια ημέρα, με τις ίδιες συνθήκες της αγοράς, υψηλότερες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος απ΄ότι έχουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες κι ο μέσος ευρωπαίος.

Αν για αυτά τα δύο μεγάλα ζητήματα δεν έχει γίνει (ακόμη) τίποτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και το ΔΝΤ στις αναλύσεις τους σημειώνουν ότι η βασική αιτία του ελληνικού πληθωρισμού είναι οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που δεν έγιναν ή ή τουλάχιστον δεν ολοκληρώθηκαν όπως η πλήρης απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών.

Οι δυό αυτές αλλαγές, οι οποίες έπρεπε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, θεωρούνται ακόμη και σήμερα ως ο αδύναμος κρίκος των προγραμμάτων προσαρμογής (μνημονίων) τα οποία εξακολουθούμε να πληρώνουμε με τον υψηλό πληθωρισμό και την απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Και σε αυτό συνηγορούν και η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΙΟΒΕ, καθώς στην ελληνική αγορά ακόμη και σήμερα καταγράφονται φαινόμενα λειτουργίας «καρτέλ» που ξεκινούν από το χονδρεμπόριο των τροφίμων και φτάνουν μέχρι τα σουπερμάρκετ.

 

 

Πηγή Protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο